Ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού
Θα ήταν λάθος και άδικο να ισχυριστεί κάποιος ότι όλος ο κόσμος σήμερα είναι ασεβής και αδιάφορος για τον Θεό. Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι στις μέρες μας που τα πράγματα του Θεού και γενικότερα αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ‘πνευματική ζωή’, δεν τους αφήνει αδιάφορους. Αυτό είναι αλήθεια.
Θα ήταν λάθος και άδικο να ισχυριστεί κάποιος ότι όλος ο κόσμος σήμερα είναι ασεβής και αδιάφορος για τον Θεό. Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι στις μέρες μας που τα πράγματα του Θεού και γενικότερα αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ‘πνευματική ζωή’, δεν τους αφήνει αδιάφορους. Αυτό είναι αλήθεια.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δείχνουν να σέβονται τον Θεό, να αγαπάνε το σωστό και να μην τους αρέσει το άδικο. Αν προσέξει μάλιστα κανείς στον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι αυτοί, θα διαπιστώσει ότι πράγματι θέλουν να κάνουν το σωστό και αγαπάνε την αλήθεια. Όταν όμως ταυτόχρονα παρακολουθήσει τον τρόπο που ενεργούν στη πράξη, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σ’ αυτά που λένε και σ’ αυτά που πράττουν. Ενώ δηλαδή πιστεύουν και ισχυρίζονται ότι το άδικο δεν το θέλει ο Θεός, αυτοί στο τέλος αδικούν, καθώς διαπιστώνουν ότι αν πράξουν διαφορετικά θα χάσουν. Ενώ το πιστεύουν ότι ο χριστιανός θα πρέπει πάντα να συγχωρεί, αυτοί δεν καταφέρνουν τελικά να συγχωρέσουν. Ενώ διακηρύττουν σε κάθε ευκαιρία ότι ο Θεός είναι αγάπη, όταν τα συμφέροντα συγκρούονται, η αγάπη πηγαίνει στην άκρη. Ενώ το πιστεύουν ότι εάν κάποιος αγαπά τον Θεό, εκτελεί και τις εντολές Του, στην πράξη οι άνθρωποι αυτοί φαίνονται αδύναμοι να εκτελέσουν και να ζήσουν αυτό που ο Θεός ζητά. Δεν είναι τραγικό; Άλλα να θέλει ο άνθρωπος και άλλα να κάνει τελικά; Ακούγεται εν πρώτοις σαν κάτι το παθολογικό αυτό. Σαν κάτι που χρήζει ενδεχομένως και ιατρικής υποστήριξης καθώς οι διαφορές στον τρόπο που κάποιος σκέφτεται, νιώθει και τελικά δρα, είναι σημαντικές. Τι συμβαίνει άραγε; Υπάρχει λύση πνευματική σ’ αυτό το αδιέξοδο; Υπάρχει ελπίδα να νικήσει το θέλημα του Θεού στη ζωή του ανθρώπου; Η απάντηση είναι ένα μεγάλο ΝΑΙ!
Εάν δεν είχαμε το λόγο του Θεού να μας φωτίσει, όλα αυτά τα ερωτήματα, θα περιμέναμε να τα απαντήσουν αποκλειστικά οι επιστήμονες που ασχολούνται με την ψυχή και τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Εάν διαβάσουμε όμως προσεκτικά όλο το ζ’ (7ο) κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολής, θα δούμε ότι τα ίδια ακριβώς αμείλικτα ερωτήματα βασάνισαν και τον απ. Παύλο. Και ο ίδιος πέρασε από την ίδια ‘μέγγενη’, άλλα να λέει ο νόμος και οι εντολές και άλλα να κάνει ο ίδιος. Λέει χαρακτηριστικά: «διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον θέλω· αλλά το κακόν, το οποίον δεν θέλω, τούτο πράττω» (Ρωμ ζ’:19). Μα γιατί συμβαίνει αυτό; Παρακάτω ο Παύλος μας πληροφορεί: «Εάν δε εγώ πράττω εκείνο το οποίον δεν θέλω, δεν εργάζομαι αυτό πλέον εγώ, αλλ’ η αμαρτία η κατοικούσα εν εμοί. Ευρίσκω λοιπόν τον νόμον τούτον ότι, ενώ εγώ θέλω να πράττω το καλόν, πάρεστιν εις εμέ το κακόν» (Ρωμ. ζ:20-21). Άρα, ενώ το μυαλό θέλει, η αμαρτία εξακολουθεί να έχει δύναμη. Και το εξηγεί πιο αναλυτικά στα επόμενα εδάφια: «διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον, βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου, και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας, τον όντα εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ ζ:22-23). Εντοπίζει δηλαδή μέσα του μια άλλη δύναμη, που όχι μόνο αντιμάχεται σ’ αυτά που λέει ο νους του, αλλά τον αιχμαλωτίζει κιόλας μέσα στην αμαρτία. Μα γιατί; Τι φταίει; Μήπως τελικά είναι ο νόμος αμαρτωλός ή οι εντολές είναι κακές; Το ξεκαθαρίζει και αυτό ο απ. Παύλος, λέγοντας: «Τι λοιπόν θέλομεν ειπεί; ο νόμος είναι αμαρτία; Μη γένοιτο. Αλλά την αμαρτίαν δεν εγνώρισα, ειμή διά του νόμου· διότι και την επιθυμίαν δεν ήθελον γνωρίσει, εάν ο νόμος δεν έλεγε· Μη επιθυμήσης» (Ρωμ. ζ:7). Μάλιστα, λέει παρακάτω: «και η εντολή, ήτις εδόθη προς ζωήν, αυτή ευρέθη εν εμοί προς θάνατον. Διότι η αμαρτία, λαβούσα αφορμήν διά της εντολής, με εξηπάτησε και δι’ αυτής με εθανάτωσεν. Ώστε ο μεν νόμος είναι άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. ζ:10-12). Άρα, η αιτία του δράματος που περιγράφει ο απ. Παύλος δεν είναι ούτε ο νόμος ούτε οι εντολές. Είναι η αμαρτία που ‘όπλισε’ την εντολή και έφερε τον θάνατο μέσα του. Μάλιστα, ενώ δίνει μέσα του αυτή τη μάχη, χαρακτηρίζει τον εαυτό του ταλαίπωρο καθώς ψάχνει εναγωνίως πως θα ελευθερωθεί από το αδιέξοδο αυτό. «Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ· τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ:10-12).
Εάν ο απ. Παύλος τελείωνε την αφήγηση του προβλήματός του εδώ, η συζήτηση αυτή θα τελείωνε με έναν πολύ απογοητευτικό τρόπο καθώς δεν φαίνεται πουθενά κάποιο ‘φως στο τούνελ’ που λένε και οι άνθρωποι. Τα νέα όμως τελικά είναι καλά, δόξα τω Θεώ! Ειδικότερα, απάντηση στο βασανιστικό αυτό ερώτημα, βρίσκουμε στα πρώτα δύο εδάφια του επόμενου κεφαλαίου, καθώς ο απ. Παύλος μας δίνει την απάντηση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν είναι τώρα λοιπόν ουδεμία κατάκρισις εις τους εν Χριστώ, Ιησού, τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα. Διότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού με ηλευθέρωσεν από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ. η:1-2). Ας προσέξουμε ότι δεν λέει δεν ΘΑ είναι ουδεμία κατάκρισις, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ουδεμία κατάκρισις εις τους εν Χριστώ. Πότε; Κάποτε στο μέλλον; Όχι. Σήμερα! Σε ποιους δεν υπάρχει κατάκριση; Σ΄ αυτούς που περιπατούν κατά το Πνεύμα και όχι κατά τη σάρκα. Και ποιοι είναι αυτοί που περιπατούν με τη σάρκα; Αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους. Φτάνει να γνωρίζουν και να αποδέχονται τον νόμο και τις εντολές. Στους ανθρώπους αυτούς όμως θα υπάρχει πάντα ένα πνεύμα κατάκρισης και ενοχής, μια φωνή που θα τους ανακοινώνει συνεχώς ένα κατηγορητήριο με τις αντίστοιχες ποινές. Οι άνθρωποι αυτοί αδυνατούν να καταλάβουν και κυρίως να αποδεχθούν ότι το κατηγορητήριο αυτό ο Χριστός το έχει ήδη εξαλείψει «εξαλείψας το καθ’ ημών χειρόγραφον, συνιστάμενον εις διατάγματα, το οποίον ήτο εναντίον εις ημάς, και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού» (Κολ. β:14).
Τα καλά νέα λοιπόν είναι ότι ο Χριστός έχει γίνει η ‘γέφυρα’ για να περάσουμε από τον νόμο της κατάκρισης στο νόμο της ελευθερίας. Και αυτός είναι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού. Στον νόμο αυτό, δεν έχει κάτι ο άνθρωπος να καυχηθεί, καθώς τον δρόμο αυτόν τον έχει ανοίξει ο Κύριος με τη θυσία Του επάνω στο σταυρό και με τη νίκη Του επί της αμαρτίας και του θανάτου. Αυτό που ανήκει στον άνθρωπο είναι να πιστέψει και να αποδεχτεί αυτήν την νέα Πνευματική πραγματικότητα.
Επίσης στον νόμο της ζωής εν Χριστώ ο άνθρωπος δεν έχει το περιθώριο να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους καθώς η πρώτη προϋπόθεση για να δουλέψει ο νόμος αυτός μέσα στη ζωή μας είναι η αποδοχή της αναξιότητάς μας και της αποτυχίας μας.
Λευτέρης Τοπάλογλου
Κοζάνη