Τάσος Τερσενίδης
«Καλόν έγεινεν εις εμέ ότι εταλαιπωρήθην, διά να μάθω τα διατάγματά σου. Ο νόμος του στόματός σου είναι καλήτερος εις εμέ, υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου... Λιποθυμεί η ψυχή μου διά την σωτηρίαν σου· επί τον λόγον σου ελπίζω.» Ψαλμός ριθ:71-72,80.
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Τάσος Τερσενίδης από την εκκλησία της Θέρμης.
«Καλόν έγεινεν εις εμέ ότι εταλαιπωρήθην, διά να μάθω τα διατάγματά σου. Ο νόμος του στόματός σου είναι καλήτερος εις εμέ, υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου... Λιποθυμεί η ψυχή μου διά την σωτηρίαν σου· επί τον λόγον σου ελπίζω.» Ψαλμός ριθ:71-72,80.
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Τάσος Τερσενίδης από την εκκλησία της Θέρμης.
Αδελφέ Τάσο δεν έχω ακούσει την ομολογία σου, αλλά μου είπαν ότι ο Κύριος σε έχει ελευθερώσει από ναρκωτικά και από άλλες δύσκολες κατάστάσεις.
Ναι, είναι αλήθεια αυτό, ευχαριστώ πάρα πολύ τον Θεό. Να ξεκινήσω λοιπόν λέγοντας, ότι το όνομα μου είναι Τάσος Τερσενίδης και γεννήθηκα σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη που λέγεται Λουδίας. Σε αυτό το χωριό μεγάλωσα, όμως πολύ νωρίς οι γονείς μου χώρισαν και μέχρι που έγινα έξι χρονών, ζούσα με τον παππού μου και την γιαγιά μου, τους γονείς του πατέρα μου, τους οποίους αγάπησα σαν δικούς μου γονείς. Μετά ήρθε ο πατέρας μου -που είχε ξαναπαντρευτεί- με πήρε και πήγαμε να μείνουμε σε ένα άλλο χωριό που λέγεται Εξοχή. Από εκεί και ύστερα αδελφέ μου, πέρασα στη ζωή μου μεγάλα βάσανα. Καταρχάς, μεγάλωνα με μια γυναίκα που ήταν ξένη για μένα, ενώ εγώ ζητούσα συνέχεια τη μάνα μου. Εντωμεταξύ κι ο πατέρας μου ήτανε πολύ αυστηρός άνθρωπος, ήταν από αυτούς που έλεγαν ότι: “το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο.” Πέρασα λοιπόν πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια και θυμάμαι, όπως είχε δίπλα στο σπίτι μας μια πλαγιά με ένα μεγάλο βράχο, πήγαινα συχνά εκεί, καθόμουνα με τις ώρες, έκλαιγα και προσευχόμουνα. Έλεγα: “Θεέ μου βοήθησε με να ξεφύγω από εδώ, βοήθησε με να βρω πάλι τη μάνα μου,” ώσπου κάποια στιγμή έγινε κι αυτό. Ο παππούς μου (ο πατέρας τού πατέρα μου) έψαξε, βρήκε που μένει η μητέρα μου στη Θεσσαλονίκη και με πήρε από το χέρι και με πήγε εκεί.
Σε τι ηλικία ήσουν τότε;
Πρέπει να ήμουνα δεκαπέντε χρονών. Θυμάμαι ότι ένιωσα πολύ ελεύθερος που ξέφυγα από αυτή τη καταπιεστική εξουσία που βρισκόμουνα πριν, άρχισα σιγά-σιγά να γνωρίζομαι με τα παιδιά στη γειτονιά και ξεκίνησα κάποια στιγμή, με τις παρέες, να κάνω χρήση βενζίνης. Μετά, μέσω κάποιου γνωστού πάλι, αρχίσαμε τη χρήση άλλων τοξικών ουσιών. Χασίς, αλλά και χάπια υπνωτικά, βαρβιτουρικά, σιρόπια κωδεϊνούχα, όλα αυτά σε μεγάλες ποσότητες. Ήμασταν μια πολύ μεγάλη παρέα τότε στη Θεσσαλονίκη, διακόσια, τριακόσια άτομα, με μοτοσυκλέτες, με μηχανάκια, και στέκι μας ήτανε ένα Λούνα Παρκ. Και δημιουργούσαμε εκεί βέβαια συνέχεια προβλήματα, γιατί ο σκοπός μας, σαν νέοι που ήμασταν, ήταν πως να μιμηθούμε τους μεγαλύτερους από εμάς και τους πιο σκληρούς. Όποιος ήταν ο πιο νταής, ο πιο καβγατζής, αυτός ήταν και το πρότυπο μας. Το παρατσούκλι μου εμένα ήτανε “Μακέχαν” (από ένα έργο που έδειχνε τότε η τηλεόραση) και οπλοφορούσα πάντοτε, είχα συνέχεια μαζί μου ένα μαχαίρι, κοιτώντας μέσα από διάφορες συμπλοκές να μεγαλώσω το όνομα μου και να αποκτήσω κάποια φήμη. Αυτό, μαζί με τις γυναίκες και τα ναρκωτικά, ήταν τα μόνα πράγματα που με ενδιέφεραν τότε.
Η αμαρτία δηλαδή. Η επιθυμία της σαρκός, η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου.
Πολύ αμαρτία πραγματικά. Έζησα τις σαρκικές απολαύσεις σε όλη τους την έκταση μπορώ να πω και με είχε δέσει πολύ δυνατά ο Διάβολος. Κάποια στιγμή βέβαια, όλες αυτές οι ουσίες που έπαιρνα άρχισαν να με πειράζουν και ειδικά στο νευρικό μου σύστημα. Και ήταν επόμενο να συμβεί αυτό, γιατί όταν πίνεις όλα αυτά τα βαριά ψυχοφάρμακα (που προορίζονται για ασθενείς ανθρώπους) είναι σαν να έχεις ένα δεντράκι στην αυλή σου και αντί για νερό, να το ποτίζεις πετρέλαιο. Μια φορά με έπιασε μια μεγάλη ταχυπαλμία που δεν σταματούσε με τίποτε και είπα τότε μέσα μου: “Δεν τα ξαναβάζω ποτέ αυτά τα πράγματα στο στόμα μου.” Ο Κύριος ήταν πιστεύω που το έκανε και ξεκίνησα από τότε να κόψω όλα τα ναρκωτικά. Στην πρέζα δεν έπεσα ποτέ, αλλά μπορώ να σου πω ότι τα ψυχοφάρμακα κάνουνε περισσότερο κακό, όσον αφορά τον ψυχικό κόσμο και το νευρικό σύστημα. Είναι τόσο μεγάλες οι πληγές που αφήνουνε, που μόνο ο Κύριος μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο. Να φανταστείς, ότι από την μεγάλη αυτή παρέα που ήμασταν τότε, έχουν πεθάνει σχεδόν όλοι. Έχω πάει σε αμέτρητες κηδείες φίλων μου.
Μου είπες ότι σαν παιδί προσευχόσουνα, το συνέχισες αυτό καθώς μεγάλωνες;
Στις δύσκολες στιγμές προσευχόμουνα πάντα. Και σε αυτή την δύσκολη φάση της ζωής μου, που ήθελα να ελευθερωθώ από τα ναρκωτικά, άρχισα πάλι να προσεύχομαι, αλλά και να εκζητώ τον Θεό. Τότε ο Κύριος άρχισε να εργάζεται στη καρδιά μου και να αλλάζω σιγά-σιγά σαν άνθρωπος. Από εκεί που ήμουν ένας νταής, άρχισα να γίνομαι πρόβατο του Θεού. Κι όταν με ρώταγαν οι φίλοι: “Τι έπαθες Μακέχαν;” τους έλεγα: “Ο Μακέχαν πέθανε, ο Τάσος ζει τώρα.” Είχα παντρευτεί ήδη τότε τη γυναίκα μου, είχαμε και το πρώτο μας παιδί και της δείχνει ο Θεός ένα ενύπνιο. Ότι είμαι μέσα σε κάτι κατακόμβες, δεμένος με χειροπέδες, κι όπως με έβλεπε, έκλαιγε. Κι ακούει τότε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: “Ο Τάσος είναι παιδί μου.” Όταν μου το είπε αυτό, πήρα μεγάλη δύναμη και παρηγοριά μέσα μου. Εκείνες τις μέρες, θυμήθηκα μια εκκλησία της Πεντηκοστής στην Θεσσαλονίκη, που είχα πάει παλιότερα κι αποφάσισα να ξαναπάω.
Πως είχες βρεθεί εκεί;
Με είχε πάει κάποιος γνωστός που είχε πιστέψει. Πέρασα όμως σαν τουρίστας, δεν με άγγιξε κάτι, απλά παρατηρούσα γύρω μου με περιέργεια. Θυμόμουν όμως, ότι μιλούσαν εκεί για τον Χριστό και για το Ευαγγέλιο. Πήγα λοιπόν σε αυτή την συνάθροιση, άκουσα το κήρυγμα, ξαναπήγα και την τρίτη φορά, κάθισα στα πίσω καθίσματα, σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό κι έκραξα με όλη την δύναμη της ψυχής μου: “Θεέ μου, αν υπάρχεις, σε παρακαλώ, αυτή την ώρα και όχι άλλη, να έρθεις και να με επισκεφτείς.” Και πράγματι, εκείνη την ώρα αδελφέ, έρχεται επάνω μου ένα φως, λαμπερό, και όταν μπήκα μέσα σε αυτό το φως, άρχισα να νιώθω κύματα χαράς. Όχι χαράς που νιώθεις μέσα σε αυτό τον κόσμο, αλλά χαράς ανεκλάλητης. Είναι ένας ωραίος ύμνος που λέμε στην εκκλησία: ¨Σαν τη θάλασσα, με τα κύματα, του Χριστού η αγάπη, έρχεται σε με.” Αυτό ακριβώς ένιωθα. Πρώτο κύμα... μετά δεύτερο κύμα... μετά τρίτο κύμα. Και καταλάβαινα ότι πέφτανε από πάνω μου αλυσίδες. Άκουγα κιόλας και τον ήχο: “κρααάκ” που έσπαγαν. Σήκωσα τότε τα χέρια μου ψηλά κι άρχισα να δοξάζω τον Θεό και να φωνάζω: “Ζεις Κύριε, ζεις Κύριε, αλληλούια!!!” Αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψη του Κυρίου σε εμένα κι από εκείνη τη μέρα ενσωματώθηκα σε αυτή την εκκλησία, κι εκεί, ακούγοντας τον Λόγο του Θεού, σιγά-σιγά αναγεννήθηκα, κι εκεί, με βάπτισε ο Κύριος και με Πνεύμα Άγιο.
Εκεί βαπτίστηκες και στο νερό;
Ναι βεβαίως, εκεί βαπτίστηκα και στο νερό. Θα σου πω πως με βάπτισε ο Κύριος με Πνεύμα Άγιο. Εκζητούσα για μέρες τον Θεό, με όλη μου τη δύναμη, ώσπου κάποια στιγμή λέω: “Κύριε σε παρακαλώ, επειδή έχω ζήσει ακραίες καταστάσεις, όταν θα έρθεις, δεν θέλω απλά να μου δώσεις ένα σημείο και να μιλήσω γλώσσες, αλλά θέλω να έρθεις με πολλή δύναμη. Και οι γλώσσες που θα μου δώσεις, να μην είναι γνωστές που τις ξέρω, αλλά άγνωστες γλώσσες, αρχαίες, αγγελικές, ότι θέλεις, μόνο να είναι άγνωστες σε μένα”. Πράγματι με επισκέπτεται ένα βράδυ ο Κύριος κι αισθάνομαι αδελφέ, ότι είμαι ένα μικρό παιδάκι, με έχει πάρει ο Πατέρας αγκαλιά και ταξιδεύουμε μέσα στους γαλαξίες. Δεν μπορώ να σου εκφράσω με λόγια το τι ζούσα. Κι έλεγα συνέχεια: “Πάρε με Κύριε, πάρε με Κύριε.” Δηλαδή δεν ήθελα να ξαναεπιστρέψω πίσω, αλλά ήθελα να μείνω για πάντα εκεί. Και λέω τότε το εξής φοβερό: “Θεέ μου, Σε παρακαλώ, μην επιτρέψεις να φύγω ποτέ από κοντά Σου, ότι κι αν συμβεί στη ζωή μου. Θέλω να κατοικείς και να υπάρχεις μέσα μου μόνο Εσύ. Κι ας λιποθυμήσει η ψυχή μου στην παρουσία Σου.” Ευχαριστώ τον Κύριο γιατί -όπως ακριβώς το ζήτησα- ήρθε, με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο με πολλή δύναμη και μου έδωσε και κάποιες γλώσσες τελείως άγνωστες, μόνο πρόσφατα έμαθα για την μια, τι γλώσσα είναι ακριβώς. Πέρασαν έτσι λίγα χρόνια μέχρι που τελικά έφυγα από αυτή την εκκλησία. Υπήρχαν κάποιες άσχημες καταστάσεις, απομακρύνθηκαν σχεδόν όλες οι ψυχές και μετακινήθηκε η λυχνία της όπως λέει στην Αποκάλυψη. Και ο Κύριος με οδήγησε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής, στην κεντρική εκκλησία της Θεσσαλονίκης.
Στην οδό Πτολεμαίων;
Στην οδό Αφροδίτης, μόλις είχε ανοίξει τότε. Εκεί γνώρισα πολλά άλλα αδέλφια, έμαθα κι άλλα πράγματα που δεν τα ήξερα και κάποια στιγμή άρχισαν να με ανεβάζουν τα αδέλφια στον άμβωνα για να κηρύττω. Τότε κινδύνεψε η καρδιά μου γιατί υπερηφανεύτηκα. Και άρχισα να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στο να κηρύττω, από το να εργάζομαι την σωτηρία μου. Νομίζοντας, ότι το να ζεις για τον Χριστό και να κάνεις το θέλημα Του, είναι μόνο να κηρύττεις. Κι έφθασα κιόλας σε σημείο να μην μπορώ να ακούσω από άλλον αδελφό τον Λόγο του Θεού γιατί αισθανόμουν ότι μόνο εγώ κηρύττω καλά. Μου μιλούσε ο Κύριος συνέχεια, με το προφητικό χάρισμα, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε. Ένα βράδυ, βλέπω ένα ενύπνιο. Οδηγούσα ένα βυτίο κι έκανα ελιγμούς επικίνδυνους, μια δεξιά, μια αριστερά. Δεν είπα τίποτε σε κανέναν, πήγα στην εκκλησία το βράδυ κι όπως γονατίζω να προσευχηθώ, μου μιλάει ο Κύριος με προφητεία και μου λέει: “Τάσο, ευθυγράμμισε το πνευματικό σου όχημα.” Μετά από λίγο όμως το ξέχασα κι αυτό και συνέχισα την ίδια πορεία. Γυρνούσα δηλαδή παντού και κήρυττα, χωρίς να μου έχει πει ο Κύριος να το κάνω, χωρίς να έχω τέτοια οδηγία από τον Θεό.
Η οικογένεια σου τι έλεγε;
Σίγουρα είχα προβλήματα και στο σπίτι, αφού έλειπα συνέχεια. Αυτό κράτησε περίπου δύο χρόνια, ώσπου μια μέρα, μου μιλάει ο Κύριος πάλι με μια προφητεία. Την οποία την έχω γράψει στη Γραφή μου γιατί ήταν πολύ σημαντική για την ζωή μου. Και μου λέει: “Τάσο υιέ μου, Εγώ είμαι ο Κύριος που σε αγαπάω και σε κρατάω στα χέρια Μου. Πρόσεξε να περπατάς στο δικό Μου θέλημα γιατί η σωτηρία της ψυχής είναι το παν. Αυτό το διάστημα να είσαι διπλά ενδεδυμένος, διότι θα φυσήξει άνεμος λυσσαλέος και καλά θα κάνεις να το βάλεις αυτό μέσα στη καρδιά σου.” Από εκείνη την ημέρα και ύστερα αδελφέ, πέφτω σε κατάθλιψη. Υπάρχουν διάφορα επίπεδα κατάθλιψης. Υπάρχει κατάθλιψη που δεν θέλεις να βγεις έξω από το σπίτι σου, κάθεσαι συνέχεια μέσα, τρως, πίνεις και κοιμάσαι. Υπάρχει η κατάθλιψη που πέρασα εγώ, που ήταν βαριά κατάθλιψη. Την ημέρα έλεγα πότε θα βραδιάσει και το βράδυ έλεγα πότε θα ξημερώσει. Γυρνούσα συνέχεια γύρω από το σπίτι, έκλαιγα και φώναζα: “Που είσαι Κύριε;” Αλλά: “Ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόαση.” Λες και με είχε εγκαταλείψει ο Θεός. Ο Κύριος όμως, ήθελε να με γλυτώσει από την υπερηφάνεια.
Δούλευες τότε;
Σταμάτησα κι από τη δουλειά μου εκείνο το διάστημα. Δεν μπορούσα να δουλέψω, δεν μπορούσα να φάω, δεν είχα δύναμη για τίποτε. Για να σε δώσω να καταλάβεις πόσο βαθιά πέρασα αυτό το πράγμα, αισθανόμουν σαν να με έχουν θάψει ζωντανό. Σαν να πέθανα και ξύπνησα ζωντανός μέσα στη κάσα. Πήγα σε γιατρό νευρολόγο, μπήκα σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά και σε πέντε-έξι μήνες άρχισε σιγά-σιγά να φαίνεται ένα φως. Συνειδητοποίησα τότε, ότι για όλα έφταιγε η υπερηφάνεια μου και μετά ξανά πίσω, στο τελευταίο θρανίο της εκκλησίας. Ούτε άμβωνες, ούτε τίποτε, μόνο μαθήτευα, άκουγα, κι έτρωγα πνευματική τροφή. Και το ξεπέρασα τελικά -και με φάρμακα στην αρχή- αλλά κυρίως με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού..
Κάποιοι πιστεύουν, ότι ένας χριστιανός δεν γίνεται να περάσει κάτι τέτοιο.
Μακάρι αδελφέ μου να μην το περάσει κανένας. Αν διαβάσουμε όμως στον Ησαΐα, όταν μιλάει για τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τι λέει εκεί; “Από καταθλίψεως ανηρπάχθη.” Μετά, στον κήπο της Γεσθημανή, λέει ο ίδιος ο Κύριος: “Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου.” Ο Χριστός υπέφερε και σωματικά και ψυχικά, για τις δικές μας αμαρτίες όμως, όχι για τις δικές Του. Σίγουρα, δεν περνάει κάποιος κατάθλιψη χωρίς να υπάρχει αιτία. Αν δεν το επέτρεπε αυτό ο Θεός σε εμένα ίσως και να είχα τρελαθεί. Γι’ αυτό λέει και ο Δαβίδ: “Καλόν έγινε εις εμέ ότι εταλαιπωρήθην, για να μάθω τα διατάγματα σου”. Θέλω να πω όμως και κάτι άλλο. Μέσα στη κατάθλιψη αποκτά ο άνθρωπος σπλάχνα. Βλέπεις τους ανθρώπους που υποφέρουνε και κλαίς, τους σπλαχνίζεσαι. Γι’ αυτό λέει πάλι ο Ησαΐας: “Κύριος ο Θεός έδωκε εις εμέ γλώσσα πεπαιδευμένων δια να εξεύρω πως να λαλήσω λόγον εν καιρώ προς τον βεβαρυμένον.” Πως θα λαλήσω προς τον βεβαρυμένο και τον άνθρωπο που υποφέρει, αν δεν είμαι πεπαιδευμένος; Πως θα καταλάβω τον φτωχό, τον πεινασμένο, τον άστεγο; Δεν στο είπα πριν αυτό, εγώ ήμουνα πέντε χρόνια άστεγος. Είχα τσακωθεί με τον πατριό μου, είχα φύγει από το σπίτι, και πέντε χρόνια κοιμόμουνα σε παγκάκια, σε σπίτια εγκαταλειμμένα, όπου έβρισκα. Και με πήρε ο Κύριος πραγματικά μέσα από τα σκουπίδια και με αξίωσε τώρα να μιλάω γι’ Αυτόν και να γεύομαι τις δυνάμεις τις ουράνιες. Να πούμε κι ότι ο Κύριος με οδήγησε πριν μερικά χρόνια στη τοπική εκκλησία της Θέρμης, όπου εδώ άρχισα σιγά-σιγά πάλι να εργάζομαι και να κηρύττω μια φορά συνήθως την εβδομάδα. Και παλεύω πάντα με το “εγώ” μου, με τον εγωισμό μου, ο Κύριος να με φυλάξει, να μπορέσω κι εγώ με την οικογένεια μου να βρεθώ στη Βασιλεία Του. Τώρα με βρήκε και μια αρρώστια, Πάρκινσον λέγεται...
Φταίνε οι τοξικές ουσίες που έπαιρνες κάποτε;
Σίγουρα, γιατί πειράχτηκε το νευρικό μου σύστημα. Αλλά κάνει χάρη ο Θεός και είμαι σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Αφού απορεί και η γιατρός μου και μου λέει: “Τάσο, που τη βρίσκεις τη δύναμη δεν καταλαβαίνω.” Την ευαγγελίζω κι αυτή τη κοπέλα όταν πηγαίνω, της ομολογώ τον Κύριο. Κάποτε είχα πει στον Θεό: “Μην με αφήσεις να απομακρυνθώ ποτέ από κοντά Σου και ας λιποθυμήσει η ψυχή μου στην παρουσία Σου”. Και πράγματι, δεν με άφησε ο Κύριος να φύγω, περνώντας με, μέσα από καμίνι. Η αλήθεια είναι αδελφέ, ότι δεν γίνεται ο άνθρωπος του Θεού να μην περάσει μέσα από καταστάσεις και να είναι αδόκιμος. Γιατί ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου, είναι να φτάσει στην ουράνια πατρίδα και να ζήσει εκεί με τον Κύριο, τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει ευαγγέλιο ευημερίας, “είναι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός που οδηγεί στη ζωή”. Ας προσέξουμε, γιατί όλος ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε μια πλάνη και ο εχθρός της ψυχής του ανθρώπου, “ο πλανών την οικουμένη όλη”, μπορεί να σου πει εννιά αλήθειες κι ένα ψέμα για να σε πλανήσει. Και να σε βγάλει έξω από τον Λόγο του Θεού με διάφορες φιλοσοφίες. Βλέπουμε ότι τα γεγονότα τρέχουν πάρα πολύ γρήγορα και όλη η γη είναι ανάστατη, όμως, “η ειρήνη του Χριστού, η υπερέχουσα πάντα νου”, ας διαφυλάξει τα διανοήματα μας.