Παντελής και Κέλλυ Τσαγκαράκη
”Σεις είσθε το φως του κόσμου· πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή·ουδέ ανάπτουσι λύχνον και θέτουσιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ' επί τον λυχνοστάτην, και φέγγει εις πάντας τους εν τη οικία.Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς.” Κατά Ματθαίον ε΄14-16.
”Σεις είσθε το φως του κόσμου· πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή·ουδέ ανάπτουσι λύχνον και θέτουσιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ' επί τον λυχνοστάτην, και φέγγει εις πάντας τους εν τη οικία.Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς.” Κατά Ματθαίον ε΄14-16.
Αυτό το μήνα, θα μας δώσουν την μαρτυρία τους για τον Χριστό, τα αδέλφια μας Παντελής και Κέλλυ Τσαγκαράκη.
Αδελφέ Παντελή, ακούσαμε την ομολογία σου -εν συντομία- στο τελευταίο συνέδριο της νεολαίας, αλλά τώρα θα μας τα πεις λίγο πιο αναλυτικά.
Αμήν, ευχαριστούμε τον Κύριο για την χάρη που έκανε στη ζωή μας. Να ξεκινήσω λέγοντας ότι έχω μεγαλώσει στο Πέραμα, σε μια τετραμελή οικογένεια κι ευχαριστώ τον Θεό γιατί πήραμε από μικροί -εγώ και ο αδελφός μου- πολύ σωστές αρχές. Θυμάμαι τον πατέρα μου να κάνει δύο και τρείς δουλειές για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες μας, η μητέρα μου πιστή οικοφύλακας, να έχει αφιερώσει τη ζωή της για να μας μεγαλώσει και έτσι είχαμε πραγματικά, πολύ καλά παραδείγματα. Θα αναφέρω ένα περιστατικό από την εφηβική μου ηλικία. Είχα πάει τη πρώτη μου βραδινή έξοδο, μαζί με κάποιους φίλους, σε ηλικία 15-16 χρονών. Και όπως φεύγαμε από το νυχτερινό κέντρο που ήμασταν, είδα ένα συνομήλικο μου, αναίσθητο από χρήση αλκοόλ να τον παίρνει ένα ασθενοφόρο. Τότε (χωρίς να έχω ακόμα επίγνωση) είπα μέσα μου: “Θεέ μου, δεν θέλω να γίνει ποτέ έτσι η ζωή μου.” Κι ευχαριστώ τον Θεό γιατί ακούει προσευχές.
Είχες σαν παιδί φόβο Θεού, υπήρχε αυτό το στοιχείο στην οικογένεια σου;
Υπήρχε σίγουρα ο σεβασμός, ο φόβος του Θεού, αλλά μέχρι εκεί, δεν γνωρίζαμε τότε τον Κύριο. Και η σχέση μας η εκκλησιαστική, ήταν η εντελώς τυπική. Χριστούγεννα, Πάσχα και κάποια άλλη γιορτή ίσως, όπως και όλος ο κόσμος. Μέχρι τη στιγμή, που ένας θείος μου έφερε το Ευαγγέλιο στο σπίτι μας. Πρώτος πίστεψε ο πατέρας μου, μετά η μητέρα μου, και ξεκίνησαν να πηγαίνουν στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στο Κερατσίνι. Σχεδόν ταυτόχρονα, πίστεψε κι ένας φίλος μου κι άρχισε -ας το πούμε έτσι- να στενεύει ο κλοιός γύρω μου. Όμως εμένα τότε η στάση μου ήταν πως: “Αν εσείς είστε καλά, οκ συνεχίστε, αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει τώρα κάτι τέτοιο.” Σύντομα όμως αυτό άλλαξε, με τον εξής τρόπο. Η εκκλησία στο Κερατσίνι κάνει ένα κοινωνικό έργο και μοιράζει φαγητό σε αστέγους και απόρους ανθρώπους στο λιμάνι του Πειραιά. Μου είπαν λοιπόν ότι σε αυτό το έργο χρειάζονται άτομα και δέχτηκα να βοηθήσω κι εγώ. Εκεί βρήκε τρόπο ο Κύριος να “ξεκλειδώσει” τη καρδιά μου θα έλεγα. Μου άρεσε η συναναστροφή με τους αδελφούς, μου άρεσε αυτό που κάναμε, κι όταν γυρνούσαμε στο χώρο της εκκλησίας για να τακτοποιήσουμε τα σκεύη, άκουγα και για λίγη ώρα το κήρυγμα του Λόγου του Θεού. Έτσι σιγά-σιγά άλλαξε η ζωή μου κι άρχισα να πηγαίνω πλέον κανονικά στις συναθροίσεις της εκκλησίας. Με αγκάλιασαν όλα τα αδέλφια, μου είπαν να ζητήσω ότι θέλω από τον Θεό, γιατί είναι ζωντανός και ακούει, και πραγματικά, έκανα τότε μια πρώτη προσευχή, με επίγνωση και είπα: “Κύριε, αν όλα αυτά που ακούω είναι αλήθεια, εγώ κάνω μια αναδρομή και βλέπω ότι η ζωή μου είναι στάσιμη. Έχω κάνει κάποιες σπουδές, έχω μια μόνιμη δουλειά, όμως η ζωή μου δεν εξελίσσεται, κάνει κύκλους. Τι μπορείς να κάνεις Εσύ για μένα;” Από τότε ξεκίνησαν οι ενέργειες του Θεού στη ζωή μου. Παράλληλα, άκουσα από τα αδέλφια και για την βάπτιση του Αγίου Πνεύματος και ξεκίνησα να το ζητάω με πολύ ζήλο.
Είχες βαπτιστεί στο νερό;
Όχι δεν είχα βαπτιστεί ακόμα στο νερό -αν και μου το έλεγαν οι αδελφοί- γιατί το είχα στο μυαλό μου κάπως περίεργα. Ήθελα να λάβω πρώτα Πνεύμα Άγιο. Μπήκα λοιπόν σε αυτό τον αγώνα της εκζήτησης και πήγαινα όπου γίνεται προσευχή. Πήγαινα κάθε Τρίτη στη κεντρική εκκλησία, πήγαινα κάθε Πέμπτη στην εκκλησία στη Κηφισιά κι εκεί τελικά με επισκέφτηκε ο Κύριος, μίλησα σε ξένες γλώσσες, δόξασα τον Θεό και γέμισα μέσα μου πάρα πολλή χαρά. Και τις επόμενες μέρες ένιωθα τόσο γεμάτος με την παρουσία του Θεού, ώστε μόλις έβρισκα λίγο χρόνο, έψαχνα ένα μέρος για να γονατίσω και να προσευχηθώ. Βαπτίστηκα τότε και στο νερό, όμως δυστυχώς, όλο αυτό δεν κράτησε πολύ. Γιατί ήρθε κάποιος και μου είπε: “Είσαι σίγουρος ότι έλαβες το Άγιο Πνεύμα; Μήπως απλά μπερδεύτηκε η γλώσσα σου;” Επειδή ήμουν και νεοκατήχητος, αυτό τότε με “γκρέμισε.” Και πέρασαν δύο χρόνια, όπου όταν ήμουνα καλά πνευματικά, άνοιγα το στόμα μου στη προσευχή και μιλούσα γλώσσες, όταν δεν ήμουνα καλά, έλεγα: “Δεν είναι από τον Θεό, είναι δικά μου αυτά που λέω.”
Το συζήτησες με κάποιον αδελφό, με κάποιον πρεσβύτερο στην εκκλησία;
Όχι, δεν το συζήτησα, το κράτησα μέσα μου. Τελικά γονάτισα ένα βράδυ στο κρεβάτι μου πριν κοιμηθώ και είπα: “Κύριε, συγχώρεσε με, αλλά πιστεύω ότι τελικά δεν είναι από Εσένα αυτά που λέω και θα σταματήσω.” Και ο Κύριος ήρθε εκείνο το βράδυ και με επισκέφθηκε. Είδα σε ενύπνιο έναν νέο άνδρα, εμφανίσιμο, να μου λέει: “Πήγαινε σε αυτό το σπίτι, πάνω στο βουνό, γιατί σε περιμένει να σου μιλήσει ο Κύριος.” Άρχισα να ανεβαίνω προς τα εκεί και είχα μέσα μου το συναίσθημα που έχει ένας μαθητής που του λένε: “Πήγαινε στο γραφείο του Γυμνασιάρχη γιατί θέλει να σου μιλήσει.” Μόλις μπήκα όμως, ένιωσα ότι ο Κύριος με πήρε στην αγκαλιά του (χωρίς να Τον βλέπω) και μου είπε: “Παιδί μου, γιατί δεν μιλάς γλώσσες;” Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα και βρήκα τον εαυτό μου γονατισμένο στο κρεβάτι και να μιλάω ακατάπαυστα σε ξένες γλώσσες. Λίγο μετά, ήρθε η γνωριμία με τη γυναίκα μου, τη Κέλλυ, που είναι από τη Βραζιλία. Η οποία μεγάλωσε κι εκείνη στο Πέραμα και το θαυμαστό είναι, ότι ενώ πηγαίναμε στα ίδια μαγαζιά, είχαμε κοινούς γνωστούς, είχαμε κοινούς φίλους στα σόσιαλ μίντια, πότε δεν είχαμε έρθει σε επαφή μεταξύ μας. Πρώτη φορά την είδα στην εκκλησία. Καταλάβαμε ότι ενδιαφερόταν ο ένας για τον άλλο, το φέραμε ενώπιον του Κυρίου, ο Κύριος μας βεβαίωσε με διάφορους τρόπους και μέσα σε έξι μήνες παντρευτήκαμε. Και στη συνέχεια έμεινε έγκυος η Κέλλυ στο πρώτο μας παιδί, τον Γιώργο, ο οποίος, από την κοιλιά ακόμα της μαμάς του, διαγνώστηκε με ραιβοποδία.
Τι ακριβώς είναι αυτό;
Το πέλμα του δεξιού ποδιού, αντί να βλέπει προς τα κάτω, στρεφόταν αντίθετα. Στην αρχή το πήραμε λίγο αψήφιστα, μέχρι τη στιγμή που το παιδί γεννήθηκε και ήρθε ο εξειδικευμένος γιατρός για να μας μιλήσει. Θυμάμαι ότι μέχρι να μας συστηθεί πέρασε αρκετή ώρα, καθώς είχε διάφορους τίτλους σπουδών στο βιογραφικό του. Και μας εξήγησε, ότι το παιδί έπρεπε να βάλει καταρχάς γύψο στο πόδι και στη συνέχεια να φορέσει για τέσσερα χρόνια κάποια ορθοπεδικά υποδήματα από πλαστικό και μέταλλο. Μετά να κάνει μια χειρουργική επέμβαση και κατόπιν φυσιοθεραπείες, για να μπορέσει τελικά το πόδι να επανέλθει σε κανονική λειτουργία. Τότε μόνο συνειδητοποιήσαμε πόσο δύσκολο είναι το πρόβλημα, αλλά συμβιβαστήκαμε και ακολουθήσαμε τις ιατρικές οδηγίες. Και μετά από μερικούς μήνες, όπως ήταν η Κέλλυ στο σπίτι, της μιλάει ο Κύριος και της λέει: “Εγώ είμαι ο Γιατρός, γιατί δεν φέρνεις το παιδί σου σε μένα να το θεραπεύσω;” Τότε μπήκαμε σε ένα πνευματικό αγώνα προσευχής και σε μια από αυτές τις προσευχές, μας μίλησε ο Θεός με προφητεία, με το στόμα της Κέλλης, και μας είπε πως: “Ο Γιώργος είναι παιδί μου κι Εγώ θα τον θεραπεύσω.” Σκέφτηκα τότε μέσα μου, ότι μάλλον είναι από τη καρδιά της Κέλλης αυτό που είπε, όμως ο Κύριος μου μίλησε πάλι, μου είπε κάποια πράγματα που μόνο Εκείνος γνώριζε και σφραγίστηκε μέσα μου ότι ήταν η φωνή του Θεού. Και πήραμε την απόφαση, να βγάλουμε από το παιδί τα μποτάκια τα ορθοπεδικά και να εμπιστευτούμε εντελώς τον Κύριο.
Κάνατε ένα βήμα πίστεως.
Ναι, ακριβώς. Βέβαια αυτή την απόφαση έπρεπε να τη στηρίξουμε μέσα σε συγγενείς που δεν είχαν τη πίστη που είχαμε εμείς και δεν ήταν εύκολο. Και δοκιμαστήκαμε κι εμείς πολλές φορές, καθώς το παιδί όπως ξεκινούσε να περπατήσει είχε αστάθεια και ήταν στιγμές που πηγαίναμε στο Θεό με απιστία, με αμφιβολία. Ο Κύριος όμως πάντα μας ενίσχυε, μας μιλούσε με διάφορους τρόπους και σήμερα το παιδί δεν έχει κανένα πρόβλημα, τρέχει, παίζει μπάλα και είναι εντελώς θεραπευμένος. Ο Κύριος τον βάπτισε και με Πνεύμα Άγιο στην εκκλησία της Γλυφάδας -την εκκλησία που μας οδήγησε ο Θεός και πηγαίνουμε τώρα- και να πω κλείνοντας, ότι πραγματικά ευχαριστούμε τον Θεό για όλα. Και ειδικά για τα αδέλφια μας και στη Γλυφάδα και στο Κερατσινί, γιατί είναι πραγματικά -όπως μου είπε κάποτε ο Κύριος- το φως του κόσμου.
Αμήν. Να περάσουμε όμως στην ομολογία της αδελφής Κέλλης. Κέλλυ, είσαι από Βραζιλία, αλλά μιλάς πολύ καλά τα ελληνικά.
Ναι, δόξα στον Θεό. Πήγαινα άλλωστε σχολείο στην Ελλάδα, όπως και στη Βραζιλία βέβαια. Γεννήθηκα στη Βραζιλία και μεγάλωσα σε μια πόλη που λέγεται Μπελέμ Παρά και βρίσκεται πολύ κοντά στον Αμαζόνιο.
Είχε άγρια θηρία εκεί, ήταν επικίνδυνα;
Μέσα στη πόλη όχι, αν έβγαινες όμως πιο έξω, στο δάσος, ήταν πολύ επικίδυνα και είχε ταμπέλες που σε προειδοποιούσαν να μην προχωρήσεις παρακάτω. Σαν οικογένεια είχαμε πάντα σχέσεις με τον Κύριο. Η γιαγιά μου με έπαιρνε από πολύ μικρή στην εκκλησία και με πήγαινε στο Κυριακό σχολείο μαζί με τον αδελφό μου.
Εκκλησία της Πεντηκοστής;
Ναι, είναι η εκκλησία που λέγεται Συνάξεις του Θεού. Σε αυτή την εκκλησία μεγάλωσα, μέχρι εννιά χρονών που ήμουν στη Βραζιλία. Μετά η μητέρα μου χώρισε με τον πατέρα μου (αν και δεν ήταν παντρεμένοι, απλά συζούσανε) και επειδή υπήρχαν άσχημες καταστάσεις με βία, πήρε εμένα και τον αδελφό μου κι έφυγε στην Ισπανία, όπου ζούσε μια θεία μου. Εκεί γνώρισε τον πατριό μου που είναι Έλληνας, παντρευτήκανε, μας υιοθέτησε εμάς και ήρθαμε στην Ελλάδα, στο Πέραμα. Έψαχνε μετά η μητέρα μου μια εκκλησία για να πάει, προσευχότανε και μια μέρα γνώρισε στο δρόμο μια αδελφή μας, την Μίνα, η οποία της μίλησε για τον Χριστό και της είπε για την εκκλησία.
Η Μίνα ομολογούσε συνέχεια τον Χριστό.
Ναι, είχε πολύ ζήλο. Είναι στο γηροκομείο τώρα και να προσευχόμαστε για την αδελφή. Ξεκινήσαμε λοιπόν να ερχόμαστε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στην οδό Σοφοκλέους, επειδή όμως δεν καταλαβαίναμε ακόμα καλά τη γλώσσα, βρήκαμε μετά μια βραζιλιάνικη εκκλησία και εκκλησιαζόμασταν εκεί. Και μια μέρα λέει η Μίνα στη μητέρα μου: “Να πάρω σήμερα την Κέλλυ στη δική μας εκκλησία;” Πήγα λοιπόν μαζί της κι εκείνο το βράδυ με βάπτισε ο Κύριος με Πνεύμα Άγιο. Ήμουνα δώδεκα χρονών. Έβλεπα τα αδέλφια που μιλούσανε γλώσσες στη προσευχή, το ζήτησα πολύ απλά από τον Θεό και μου το έδωσε με πολύ δύναμη. Ήταν πολύ όμορφη εμπειρία. Φύγαμε ύστερα, πήγαμε πάλι στη Βραζιλία κι εκεί βαπτίστηκα στο νερό. Μετά όμως δυστυχώς, απομακρύνθηκε η μητέρα μου από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να χάσουμε κι εμείς τον δρόμο μας. Κι εγώ, σαν παιδί στην εφηβεία βρέθηκα στον κόσμο, όπου ξόδεψα αρκετά χρόνια. Ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ και τελικά έπεσα σε μια πολύ βαριά κατάθλιψη που κοιμόμουνα μόνο με υπνωτικά. Δεν με γέμιζε πλέον τίποτε και ούτε ήλιο ήθελα να βλέπω, ούτε να βγαίνω έξω, ήθελα μόνο να κάθομαι μέσα στο σπίτι. Έκανα συνέχεια κακές σκέψεις, έλεγα πως κατάντησα σε αυτή την κατάσταση, και όλα αυτά έφερναν μεγάλη στενοχώρια στη καρδιά μου.
Η αμαρτία τραυματίζει την ψυχή του ανθρώπου.
Αυτό ακριβώς. Δεν σκέφτηκα ποτέ να αυτοκτονήσω -γιατί ήξερα που θα πήγαινα- αλλά δεν ήθελα και να ζήσω. Κι έλεγα: “Κύριε, αν μπορείς πάρε με.” Είδα τότε ένα ενύπνιο, ενώ δεν έβλεπα ποτέ όνειρα. Είδα ότι είμαι σε ένα σπίτι σκοτεινό, μαζί με έναν άνθρωπο μαυροφορεμένο που ήταν συνέχεια δίπλα μου και δεν με άφηνε να βγω έξω. Ο Διάβολος σίγουρα ήταν αυτός. Μετά είδα ότι περπατάω στο δρόμο, φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα, πολύ προκλητικό κι ένιωθα ότι είμαι πολύ όμορφη, πολύ εντυπωσιακή, μέχρι που ξαφνικά γίνομαι γουρούνι. Το φόρεμα σκίστηκε, κουρελιάστηκε και σαν γουρούνι, μπήκα σε μια αυλή, όπου πέσανε επάνω μου πολλά σκυλιά και με φάγανε. Και ήρθε τότε αυτός ο μαυροφορεμένος, πήρε τα κομμάτια μου μέσα σε ένα σακί, τα έβαλε σε ένα πίνακα και τα έκανε σαν ένα έργο τέχνης. Είπε με περηφάνεια: “Αυτό είναι το βραβείο μου” και ήτανε κι άλλοι πίνακες δίπλα, με κομμάτια από άλλους νέους και νέες. Ξύπνησα τότε πολύ ταραγμένη γιατί κατάλαβα ότι μου έδειξε ο Κύριος που θα κατέληγα. Και όταν το είπα στη μητέρα μου, μου λέει: “Πρέπει να βρούμε μια εκκλησία εδώ κοντά και να αρχίσουμε να πηγαίνουμε.” Και πήγαμε στο Κερατσίνι.
Είχατε γυρίσει εντωμεταξύ από Βραζιλία;
Ναι, όταν ήμουν 17 χρονών γυρίσαμε στην Ελλάδα. Τότε λοιπόν, πήγα μετά από χρόνια στην εκκλησία και ήταν η μέρα του Αγίου Πνεύματος. Και όπως άκουγα από τους αδελφούς τις ομολογίες τους, τότε θυμήθηκα ότι κι εγώ είχα λάβει το Άγιο Πνεύμα κάποτε. Είναι απίστευτο, το πως τυφλώνει ο Διάβολος τον άνθρωπο και τον κάνει να τα ξεχάσει όλα. Μετά τις ομολογίες είχε προσευχή κι εκεί όταν γονάτισα άρχισα αμέσως να κλαίω, ζήτησα από τον Κύριο συγχώρεση για τις αμαρτίες μου και Του είπα: “Κύριε, ένα θέλω να σου ζητήσω. Βοήθησε με να κοιμηθώ. Κι αν με βοηθήσεις να κοιμηθώ χωρίς χάπια θα Σε ακολουθήσω για μια ζωή. Θα κάνω τα πάντα να μείνω στον δρόμο Σου.” Εκείνο το βράδυ έφυγα από την εκκλησία πολύ χαρούμενη, πολύ γεμάτη, και μόλις πήγα σπίτι κι έβαλα έναν ύμνο να ακούσω, με πήρε ο ύπνος κατευθείαν χωρίς να πάρω χάπια υπνωτικά.
“Ο Κύριος βεβαίως δίνει ύπνο στον αγαπητό αυτού” όπως λέει το εδάφιο στους Ψαλμούς.
Από τότε, δεν ξαναπήρα υπνωτικά χάπια στη ζωή μου. Μετά μου έλεγαν οι φίλες μου: “Έλα να βγούμε, τώρα που είσαι καλά” αλλά εγώ τους έλεγα: “Όχι, θα πηγαίνω πλέον στην εκκλησία.” Ευχαριστώ τον Θεό γιατί γρήγορα γνώρισα και τον Παντελή και ο Κύριος μας ένωσε και μας χάρισε δύο ευλογημένα παιδάκια. Και αυτό ήτανε το όνειρο μου από μικρή, να κάνω μια ωραία οικογένεια. Το θαυμαστό ήταν, πως αν και μέναμε πολύ κοντά στο Πέραμα, τρία στενά απόσταση, ο Θεός δεν είχε επιτρέψει ποτέ να γνωριστούμε. Πιστεύω ότι ο Κύριος ήθελε να με γνωρίσει ο Παντελής σαν χριστιανή και όχι σαν κοπέλα του κόσμου. Μετά ήρθε αυτό με τον Γιώργο και ήτανε κάτι αρκετά δύσκολο. Ειδικά η απόφαση που πήραμε να βγάλουμε τα μποτάκια από το παιδί. Ο Θεός βέβαια εκείνη την εποχή συνέχεια μας μιλούσε με ενύπνια, μας ενδυνάμωνε και ήταν πραγματικά μια πολύ ευλογημένη περίοδος που την νοσταλγώ τώρα. Από την άλλη μεριά, πολλοί μας κατέκριναν, μας έλεγαν ότι αυτό που κάνουμε είναι λάθος, μας έλεγαν να ακούμε μόνο τους γιατρούς και άλλα πολλά. Και όσο αργούσε το παιδί να περπατήσει, και να δούμε ότι είναι καλά, τόσο η αγωνία μας μεγάλωνε. Τελικά όταν περπάτησε, το πόδι του ήταν ίσιο και μέχρι σήμερα είναι μια χαρά, δόξα στον Θεό.
Να διευκρινίσουμε, ότι δεν είμαστε κατά της ιατρικής, απλά εσείς είχατε από τον Θεό (όπως αποδείχτηκε) μια συγκεκριμένη οδηγία.
Ναι αδελφέ μου. Και είχαμε τότε και καλούς γιατρούς που έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Αλλά ο Θεός, ήθελε να το θεραπεύσει το παιδί Εκείνος. Όταν ο μικρός μας γιός ο Παναγιώτης, αρρώστησε, οχτώ μηνών, με κορωνοϊό και σε γιατρούς πήγαμε και στο νοσοκομείο πήγαμε κι εκεί βέβαια πάλι ο Θεός μέσα από όλα αυτά μας βοήθησε και πήγαν κι εκεί όλα καλά. Ευχαριστούμε τον Θεό για όλα.
Αμήν. Επικοινωνείς τώρα καθόλου με Βραζιλία, μαθαίνεις νέα για το έργο του Θεού;
Ναι, έχω επικοινωνία, γιατί είμαστε μια μεγάλη συγγένεια εκεί. Στη Βραζιλία έχουν ξεφύγει λίγο τα πράγματα. Εγώ μεγάλωσα σε μια εκκλησία που οι γυναίκες ήταν σεμνές, φορούσαν μόνο φούστες μακριές, τώρα έχουν αλλάξει όλα αυτά. Και όλες οι μεγάλες εκκλησίες έχουν γίνει σαν επιχειρήσεις οικονομικές, όπως στην Αμερική. Πολλή μουσική, πολλά φώτα, όλοι πληρώνονται και πλέον, μόνο στα χωριά μπορείς να βρεις μια εκκλησία που να μιλάει πραγματικά ο Κύριος, με καθαρό τον Λόγο του Θεού.
Μάλιστα. Ας προσέξουμε να μην γίνουμε κι εμείς έτσι. Αδελφέ Παντελή, πες μας αν θέλεις ένα μήνυμα, κλείνοντας.
Ναι αδελφέ μου. Θα ήθελα κλείνοντας, να μοιραστώ μερικά εδάφια με όποιον θα διαβάσει την ομολογία μας. «Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν, και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών· διότι ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίον μου ελαφρό.» Πιστεύω το ότι είμαστε πιστοί, δεν μας απαλλάσσει από τα προβλήματα και τις δυσκολίες που έχουν όλοι οι άνθρωποι, απλά εμείς έχουμε τον Χριστό μας που πάντα παίρνει τα φορτία της καθημερινότητας μας. Και θέλω να προτρέψω κάθε άνθρωπο που θα διαβάσει αυτή την ομολογία, να εκζητήσει τον Χριστό στη ζωή του. Ο κόσμος δεν έχει να προσφέρει τίποτε και αυτό το λέω γιατί έζησα και τον κόσμο, έζησα και τον Χριστό και δεν θα αντάλλαζα τον Κύριο με τίποτε.