Κώστας Καλιακούδας
“Λοιπόν και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ' υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα,αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού.” Προς Εβραίους ιβ΄1-2.
“Λοιπόν και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ' υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα,αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού.” Προς Εβραίους ιβ΄1-2.
Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Κώστας Καλιακούδας.
Αδελφέ Κώστα, μπορείς να ξεκινήσεις την ομολογία σου από τα παιδικά σου χρόνια και στη πορεία θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις.
Αμήν. Να ξεκινήσω λοιπόν λέγοντας ότι γεννήθηκα στην Αθήνα το 1969. Δυστυχώς ο πατέρας μου πέθανε πολύ νωρίς (μόλις 37 χρονών, από καρκίνο) και μας άφησε, εμένα και τον αδελφό μου, ορφανούς από πολύ μικρή ηλικία. Εγώ ήμουνα τριών χρονών και ο αδελφός μου ενάμιση. Έμεινε λοιπόν η μητέρα μου χήρα, με δύο μικρά παιδιά και μας μεγάλωσε μόνη της, δουλεύοντας. Το καλό ήταν, ότι επειδή ο πατέρας μου προερχόταν από μια σχετικά ευκατάστατη οικογένεια, είχαμε δικό μας σπίτι και αυτοκίνητο.
Με τον Θεό, με την εκκλησία υπήρχε κάποια επαφή;
Υπήρχε από τη μεριά της μητέρας μου η οποία προερχόταν από μια πολύ πιστή, Ορθόδοξη οικογένεια. Για να καταλάβεις, εμένα με βαπτίσανε σαν μωρό στην Παναγία της Τήνου, είχανε κάνει κάποιο τάμα προφανώς. Η οικογένεια του πατέρα μου δεν είχε τόσο στενή σχέση με τα πράγματα της θρησκείας, ήταν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Οπότε μας πήγαινε κι εμάς από μικρούς στην εκκλησία η μητέρα μου, αλλά εμείς δεν δείχναμε και μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ήμασταν σαν παιδιά πάρα πολύ ζωηροί. Όπου πηγαίναμε δημιουργούσαμε προβλήματα -και στα σχολεία και στα χωριά και στα εξοχικά- παντού φέρναμε αναστάτωση. Έπαιξε ρόλο σε αυτό σίγουρα η έλλειψη πατέρα, κατά τα άλλα όμως, δεν μας έλλειψε τίποτε, φρόντιζε η μητέρα μας για όλα. Μάλιστα, για να μας εξυπηρετεί, είχε μάθει κι οδηγούσε και το αυτοκίνητο και ήτανε από τις λίγες γυναίκες που οδηγούσανε εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Όταν μεγάλωσα λίγο το οδηγούσα κι εγώ βέβαια, πριν ακόμα βγάλω δίπλωμα. Και μηχανάκια οδηγούσα από πολύ μικρός χωρίς δίπλωμα.
Και μεγαλώνοντας ήσουνα ζωηρός δηλαδή;
Ναι βέβαια. Αρχίσανε στην εφηβεία βόλτες με τα μηχανάκια, τσιγάρα, χρήση χασίς αργότερα... Ευχαριστώ τον Θεό, δεν έμπλεξα ποτέ με ηρωίνη, κοκαΐνη και τέτοιες ουσίες, αν και μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία. Σε αυτό με φύλαξε το ότι ασχολιόμουν από 15 χρονών με τη γυμναστική, με το μπόντι μπίλντινγκ. Εκεί δυστυχώς έπεσα σε μια άλλη μεγάλη παγίδα, στα αναβολικά. Άρχισα να συχνάζω μετά στα στέκια της εποχής, πλατεία Καραμανλάκη, Φωκίωνος Νέγρη, κάνοντας παρέα με παιδιά που άκουγαν -όπως κι εγώ τότε- ροκ μουσική. Άκουγα όμως πολύ και κλασική μουσική γιατί οι θείοι μου (που ήταν, όπως σου είπα, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών) με έπαιρναν από πολύ μικρό στη Λυρική Σκηνή και παρακολουθούσα τις παραστάσεις. Είχα ένα αρχικό ερέθισμα από εκεί λοιπόν, και στη πορεία, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ η όπερα, άρχισα να ψάχνομαι στο τι μπορώ να κάνω, τι δυνατότητες έχω. Ξεκίνησα τότε μαθήματα σε διάφορα ωδεία κι επειδή τελικά ήμουνα καλός, μπόρεσα να μπω αργότερα στη Λυρική Σκηνή και να αρχίσω να δουλεύω εκεί, με διάφορες συμβάσεις, σαν τενόρος.
Μέσα στο καλλιτεχνικό κύκλωμα αυξήθηκε και η αμαρτία;
Ναι, φουλ αμαρτία. Είχα όμως πάντα μέσα μου μια αναζήτηση για την αλήθεια, αναρωτιόμουν πάντα αν υπάρχει Θεός. Αυτό άρχισε να γίνεται πιο έντονο στην ηλικία των 20 χρονών περίπου. Πήγα και στο Άγιο Όρος, τότε -μετά από προτροπή ενός ιερέα- κι εκεί γνώρισα κάποιους μοναχούς και εξομολογήθηκα κιόλας. Μου άρεσε σαν εμπειρία, ξαναπήγα άλλη μια φορά, αλλά η απιστία υπήρχε πάντα μέσα μου έντονη, νόμιζα ότι όλα στη ζωή μου εξαρτώνται από εμένα και τις δυνάμεις μου. Λίγο μετά, σε κάποιο γυμναστήριο, άκουσα για πρώτη φορά για τον Χριστό, από έναν αδελφό μας τον Γιώργο, δεν έδωσα όμως ιδιαίτερη σημασία. Και τελικά, στην εκκλησία με έφερε ένας άλλος αδελφός, ο Τάκης, με τον οποίο -πριν πιστέψει- κάναμε αρκετή παρέα και πίναμε μαζί κανένα τσιγάρο. Μου είπε ότι γνώρισε τον Χριστό, ότι πάει σε μια εκκλησία και πήγα κι εγώ (από περιέργεια περισσότερο) να δω τι γίνεται. Στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στην Αθήνα, στην οδό Σοφοκλέους.
Πότε έγινε αυτό;
Το 1991. Η εκκλησία τότε ήταν πραγματικά “ζέουσα”. Υπήρχαν πολλά πνευματικά χαρίσματα, οι προφητείες γινόντουσαν η μία μετά την άλλη και υπήρχε εκείνα τα χρόνια και μεγάλο ευαγγελιστικό έργο. Είχε περάσει πολύς κόσμος τότε από την εκκλησία, πολλοί γνωστοί μου, πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς δεν έμειναν όλοι βέβαια, όπως κι εγώ δεν θα έμενα για να σου πω την αλήθεια. Ήμουνα για να φύγω, γιατί ήμουν μπλεγμένος τότε με διάφορα και στις δύο-τρείς φορές που πήγα στην εκκλησία δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς γίνεται εκεί. Ψιλοκορόιδευα κιόλας. Τι έγινε όμως; Μου πρότειναν δύο αδέλφια, ο Αιμίλιος και ο Κώστας, να βγούμε έξω για καφέ, να συζητήσουμε κι εκεί άλλαξαν όλα. Τον Αιμίλιο τον ήξερα από παλιά, από την πλατεία Καραμανλάκη, αλλά δεν κάναμε ποτέ παρέα γιατί ήτανε λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία. Ήρθαν λοιπόν τα αδέλφια, με τις Άγιες Γραφές τους στα χέρια, σημειωμένες από την μελέτη, και άρχισαν να μου εξηγούν μέσα από τον Λόγο του Θεού το σχέδιο της σωτηρίας για τον άνθρωπο και το νόημα της θυσίας του Χριστού. Μου χάρισαν και μια Καινή Διαθήκη, την διάβασα όλη σε μια εβδομάδα και αν και δεν κατάλαβα πολλά, ένιωσα πως κάτι άρχισε να γίνεται μέσα μου, κάτι να αλλάζει μέσα στη καρδιά μου. Κάθισα 9 μήνες τότε στην εκκλησία και μέσα σε αυτό το διάστημα αναγεννήθηκα.
Ποιά ήταν ακριβώς η εμπειρία σου;
Σε μια συμπροσευχή, είδα σε όραση τον Κύριο πάνω στο σταυρό, ήρθα σε κατάνυξη, έκλαψα κι όταν σηκώθηκα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπο μου έλαμπε τόσο πολύ που δεν μπορούσες να με κοιτάξεις. Ήτανε λες και είχα ένα φως μέσα στο κεφάλι μου. Και μου έλεγαν τα αδέλφια ότι: “Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο”. Άλλαξε τότε τελείως η ζωή μου, έκοψα τσιγάρα, ναρκωτικά, αναβολικά, τα πάντα και μπήκα μετά κι εγώ στη νεολαία που ήτανε πολύ ζωντανή τότε. Κάναμε συμπροσευχές, βγαίναμε έξω για φαγητό όλοι μαζί, αδελφοί, αδελφές, γεμίζαμε μαγαζιά ολόκληρα. Δεν βαπτίστηκα όμως τότε στο νερό, όπως έπρεπε να κάνω, δεν πήρα αυτή την απόφαση κι αυτό ήταν το μεγάλο λάθος μου. Δεν είχα αντιληφθεί σωστά τα πράγματα του Θεού. Εντωμεταξύ έβλεπα καλές κοπέλες στην εκκλησία, ήθελα κι εγώ να παντρευτώ και σκέφτηκα να βγω έξω στον κόσμο για ένα εξάμηνο, να μαζέψω χρήματα, να αγοράσω ένα σπίτι και να γυρίσω μετά να πάρω μια κοπέλα, να κάνω οικογένεια.
Πως θα μάζευες τόσα χρήματα σε ένα εξάμηνο;
Μέσα στα γυμναστήρια είχα κάνει πολλές γνωριμίες με ανθρώπους της νύχτας και ήξερα τους τρόπους για να βγάλω εύκολο χρήμα. Βέβαια ήτανε τελείως λάθος όλα αυτά, αλλά τότε δεν το καταλάβαινα. Με προειδοποιήσανε όμως τα αδέλφια, θυμάμαι μου είπε ο Αιμίλιος: “Κώστα, δεν είναι όπως τα σκέφτεσαι. Αν φύγεις από την εκκλησία και πας στον κόσμο, μετά δεν θα μπορείς να γυρίσεις πίσω.” Και του απάντησα: “Ποιός το λέει αυτό; Σε 6 μήνες θα είμαι πίσω.” Τελικά ξέρεις πότε γύρισα; Σε 13 χρόνια. Οι 6 μήνες έγιναν 13 χρόνια. Γιατί μέσα στον κόσμο πραγματικά έμπλεξα. Με τη νύχτα έμπλεξα, με τη μέρα έμπλεξα, και που δεν έμπλεξα. Όπως λέει ο Λόγος του Θεού: “Η ευκόλως εμπεριπλέκουσα ημάς αμαρτία.” Γιατί δεν γίνεται αδελφέ, να ξεγελάσεις τον Διάβολο. Δεν γίνεται να γίνω εγώ πιο πονηρός από τον Πονηρό όπως νόμιζα. Έχω να πω κάτι: “Να μην υποτιμάμε τον εχθρό.” Γιατί ακούω καμιά φορά: “Ο Διάβολος είναι νικημένος.” Ναι είναι νικημένος από τον Κύριο. Εμείς αν δεν είμαστε ενωμένοι μαζί με τον Κύριο δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε. Μπορεί να σε τουμπάρει πάρα πολύ εύκολα. Και αυτό που χρησιμοποιεί περισσότερο, είναι το χρήμα και η ηδονή, η αμαρτία.
Μέσα στον κόσμο είχες έλεγχο μέσα σου;
Είχα. Πιστεύω ότι αν δεν είχα, θα είχα πεθάνει. Αυτό που σου λέω, δεν στο λέω τυχαία, μου το έχει πει ο ίδιος ο Κύριος, με προφητεία, όταν επέστρεψα στην εκκλησία. “Δεν ξέρεις, πόσες φορές σου έχω σώσει τη ζωή...” Αυτό μου είπε. Έπρεπε να έχω πεθάνει σε πάνω από δέκα περιστατικά. Στη Φωκίωνος Νέγρη, ένα βράδυ, μας πυροβόλησαν κάποιοι Ρωσοπόντιοι και οι σφαίρες δεν έφθασαν ποτέ απέναντι να μας χτυπήσουν. Ένας φίλος που ήταν μαζί μου έχει ακόμα ψυχολογικά από τότε. Και ο Κύριος δεν με φύλαξε μόνο από άλλους, με φύλαξε κι από τον ίδιο μου τον εαυτό, μπορώ να σου πω. Γιατί μέσα στον κόσμο έφτασα κάποια στιγμή σε απόγνωση, κατέκρινα τον εαυτό μου για τις επιλογές μου και κατέληξα σε σημείο να θέλω να αυτοκτονήσω. Και δεν μου ήτανε δύσκολο να το κάνω, είχα πρόσβαση σε όπλα. Έκανε χάρη όμως ο Κύριος και δεν επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο γιατί θα πήγαινα στην απώλεια.
Τελικά πως πήρες την απόφαση της επιστροφής;
Σε κάποια στιγμή έγιναν ορισμένες αλλαγές στη Λυρική Σκηνή που ήμουνα, και για να γίνω μόνιμος έπρεπε να μπω σε άλλα κυκλώματα. Κάτι που δεν θέλησα τότε να κάνω και αποχώρησα. Σχεδόν ταυτόχρονα, έμεινα άνεργος και από την πρωινή δουλειά που δούλευα, σε μια ιδιωτική εταιρία. Τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου μπήκα στο ταμείο ανεργίας γιατί πάντοτε, από πολύ μικρός, δούλευα. Πέρασε ένας χρόνο περίπου που ήμουν άνεργος, τέλειωνε και το επίδομα και πήγα τότε στον Κύριο και Του λέω: “Κύριε, μια δουλειά θέλω. Δεν θέλω κάτι άλλο, ούτε να γίνω πλούσιος θέλω. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον...” Και μετά από λίγες μέρες,στις 7.30 το πρωί, με παίρνει τηλέφωνο μια κοπέλα από τον ΟΑΕΔ: “Καλημέρα κύριε Καλιακούδα. Πείτε μας που προτιμάτε να εργαστείτε στο Δημόσιο. Στη ΔΕΗ, στην ΕΥΔΑΠ, στον Δήμο...” Νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα. Της λέω: “Άσε μας κοπέλα μου πρωί-πρωί...” και της κλείνω το τηλέφωνο. Την άλλη μέρα όμως με ξαναπαίρνει και μου λέει τα ίδια. Κράτησα το όνομα της και πήγα στα γραφεία του ΟΑΕΔ να τη βρω, να δω τι ακριβώς συμβαίνει. Και μου δίνει ένα χαρτί με όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες και μου λέει: “Σημείωσε ποιά προτιμάς.” Επέλεξα τον Δήμο Αθηναίων κι από τότε εργάζομαι εκεί σαν φύλακας. Δόξα στον Θεό. Αυτό το γεγονός τα άλλαξε όλα. Είδα την αγάπη του Θεού για μένα-παρόλο που ήμουνα απομακρυσμένος- και είδα και την απίστευτη δύναμη Του. Είδα ότι είναι Παντοδύναμος, είδα ότι μπορεί να κάνει τα πάντα στη ζωή μου. Γύρισα λοιπόν μετανιωμένος στην εκκλησία, γονάτισα να προσευχηθώ και τότε μου έκανε επίθεση ο εχθρός. Σε μια στιγμή, καταλαβαίνω ότι κάποιος με χτυπάει, κοιτάω και δεν ήταν κανείς δίπλα μου. Ήταν ο Πονηρός.
Ήθελε να σε τρομάξει για να μην προχωρήσεις.
Ναι ακριβώς. Του είχα δώσει κι εγώ δικαιώματα βέβαια, με όλα αυτά που είχα κάνει στον κόσμο. Συζήτησα τότε με τα αδέλφια στην εκκλησία και θυμάμαι μου είπε ο αδελφός ο Λούης: “Πρέπει να βαπτιστείς στο νερό, το συντομότερο.” Και πράγματι αυτό έκανα κι από τότε δεν μου ξανασυνέβη κάτι τέτοιο. Κάποιες φορές καταλάβαινα ότι ήθελε να μου κάνει επίθεση ο εχθρός αλλά δεν μπορούσε. Δεν τον άφηνε ο Κύριος. Για μένα το πρώτο πράγμα είναι να γνωριστείς με τον Χριστό, να αναγεννηθείς. Και μετά είναι το βάπτισμα. Πας όστις πιστέψει (αναγεννηθεί δηλαδή) και βαπτιστεί θα σωθεί. Αν δεν τα κάνεις αυτά, έχεις πρόβλημα. Και πρέπει να κάνεις και τα δύο, όχι τα μισά. Μπήκα στην εκκλησία λοιπόν, βαπτίστηκα στο νερό κι άρχισε σιγά-σιγά, ο Κύριος να με ανορθώνει. Βαπτίστηκα και με Πνεύμα Άγιο κι από τότε παραμένω σταθερά και ούτε καν σκέφτομαι κάτι άλλο. Αν είναι να φύγω, καλύτερα να φύγω πριν για τον άλλο κόσμο. Να φύγεις από τον Χριστό αδελφέ και να πας που; Να πέσεις στον γκρεμό;
Και περιμένεις τώρα κι εσύ τον Κύριο, όπως όλοι μας.
Αμήν, περιμένουμε τον Κύριο. Και πάνω σε αυτό θέλω να πω μια εμπειρία που έζησα. Ήμουν μια μέρα στο σπίτι και ήτανε να πάω στην εκκλησία αλλά καθυστέρησα. Και σκέφτηκα τελικά να μην πάω αργοπορημένος, γιατί ντρεπόμουνα, αλλά να πάω καλύτερα στο γυμναστήριο. Ξεκίνησα λοιπόν κι όπως περπατούσα στο δρόμο ακούω μια σάλπιγγα. Κοιτάω στον ουρανό και βλέπω εκατομμύρια ανθρώπους να φεύγουν στον αέρα κι επάνω ψηλά να είναι μια παρουσία πολύ δυνατή -ο Κύριος- και να τους ελκύει σαν ένας μαγνήτης. Συνειδητοποιώ τότε ότι γίνεται η αρπαγή της εκκλησίας και τελευταία στιγμή σηκώνω τα χέρια μου και λέω: “Κύριε, πάρε κι εμένα σε παρακαλώ.” Και όντως, νιώθω ότι φεύγω προς τα επάνω κι εγώ. Εκείνη τη στιγμή συνήλθα κι ένιωσα σαν να ξύπνησα. Αλλά δεν μπορεί να κοιμόμουνα γιατί περπατούσα στο δρόμο. Ήτανε μια όραση, μια έκσταση πνευματική, δεν ξέρω πως να το ονομάσω, αλλά ήτανε κάτι εντελώς ζωντανό και αληθινό, το ζούσα πραγματικά. Από εκείνη τη μέρα, είμαι εντελώς βέβαιος ότι θα γίνει η αρπαγή της εκκλησίας, όπως ακριβώς το λέει ο Λόγος του Θεού και το διδάσκει η εκκλησία μας και δεν μπορεί κανείς να μου αλλάξει γνώμη πάνω σε αυτό. Και πρέπει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι γιατί θα γίνει ξαφνικά. “Καθ’ ην ώρα δεν στοχάζεσθε” όπως λέει η Αγία Γραφή