Νίκος Μουκάνης και Ελένη Κίτσα
‘‘Και σας, οίτινες ήσθε ποτέ απηλλοτριωμένοι και εχθροί κατά την διάνοιαν με τα έργα τα πονηρά, τώρα όμως διήλλαξε προς Εαυτόν διά του σώματος της σαρκός Αυτού διά του θανάτου, διά να σας παραστήση ενώπιον Αυτού αγίους και αμώμους και ανεγκλήτους.” Προς Κολοσσαείς α’21-23
‘‘Και σας, οίτινες ήσθε ποτέ απηλλοτριωμένοι και εχθροί κατά την διάνοιαν με τα έργα τα πονηρά, τώρα όμως διήλλαξε προς Εαυτόν διά του σώματος της σαρκός Αυτού διά του θανάτου, διά να σας παραστήση ενώπιον Αυτού αγίους και αμώμους και ανεγκλήτους.” Προς Κολοσσαείς α’21-23
Υπάρχουν κάποιες κατηγορίες ανθρώπων για τους οποίους θα ακούσεις συχνά ότι: “αυτοί οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, δεν διορθώνονται, θα κάνουν πάντα τα ίδια”. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Χριστός αλλάζει τον άνθρωπο. Τον αλλάζει μέσα από την αγάπη Του, μέσα από την μεταμορφωτική δύναμη της σταυρικής θυσίας Του και τον κάνει ένα νέο κτίσμα.
Αυτό το μήνα, θα μας δώσουν την μαρτυρία τους τα αδέλφια μας, Νίκος Μουκάνης και Ελένη Κίτσα.
Αδελφέ Νίκο ξεκινάμε με εσένα, για να μας διηγηθείς το πως ο Χριστός σε άλλαξε και σου χάρισε μια νέα καρδιά.
Αμήν. Ευχαριστώ τον Θεό που με αξιώνει να ομολογήσω το τι έχει κάνει στη ζωή μου. Να αρχίσω λέγοντας ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ζεφύρι. Ήμασταν επτά παιδιά, πέντε κορίτσια και δύο αγόρια και οι γονείς μας πάντα αγωνιζόντουσαν να μας φέρουν στο σπίτι το “καθημερινό,” το οποίο -δόξα στον Θεό- δεν μας είχε λείψει ποτέ. Παρόλο που δεν είχαν τότε δουλειές μόνιμες, δουλεύανε όπου βρίσκανε.
Το Ζεφύρι που μεγάλωσες ήταν όπως το ξέρουμε σήμερα;
Ναι, το Ζεφύρι ήταν σκληρό πάντα. Ζούνε εκεί διάφορες φυλές Ρομά -εμείς είμαστε από μια φυλή που λέγεται Ρουμανόφωνοι ή Ρουμανόβλαχοι- και από παιδί θυμάμαι δίπλα μου ναρκωτικά, κλεψιές, όπλα, φασαρίες και μια σύγχυση μεγάλη. Ευχαριστούμε όμως τον Θεό, γιατί όπως λέει στον Λόγο Του: «όπου επερίσσευσε η αμαρτία, υπερεπερίσσευσε η χάρις του Θεού». Υπάρχουν λοιπόν και στο Ζεφύρι άνθρωποι που είναι χριστιανοί και μιλάνε για το Ευαγγέλιο και είναι άνθρωποι από την φυλή μας. Εμείς σαν οικογένεια δεν είχαμε πολλές σχέσεις με την εκκλησία. Πιστεύαμε όμως στον Θεό και ο μπαμπάς κατά καιρούς μάς πήγαινε κι επισκεπτόμασταν κάποια μοναστήρια. Και κάθε Πάσχα, πηγαίναμε στην Ανάσταση να πάρουμε το Άγιο Φως, αν και μετά, την άλλη μέρα, η ζωή μας ήταν η ίδια βέβαια.
Γενικώς οι Ρομά πιστεύουν στον Θεό, σπάνιο να σου πει κάποιος ότι είναι άθεος.
Πράγματι, αγαπάνε τον Θεό, έχουν φόβο Θεού στην καρδιά τους, αλλά δυστυχώς το ρεύμα της ζωής που κάνουν τους απομακρύνει, τους κάνει να αισθάνονται αμαρτωλοί. Όπως αισθανόμουνα κι εγώ, γιατί καθώς μεγάλωνα, έμπαινα σιγά-σιγά μέσα στο ρεύμα αυτό. Σαν πιτσιρίκια ακόμα, πηγαίναμε στα περίπτερα, ένας ψώνιζε, οι υπόλοιποι κλέβαμε. Σε ένα μπακάλικο εκεί στη γειτονιά, πηγαίναμε τα πρωινά και κλέβαμε τα ψωμιά που έφερνε ένα φορτηγό στον μπακάλη. Και η ζωή μας συνέχισε μετά να κυλάει έτσι, να φτιάχνουμε όλο τέτοια πράγματα.
Αν οι δικοί σας μαθαίνανε ότι κλέβετε, τι σας λέγανε;
Ο μπαμπάς φώναζε, οι υπόλοιποι συγγενείς που ήτανε τριγύρω, μας δίνανε και συγχαρητήρια. Θυμάμαι, μας μάζευε η γιαγιά, όλα τα αγόρια, και μας έκανε μαθήματα πως να τσακωνόμαστε και πως να χτυπάμε τον κόσμο. Ερχότανε από ταξίδια στην Κρήτη, κι αντί να μας φέρει κανένα παιχνίδι -που περιμέναμε εμείς- μας έφερνε μαχαίρια. Και αυτό που ήθελε να πετύχει, και το είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό, ήταν να μας κάνει σκληρούς ανθρώπους και να μην σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας. Αργότερα, μας έπαιρναν μαζί τους οι μεγαλύτεροι συγγενείς και μπλέκαμε σε διάφορους τσακωμούς. Μπαίναμε στα σπίτια, δέρναμε τους ανθρώπους κι όλα αυτά εμένα με στεναχωρούσανε, δεν μου άρεσαν. Μετά παρασύρθηκε όλη η οικογένεια σε άσχημες δουλειές, κι ενώ πριν ήμασταν αγαπημένοι, μόλις μπήκαν άσχημα χρήματα μέσα στο σπίτι, ήρθε μαζί κι ο ‘’εχθρός’’. Ο μπαμπάς άρχισε να τσακώνεται με τη μαμά, να μεθάει, να πίνει άσχημες ουσίες κι εμένα άρχισε να δημιουργείται μια μεγάλη στενοχώρια μέσα στην καρδιά μου, κι ένα κενό μέσα μου να μεγαλώνει. Έφευγα συνέχεια από το σπίτι, πήγαινα σε κλαμπ να βρω λίγη χαρά, έπινα, γλεντούσα, καθώς γυρνούσα όμως τα ξημερώματα, αναρρωτιόμουνα γιατί αυτό το κενό μέσα μου δεν κλείνει με τίποτε. Ένα βράδυ είχε γίνει πάλι ένας άσχημος τσακωμός και καθώς βγήκα έξω και κοιτούσα τον ουρανό, έκλαιγα. Και είπα: “Θεέ μου, αν ποτέ παντρευτώ και κάνω παιδιά, σου δίνω υπόσχεση -και θέλω να με βοηθήσεις να την κρατήσω- ότι ποτέ δεν θα σηκώσω χέρι επάνω στη γυναίκα μου. Για να μην περάσουν τα παιδιά μου, αυτό που περνάμε τώρα εμείς.” Ευχαριστώ τον Θεό, γιατί με βοήθησε και 25 χρόνια παντρεμένος, αυτή την υπόσχεση που έδωσα τότε την διατηρώ ακόμα.
Προσευχόσουν συχνά;
Πολύ σπάνια. Και ποτέ δεν προσευχήθηκα, όπως προσευχήθηκα εκείνη την βραδιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός, ήμασταν μια ομάδα στο Ζεφύρι που φτιάχναμε διάφορες αταξίες κι όπως είχαμε μαζευτεί και περιμέναμε να νυχτώσει, μας πλησιάζει ένας άνθρωπος με μια Αγία Γραφή στα χέρια του. Και μας λέει: “παιδιά, θέλετε να σας πω μια ιστορία για τον Χριστό;” Ήταν ο αδελφός ο Ζήσης. Και ξεκίνησε να μας λέει -με όσο πιο απλά λόγια μπορούσε- την ιστορία του άφρονα πλούσιου. Που είχαν πάει καλά τα χωράφια του, είχε μαζέψει πολλά αγαθά, δεν είχε που να τα βάλει, κι ένα βράδυ απαίτησαν την ψυχή του κι έφυγε από τη ζωή αφήνοντας όλα τα αγαθά πίσω. Κι άρχισε ο αδελφός να μας λέει, ότι ο άνθρωπος που είναι αμετανόητος αμαρτωλός, που είναι κλέφτης, που είναι ψεύτης, όταν θα φύγει από αυτή την ζωή, θα πάει στην αιώνια κόλαση. Κι εκεί θα βασανίζεται, θα θέλει να πεθάνει κι όμως δεν θα μπορεί. Εκείνο το βραδινό, κατάλαβα καλά, ότι αν φύγω όπως είμαι από την ζωή, είμαι χαμένος. Ο αδελφός, μαζί με μια μικρή ομάδα, συνέχισαν να έρχονται στο Ζεφύρι, να μιλάνε για τον Θεό κι εμείς τους κάναμε διάφορα. Τους σηκώναμε τα αυτοκίνητα, τα μετακινούσαμε και κλείναμε τον δρόμο κι άλλα πολλά. Δεν θυμώνανε όμως οι αδελφοί, με χαμόγελο μάς νουθετούσανε κι αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, καταλάβαινα ότι είναι άνθρωποι διαφορετικοί. Προσκολλήθηκαν τελικά μαζί τους δύο από τις αδελφές μου, άρχισαν να πηγαίνουν στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στο Μενίδι κι ένα βράδυ πήγα κι εγώ. Μου άρεσε πάρα πολύ η αγάπη και η χαρά που είδα εκεί, ήρθε η επιθυμία στη καρδιά μου να μπω κι εγώ σε αυτή την εκκλησία, όμως είπα: “όχι ακόμα, όταν μεγαλώσω”.
Πόσο χρονών ήσουν;
Γύρω στα 16. Σκεφτόμουν ότι είμαι πολύ νέος για αυτά τα πράγματα. Ήταν όμως ένα παλικάρι στην ηλικία μου, ο Θανάσης, που ήταν πολύ πιστός και τον έβλεπα συνέχεια με την Αγία Γραφή στα χέρια. Ρουμανόφωνος κι αυτός. Κι ένα βράδυ, όπως γυρνάω στο σπίτι, τον βλέπω μπροστά στο τζάκι, να μιλάει στη μητέρα μου και στις αδελφές μου για τα πράγματα του Θεού. Τον φώναξα τότε στο δωμάτιο και του λέω: “Βρε Θανάση, νέο παιδί είσαι κι ασχολείσαι με τα πνευματικά; Βγες να πας σε ένα κλαμπ, να πιείς, να κάνεις ένα δεσμό με μια κοπέλα...” Μου λέει: “Νίκο, να κλείσω λίγο το φως;” Κλείνει το φως, γίνεται σκοτάδι στο δωμάτιο και μου λέει: “αν φύγεις τώρα από την ζωή, θα βρεθείς στο αιώνιο σκοτάδι.” Εκεί έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου και του λέω: “πες μου τι να κάνω για να σωθώ.” Κι άρχισε ο αδελφός να μου εξηγεί το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, την θυσία του Χριστού για τις αμαρτίες μας, κι εκείνη την βραδιά δεν θα την ξεχάσω ποτέ, γιατί ήταν η βραδιά που άλλαξε η ζωή μου. Τον ρωτούσα πολλά πράγματα, οι απαντήσεις που έπαιρνα ήταν από τον Θεό κατευθείαν και είχα τόση χαρά, που ήθελα να φωνάξω, να δοξάσω τον Θεό. Κι αυτό το μεγάλο κενό που ένιωθα χρόνια, και δεν γέμιζε με τίποτε, ένιωσα ξαφνικά να γεμίζει.
Με τον Λόγο του Θεού.
Ακριβώς, γέμισε τη καρδιά μου ο Λόγος του Θεού. Στο Ζεφύρι, όταν έχουμε χαρά ρίχνουμε με τα όπλα στον αέρα. Εκείνο το βραδινό λοιπόν είχα τόση χαρά, που βγήκα έξω κι έριξα μερικές μπαλωθιές. Ο Θανάσης είχε τρομάξει βέβαια και μου εξήγησε ότι ο χριστιανός δεν μπορεί να έχει όπλα. Αυτό το παιδί, με βοήθησε τότε πολύ πνευματικά κι εγώ τον σεβόμουνα πάρα πολύ. Και ήθελα πλέον στη ζωή μου να γίνω ένας μαθητής του Χριστού όπως ήταν κι αυτός. Όμως με κράταγε κάτι κι έπρεπε να το τελειώσω, είχα σχέση με μια κοπέλα. Βρέθηκα λοιπόν μαζί της και της λέω: “Γνώρισα τον Χριστό κι αποφάσισα να Τον ακολουθήσω. Ή σταματάμε ή ακολουθάς κι εσύ και περπατάμε αυτόν τον δρόμο μαζί. Σκέψου το και πες μου.” Και μου λέει: “Δεν χρειάζεται να το σκεφτώ. Αφού γνώρισες τον Χριστό, θέλω να Τον γνωρίσω κι εγώ.” Ευχαριστώ τον Θεό για την γυναίκα μου την Ελένη, λίγο μετά, πήγα, την ζήτησα και παντρευτήκαμε. Ήμουνα 16 και μισό εγώ και 16 χρονών η Ελένη. Να πω εδώ, ότι ο γάμος σε εμάς είναι ότι γίνεται ένα γλέντι με τους συγγενείς, κοιμάται μετά ο γαμπρός με τη νύφη και είναι πλέον παντρεμένοι. Εμείς βέβαια κάναμε και κανονικό γάμο, αργότερα, στην εκκλησία.
Αν κατάλαβα, εσείς δεν έχετε προγαμιαίες σχέσεις.
Όχι, σε εμάς δεν επιτρέπονται αυτά. Μόλις παντρευτήκαμε λοιπόν, η Ελένη ήρθε στην εκκλησία κι αμέσως αναγεννήθηκε, βαπτίστηκε, έλαβε Πνεύμα Άγιο κι εγώ είχα μείνει πίσω, γιατί κάποια πράγματα με εμποδίζανε να προχωρήσω. Ήτανε καταρχάς ο τζόγος, γιατί έπαιζα συνέχεια ρουλέτα και ‘’φρουτάκια’’. Κοιμόμουνα και τα έβλεπα και στον ύπνο μου. Το δεύτερο, έπινα πολύ, και το τρίτο ήτανε το όπλο. Ερχότανε η σκέψη από τον Θεό: “δεν γίνεται χριστιανός και να έχεις όπλο”, ερχότανε όμως και η κακή σκέψη που έλεγε: “δεν γίνεται να ζεις στο Ζεφύρι και να μην έχεις όπλο”. Ρώτησα τους αδελφούς στην εκκλησία, μου είπαν να κάνω προσευχή και νηστεία για να ελευθερωθώ, κι ευχαριστώ τον Θεό γιατί πραγματικά ήρθε και με ελευθέρωσε από όλα. Θυμάμαι, περνούσα μετά έξω από τις λέσχες που έπαιζα και μου φαινότανε ότι δεν είχα πατήσει ποτέ εκεί. Ενώ πριν άφηνα μέσα στις λέσχες ώρες. Το ποτό, τέρμα κι αυτό. Πριν μια εβδομάδα είχα τον γάμο της κόρης μου και ήπια με το ζόρι ένα ποτήρι κρασί, δεν ήθελα παραπάνω. Και όσον αφορά το όπλο, μου έδωσε πολλή δύναμη ο Θεός και πήγα και το πέταξα σε ένα ρέμα. Έχουνε περάσει 25 χρόνια και τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναμπεί μέσα στο σπίτι μου.
Άφησες τα σαρκικά όπλα και έλαβες τα πνευματικά.
Αμήν. Τον Λόγο του Θεού, την προσευχή, τη νηστεία, τα πιο δυνατά όπλα είναι αυτά. Προχώρησα με τον Κύριο, βαπτίστηκα, βαπτίστηκα με Πνεύμα Άγιο και μετά έγιναν στη ζωή μας κι άλλα ωραία πράγματα. Πίστεψαν και οι γονείς μου, πίστεψαν τα υπόλοιπα αδέλφια μου και πηγαίναμε όλοι μαζί, αγαπημένοι, στην εκκλησία. Άνοιξε μετά ο μπαμπάς ένα μίνι μάρκετ -σαν οικογενειακή επιχείρηση- και βγάζαμε πλέον ένα τίμιο μεροκάματο κι ευχαριστούσαμε τον Θεό. Ο Κύριος μάς ευλόγησε πολύ και με την Ελένη. Μας χάρισε πέντε κορίτσια, είναι όλα στην εκκλησία, τα δύο έχουν παντρευτεί κιόλας -με πιστά παιδιά- κι ευχαριστώ και δοξάζω τον Κύριο για όλα.
Δόξα στον Θεό. Ήρθε όμως η σειρά της αδελφής Ελένης να μας δώσει την μαρτυρία της. Αδελφή Ελένη έχεις γεννηθεί κι εσύ στο Ζεφύρι;
Όχι, έχω γεννηθεί στη Βέροια. Αλλά μετά από λίγα χρόνια ήρθαν εδώ στην Αθήνα οι γονείς μου και μεγάλωσα στο Ζεφύρι. Ήμασταν κι εμείς μια οικογένεια πολύτεκνη, έχω άλλα τρία αδέλφια, δύο αδελφές κι έναν αδελφό.
Ρουμανόφωνοι κι εσείς;
Ναι, είμαστε κι εμείς από την ίδια φυλή με τον Νίκο. Δουλεύαμε σαν οικογένεια με τα λαχεία κι από έξι χρονών είχα ξεκινήσει να δουλεύω κι εγώ. Σχολείο δεν πήγα καθόλου μικρή, γιατί εκείνη την εποχή δεν αφήνανε τα κορίτσια να πάνε σχολείο, πηγαίνανε μόνο τα αγόρια. Ήθελα να πάω βέβαια, να μάθω γράμματα και ζήλευα τα άλλα παιδιά που πηγαίνανε, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν.
Από μικρή λοιπόν στη βιοπάλη.
Ναι, πράγματι. Δύσκολη η δουλειά μπορώ να πω, δεν είχαμε χρόνο ούτε για να παίξουμε και μου έλλειψε πολύ αυτό. Στα 15 μου χρόνια περίπου γνώρισα τον Νίκο, αγαπηθήκαμε και σκεφτόμασταν να παντρευτούμε, γιατί στο Ζεφύρι τα παντρεύουνε μικρά τα παιδιά. Πίστεψε όμως ο Νίκος λίγο μετά, άρχισε να μου μιλάει για τον Κύριο κι αν και μου άρεσαν αυτά που έλεγε είχα και πολλές απορίες, πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα.
Μέχρι τότε η σχέση σου με τον Θεό ποιά ήταν;
Αγαπούσαμε σαν οικογένεια τον Θεό και πηγαίναμε κάποιες φορές στην εκκλησία αλλά όχι συχνά, γιατί δουλεύαμε και τις Κυριακές. Θυμάμαι μια Κυριακή, όπως περιμέναμε με τη μητέρα μου στη στάση το λεωφορείο για να πάμε για δουλειά, έβλεπα τον κόσμο απέναντι να βγαίνει από την Ορθόδοξη εκκλησία. Βγαίνανε μαζί με τα παιδιά τους, κρατούσανε τον άρτο στα χέρια τους και σκέφτηκα μέσα μου ότι θα ήθελα πολύ να κάνω οικογένεια, να πηγαίνουμε στην εκκλησία μαζί με τα παιδιά μας και να παίρνουμε τον άρτο και να είμαστε χαρούμενοι. Μου άρεσε πολύ αυτό που έβλεπα εκείνη την στιγμή.
Το ζήλεψες;
Το ζήλεψα πραγματικά. Κι ευχαριστώ τον Κύριο γιατί τελικά μου το χάρισε αυτό που ζήτησα. Μου άρεσαν πάντα τα πράγματα του Θεού, είχα πάντα μια αγάπη για τα Άγια, αλλά δεν ήξερα πολλά πράγματα και μου τα εξηγούσε σιγά-σιγά ο Νίκος. Άρχισα μετά να προσεύχομαι στον Θεό, να Του μιλάω, και οι κουνιάδες μου μού έλεγαν συνέχεια να πάω στην εκκλησία να δω πως είναι. Πήγα, μου άρεσε πάρα πολύ, και με άγγιξε πάρα πολύ ειδικά ένας ύμνος που έψελναν τα αδέλφια: “Εις δε τον Βασιλέα των αιώνων...”
Πιστεύω ότι σε άγγιξε γιατί είναι μέσα από τον Λόγο του Θεού, από το εδάφιο: Α΄ Τιμοθέου α΄17.
Αμήν. Με αυτόν τον ύμνο πιστεύω ότι αναγεννήθηκα, γιατί μετά ένιωθα ότι άλλαξα τελείως μέσα μου. Κι όταν πήγαινα στη μάνα μου και της καθάριζα, της σφουγγάριζα, τον έψελνα συνέχεια. Με ρωτούσε τι είναι αυτό που λέω αλλά δεν της εξηγούσα, γιατί ήταν πολύ θρήσκα και δεν θα με καταλάβαινε. Μόνο όταν πλέον είχαμε ενωθεί με τον Νίκο, πήγα στους γονείς μου και τους είπα ότι αποφάσισα να ακολουθήσω τον Χριστό και ότι την Κυριακή θα βαπτιστώ στην εκκλησία. Μου έφεραν στην αρχή μεγάλη αντίρρηση αλλά τελικά είπε ο μπαμπάς στη μαμά: “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, το παιδί πλέον είναι με τον άντρα της, με εκείνον πρέπει να είναι ενωμένη”. Και στην πορεία είδανε την διαφορά, γιατί άλλες κοπέλες στους γάμους τους είχανε πολλά προβλήματα, πέρναγαν πολύ άσχημα, ενώ εγώ με τον Νίκο ήμασταν μαζί με τον Χριστό και ήμασταν πάντα αγαπημένοι. Τους άρεσε πάρα πολύ αυτό και είχαν πάντα να το λένε. Αφού πήγα στην εκκλησία και με άγγιξε ο Κύριος, βαπτίστηκα στο νερό την ίδια μέρα με την πεθερά μου. Λίγο μετά, μαζευτήκαμε οι κουνιάδες μου, εγώ και μια άλλη αδελφή (η αδελφή Ντίνα που μας βοηθούσε τότε πολύ) και ενώ κάναμε προσευχή, ήρθε ο Κύριος και με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Και σε μια παρόμοια προσευχή, ήρθε ο Κύριος και μου χάρισε το χάρισμα της προφητείας. Μετά ήρθαν τα παιδιά, είχα κάποιες δύσκολες γέννες, αλλά σε κάθε δυσκολία στη ζωή μας είχαμε μαζί μας τον Κύριο και μας βοηθούσε πάντα. Ευχαριστούμε τον Θεό γιατί όλα τα παιδιά μας πήγανε σχολείο, βγάλανε το Λύκειο -η μεγάλη πέρασε και στις Πανελλήνιες εξετάσεις- και κοιτάξαμε να μην κάνουμε τα ίδια λάθη που έκαναν οι γονείς μας σε εμάς. Και ο Νίκος πήγε μεγάλος κι έβγαλε το Λύκειο σε ένα σχολείο “δεύτερης ευκαιρίας” όπως λέγεται κι εγώ όταν ήταν να πιάσω δουλειά στον Δήμο, πήγα σε ένα σχολείο “δεύτερης ευκαιρίας” και μπόρεσα κι έβγαλα το Δημοτικό. Μου άρεσε πάρα πολύ το σχολείο, ήθελα να συνεχίσω και στο Γυμνάσιο, αλλά είχα τα παιδιά μικρά τότε και ήταν δύσκολο.
Και μπόρεσες να διαβάσεις τότε για πρώτη φορά την Αγία Γραφή;
Όχι, είχα μάθει ήδη να διαβάζω στην εκκλησία. Μια αδελφή μας, η αδελφή η Σωτηρία, είχε αναλάβει -όχι μόνο σε εμένα αλλά και σε άλλες αδελφές που δεν ήξεραν- και μας είχε μάθει γραφή κι ανάγνωση. Ο Κύριος να ευλογήσει την αδελφή για τον κόπο της, γιατί ήταν σημαντικό αυτό που έκανε για εμάς.
Αμήν. Θα ήθελα στο τέλος να ρωτήσω και κάτι άλλο: όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην εκκλησία, νιώσατε ποτέ ρατσισμό;
Ποτέ. Ευχαριστούμε τον Θεό για τους αδελφούς και για την αγάπη τους.
Αδελφέ Νίκο;
Ποτέ αδελφέ μου. Ίσα-ίσα (κι αυτό ξέχασα να στο πω) μας τίμησαν οι αδελφοί, και τα τελευταία οχτώ χρόνια υπηρετώ σαν διάκονος μέσα στην εκκλησία. Ευχαριστούμε και δοξάζουμε τον Θεό γιατί δεν νιώσαμε ποτέ ρατσισμό από τους αδελφούς.
Όπως θα νιώσατε σίγουρα στον κόσμο.
Πάρα πολύ δυστυχώς. Και ο κάθε ένας ίσως έχει κάποιους λόγους να είναι προκατειλημμένος, όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι Αυτός που μπορεί να αλλάξει πραγματικά τον άνθρωπο. Αρκεί ο άνθρωπος να το θελήσει και να το ζητήσει. Λέει μέσα στον Λόγο Του ο Κύριος: «Αιτείτε και θέλει σας δοθεί, κρούετε και θέλει σας ανοιχτεί, ζητείτε και θέλετε ευρεί». Πράγματι αυτός που ζητάει, αυτός που ψάχνει, θα βρει τον Χριστό και όταν βρει τον Χριστό θα βρει τη χαρά και θα βρει τη σωτηρία. Για πολλά πράγματα μπορώ να σου πω ότι έχω μετανιώσει στη ζωή μου, για ένα δεν έχω μετανιώσει ποτέ. Για το ότι ακολούθησα τον Ιησού Χριστό.