Εξέλιξη ή Δημιουργία;(Μέρος 1ο)
Έπειτα από επιθυμία των αναγνωστών της στήλης μας θα επανέλθουμε στο θέμα της θεωρίας της εξέλιξης, ξεκινώντας από αυτό το μήνα μία σειρά άρθρων μέσα από τα οποία θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους η θεωρία αυτή πλέον καταρρέει μέσα από το πρίσμα των νεότερων επιστημονικών δεδομένων.
Έπειτα από επιθυμία των αναγνωστών της στήλης μας θα επανέλθουμε στο θέμα της θεωρίας της εξέλιξης, ξεκινώντας από αυτό το μήνα μία σειρά άρθρων μέσα από τα οποία θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους η θεωρία αυτή πλέον καταρρέει μέσα από το πρίσμα των νεότερων επιστημονικών δεδομένων.
Η θεωρία της εξέλιξης, δεν είναι μια ιδέα που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Κάρολο Δαρβίνο το 1859, αλλά αυτός επηρεάστηκε από ήδη υπάρχουσες αντιλήψεις περί βαθμιαίας εξέλιξης των ζωντανών οργανισμών, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Το 1831 ο Δαρβίνος συμμετείχε σε μια αποστολή χαρτογράφησης των νοτιοαμερικανικών ακτών όπου εργαζόμενος ως φυσιοδίφης μελέτησε διάφορα είδη ζώων τα οποία, ενώ έμοιαζαν μεταξύ τους, παρουσίαζαν εμφανείς προσαρμογές στο ιδιαίτερο περιβάλλον τους. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι μικρές αλλαγές που παρουσιάζει ένα είδος σαν προσαρμογή στο περιβάλλον του, στην διάρκεια πολύ μεγάλων χρονικών διαστημάτων, κληρονομούμενες, προκάλεσαν την εξέλιξη του ενός είδους από το άλλο. Άρα η τεράστια ποικιλία ζωντανών οργανισμών που βλέπουμε σήμερα στη φύση προήλθε με βαθμιαία εξέλιξη από ένα μονοκύτταρο οργανισμό, ο οποίος προήλθε από την τυχαία συνένωση οργανικών μορίων, που και αυτά με τη σειρά τους προήλθαν από την τυχαία συνένωση ανόργανων μορίων μέσα σε μία αρχέγονη σούπα! Ο μηχανισμός στον οποίο βασίζεται η εξέλιξη είναι η φυσική επιλογή. Αυτό σημαίνει ότι όταν σε έναν πληθυσμό εμφανισθεί ένα χαρακτηριστικό που ευνοεί την επιβίωσή του, τότε τα άτομα που έχουν αυτό το χαρακτηριστικό επιβιώνουν καλύτερα και αφήνουν περισσότερους απογόνους ενώ τα υπόλοιπα άτομα δυσκολεύονται να επιβιώσουν και σταδιακά αφανίζονται. Η παραπάνω διαπίστωση είναι σωστή.
Οι όποιες όμως ωφέλιμες προσαρμογές των ζωντανών οργανισμών στο περιβάλλον τους ουδέποτε είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην εμφάνιση ενός νέου είδους (μακροεξέλιξη) αλλά λαμβάνουν χώρα πάντοτε μέσα στα πλαίσια του ίδιου είδους (μικροεξέλιξη).Όπως προαναφέραμε, στη βάση της θεωρίας της εξέλιξης βρίσκεται η υπόθεση της Αβιογένεσης, σύμφωνα με την οποία κάποια στιγμή συνέβη να δημιουργήθηκε έμβια ύλη από άβια χημικά συστατικά. Αυτό αποτελούσε μάλιστα κοινή πίστη των απλών ανθρώπων μέχρι το 19ο αιώνα καθώς έβλεπαν σε νεκρή ύλη που αποσυντίθεται να εμφανίζονται καινούριοι ζωντανοί οργανισμοί (π.χ. σκουλήκια σε σάπιο κρέας).
Όμως το 1861 ο Λουί Παστέρ απέδειξε πειραματικά ότι αυτό συνέβαινε αποκλειστικά από αυγά που έχουν εναποθέσει πρωτύτερα στο κρέας, έντομα ή μικροοργανισμοί («οmneνiνumexνiνο» = κάθε ζωή προέρχεται από ζωή).Για την αντιμετώπιση του προβλήματος για το πώς τελικά δημιουργήθηκε το πρώτο ζωντανό κύτταρο, ο Ρώσος βιοχημικός Αλεξάντερ Οπάριν πρότεινε το 1924 την άποψη ότι η ζωή προέκυψε τυχαία από χημικές αντιδράσεις στους θερμούς πρωτόγονους ωκεανούς, δεδομένου ότι η ατμόσφαιρα θα έπρεπε να είναι πλούσια σε αμμωνία, μεθάνιο και υδρογόνο. Πηγές ενέργειας, όπως η θερμότητα από τα ηφαίστεια και τις αστραπές, έδρασαν πάνω σε ενώσεις του άνθρακα, μετατρέποντάς τις σε πολυπλοκότερες. Σε μια προσπάθεια επαλήθευσης αυτής της θεωρίας, ο Στάνλεϊ Μίλλερ, το 1953, διεξήγαγε μία σειρά πειραμάτων προσομοίωσης των συνθηκών όπου θα μπορούσε να εμφανιστεί η ζωή (αρχέγονη σούπα). Με τα αποτελέσματα των πειραμάτων αυτών αρχικά προκλήθηκε μεγάλος ενθουσιασμός για το πόσο εύκολα μπόρεσαν να παραχθούν ορισμένα αμινοξέα από τα οποία αποτελούνται οι πρωτεΐνες, δηλαδή τα δομικά συστατικά των κυττάρων.
Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν με κανένα τρόπο να δημιουργηθεί περεταίρω κάποια πρωτεΐνη και κατά συνέπεια κανένα άλλο από τα πολυπλοκότερα μόρια από τα οποία αποτελείται η έμβια ύλη. Σήμερα γνωρίζουμε πλέον ξεκάθαρα τους λόγους της αποτυχίας των πειραμάτων του Μίλλερ, καθώς οι συνθήκες της πρώιμης Γης εκτιμάται ότι τελικά ήταν διαφορετικές. Επίσης οι πηγές θερμότητας αλλά και το ίδιο το νερό θα ευνοούσαν μάλλον τη διάσπαση παρά τη σύνθεση αμινοξέων. Άλλωστε σε αυτά τα πειράματα φάνηκε ότι μαζί με τα αμινοξέα παράγονται επίσης πίσσα και καρβοξυλικά οξέα τα οποία θα δηλητηρίαζαν χημικά οποιαδήποτε πρωτογενή μορφή ζωής. Από μαθηματικής άποψης εξάλλου, αν όλες οι απαιτούμενες χημικές διεργασίες αφήνονταν να διεξαχθούν κατά εντελώς τυχαίο τρόπο, ακόμα και υπό τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες, οι πιθανότητες δημιουργίας ενός και μόνου ζωντανού μορίου είναι της τάξεως του 1 προς 1060!Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι η διαδικασία σύνθεσης των αμινοξέων, έπειτα των πρωτεϊνών και κατά συνέπεια των κυττάρων, δεν είναι τυχαία ούτε τυφλή αλλά καθοδηγείται με θαυμαστή ακρίβεια από το μόριο του DNA με το οποίο θα συνεχίσουμε τη μελέτη μας Θεού θέλοντος στο επόμενο αφιέρωμά μας.
Ευχή και σκοπός μας είναι να αυξηθεί η πίστη μας στον αψευδή Λόγο του Θεού και οι Χριστιανοί της πατρίδας μας, ιδιαιτέρως οι νέοι, να οπλιστούν με επιχειρήματα αληθείας προκειμένου να ενισχυθούν πνευματικά αλλά και να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους μιλώντας γι’ αυτό το θέμα όχι με φόβο αλλά με παρρησία «καθαιρώντας λογισμούς και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού». (Β ́ Κορινθίους ι:5)
Η ομάδα «Χριστιανισμός και Επιστήμη»