Skip to main content
play button christianity Ακούστε  |  48kbps  |  96kbps  |
on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Θεόδωρος Μητσέας

«Αλλά ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.»  Προς Ρωμαίους ε ́ 8.

 |  Ομολογίες

«Αλλά ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.»  Προς Ρωμαίους ε ́ 8.

Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε την μαρτυρία του αδελφού μας Θεόδωρου Μητσέα. 


Αδελφέ Θεόδωρε γνωρίζω ότι έχεις μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία και χαίρομαι που δέχτηκες να την μοιραστείς μαζί μας.


 Κι εγώ χαίρομαι κι ευχαριστώ τον Θεό για την ευκαιρία που μου δίνει να ομολογήσω το όνομα Του. Η ομολογία μου έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι το πώς πήγα στην Αμερική όπου και γνώρισα τον Χριστό και το δεύτερο όταν γυρνώντας στην Ελλάδα δεν μπόρεσα να σταθώ πνευματικά όμως ο Κύριος έκανε χάρη και επέστρεψα. 


Ωραία, θα τα πούμε κι αναλυτικά. Που έχεις γεννηθεί;


 Γεννήθηκα  στην  Καλαμάτα.  Συγκεκριμένα σε ένα χωριό στην Μεσσηνιακή Μάνη που λέγεται Αλτομιρά. Ο πατέρας μου ήταν βοσκός και πέρασα σχεδόν όλα τα παιδικά μου χρόνια πάνω στο βουνό. Ήταν πολύ όμορφη η ζωή εκεί, ήσυχη, όμως μέσα μου ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο και ιδιαίτερα ήθελα να πάω στην Αμερική.  Διάβαζα  μικρός  ένα  περιοδικό  με έναν Έλληνα τον Τζίμ Άνταμς ο οποίος ήταν ο “Μικρός Σερίφης” στο Φαρ Ουέστ και με είχε μαγέψει η ζωή σε αυτή τη χώρα. Κι όταν σε ηλικία 16 χρονών υπέγραψε ο πατέρας μου για να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο, μαζί με ένα φίλο μου τον Οδυσσέα αποφασίσαμε να μπαρκάρουμε. Με την προϋπόθεση μόλις πιάσουμε κάποιο λιμάνι στην Αμερική να το σκάσουμε από το καράβι και να ζήσουμε εκεί. 


Είχες κάποιους συγγενείς εκεί; 


Συγγενείς όχι, αλλά είχα κάποιους συγχωριανούς. Πράγματι βρήκαμε ένα καράβι, μπαρκάραμε και αφού περάσαμε από διάφορα λιμάνια φθάσαμε  στη  Φιλαδέλφεια,  στη  Βαλτιμόρη όπου μας δώσανε έξοδο. Εμείς για να μην κινήσουμε υποψίες ότι θα το σκάσουμε, δε πήραμε ούτε όλα τα λεφτά μας, ούτε τα ρούχα μας. Μπήκαμε κατευθείαν στο τρένο και πήγαμε στην Νέα Υόρκη. Μείναμε εκεί λίγο καιρό, μετά χωρίσαμε κι εγώ πήγα σε μια άλλη πολιτεία κι έπιασα μια  δουλειά σε γεωτρύπανα. Έπαιρνα καλά λεφτά, όμως δεν είχα το μυαλό να τα κρατήσω. Άρχισα να μην πηγαίνω στην δουλειά  γιατί  ήμουν  ξενύχτης,  μεθυσμένος, μαστουρωμένος (είχα ξεκινήσει να κάνω χρήση μαριχουάνας με παρέες) και είχε καταντήσει τελικά η ζωή μου να κυκλοφορώ μόνο την νύχτα και όχι την ημέρα. Άρχισα να οπλοφορώ, άρχισα να κάνω διάφορες βρομοδουλειές και κάποια στιγμή θέλησα να φύγω από εκείνη την πόλη γιατί είχα απειλήσει κάποιους με το πιστόλι. Και επειδή αυτοί οι άνθρωποι διακινούσαν ναρκωτικά, ήτανε άνθρωποι ας πούμε της φυλακής, από εκεί και πέρα είχα ένα άγχος μέσα μου. Και σκεφτόμουν ότι ή θα έπρεπε να φύγω ή αν μείνω θα πρέπει να τους σκοτώσω γιατί αλλιώς θα με σκότωναν αυτοί. Αλλά όμως εγώ δεν ήθελα να σκοτώσω. Σκεφτόμουν ότι αν το κάνω, μετά δεν θα μπορέσω μια μέρα να σταθώ μπροστά στον Θεό.


Πίστευες στον Θεό;


 Πίστευα στον Θεό και είχα κάποιες εμπειρίες  όταν  ήμουν  παιδί.  Είχα  μπει  μικρός μια  μέρα  σε  ένα  ξωκλήσι  στον  Ταΰγετο και ένοιωσα έντονα την ανάγκη να ψάλω προς τον Θεό. Έκατσα στο στασίδι, πήρα ένα βιβλίο που είχε εκεί (δεν θυμάμαι αν ήταν Αγία Γραφή ή κάτι άλλο) κι άρχισα να το διαβάζω ψέλνοντας. Τότε έσπασε η καρδιά  μου,  άρχισα  να  κλαίω  και  γέμισα χαρά  και  αγαλλίαση.  Τώρα  που  γνωρίζω πως είναι να βρίσκεσαι στην παρουσία του Θεού καταλαβαίνω ότι αυτή ήταν μια επίσκεψη δική Του. Για να επιστρέψω όμως στο Ρόκ Σπρινγκς Ουαόμινγκ, (αυτή ήταν η πόλη που ζούσα) εκεί είχα ένα δωμάτιο που έμενα, είχα ένα αυτοκίνητο Σέβρολετ και είχα και δύο φίλους, ένα Μεξικάνο και έναν Αμερικάνο που τους φιλοξενούσα γιατί δεν είχαν που να μείνουν. Τους είπα ότι εγώ θα φύγω, θα πάω στο Μαϊάμι και μου είπαν ότι θα έρθουν μαζί μου. Ταξιδεύαμε δύο εβδομάδες, κοιμόμασταν μέσα στο αυτοκίνητο και βέβαια σε όλη την διαδρομή καπνίζαμε, πίναμε μπύρες, ουίσκι, μαριχουάνα. Με μακριά μαλλιά και οι τρεις και γένια όπως ήταν η μόδα της εποχής των χίπις. Φθάσαμε κάποια στιγμή στη Φλόριντα αλλά όχι στο Μαϊάμι, σε μια πόλη πιο πριν που λέγεται Τάμπα. Ρωτήσαμε να βρούμε κάπου να μείνουμε και μας στείλανε πιο κάτω που είχε ένα ξενοδοχείο. Δεν το βρίσκαμε όμως, είχε  σκοτεινιάσει  και  βλέπω  ξαφνικά  μια φωτεινή ταμπέλα που έλεγε: «Jesus saves», «Ο Ιησούς σώζει». Δεν τα ήξερα αυτά τα αγγλικά. Ήξερα όλες τις βρομοκουβέντες, τα αγγλικά της πιάτσας, αλλά για τον Χριστό και για τον Θεό δεν ήξερα τίποτε. Και σκέφτηκα: «ξενοδοχείο θα είναι». Ανέβηκα τα σκαλιά και ήταν κάποιοι άνθρωποι έξω και  καθόντουσαν.  Ρώτησα  πόσο  κοστίζει ένα δωμάτιο και μου λένε: «Δεν κάνει τίποτε. Αν θέλεις όμως μπορούμε να σε φιλοξενήσουμε.» Λέω: «συγγνώμη με ξέρετε; Μπορεί να είμαι παλιάνθρωπος, μπορεί να οπλοφορώ;» (και πράγματι είχα το πιστόλι, ένα μάγκνουμ, κρυμμένο κάτω από το κάθισμα του οδηγού.) Μου λένε: «ότι και να είσαι ο Χριστός σε αγαπάει.»


Τι ακριβώς ήταν εκεί;


Αυτός  ο  χώρος  ήταν  ένα  χριστιανικό κοινόβιο. Οι αδελφοί που ζούσαν εκεί (οι οποίοι  ήταν  χριστιανοί  της  πεντηκοστής, αναγεννημένοι και βαπτισμένοι με Πνεύμα Άγιο) τα είχαν όλα κοινά. Δουλεύανε και όλα τους τα λεφτά πηγαίνανε σε ένα κοινό  ταμείο  με  το οποίο  κάλυπταν τις ανάγκες τους. Και   μπορούσε να  πάει  ο  καθένας και να μείνει για  λίγο  καιρό χωρίς  να  πληρώσει.  Αποφάσισα να   μείνω.   Με έλκυσε  η  αγάπη  που  έβλεπα σε  αυτούς  τους ανθρώπους   και για να είμαι ειλικρινής με έλκυσαν και οι όμορφες  κοπέλες  που  ήταν  εκεί.  Αγνές, σεμνές,  με  φούστες  μακριές  μέχρι  κάτω στα πόδια, άβαφτες. Τα βράδια είχανε συνάθροιση.  Πιανόντουσαν  όλοι  χέρι χέρι, κάνανε προσευχή και καλούσαν όποιον θέλει να γνωρίσει τον Χριστό να πάει μπροστά.  Μια,  δυο,  τρείς  αποφάσισα  να  πάω. Σκέφτηκα ότι: «εδώ μένω, τρώω, πίνω, ας πάω μπροστά να με δούνε ότι είμαι δικός τους.» Μέσα μου όμως είχε γίνει ήδη ένα έργο γιατί δεν είχα συναντήσει άλλη φορά τέτοιους  ανθρώπους.  Να  γονατίζουνε,  να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, να κλαίνε στην προσευχή. Εγώ δεν είχα προσευχηθεί ποτέ με αυτό τον τρόπο. Έκανα τον σταυρό μου μόνο και μετά όλη την ημέρα βλαστήμαγα. Εκείνο το βράδυ λοιπόν γονάτισα κι άρχισα να μιλάω στον Χριστό. Του είπα: «Κύριε είμαι  πολύ  αμαρτωλός.  Πολλές  φορές  σε έχω στενοχωρήσει, σε έχω βλαστημήσει...» Και του ζήτησα να έρθει μέσα στην καρδιά μου. Και όντως ο Κύριος ήρθε. Ένοιωσα ξαφνικά μέσα μου μια απέραντη χαρά, μια απέραντη γαλήνη και ξέσπασα σε κλάματα. Κι όσο έκλαιγα τόσο έφευγε το βάρος της αμαρτίας από πάνω μου. Δεν ήθελα να σηκωθώ  από  τα  γόνατα  γιατί  ήταν  τόσο όμορφο αυτό που ζούσα, που φοβόμουνα ότι αν σηκωθώ θα το χάσω. Εκεί αναγεννήθηκα και όταν σηκώθηκα τελικά, ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Ήθελα να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους και ήθελα να πω σε όλους αυτό που μου συμβαίνει. Και το μεγάλο θαύμα που είδα στην ζωή μου ήταν ότι ξαφνικά είχα γίνει ένα αγνό και καθαρό παιδί. Όταν είχα πάει εκεί, σαν νέος και σαν αμαρτωλός άνθρωπος κοίταγα τις κοπέλες πονηρά. Όταν αναγεννήθηκα άλλαξε αυτό μέσα μου τελείως. Και έβλεπα τις κοπέλες σαν  να  έβλεπα  την  αδελφή  μου,  σαν  να έβλεπα την μητέρα μου. Αυτή την αλλαγή μόνο ο Χριστός μπορεί να την κάνει μέσα στον άνθρωπο, κανένας άλλος. Έζησα τελικά σε αυτό το κοινόβιο 20 μήνες. Με αγιασμό και με καθαρότητα.


Βαπτίστηκες στο νερό εκεί;


Θα  σου  πω.  Αφού  αναγεννήθηκα,  οι αδελφοί  μού  έλεγαν  για  το  Πνεύμα  το Άγιο.  Και  καλούσαν  στην  συνάθροιση όποιος δεν έχει λάβει το Πνεύμα το Άγιο να πάει μπροστά για να γίνει προσευχή και να το λάβει. Πήγαινα μπροστά κι εγώ κι ένα  βράδυ  με  επισκέφθηκε  με  δύναμη  ο Κύριος και άρχισα να δοξάζω τον Θεό, να αλαλάζω και να μιλάω σε ξένες γλώσσες. Μετά από δύο, τρείς μήνες πήγαμε στην θάλασσα  και  βαπτιστήκαμε  αρκετοί  νέοι όλοι μαζί. Γιατί κάθε μέρα σωζόντουσαν εκεί ψυχές, γινότανε πραγματικά ένα πολύ ωραίο έργο. Άρχισα μετά να εργάζομαι κι εγώ για τον Κύριο. Να δουλεύω στο τυπογραφείο που υπήρχε στο κοινόβιο και να πηγαίνω  στις  ευαγγελιστικές  εξορμήσεις και να ομολογώ τι έγινε στη ζωή μου. Βαθιά μέσα  μου  όμως ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα. Να μιλήσω στους δικούς μου για τον Χριστό.  Ο  Θεός το  είδε  αυτό,  κι ένα  βράδυ  που μοιράζαμε  φυλλάδια  μας  σταμάτησε για έλεγχο  η  αστυνομία. Εγώ  δεν  είχα κάρτα  παραμονής και με πήγανε μέσα. Την άλλη μέρα ήρθαν τα αδέλφια, πλήρωσαν την εγγύηση, βγήκα, και σε έξι μήνες έγινε το δικαστήριο. Η απόφαση ήταν ότι έπρεπε να φύγω. Αν έφευγα με δικά μου έξοδα μπορούσα να  ξαναπάω,  αλλιώς  όχι.  Και  φρόντισαν οι αδελφοί, βρέθηκε ένα φορτηγό καράβι στην Νέα Ορλεάνη και σε 17 μέρες ήμουνα στον Πειραιά. 


Κι εδώ ξεκινάει το δεύτερο σκέλος της ομολογίας σου.


Ναι  εδώ  ξεκινάει  το  δεύτερο  κομμάτι. Πήγα στην Καλαμάτα με μια βαλίτσα γεμάτη ευαγγέλια και φυλλάδια και τους απογοήτευσα όλους βέβαια. Συγγενείς και φίλους. Γιατί πριν γνωρίσω τον Χριστό τους έστελνα γράμματα όπου έγραφα ότι είμαι στο Φαρ Ουέστ, δαμάζω άγρια άλογα, κυνηγάω άγρια θηρία κι ένα σωρό ιστορίες. Και μου λέγανε: «άσε τον Χριστό και πες μας για αυτά που μας έγραφες.» Και βέβαια σαν χριστιανός πλέον, τους έλεγα ότι όλα αυτά  ήταν  ψέματα.  Πήγα  φαντάρος  μετά κι εκεί δυστυχώς έπεσα πάλι στην αμαρτία. Βέβαια δεν ξέχασα ποτέ τον Θεό, δεν σταμάτησα ποτέ να προσεύχομαι αλλά ήμουν μόνος μου χωρίς αδελφούς, είχα νεανικές επιθυμίες και αυτός ήταν και ο κύριος λόγος πιστεύω που δεν μπόρεσα να κρατηθώ κοντά στον Χριστό.  Ότι κι αν έκανα όμως μέσα στον κόσμο δεν με ευχαριστούσε τίποτα, δεν με γέμιζε τίποτα και πολύ γρήγορα έφθασα σε ένα σημείο απελπισίας.


Με τους αδελφούς στην Αμερική είχες κρατήσει κάποια επαφή;


Δυστυχώς όχι. Γιατί είχα μάθει και μιλούσα αγγλικά όμως δεν ήξερα να γράφω. Τους έστειλα μόνο ένα γράμμα όπου τους έλεγα: «έχω πέσει στην αμαρτία, σας παρακαλώ να προσεύχεστε για μένα.» Δεν ξέρω αν το λάβανε, πάντως πιστεύω ότι έτσι κι αλλιώς προσευχόντουσαν  για  μένα  τα  αδέλφια. Κάποια στιγμή βρέθηκα στην Αθήνα όπου δούλευα σε ένα τυπογραφείο και θυμάμαι μια  μέρα  γονάτισα  και  είπα  στον  Κύριο: «ξέρεις ποιος είμαι, δεν μπορώ να σου κρυφτώ, ξέρεις ότι έχω νεανικές επιθυμίες. Αν μου χαρίσεις Κύριε μια καλή κοπέλα για να κάνω οικογένεια θα σε ακολουθήσω πάλι.» Προσευχήθηκα  με  δάκρυα  στα  μάτια  και στην βδομάδα επάνω γνώρισα την σημερινή γυναίκα μου, τη Βάσω. Πολύ γρήγορα παντρευτήκαμε και κάναμε το πρώτο μας παιδί, το Γιάννη, όμως εγώ δεν επέστρεψα όπως είχα υποσχεθεί στον Χριστό. Άρχισα να ξενυχτάω, να πίνω, να γυρίζω, να κάνω χίλια  δύο  κι  οπωσδήποτε  δεν  πηγαίναμε καλά. Η Βάσω ήθελε να φύγει, να γυρίσει στους  δικούς  της  στην  Καρδίτσα  και  μια φορά που παραφέρθηκα το έκανε κιόλας. Ευτυχώς  την  πρόλαβα  στην  Αθήνα  (ήξερα που θα πάει) και την έπεισα να γυρίσει. Πάντα όμως της έλεγα: «Βάσω πρέπει να επιστρέψω κοντά στον Χριστό. Να ήξερες τι καλά που ήμουνα κοντά στον Χριστό...», «Καλά, καλά» μου έλεγε, «αυτό το ακούω από τότε που σε παντρεύτηκα.»


Είχες κάνει προσπάθειες να επιστρέψεις;


Αρκετές φορές. Αλλά δεν κατάφερνα να ελευθερωθώ από τα πάθη μου και ειδικά το τσιγάρο δεν μπορούσα να το κόψω με τίποτε. Καθώς ήμουνα μια μέρα πάνω σε μια ελιά και ράντιζα μου ήρθε μια σκέψη. Μια φώτιση. «Κάθε φορά που θα σου έρχεται επιθυμία να καπνίσεις κάνε μια προσευχή στον Χριστό.» Αισθάνθηκα σαν να έλαμψε ένα φως μέσα στην διάνοια μου. Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά και είπα: «Χριστέ μου με  ελευθέρωσες  από  το  τσιγάρο,  από  τα ποτά, από την αμαρτία, με έκανες έναν νέο άνθρωπο και εγώ ξανάγινα πάλι όπως έγινα. Μπορείς πάλι να με ελευθερώσεις;» Με το που τελειώνω αυτή την προσευχή αισθανόμουνα ότι δεν ήθελα να καπνίσω. Μετά από λίγη ώρα όμως ξαναήρθε η επιθυμία. Πάω να βγάλω τα τσιγάρα, λέω μέσα μου: «όχι, θα κάνω προσευχή.» Τρία μερόνυχτα έκανα αυτή την δουλειά, προσευχόμουνα δηλαδή όποτε ήθελα να καπνίσω και μετά μου έφυγε τελείως η επιθυμία. Και από τότε δεν έχω ξανακαπνίσει  ποτέ.  Ύστερα  ξεκίνησα  να διαβάζω  και  να  προσεύχομαι,  όμως  ντρεπόμουνα, δεν ήθελα να φανερώνεται αυτό που ζούσα σε άλλους και ντρεπόμουνα και την  ίδια  τη  γυναίκα  μου.  Και  συνειδητοποιώ τότε ότι μου λείπει το Πνεύμα το Άγιο. Πήγα, γονάτισα στο δωμάτιο μου, άρχισα να προσεύχομαι και με το που σήκωσα τα χέρια ψηλά ήρθε ο Κύριος και με γέμισε με το Πνεύμα το Άγιο. Ακριβώς όπως στην αρχή που είχα πιστέψει.


Σε τι ηλικία ήσουν όταν επέστρεψες;


Πρέπει να ήμουν 24 χρονών. Μου έδωσε ο Θεός από τότε πολλή παρρησία και θάρρος και άρχισα να μιλάω σε όλους για τον Χριστό.  Σε  συγγενείς,  φίλους,  συγχωριανούς. Διαβάζαμε το ευαγγέλιο μαζί με τη Βάσω, προσευχόμασταν  και  ευχαριστώ  τον  Θεό σώθηκε και η γυναίκα μου. Όμως μου έλειπε πολύ η εκκλησία. Και το καταλάβαινα ότι ήταν μεγάλη η ανάγκη να έχω αδέλφια. Ένα βράδυ που είχε ανέβει η Βάσω πάνω να ξαπλώσει, εγώ είχα μείνει κάτω στην κουζίνα και προσευχόμουν. Και ζητούσα από τον Θεό αν υπάρχουν άλλα αδέλφια, άλλοι χριστιανοί στην Ελλάδα, να τους στείλει για να τους γνωρίσω. Περπατούσα πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο με τα χέρια ψηλά και έλεγα: «Κύριε είσαι ο Πατέρας μου και λες μέσα στον λόγο Σου πως ότι ζητήσω στο όνομα του Ιησού Χριστού θα μου το δώσεις. Λοιπόν ζητάω να μου στείλεις τώρα αδέλφια. Όχι αύριο, ΤΩΡΑ.» Ήμουνα και απαιτητικός. Είχα όμως πολύ ζήλο, πολλή πίστη και ξαφνικά αδελφέ μου χτυπάει η πόρτα. Αυτό ήταν πράγματι ένα αληθινό θαύμα. Χτυπάει η πόρτα και ήταν ένας αδελφός, ο Δημήτρης Σταυρόπουλος μαζί με τον καφετζή του χωριού ο οποίος και τον οδήγησε για να βρει το σπίτι μου. Και τι είχε γίνει; Είχα βγάλει σε κάποια στιγμή κάποια χριστιανικά φυλλάδια και τα είχα μοιράσει στην Καλαμάτα. Ένα τέτοιο φυλλάδιο έπεσε στα χέρια του αδελφού ο οποίος πήγαινε στην ευαγγελική εκκλησία. Κι εκείνες τις μέρες ένα ζευγάρι από την ελευθέρα αποστολική εκκλησία της πεντηκοστής είχε πάει στην Καλαμάτα και μιας και δεν υπήρχε δική μας εκκλησία, είχε επισκεφτεί την ευαγγελική εκκλησία. Τους φιλοξένησε  ο  αδελφός  και  το  απόγευμα τους λέει: «είναι κάποιος που μοιράζει αυτά τα φυλλάδια. Πάμε να ψάξουμε να τον βρούμε;» Και έτσι έγινε. Ρώτησαν για μένα, με βρήκαν και ήρθανε. Κάθισαν, γνωριστήκαμε  και  τους  έκανα  διάφορες ερωτήσεις για να καταλάβω τι ακριβώς πιστεύουν. Τους λέω: «έχετε αναγεννηθεί;» Μου λένε: «ναι έχουμε αναγεννηθεί.» Τους λέω: «έχετε λάβει Πνεύμα Άγιο;» Μου λένε: «εμείς όχι ακόμα αλλά το έχει λάβει η αδελφή.» Ήταν η αδελφή μας η Λόλα Μπέκου με τον άντρα της που είχανε πάει ταξίδι στην Καλαμάτα. Ήταν μια νέα κοπέλα που μου θύμιζε πραγματικά την μητέρα του Κυρίου. Ήσυχη, ταπεινή, με ένα γαλήνιο πρόσωπο. Την ρώτησα: «μιλάς αδελφή σε ξένες γλώσσες όταν προσεύχεσαι;»  «Ναι»  μου  λέει,  «μιλάω.» Εκεί βεβαιώθηκα ότι απάντησε ο  Θεός  στην  προσευχή  μου  και  μου έφερε  αδέλφια  όπως  του  το  ζήτησα. Τον ευχαριστώ και Τον δοξάζω.


 Ήρθες  μετά  σε  επαφή  με  τους αδελφούς στην Αθήνα;


Ναι η αδελφή η Λόλα μας άφησε κάποια  τηλέφωνα,  επικοινωνήσαμε  και γνώρισα τον αδελφό Λούη, τον αδελφό Νικολακόπουλο και όλους τους αδελφούς τους παλιούς. Και ευχαριστώ τον Θεό για αυτούς. Ήταν κάτι που δεν είχα στην Αμερική και είναι αυτό που λέγεται:  «όλη  η  αλήθεια  του  ευαγγελίου, η ορθοτόμηση του λόγου του Θεού.» Κι εκεί ήταν πολύ όμορφα, πολύ ευλογημένα αλλά εδώ στην Ελλάδα βρήκα όλη την αλήθεια. Όπως λέει στις Πράξεις των Αποστόλων ότι ο Ακύλας και η  Πρίσκιλα  εξέθεσαν  στον  Απολλώ «ακριβέστερα  την  οδό  του  Κυρίου.» Αυτό έγινε και σε μένα και έγινε από το  πρώτο  βράδυ  θυμάμαι.  Όταν  κάναμε  προσευχή  είδα  την  αδελφή  την Λόλα και την αδελφή την Ρούλα την γυναίκα του Δημήτρη, να φοράνε μαντήλι. Ρώτησα γιατί το κάνουν και μου είπαν ότι ο λόγος του Θεού γράφει: «η γυναίκα όταν προσεύχεται να καλύπτεται». Λέω: «χρόνια διαβάζω την Αγία Γραφή και δεν το έχω δει πουθενά.» Και μου το έδειξαν οι αδελφοί, το είδα και λέω στην γυναίκα μου: «Βάσω πρέπει να καλυφτείς κι εσύ.» Ξεκινήσαμε ακριβώς  έτσι.  Διδαχτήκαμε  όλη  την αλήθεια και αποφασίσαμε μετά με τον αδελφό  το  Δημήτρη  να  ξεκινήσουμε κι εδώ μια εκκλησία της πεντηκοστής. Έφυγε ο αδελφός από την ευαγγελική εκκλησία, έφυγε και μια άλλη αδελφή και  ξεκινήσαμε  να  συναθροιζόμαστε σπίτι της. Νοικιάσαμε μετά ένα χώρο, προστεθήκανε αμέσως ψυχές και έτσι ξεκίνησε η εκκλησία της Καλαμάτας.


Πότε;


Το 1980 έγιναν αυτά. Μετά η φωτιά άναψε στη Σπάρτη. Πίστεψε ένας αδελφός και ξεκίνησε εκεί το έργο. Μετά στη  Τρίπολη  όπου  είμαι  και  τώρα. Μετά  άνοιξε  εκκλησία  στο  Ναύπλιο, στη Μεγαλόπολη, στη Μεσσήνη. Ευχαριστούμε τον Θεό για όλα. Να πω ότι ο Θεός με ευλόγησε και στην οικογένεια μου. Μου χάρισε 4 παιδιά, το Γιάννη, την Αθηνά, το Δαυίδ και την Ελένη τα οποία είναι σήμερα παντρεμένα κι έχω και εννιά εγγονάκια. Ήμουνα 18 στα 19 όταν γνώρισα τον Χριστό σαν προσωπικό μου σωτήρα, σήμερα είμαι 62 χρονών και είμαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι έκανα την καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να είχα κάνει στην ζωή μου. Δεν το έχω μετανιώσει ούτε στιγμή και χίλια χρόνια ακόμα να ζούσα πάνω σε αυτή τη γη θα ήθελα να είναι όλα μαζί με τον Χριστό.