Η βιβλιογραφική αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης (Μέρος 4ο)
Με τη παρούσα σύντομη αναφορά μας, ολοκληρώνουμε (συνοπτικά) την τεκμηρίωση και της βιβλιογραφικής αξιοπιστίας της Καινής Διαθήκης.
Με τη παρούσα σύντομη αναφορά μας, ολοκληρώνουμε (συνοπτικά) την τεκμηρίωση και της βιβλιογραφικής αξιοπιστίας της Καινής Διαθήκης.
Σε πολλά γραπτά των Αποστολικών Πατέρων των τριών πρώτων αιώνων παραατίθενται αυτούσια αποσπάσματα από τη Καινή Διαθήκη. Το πλήθος αυτών των αναφορών είναι τέτοιο ώστε μόνο από αυτά μπορεί να ανασυντεθεί ολόκληρη η Καινή Διαθήκη (εκτός 11 εδαφίων)! Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η Καινή Διαθήκη υπήρχε σε γραπτή μορφή από νωρίς (τέλη του 1ου αιώνα) και ότι υπήρχε η πεποίθηση του καθήκοντος της διατήρησης των κειμένων ακριβώς όπως παρελήφθησαν από τους αρχικούς συγγραφείς.
Στη σύνοδο της Καρθαγένης, το 397 μ.Χ., οριστικοποιήθηκαν τα βιβλία που απαρτίζουν την Καινή Διαθήκη και σήμερα, δηλαδή διαμορφώθηκε ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης. Η επιλογή των συγκεκριμένων 27 βιβλίων δεν ήταν αποτέλεσμα μιας σύσκεψης ενός κλειστού κύκλου κληρικών που διαμόρφωσε τον κανόνα της Καινής Διαθήκης σύμφωνα με τις πεποιθήσεις ή τα συμφέροντα μιας άρχουσας μειοψηφίας. Η επιλογή των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης ήταν η επιβεβαίωση και επικύρωση των κειμένων που ήδη η εκκλησία και η χριστιανική κοινότητα είχε αποδεχθεί και εγκολπώσει. Δεν μιλάμε δηλαδή για καθορισμό ιερών βιβλίων αλλά απλώς για επισημοποίηση του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Τα δε κριτήρια επιλογής των συγκεκριμένων 27 βιβλίων που εξασφάλιζαν τη θεοπνευστία τους ήταν:
- Η συγγραφή τους από κάποιον απόστολο ή άνδρα στενά σχετιζόμενο με κάποιον απόστολο
- Η πνευματικότητα του περιεχομένου τους
- Η αποδοχή τους από το σύνολο των χριστιανικών εκκλησιών
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης σχετικά από νωρίς μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, γεγονός που συνέβαλε στη διάδοση των κειμένων και έκανε την Καινή Διαθήκη προσιτή στον απλό κόσμο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διάδοση και χρήση της ελληνικής γλώσσας η οποία μπορεί να αποδώσει νοήματα με σαφήνεια, ακρίβεια και σχετική απλότητα.
Όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν οποιονδήποτε αμφισβητήσει την αξιοπιστία των κειμένων της Καινής Διαθήκης, στην υποχρέωση να απορρίψει και όλη την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία αφού τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η αξιοπιστία τους είναι πολύ λίγα σε σχέση με το πλήθος στοιχείων που επικυρώνουν την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο φρόντισε για τη διατήρηση του γεγραμμένου Λόγου Του ανά μέσον των αιώνων και την ασφαλή μεταφορά του μέχρι σήμερα στα χέρια μας.
Συμπερασματικά, η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της Αγίας Γραφής αποτελεί έκφραση παραλογισμού και στείρας αντιπαράθεσης. Μέσα από την αρχαιολογία, τη μελέτη των ιστορικών ντοκουμέντων, αλλά και μέσα από τα μαθηματικά, προκύπτει χείμαρρος αποδείξεων της ιστορικής ορθότητας και της αλήθειας του κειμένου της Αγίας Γραφής. Η αλήθεια και η εγκυρότητα του κειμένου περιλαμβάνει βέβαια και όλες τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Διότι τα Ευαγγέλια, έτσι όπως είναι γραμμένα, αν δεν ήταν αληθινά και απολύτως αξιόπιστα, θα ήταν η πιο αποτυχημένη συνταγή για να διαδοθεί μια νέα πίστη. Επειδή, με πολύ μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα, αφενός περιγράφουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα, αφετέρου δε, επικαλούνται πάρα πολλούς μάρτυρες (όπως για παράδειγμα στην ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν, την ημέρα της Πεντηκοστής κ.α.).
Ο Άγιος Θεός χρησιμοποίησε την Ελληνική γλώσσα για να δοθεί στους ανθρώπους η Καινή Διαθήκη. Μεγάλη τιμή αλλά και βαριά η ευθύνη ενώπιόν Του. Ανά τους αιώνες ήταν Εκείνος που διασφάλισε από κάθε πλευρά την απόλυτη αξιοπιστία της. Καλούμαστε, όσο ονομάζεται το σήμερον, να επιστρέψουμε στη “πηγή των ζώντων υδάτων”, στο Λόγο του Θεού, στον Κύριο Ιησού Χριστό (Ιερεμίας 2:30) και να διακηρύξουμε με παρρησία ότι “δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία· διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν.” (Πράξεις 4:12)
Ομάδα «Χριστιανισμός και Επιστήμη»