Skip to main content
play button christianity Ακούστε  |  48kbps  |  96kbps  |
on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Ζέφη Κυριακοπούλου

 «Τότε θέλομεν γνωρίσει και θέλομεν εξακολουθεί να γνωρίζομεν τον Κύριον. Η έξοδος αυτού είναι προδιατεταγμένη ως η αυγή και θέλει ελθεί προς ημάς ως υετός, ως βροχή όψιμος και πρώιμος επί την γη.» Ωσηέ στ:3

Η γνωριμία του ανθρώπου με τον Ιησού Χριστό δεν είναι κάτι το στιγμιαίο και προσωρινό, αλλά μια σχέση ζωής που εξελίσσεται ατέλειωτα μέσα στην αιωνιότητα.

Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε την μαρτυρία της αδελφής μας Ζέφης Κυριακοπούλου.

Αδελφή Ζέφη, πριν φθάσουμε στο σημείο της αρχής της γνωριμίας σου με τον Χριστό, θα ήθελα μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου μέχρι τότε. Που γεννήθηκες, πως μεγάλωσες...

Αμήν. Να πούμε ξεκινώντας ότι γεννήθηκα το 1967 στην Αθήνα, στην Ηλιούπολη και μεγάλωσα σε μια πενταμελή οικογένεια. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ανέμελα, μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρονών που χώρισαν οι γονείς μου. Τότε έγινε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας, η μητέρα μου αναγκάστηκε να δουλεύει πολλές ώρες και εγώ πήρα ευθύνες μέσα στο σπίτι με νοικοκυριά και όλα τα σχετικά. Αντιδραστικό παιδί ήμουνα, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που συνέβαινε και από πολύ νωρίς έμπλεξα με παρέες εξωσχολικές, περιθωριακές. Και γρήγορα μπήκανε και οι διάφορες ουσίες στη ζωή μου. “Ελαφρές” στην αρχή (χασίς, χάπια) και πιο βαριές αργότερα και συγκεκριμένα η κοκαΐνη. Με την ηρωίνη δεν έμπλεξα ποτέ και πιστεύω ότι ήταν η χάρη του Θεού που με φύλαξε. Παντρεύτηκα πολύ μικρή, δεκαοχτώ χρονών και το έκανα για λόγους ελευθερίας περισσότερο, για να μπορώ να λειτουργώ όπως εγώ ήθελα.

Ο άντρας σου ήταν από τον ίδιο χώρο;

Ναι. Εκείνος εικοσιδύο χρονών, εγώ δεκαοχτώ, παιδιά ήμασταν ουσιαστικά και οι δύο και πολύ γρήγορα, στα τρία χρόνια χωρίσαμε. Και συνέχισα μετά τον ίδιο τρόπο ζωής, μένοντας πλέον μόνη μου. Δεν είχα όμως ποτέ περιθωριοποιηθεί. Ήμουν ανεξάρτητη, δούλευα, είχα τα λεφτά μου και προσπαθούσα να είμαι πάντα τυπική στις υποχρεώσεις μου. Πλήρωνα στην ώρα τους τα νοίκια μου, τους λογαριασμούς μου και κανείς δεν ήξερε τι έκανα και τι έπινα, εκτός από τους ανθρώπους που κάναμε στενή παρέα. Και κάπως έτσι περάσανε δεκατέσσερα χρόνια, μέχρι που ήρθε η ώρα της γνωριμίας μου με τον Κύριο.

Αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια τι έγινε; Μέσα σου πιο πολύ θα ήθελα να μου πεις.

Μέσα μου βίωνα κενά. Πολλά κενά. Παρόλο που αυτά που ήθελα να κάνω στη ζωή μου τα είχα κάνει όλα. Τα ταξίδια που ήθελα να κάνω τα έκανα, τις ουσίες που με ευχαριστούσαν τις έπινα, τις σχέσεις που ονειρευόμουν να κάνω τις έζησα, αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν με γέμιζε. Είχα πολλές παρέες, έβγαινα τη νύχτα, διασκέδαζα, δεν ευχαριστιόμουν όμως πραγματικά. Όταν γυρνούσα σπίτι, υπήρχε πάντα ένα κενό μέσα μου και πάντα κάτι άλλο, κάτι καινούργιο αναζητούσα. Δεν σταματούσε ποτέ να υπάρχει μέσα μου αυτή η αναζήτηση.

Ψάχτηκες καθόλου με θρησκεία, φιλοσοφία ή κάτι σχετικό;

Είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την εξωγήινη ζωή. Διάβαζα πολλά τέτοια βιβλία, είχα πάρει εγκυκλοπαίδειες και μέσα από όλη αυτή την έρευνα είχα πειστεί ότι υπάρχουν όντως εξωγήινοι και κάποια στιγμή θα έρθουν να με πάρουν για να ζήσω μαζί τους. Γιατί δεν μου άρεσε να είμαι στη γη, ένοιωθα ότι στην πραγματικότητα δεν ανήκω εδώ.

Και να πούμε ότι έτσι θα γίνει τελικά.

Έτσι θα γίνει, ναι. Όταν θα έρθει ο Κύριος να παραλάβει την εκκλησία Του. Γιατί όντως υπάρχουν “εξωγήινοι”, αλλά όχι αυτοί που νόμιζα εγώ. Υπάρχει ο Κύριος, οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ και όλα τα ουράνια όντα που μας αναφέρει η Αγία Γραφή. Βέβαια αυτό με τους εξωγήινους το κρατούσα μέσα μου, δεν το είχα συζητήσει ποτέ με κανέναν και το καταπληκτικό είναι ότι αυτό ακριβώς χρησιμοποίησε ο Κύριος για να με πλησιάσει για πρώτη φορά. Το καλοκαίρι λοιπόν του 2002 είχα κατέβει στο Ρέθυμνο για να μείνω λίγες μέρες με μία φίλη και σημερινή αδελφή μας, την Ελένη. Αλλά η Ελένη -δεν θυμάμαι για ποιό λόγο- είχε φύγει εκτάκτως από τη Κρήτη. Μου είχε αφήσει όμως κάπου τα κλειδιά του σπιτιού και μήνυμα πως μέχρι να γυρίσει, μπορούσα να κάνω παρέα με μια κοπέλα που έμενε απέναντι της, την Μαρία. Μια κοπέλα από τον Άγιο Δομίνικο που είχε πιστέψει παλιότερα στον Χριστό αλλά ήτανε σε αποστασία. Είχε απομακρυνθεί δηλαδή από την εκκλησία και ζούσε μια κοσμική ζωή με ναρκωτικά, ουσίες και όλα αυτά που έκανα τότε κι εγώ. Πράγματι την γνώρισα, βγαίναμε έξω σε μπαράκια, κάναμε χρήση ουσιών μαζί, αλλά ταυτόχρονα η Μαρία μου μιλούσε και για τον Κύριο. Την ώρα, ας πούμε, που πίναμε ένα τσιγάρο μου έλεγε: «το ξέρεις ότι αν πάθουμε τώρα μια ανακοπή, θα χαθεί η ψυχή μας για πάντα; Θα πάμε στην κόλαση;»

Είχε μέσα της έλεγχο;

Ναι, την έλεγχε το Πνεύμα το Άγιο. Βέβαια εγώ δεν καταλάβαινα αυτά που μου έλεγε και κατά το κοινώς λεγόμενο, “ξενέρωνα.” Της έλεγα: «γιατί Μαρία θα πάμε στη κόλαση, τι κακό κάνουμε;» Μου έλεγε: «γιατί είμαστε μακριά από τον Θεό, δεν κάνουμε το θέλημα Του.» Δεν μπορούσα βέβαια να τα δεχτώ όλα αυτά, μέχρι που ένα Σάββατο βράδυ, ξημέρωμα μάλλον Κυριακής, γυρνάμε σπίτι, με το μηχανάκι της Μαρίας, από κάποιο μπαράκι που ήμασταν. Και όπως ανεβαίνουμε σε ένα ύψωμα στο Ρέθυμνο, στο ύψωμα του Μασταμπά, ανοίγει ξαφνικά ο ουρανός και αρχίζει να κατεβαίνει ένα τεράστιο λαμπερό αντικείμενο, στρογγυλό, που έβγαζε φωτεινές ακτίνες. Εγώ είχα μείνει εκείνη την ώρα άναυδη, νοιώθοντας όμως ταυτόχρονα μέσα στη καρδιά μου μια μεγάλη έλξη προς αυτόν τον “ιπτάμενο δίσκο”, πιστεύοντας ότι είναι οι εξωγήινοι που επιτέλους ήρθαν να με πάρουν. Φώναζα στη Μαρία να σταματήσει, αλλά εκείνη δεν έβλεπε αυτό που έβλεπα, δεν με άκουγε και συνέχιζε. Μέχρι που αυτό το αντικείμενο σιγά-σιγά σμικρύνθηκε, ώσπου εξαφανίστηκε.

Θα σε ρωτήσω κάτι που ενδεχομένως κάποιοι να το σκεφτούν. Είχες κάνει χρήση κάποιας ιδιαίτερης ουσίας εκείνο το βράδυ;

Όχι, μόνο κάτι ποτά είχα πιεί στο μπαράκι που ήμασταν. Θα σου πω όμως ότι, αν και είχα δοκιμάσει στη ζωή μου πάρα πολλές ναρκωτικές ουσίες, ποτέ μου δεν είχα δει παραισθήσεις. Εκτός από μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρή, που είχα πάρει κάτι χάπια. Δεν ήταν παραίσθηση αυτό που είχα δει, αλλά μια όραση που μου έδειξε ο Κύριος, θέλοντας πιστεύω, να με κάνει να Τον πλησιάσω. Και αυτό μου είπε και η Μαρία όταν φθάσαμε στο σπίτι και της εξήγησα τι είχε συμβεί. Και στο ερώτημα μου: «και τι θέλει ο Θεός από εμένα;» μου πρότεινε να πάμε στην εκκλησία στο Ρέθυμνο (την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) που θα άνοιγε σε δύο ώρες. Μήπως μιλήσω εκεί με κάποιον που μπορεί να με βοηθήσει. Πήγαμε πράγματι, ξενυχτισμένες όπως ήμασταν και μόλις μπήκα μέσα, είδα γύρω στους είκοσι ανθρώπους να είναι γονατισμένοι και να προσεύχονται. Και οι γυναίκες φορούσαν όλες στο κεφάλι τους μαντήλι. Με ρώτησε η Μαρία αν θέλω να βάλω κι εγώ ένα μαντήλι και δεν είχα κανένα πρόβλημα, το έβαλα. Πάντα μου άρεσε να δοκιμάζω στη ζωή μου καινούργια πράγματα, καινούργιες εμπειρίες. Όπως σου είπα και πριν, ήμουν σε μια διαρκή αναζήτηση. Με το που φοράω όμως το μαντήλι και γονατίζω, δεν ξέρω τι έγινε, αρχίζω αμέσως να κλαίω. Με λυγμούς μάλιστα.

Σε επισκέφτηκε ο Θεός.

Ναι, αλλά τότε δεν ήξερα τι ακριβώς μου συμβαίνει. Στη ζωή μου μέχρι τότε, ποτέ δεν έκλαιγα. Ήμουνα πολύ περήφανη και εγωίστρια και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να “σπάσει” μπροστά σε άλλους και να κλάψει. Αν ήταν να κλάψω, φρόντιζα να είμαι μόνη μου. Εκείνη τη στιγμή όμως έκλαιγα, χωρίς να μπορώ να σταματήσω με τίποτε, και μάλιστα μπροστά σε ανθρώπους ξένους που δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ. Σηκωθήκαμε κάποια στιγμή από τα γόνατα και ανέβηκε ένας αδελφός στον άμβωνα κι άρχισε να κηρύττει τον Λόγο του Θεού. Και άρχισε αυτός ο άνθρωπος -που τον έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου- να μιλάει για πράγματα που με αφορούσαν και που δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξέρει κανείς άλλος εκτός από εμένα. Αυτό που γινότανε με είχε συγκλονίσει και κάποια στιγμή γύρισα προς την Μαρία και της λέω: «εδώ μέσα, μάλλον μας κάνουν αυθυποβολή.» Βέβαια η Μαρία ήταν πιο συγκλονισμένη από εμένα, γιατί εκείνη την ώρα επέστρεφε από την αποστασία της προς τον Κύριο.

Εκείνη έκλαιγε και στο κήρυγμα.

Ακριβώς, εκείνη έκλαιγε και στο κήρυγμα. Ήρθανε μετά όλα τα αδέλφια που την ξέρανε, την αγκαλιάσανε, με αγκαλιάσανε κι εμένα, αλλά αυτό με ενόχλησε. Δεν μου άρεσαν με τους άλλους πολλές διαχυτικότητες, ήμουν σε κάτι τέτοια δύσκολος άνθρωπος. Φύγαμε λοιπόν κάπως βιαστικά και εγώ ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω τι μου είχε συμβεί εκείνο το πρωί. Αυτό που είχα ζήσει ήταν για εμένα μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Αποφάσισα όμως να ξαναπάω το απόγευμα -που είχε πάλι συνάθροιση- μήπως είμαι πιο ξεκούραστη, με πιο καθαρό μυαλό και μπορέσω και τους “πιάσω”, τι ακριβώς κάνουνε. Πράγματι αφού κοιμηθήκαμε, πήγαμε πάλι το απόγευμα και εντωμεταξύ είχα πάρει εγώ μαζί μου κι ένα πακέτο χαρτομάντιλα, μήπως ξαναρχίσω πάλι να κλαίω.

Πήγες οργανωμένη.

Ναι και πραγματικά με το που γονατίζω και βάζω το μαντήλι, άρχισα να κλαίω πάλι σαν τρελή. Να με ακούει όλη η εκκλησία και να λέω μέσα μου: “Ζέφη, έχεις γίνει ρεζίλι σε όλο το Ρέθυμνο.” Σηκωνόμαστε, ανεβαίνει τώρα ένας άλλος αδελφός να κηρύξει και γίνεται ακριβώς το ίδιο που έγινε το πρωί. Έλεγε πράγματα από τη ζωή μου που δεν τα ήξερε κανείς και σε ότι διαλογιζόμουνα, μου απαντούσε κατευθείαν από τον άμβωνα. Εντωμεταξύ είχα τσεκάρει εγώ μέσα στην εκκλησία για κάμερες, μικρόφωνα ή δεν ξέρω τι άλλα εργαλεία φανταζόμουνα και δεν είχα βρει τίποτε. Και όταν τελειώνει το κήρυγμα και σκέφτομαι να προλάβω να φύγω πριν αρχίσουν πάλι να με αγκαλιάζουν και να με φιλάνε, νοιώθω ένα αόρατο χέρι να μου σπρώχνει το κεφάλι προς τα κάτω και μια γυναικεία φωνή πίσω μου να λέει: «Ούτω λέγει Κύριος θυγατέρα μου...» Εκείνη την ώρα  ήξερα ότι μου μιλάει ο Θεός. Πως το ήξερα αυτό, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ούτε είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου προφητεία, ούτε γνώριζα κάτι για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

Δεν σε ρώτησα τόση ώρα, μέχρι τότε πίστευες μέσα σου στον Θεό;

Στον Θεό πίστευα πάντα. Αόριστα όμως. Δεν ήξερα ούτε πως ενεργεί, ούτε για ποιό λόγο πήρε σάρκα και σταυρώθηκε για εμάς πάνω στον σταυρό και γενικά δεν είχα καμία γνώση του Ευαγγελίου. Και δεν ήξερα καθόλου τι σημαίνει μετάνοια. Είναι κάτι κρυμμένο πιστεύω η μετάνοια από τους ανθρώπους και δεν μπορούν να καταλάβουν οι περισσότεροι ότι είναι αμαρτωλοί. Πιστεύουν ότι αμαρτία είναι μόνο να σκοτώσεις κάποιον ή να του κάνεις κάποιο πολύ μεγάλο κακό. Να γυρίσω όμως στο σημείο αυτό με τη προφητεία γιατί εκείνη ήταν και η στιγμή που αναγεννήθηκα. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι μου μιλάει ο Θεός και μου λέει: «…ούτω λέγει Κύριος θυγατέρα μου. Βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού...» και μου είπε μετά -γιατί δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια- ότι βρίσκομαι σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή όπου πρέπει να πάρω σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον μου. Μου μίλησε ο Κύριος με πολύ αγάπη και τρυφερότητα αλλά αυτό που δεν είχα ακόμα καταλάβει -και προσπαθούσα να καταλάβω- ήταν τι ακριβώς ήθελε ο Θεός από εμένα. Τότε η Μαρία με έφερε σε επαφή με τον αδελφό Λάμπρο από την εκκλησία του Ρεθύμνου, ο οποίος με επιμελήθηκε με πολύ ενδιαφέρον και αγάπη και μπορώ να πω ότι είναι ο πνευματικός μου πατέρας. Σε ότι τον ρώταγα, άνοιγε την Αγία Γραφή και μου έδινε την απάντηση από μέσα. Και μου έδινε ο Κύριος μια βεβαιότητα πάνω σε αυτό, γιατί εγώ μέχρι τότε θεωρούσα το Ευαγγέλιο ένα βιβλίο αποκλειστικά για τους παπάδες.

Σου έδινε βεβαιότητα ότι είναι Λόγος Θεού;

Ναι, και ήμουνα πεπεισμένη χίλια τοις εκατό πως ότι λέει αυτό το βιβλίο είναι η αλήθεια. Με αυτό τον τρόπο έγινε μια πλήρη μεταμόρφωση μέσα στη ζωή μου και μέσα σε 25 μέρες βαπτίστηκα στο νερό. “Δεν θέλει ο Κύριος να παίρνω ουσίες; Τέρμα οι ουσίες. Δεν θέλει ο Κύριος σχέσεις εκτός γάμου; Τέρμα οι σχέσεις”. Με το τσιγάρο δυσκολεύτηκα περισσότερο, έφυγε όμως κι αυτό με τη χάρη του Θεού. Γιατί εκείνες τις πρώτες μέρες της πίστης μου ήταν πραγματικά πολύ δυνατή η χάρη και η παρουσία του Θεού στη ζωή μου. Ο Κύριος από την ημέρα που με αναγέννησε μου έδειχνε κάθε βράδυ δικά του ενύπνια και πολλές φορές μου μιλούσε και άκουγα τη φωνή Του, όπως ακούω τώρα τη δική σου. Ήμουν πολύ δεμένη αδελφέ και έπρεπε ο Κύριος με πολύ δυνατό τρόπο να έρθει και να με ελευθερώσει. Και είναι και άλλα δεσμά που είχα και που δεν έχω αναφερθεί, γιατί δεν υπάρχει λόγος. Είχε μπει όμως μια μεγάλη αγάπη στη καρδιά μου για τον Κύριο. Γιατί μπορεί να μου είχε αποκαλυφθεί ότι είναι ζωντανός, ότι επισκέπτεται τον άνθρωπο και του μιλάει αλλά εγώ ήθελα να Τον γνωρίσω. Όπως όταν έρχεσαι σε επαφή με έναν άνθρωπο και κάτι μπαίνει μέσα στη καρδιά σου και μετά θέλεις να τον γνωρίσεις καλύτερα, να βγεις έξω μαζί του, να μιλήσετε... Έτσι και με τον Κύριο. Μπορώ να σου πω ότι Τον ερωτεύτηκα πραγματικά.

Πολλές φορές λέμε σε κάποιον αδελφό: «πες μας πως γνώρισες τον Χριστό» όμως πιο σωστό είναι πιστεύω να πούμε: «πες μας πως ξεκίνησες να γνωρίζεις τον Χριστό.»

Πράγματι, γιατί κάθε μέρα συνεχίζουμε να γνωρίζουμε αυτό το υπέροχο Πρόσωπο που είναι ο Υιός του Θεού. Και εδώ θα πω για το πρώτο θαύμα που έζησα. Εκείνη την εποχή με βάραινε ένα δικαστήριο. Είχα δώσει σε ένα φίλο, που ήταν έμπορος όπως κι εγώ τότε, δύο φύλλα από το μπλοκ επιταγών μου, αλλά δεν τις κάλυψε τις επιταγές. Και θα γινότανε το δικαστήριο τις μέρες που ήμουν στο Ρέθυμνο. Μίλησα στο τηλέφωνο με τον δικηγόρο και μου είπε ότι αν δεν είχα να δώσω κάποια χρήματα καλύτερα να μην εμφανιζόμουν καθόλου στη δίκη. Θα του έστελνα μόνο ένα χαρτί από κάποιο νοσοκομείο και θα με εκπροσωπούσε εκείνος. Πράγματι πήρα το χαρτί από το νοσοκομείο στο Ρέθυμνο, αλλά έπρεπε να μπουν δύο σφραγίδες. Και ο διευθυντής που είχε τις σφραγίδες έλειπε σε ταξίδι. Μιλάμε τώρα ότι είναι ήδη Παρασκευή ενώ το δικαστήριο είναι Δευτέρα πρωί. Είχαμε γυρίσει με την Μαρία όλο το νοσοκομείο για να βρούμε κάποια λύση αλλά δεν γινότανε τίποτε. Και μαζί με εμάς και ένα νεαρό ζευγάρι που είχε το ίδιο πρόβλημα. Ώσπου σε κάποια στιγμή απελπίστηκα. Και ενώ ήμουν στη πρώτη αγάπη με τον Χριστό και νόμιζα πως είχα πίστη να μετακινήσω βουνά, εκείνη την ώρα, όλα μπροστά μου χάθηκαν. Τότε με στήριξε η Μαρία και ευχαριστώ τον Θεό για την αδελφή. Προσευχήθηκε για λίγο και μου λέει: «Ζέφη, θα πάμε πάλι, στο όνομα του Ιησού Χριστού και Εκείνος θα μας βοηθήσει.» Και πρόσεξε να δεις τι γίνεται. Πάμε στο πρώτο γραφείο που βλέπουμε μπροστά μας, χτυπάμε τη πόρτα και μπαίνουμε μέσα. Και είναι ένας άνθρωπος με άσπρη μπλούζα ο οποίος μιλάει στο τηλέφωνο και κάνοντας νόημα με το χέρι, μας ρωτάει τι θέλουμε. Του δίνουμε το χαρτί, βγάζει από το συρτάρι δυο σφραγίδες, μια στρογγυλή και μια τετράγωνη, τις βάζει και μας το δίνει. Συνεχίζοντας να μιλάει στο τηλέφωνο. Βγαίνουμε έξω εμείς, κλείνουμε τη πόρτα πίσω μας και δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει τι έγινε. Εκείνη την ώρα περνάει μπροστά μας το ζευγάρι που είχε το ίδιο πρόβλημα με εμάς και τους λέω: «μπείτε εδώ γρήγορα, είναι μέσα ο άνθρωπος που ψάχνετε.» Και μπαίνουν μέσα και δεν είναι κανείς αδελφέ, είναι άδειο το γραφείο.

Απίστευτο το πως ενεργεί ο Θεός!

Απίστευτο και όμως αληθινό. Αυτό ήταν το πρώτο θαύμα που έζησα με τον Χριστό, αλλά όχι το μοναδικό. Ο Κύριος με βάπτισε στο Πνεύμα Του το Άγιο, έσωσε συγγενικά μου πρόσωπα, έχει κάνει πολλά στη ζωή μου και συνεχίζει να κάνει. Καθημερινά βλέπω το χέρι Του να ενεργεί. Βέβαια δεν άξιζα και δεν αξίζω τίποτε από όσα μου έχει δώσει ο Θεός, όλα οφείλονται στη γενναιοδωρία Του και στην αγαθότητα Του. Όλα οφείλονται στον Αγαπημένο μου. Και με τα πολλά λάθη μου και με τις πτώσεις μου, με πολλά “πάνω” και “κάτω”, αυτή η υπέροχη σχέση με τον Κύριο ακόμα συνεχίζεται, γιατί είναι δυνατή. Θα πω κλείνοντας ότι πάντα μου άρεσε η περιπέτεια και ζητούσα έντονες εμπειρίες, η μεγαλύτερη όμως “περιπέτεια” στη ζωή μου είναι η γνωριμία μου με τον Χριστό. Όταν με πληρώνει με Πνεύμα Άγιο, όταν με επισκέπτεται, όταν ενεργεί με οποιονδήποτε τρόπο στη ζωή μου, είναι συγκλονιστικό. Θα Τον ευχαριστώ στους αιώνες των αιώνων για όλα.

 |  Ομολογίες

 «Τότε θέλομεν γνωρίσει και θέλομεν εξακολουθεί να γνωρίζομεν τον Κύριον. Η έξοδος αυτού είναι προδιατεταγμένη ως η αυγή και θέλει ελθεί προς ημάς ως υετός, ως βροχή όψιμος και πρώιμος επί την γη.» Ωσηέ στ:3

Η γνωριμία του ανθρώπου με τον Ιησού Χριστό δεν είναι κάτι το στιγμιαίο και προσωρινό, αλλά μια σχέση ζωής που εξελίσσεται ατέλειωτα μέσα στην αιωνιότητα.

Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε την μαρτυρία της αδελφής μας Ζέφης Κυριακοπούλου.

Αδελφή Ζέφη, πριν φθάσουμε στο σημείο της αρχής της γνωριμίας σου με τον Χριστό, θα ήθελα μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου μέχρι τότε. Που γεννήθηκες, πως μεγάλωσες...

Αμήν. Να πούμε ξεκινώντας ότι γεννήθηκα το 1967 στην Αθήνα, στην Ηλιούπολη και μεγάλωσα σε μια πενταμελή οικογένεια. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ανέμελα, μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρονών που χώρισαν οι γονείς μου. Τότε έγινε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας, η μητέρα μου αναγκάστηκε να δουλεύει πολλές ώρες και εγώ πήρα ευθύνες μέσα στο σπίτι με νοικοκυριά και όλα τα σχετικά. Αντιδραστικό παιδί ήμουνα, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που συνέβαινε και από πολύ νωρίς έμπλεξα με παρέες εξωσχολικές, περιθωριακές. Και γρήγορα μπήκανε και οι διάφορες ουσίες στη ζωή μου. “Ελαφρές” στην αρχή (χασίς, χάπια) και πιο βαριές αργότερα και συγκεκριμένα η κοκαΐνη. Με την ηρωίνη δεν έμπλεξα ποτέ και πιστεύω ότι ήταν η χάρη του Θεού που με φύλαξε. Παντρεύτηκα πολύ μικρή, δεκαοχτώ χρονών και το έκανα για λόγους ελευθερίας περισσότερο, για να μπορώ να λειτουργώ όπως εγώ ήθελα.

Ο άντρας σου ήταν από τον ίδιο χώρο;

Ναι. Εκείνος εικοσιδύο χρονών, εγώ δεκαοχτώ, παιδιά ήμασταν ουσιαστικά και οι δύο και πολύ γρήγορα, στα τρία χρόνια χωρίσαμε. Και συνέχισα μετά τον ίδιο τρόπο ζωής, μένοντας πλέον μόνη μου. Δεν είχα όμως ποτέ περιθωριοποιηθεί. Ήμουν ανεξάρτητη, δούλευα, είχα τα λεφτά μου και προσπαθούσα να είμαι πάντα τυπική στις υποχρεώσεις μου. Πλήρωνα στην ώρα τους τα νοίκια μου, τους λογαριασμούς μου και κανείς δεν ήξερε τι έκανα και τι έπινα, εκτός από τους ανθρώπους που κάναμε στενή παρέα. Και κάπως έτσι περάσανε δεκατέσσερα χρόνια, μέχρι που ήρθε η ώρα της γνωριμίας μου με τον Κύριο.

Αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια τι έγινε; Μέσα σου πιο πολύ θα ήθελα να μου πεις.

Μέσα μου βίωνα κενά. Πολλά κενά. Παρόλο που αυτά που ήθελα να κάνω στη ζωή μου τα είχα κάνει όλα. Τα ταξίδια που ήθελα να κάνω τα έκανα, τις ουσίες που με ευχαριστούσαν τις έπινα, τις σχέσεις που ονειρευόμουν να κάνω τις έζησα, αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν με γέμιζε. Είχα πολλές παρέες, έβγαινα τη νύχτα, διασκέδαζα, δεν ευχαριστιόμουν όμως πραγματικά. Όταν γυρνούσα σπίτι, υπήρχε πάντα ένα κενό μέσα μου και πάντα κάτι άλλο, κάτι καινούργιο αναζητούσα. Δεν σταματούσε ποτέ να υπάρχει μέσα μου αυτή η αναζήτηση.

Ψάχτηκες καθόλου με θρησκεία, φιλοσοφία ή κάτι σχετικό;

Είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την εξωγήινη ζωή. Διάβαζα πολλά τέτοια βιβλία, είχα πάρει εγκυκλοπαίδειες και μέσα από όλη αυτή την έρευνα είχα πειστεί ότι υπάρχουν όντως εξωγήινοι και κάποια στιγμή θα έρθουν να με πάρουν για να ζήσω μαζί τους. Γιατί δεν μου άρεσε να είμαι στη γη, ένοιωθα ότι στην πραγματικότητα δεν ανήκω εδώ.

Και να πούμε ότι έτσι θα γίνει τελικά.

Έτσι θα γίνει, ναι. Όταν θα έρθει ο Κύριος να παραλάβει την εκκλησία Του. Γιατί όντως υπάρχουν “εξωγήινοι”, αλλά όχι αυτοί που νόμιζα εγώ. Υπάρχει ο Κύριος, οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ και όλα τα ουράνια όντα που μας αναφέρει η Αγία Γραφή. Βέβαια αυτό με τους εξωγήινους το κρατούσα μέσα μου, δεν το είχα συζητήσει ποτέ με κανέναν και το καταπληκτικό είναι ότι αυτό ακριβώς χρησιμοποίησε ο Κύριος για να με πλησιάσει για πρώτη φορά. Το καλοκαίρι λοιπόν του 2002 είχα κατέβει στο Ρέθυμνο για να μείνω λίγες μέρες με μία φίλη και σημερινή αδελφή μας, την Ελένη. Αλλά η Ελένη -δεν θυμάμαι για ποιό λόγο- είχε φύγει εκτάκτως από τη Κρήτη. Μου είχε αφήσει όμως κάπου τα κλειδιά του σπιτιού και μήνυμα πως μέχρι να γυρίσει, μπορούσα να κάνω παρέα με μια κοπέλα που έμενε απέναντι της, την Μαρία. Μια κοπέλα από τον Άγιο Δομίνικο που είχε πιστέψει παλιότερα στον Χριστό αλλά ήτανε σε αποστασία. Είχε απομακρυνθεί δηλαδή από την εκκλησία και ζούσε μια κοσμική ζωή με ναρκωτικά, ουσίες και όλα αυτά που έκανα τότε κι εγώ. Πράγματι την γνώρισα, βγαίναμε έξω σε μπαράκια, κάναμε χρήση ουσιών μαζί, αλλά ταυτόχρονα η Μαρία μου μιλούσε και για τον Κύριο. Την ώρα, ας πούμε, που πίναμε ένα τσιγάρο μου έλεγε: «το ξέρεις ότι αν πάθουμε τώρα μια ανακοπή, θα χαθεί η ψυχή μας για πάντα; Θα πάμε στην κόλαση;»

Είχε μέσα της έλεγχο;

Ναι, την έλεγχε το Πνεύμα το Άγιο. Βέβαια εγώ δεν καταλάβαινα αυτά που μου έλεγε και κατά το κοινώς λεγόμενο, “ξενέρωνα.” Της έλεγα: «γιατί Μαρία θα πάμε στη κόλαση, τι κακό κάνουμε;» Μου έλεγε: «γιατί είμαστε μακριά από τον Θεό, δεν κάνουμε το θέλημα Του.» Δεν μπορούσα βέβαια να τα δεχτώ όλα αυτά, μέχρι που ένα Σάββατο βράδυ, ξημέρωμα μάλλον Κυριακής, γυρνάμε σπίτι, με το μηχανάκι της Μαρίας, από κάποιο μπαράκι που ήμασταν. Και όπως ανεβαίνουμε σε ένα ύψωμα στο Ρέθυμνο, στο ύψωμα του Μασταμπά, ανοίγει ξαφνικά ο ουρανός και αρχίζει να κατεβαίνει ένα τεράστιο λαμπερό αντικείμενο, στρογγυλό, που έβγαζε φωτεινές ακτίνες. Εγώ είχα μείνει εκείνη την ώρα άναυδη, νοιώθοντας όμως ταυτόχρονα μέσα στη καρδιά μου μια μεγάλη έλξη προς αυτόν τον “ιπτάμενο δίσκο”, πιστεύοντας ότι είναι οι εξωγήινοι που επιτέλους ήρθαν να με πάρουν. Φώναζα στη Μαρία να σταματήσει, αλλά εκείνη δεν έβλεπε αυτό που έβλεπα, δεν με άκουγε και συνέχιζε. Μέχρι που αυτό το αντικείμενο σιγά-σιγά σμικρύνθηκε, ώσπου εξαφανίστηκε.

Θα σε ρωτήσω κάτι που ενδεχομένως κάποιοι να το σκεφτούν. Είχες κάνει χρήση κάποιας ιδιαίτερης ουσίας εκείνο το βράδυ;

Όχι, μόνο κάτι ποτά είχα πιεί στο μπαράκι που ήμασταν. Θα σου πω όμως ότι, αν και είχα δοκιμάσει στη ζωή μου πάρα πολλές ναρκωτικές ουσίες, ποτέ μου δεν είχα δει παραισθήσεις. Εκτός από μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρή, που είχα πάρει κάτι χάπια. Δεν ήταν παραίσθηση αυτό που είχα δει, αλλά μια όραση που μου έδειξε ο Κύριος, θέλοντας πιστεύω, να με κάνει να Τον πλησιάσω. Και αυτό μου είπε και η Μαρία όταν φθάσαμε στο σπίτι και της εξήγησα τι είχε συμβεί. Και στο ερώτημα μου: «και τι θέλει ο Θεός από εμένα;» μου πρότεινε να πάμε στην εκκλησία στο Ρέθυμνο (την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) που θα άνοιγε σε δύο ώρες. Μήπως μιλήσω εκεί με κάποιον που μπορεί να με βοηθήσει. Πήγαμε πράγματι, ξενυχτισμένες όπως ήμασταν και μόλις μπήκα μέσα, είδα γύρω στους είκοσι ανθρώπους να είναι γονατισμένοι και να προσεύχονται. Και οι γυναίκες φορούσαν όλες στο κεφάλι τους μαντήλι. Με ρώτησε η Μαρία αν θέλω να βάλω κι εγώ ένα μαντήλι και δεν είχα κανένα πρόβλημα, το έβαλα. Πάντα μου άρεσε να δοκιμάζω στη ζωή μου καινούργια πράγματα, καινούργιες εμπειρίες. Όπως σου είπα και πριν, ήμουν σε μια διαρκή αναζήτηση. Με το που φοράω όμως το μαντήλι και γονατίζω, δεν ξέρω τι έγινε, αρχίζω αμέσως να κλαίω. Με λυγμούς μάλιστα.

Σε επισκέφτηκε ο Θεός.

Ναι, αλλά τότε δεν ήξερα τι ακριβώς μου συμβαίνει. Στη ζωή μου μέχρι τότε, ποτέ δεν έκλαιγα. Ήμουνα πολύ περήφανη και εγωίστρια και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να “σπάσει” μπροστά σε άλλους και να κλάψει. Αν ήταν να κλάψω, φρόντιζα να είμαι μόνη μου. Εκείνη τη στιγμή όμως έκλαιγα, χωρίς να μπορώ να σταματήσω με τίποτε, και μάλιστα μπροστά σε ανθρώπους ξένους που δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ. Σηκωθήκαμε κάποια στιγμή από τα γόνατα και ανέβηκε ένας αδελφός στον άμβωνα κι άρχισε να κηρύττει τον Λόγο του Θεού. Και άρχισε αυτός ο άνθρωπος -που τον έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου- να μιλάει για πράγματα που με αφορούσαν και που δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξέρει κανείς άλλος εκτός από εμένα. Αυτό που γινότανε με είχε συγκλονίσει και κάποια στιγμή γύρισα προς την Μαρία και της λέω: «εδώ μέσα, μάλλον μας κάνουν αυθυποβολή.» Βέβαια η Μαρία ήταν πιο συγκλονισμένη από εμένα, γιατί εκείνη την ώρα επέστρεφε από την αποστασία της προς τον Κύριο.

Εκείνη έκλαιγε και στο κήρυγμα.

Ακριβώς, εκείνη έκλαιγε και στο κήρυγμα. Ήρθανε μετά όλα τα αδέλφια που την ξέρανε, την αγκαλιάσανε, με αγκαλιάσανε κι εμένα, αλλά αυτό με ενόχλησε. Δεν μου άρεσαν με τους άλλους πολλές διαχυτικότητες, ήμουν σε κάτι τέτοια δύσκολος άνθρωπος. Φύγαμε λοιπόν κάπως βιαστικά και εγώ ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω τι μου είχε συμβεί εκείνο το πρωί. Αυτό που είχα ζήσει ήταν για εμένα μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Αποφάσισα όμως να ξαναπάω το απόγευμα -που είχε πάλι συνάθροιση- μήπως είμαι πιο ξεκούραστη, με πιο καθαρό μυαλό και μπορέσω και τους “πιάσω”, τι ακριβώς κάνουνε. Πράγματι αφού κοιμηθήκαμε, πήγαμε πάλι το απόγευμα και εντωμεταξύ είχα πάρει εγώ μαζί μου κι ένα πακέτο χαρτομάντιλα, μήπως ξαναρχίσω πάλι να κλαίω.

Πήγες οργανωμένη.

Ναι και πραγματικά με το που γονατίζω και βάζω το μαντήλι, άρχισα να κλαίω πάλι σαν τρελή. Να με ακούει όλη η εκκλησία και να λέω μέσα μου: “Ζέφη, έχεις γίνει ρεζίλι σε όλο το Ρέθυμνο.” Σηκωνόμαστε, ανεβαίνει τώρα ένας άλλος αδελφός να κηρύξει και γίνεται ακριβώς το ίδιο που έγινε το πρωί. Έλεγε πράγματα από τη ζωή μου που δεν τα ήξερε κανείς και σε ότι διαλογιζόμουνα, μου απαντούσε κατευθείαν από τον άμβωνα. Εντωμεταξύ είχα τσεκάρει εγώ μέσα στην εκκλησία για κάμερες, μικρόφωνα ή δεν ξέρω τι άλλα εργαλεία φανταζόμουνα και δεν είχα βρει τίποτε. Και όταν τελειώνει το κήρυγμα και σκέφτομαι να προλάβω να φύγω πριν αρχίσουν πάλι να με αγκαλιάζουν και να με φιλάνε, νοιώθω ένα αόρατο χέρι να μου σπρώχνει το κεφάλι προς τα κάτω και μια γυναικεία φωνή πίσω μου να λέει: «Ούτω λέγει Κύριος θυγατέρα μου...» Εκείνη την ώρα  ήξερα ότι μου μιλάει ο Θεός. Πως το ήξερα αυτό, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ούτε είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου προφητεία, ούτε γνώριζα κάτι για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

Δεν σε ρώτησα τόση ώρα, μέχρι τότε πίστευες μέσα σου στον Θεό;

Στον Θεό πίστευα πάντα. Αόριστα όμως. Δεν ήξερα ούτε πως ενεργεί, ούτε για ποιό λόγο πήρε σάρκα και σταυρώθηκε για εμάς πάνω στον σταυρό και γενικά δεν είχα καμία γνώση του Ευαγγελίου. Και δεν ήξερα καθόλου τι σημαίνει μετάνοια. Είναι κάτι κρυμμένο πιστεύω η μετάνοια από τους ανθρώπους και δεν μπορούν να καταλάβουν οι περισσότεροι ότι είναι αμαρτωλοί. Πιστεύουν ότι αμαρτία είναι μόνο να σκοτώσεις κάποιον ή να του κάνεις κάποιο πολύ μεγάλο κακό. Να γυρίσω όμως στο σημείο αυτό με τη προφητεία γιατί εκείνη ήταν και η στιγμή που αναγεννήθηκα. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι μου μιλάει ο Θεός και μου λέει: «…ούτω λέγει Κύριος θυγατέρα μου. Βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού...» και μου είπε μετά -γιατί δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια- ότι βρίσκομαι σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή όπου πρέπει να πάρω σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον μου. Μου μίλησε ο Κύριος με πολύ αγάπη και τρυφερότητα αλλά αυτό που δεν είχα ακόμα καταλάβει -και προσπαθούσα να καταλάβω- ήταν τι ακριβώς ήθελε ο Θεός από εμένα. Τότε η Μαρία με έφερε σε επαφή με τον αδελφό Λάμπρο από την εκκλησία του Ρεθύμνου, ο οποίος με επιμελήθηκε με πολύ ενδιαφέρον και αγάπη και μπορώ να πω ότι είναι ο πνευματικός μου πατέρας. Σε ότι τον ρώταγα, άνοιγε την Αγία Γραφή και μου έδινε την απάντηση από μέσα. Και μου έδινε ο Κύριος μια βεβαιότητα πάνω σε αυτό, γιατί εγώ μέχρι τότε θεωρούσα το Ευαγγέλιο ένα βιβλίο αποκλειστικά για τους παπάδες.

Σου έδινε βεβαιότητα ότι είναι Λόγος Θεού;

Ναι, και ήμουνα πεπεισμένη χίλια τοις εκατό πως ότι λέει αυτό το βιβλίο είναι η αλήθεια. Με αυτό τον τρόπο έγινε μια πλήρη μεταμόρφωση μέσα στη ζωή μου και μέσα σε 25 μέρες βαπτίστηκα στο νερό. “Δεν θέλει ο Κύριος να παίρνω ουσίες; Τέρμα οι ουσίες. Δεν θέλει ο Κύριος σχέσεις εκτός γάμου; Τέρμα οι σχέσεις”. Με το τσιγάρο δυσκολεύτηκα περισσότερο, έφυγε όμως κι αυτό με τη χάρη του Θεού. Γιατί εκείνες τις πρώτες μέρες της πίστης μου ήταν πραγματικά πολύ δυνατή η χάρη και η παρουσία του Θεού στη ζωή μου. Ο Κύριος από την ημέρα που με αναγέννησε μου έδειχνε κάθε βράδυ δικά του ενύπνια και πολλές φορές μου μιλούσε και άκουγα τη φωνή Του, όπως ακούω τώρα τη δική σου. Ήμουν πολύ δεμένη αδελφέ και έπρεπε ο Κύριος με πολύ δυνατό τρόπο να έρθει και να με ελευθερώσει. Και είναι και άλλα δεσμά που είχα και που δεν έχω αναφερθεί, γιατί δεν υπάρχει λόγος. Είχε μπει όμως μια μεγάλη αγάπη στη καρδιά μου για τον Κύριο. Γιατί μπορεί να μου είχε αποκαλυφθεί ότι είναι ζωντανός, ότι επισκέπτεται τον άνθρωπο και του μιλάει αλλά εγώ ήθελα να Τον γνωρίσω. Όπως όταν έρχεσαι σε επαφή με έναν άνθρωπο και κάτι μπαίνει μέσα στη καρδιά σου και μετά θέλεις να τον γνωρίσεις καλύτερα, να βγεις έξω μαζί του, να μιλήσετε... Έτσι και με τον Κύριο. Μπορώ να σου πω ότι Τον ερωτεύτηκα πραγματικά.

Πολλές φορές λέμε σε κάποιον αδελφό: «πες μας πως γνώρισες τον Χριστό» όμως πιο σωστό είναι πιστεύω να πούμε: «πες μας πως ξεκίνησες να γνωρίζεις τον Χριστό.»

Πράγματι, γιατί κάθε μέρα συνεχίζουμε να γνωρίζουμε αυτό το υπέροχο Πρόσωπο που είναι ο Υιός του Θεού. Και εδώ θα πω για το πρώτο θαύμα που έζησα. Εκείνη την εποχή με βάραινε ένα δικαστήριο. Είχα δώσει σε ένα φίλο, που ήταν έμπορος όπως κι εγώ τότε, δύο φύλλα από το μπλοκ επιταγών μου, αλλά δεν τις κάλυψε τις επιταγές. Και θα γινότανε το δικαστήριο τις μέρες που ήμουν στο Ρέθυμνο. Μίλησα στο τηλέφωνο με τον δικηγόρο και μου είπε ότι αν δεν είχα να δώσω κάποια χρήματα καλύτερα να μην εμφανιζόμουν καθόλου στη δίκη. Θα του έστελνα μόνο ένα χαρτί από κάποιο νοσοκομείο και θα με εκπροσωπούσε εκείνος. Πράγματι πήρα το χαρτί από το νοσοκομείο στο Ρέθυμνο, αλλά έπρεπε να μπουν δύο σφραγίδες. Και ο διευθυντής που είχε τις σφραγίδες έλειπε σε ταξίδι. Μιλάμε τώρα ότι είναι ήδη Παρασκευή ενώ το δικαστήριο είναι Δευτέρα πρωί. Είχαμε γυρίσει με την Μαρία όλο το νοσοκομείο για να βρούμε κάποια λύση αλλά δεν γινότανε τίποτε. Και μαζί με εμάς και ένα νεαρό ζευγάρι που είχε το ίδιο πρόβλημα. Ώσπου σε κάποια στιγμή απελπίστηκα. Και ενώ ήμουν στη πρώτη αγάπη με τον Χριστό και νόμιζα πως είχα πίστη να μετακινήσω βουνά, εκείνη την ώρα, όλα μπροστά μου χάθηκαν. Τότε με στήριξε η Μαρία και ευχαριστώ τον Θεό για την αδελφή. Προσευχήθηκε για λίγο και μου λέει: «Ζέφη, θα πάμε πάλι, στο όνομα του Ιησού Χριστού και Εκείνος θα μας βοηθήσει.» Και πρόσεξε να δεις τι γίνεται. Πάμε στο πρώτο γραφείο που βλέπουμε μπροστά μας, χτυπάμε τη πόρτα και μπαίνουμε μέσα. Και είναι ένας άνθρωπος με άσπρη μπλούζα ο οποίος μιλάει στο τηλέφωνο και κάνοντας νόημα με το χέρι, μας ρωτάει τι θέλουμε. Του δίνουμε το χαρτί, βγάζει από το συρτάρι δυο σφραγίδες, μια στρογγυλή και μια τετράγωνη, τις βάζει και μας το δίνει. Συνεχίζοντας να μιλάει στο τηλέφωνο. Βγαίνουμε έξω εμείς, κλείνουμε τη πόρτα πίσω μας και δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει τι έγινε. Εκείνη την ώρα περνάει μπροστά μας το ζευγάρι που είχε το ίδιο πρόβλημα με εμάς και τους λέω: «μπείτε εδώ γρήγορα, είναι μέσα ο άνθρωπος που ψάχνετε.» Και μπαίνουν μέσα και δεν είναι κανείς αδελφέ, είναι άδειο το γραφείο.

Απίστευτο το πως ενεργεί ο Θεός!

Απίστευτο και όμως αληθινό. Αυτό ήταν το πρώτο θαύμα που έζησα με τον Χριστό, αλλά όχι το μοναδικό. Ο Κύριος με βάπτισε στο Πνεύμα Του το Άγιο, έσωσε συγγενικά μου πρόσωπα, έχει κάνει πολλά στη ζωή μου και συνεχίζει να κάνει. Καθημερινά βλέπω το χέρι Του να ενεργεί. Βέβαια δεν άξιζα και δεν αξίζω τίποτε από όσα μου έχει δώσει ο Θεός, όλα οφείλονται στη γενναιοδωρία Του και στην αγαθότητα Του. Όλα οφείλονται στον Αγαπημένο μου. Και με τα πολλά λάθη μου και με τις πτώσεις μου, με πολλά “πάνω” και “κάτω”, αυτή η υπέροχη σχέση με τον Κύριο ακόμα συνεχίζεται, γιατί είναι δυνατή. Θα πω κλείνοντας ότι πάντα μου άρεσε η περιπέτεια και ζητούσα έντονες εμπειρίες, η μεγαλύτερη όμως “περιπέτεια” στη ζωή μου είναι η γνωριμία μου με τον Χριστό. Όταν με πληρώνει με Πνεύμα Άγιο, όταν με επισκέπτεται, όταν ενεργεί με οποιονδήποτε τρόπο στη ζωή μου, είναι συγκλονιστικό. Θα Τον ευχαριστώ στους αιώνες των αιώνων για όλα.