Χάρης (Χαρίσης) Μαντουσιούδης
“Μακάριος εκείνος, του οποίου συνεχωρήθη η παράβασις, του οποίου εσκεπάσθη η αμαρτία. Μακάριος ο άνθρωπος, εις τον οποίον ο Κύριος δεν λογαριάζει ανομίαν και εις του οποίου το πνεύμα δεν υπάρχει δόλος.” Ψαλμός λβ΄1,2
“Μακάριος εκείνος, του οποίου συνεχωρήθη η παράβασις, του οποίου εσκεπάσθη η αμαρτία. Μακάριος ο άνθρωπος, εις τον οποίον ο Κύριος δεν λογαριάζει ανομίαν και εις του οποίου το πνεύμα δεν υπάρχει δόλος.” Ψαλμός λβ΄1,2
Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Χάρης (Χαρίσης) Μαντουσιούδης από την Θεσσαλονίκη.
Αδελφέ Χάρη, δεν γνωρίζω καθόλου την ομολογία σου και περιμένω με πολύ ενδιαφέρον να την ακούσω. Μπορείς να ξεκινήσεις από την γέννηση σου και τα πρώτα σου βιώματα, για να μας διηγηθείς στη συνέχεια και την προσωπική σου εμπειρία με τον Χριστό.
Αμήν. Γεννήθηκα λοιπόν στην Θεσσαλονίκη το 1952, μέσα σε μια απλή και φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης, η μητέρα μου στο σπίτι, στα οικιακά κι έχω κι έναν αδελφό, πέντε χρόνια μικρότερο. Πηγαίναμε στην Ορθόδοξη εκκλησία, όχι πολύ συχνά, αλλά η μητέρα μου ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευλαβής και ειρηνικός, δεν την θυμάμαι να έχει μαλώσει ποτέ στη ζωή της. Εκείνη ήταν που μας κρατούσε όλους στην οικογένεια ενωμένους. Μεγαλώσαμε κι εμείς μέσα στον κόσμο και μας συνεπήρε μετά ο κόσμος εκατό τοις εκατό μπορώ να πω. Αλλά τότε δεν γνωρίζαμε τίποτε για τα πνευματικά πράγματα, ούτε είχαμε καμία τέτοια αναζήτηση. Κανένα προβληματισμό για όλα αυτά που τώρα βλέπω και χαίρομαι. Για την φύση, για την σοφία, για την παντοδυναμία του Θεού. Εγώ ήθελα πολύ τον κόσμο, ήμουνα πολύ κοσμικός. Σαν χίπης στην Ευρώπη έκανα, στα καράβια έκανα, σώθηκα από βεβαίους θανάτους, έχω μια ζωή πολυποίκιλη, με διάφορες εμπειρίες.
Πες τα μας λίγο με την σειρά αδελφέ αν μπορείς.
Ναι αδελφέ μου. Τέλειωσα το Γυμνάσιο εδώ στην Θεσσαλονίκη και ο νους μου ήτανε και μένα στα κορίτσια και σε διάφορες μικρές αλητείες που σιγά-σιγά μεγάλωναν. Ήταν τότε η εποχή με τα “παιδιά των λουλουδιών,” τους χίπις, και πηγαίναμε τα καλοκαίρια, στα Μάταλα, στην Κρήτη. Μόλις απολύθηκα από τον στρατό, είχα μια φίλη που δούλευε ταμίας στην τράπεζα. Μορφωμένη κοπέλα, καλλιεργημένη, αλλά αγαπούσε πολύ το χρήμα, όπως άλλωστε κι εγώ τότε. Και κάναμε μαζί μια υπεξαίρεση. Κανονίσαμε, παραμονή Πρωτοχρονιάς, να πάω εγώ στην τράπεζα -σαν πελάτης δήθεν- και να πάρω μια σακούλα με συνάλλαγμα που την είχε αφήσει εκείνη σε ένα σημείο. Έγινε όμως γνωστό και μας πιάσανε. Και μπήκα φυλακή, αλλά όχι για πολύ, για ένα χρόνο. Γιατί ήταν η κατηγορία υπεξαίρεση, δεν ήταν ληστεία, ούτε κλοπή. Μόλις βγήκα κι αφού είχα έναν φίλο που ήταν ναυτικός, έβγαλα κι εγώ ένα ναυτικό φυλλάδιο κι άρχισα να ταξιδεύω. Τότε έζησα κι ένα θαύμα. Βέβαια πιστεύω ότι κάθε μέρα ζω 200 θαύματα, αλλά τα 199 δεν τα μαθαίνω ποτέ. Και κάθε στιγμή που ζω, είναι τελικά ένα θαύμα από τον Θεό. Κάποτε ήμασταν λοιπόν με ένα καράβι στην Αφρική, στην Τανζανία. Ένα μεσημέρι βγήκαμε για καφέ σε ένα χωριό που το λέγανε Τάνγκα κι όταν θελήσαμε να επιστρέψουμε στο καράβι, χάσαμε τον δρόμο. Γιατί εκεί ήταν όλα τα μονοπάτια ίδια, έμοιαζαν πάρα πολύ μεταξύ τους. Είχε βραδιάσει πλέον και είχαμε αρχίσει να μπαίνουμε μέσα στην ζούγκλα, όταν είδαμε από μακριά ένα φως σε ένα κιόσκι και αναγκαστικά πήγαμε προς τα εκεί για να ζητήσουμε βοήθεια. Μόλις όμως πλησιάσαμε, στα 20 μέτρα, ακούσαμε πολλά όπλα μαζί, να οπλίζουνε. Ευτυχώς είχαμε μαζί και τον μαρκόνη, τον ασυρματιστή, ο οποίος ήτανε πολύ έμπειρος και μας είπε: “γρήγορα, σηκώστε ψηλά τα χέρια και φωνάξτε στα αγγλικά ότι είστε ναυτικοί.” Έτσι, δεν μας πυροβόλησαν τελικά και αφού πλησιάσαμε και τους δείξαμε τα “πάσα” μας, τα χαρτιά μας, μας έδιωξαν βίαια, σπρώχνοντας μας με τις κάνες από τα όπλα τους. Την άλλη μέρα, μάθαμε ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να ζούμε. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είχαν διαταγή, όποιος τους πλησίαζε να τον σκοτώνουνε κατευθείαν. Έτσι μας είπανε στο ναυτιλιακό γραφείο.
Αυτοί ήταν στρατιώτες, αντάρτες, τι ακριβώς ήτανε;
Αυτοί φυλούσαν ένα μέρος σαν εργοστάσιο, όπου δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει κανένας. Εντωμεταξύ, εκείνα τα χρόνια στην Αφρική σε σκοτώνανε και για ένα πακέτο τσιγάρα, η ανθρώπινη ζωή δεν είχε καμία αξία. Και ενώ όλων η απορία ήταν: “πως ζείτε εσείς ακόμα;” η απάντηση σε εμένα δόθηκε μετά από πολλά χρόνια: Ο Κύριος είχε φυλάξει την ζωή μου, γιατί με είχε προγνωρίσει. Τέλειωσαν μετά τα καράβια, δεν έμεινα πολύ καιρό -γιατί δεν πήγα εκεί για καριέρα, πήγα μόνο γιατί μου άρεσε να γνωρίζω καινούργια πράγματα- και μετά όμως, τον ίδιο τρόπο ζωής ακολούθησα. Έκανα πολλά ταξίδια στην Ευρώπη -γιατί είχα κάνει γνωριμίες σαν ναυτικός- και πήγαινα συνέχεια με το τρένο Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία... Γυρνούσα έξω από το πρωί μέχρι το βράδυ και υπήρχαν μέρες που έλεγα: “σήμερα τα έκανα όλα αυτά;” Να έχω πάει, ας πούμε, σε τέσσερεις πόλεις μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Κάπως έτσι ήταν τότε η ζωή μου, ώσπου αρχίζει η γνωριμία μου με τον Ιησού Χριστό, πριν από τριάντα χρόνια περίπου. Συνάντησα μια μέρα έναν φίλο στον δρόμο, τον Σάκη, για τον οποίο εγώ νόμιζα ότι έχει πεθάνει. Γιατί ήταν πάρα πολύ μπλεγμένος με τα ναρκωτικά και με την ηρωίνη συγκεκριμένα. Και έμεινα έκπληκτος, όταν τον είδα ζωντανό, φωτεινό, λαμπερό, και την γυναίκα του το ίδιο. Τους γνώριζα πολύ καλά και τους δύο. Μου μίλησαν για τον Χριστό εκείνη την ημέρα και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άκουσα κάτι τόσο διαφορετικό.
Ήσουν κι εσύ στα ναρκωτικά;
Ναι, βέβαια. Ήμουν μανιώδης καπνιστής ινδικής κάνναβης, χασίς δηλαδή. Αλλά δεν μου άρεσε ποτέ η λεγόμενη “χημεία”, τα χημικά ναρκωτικά, όπως χάπια, ηρωίνη και όλα αυτά. Έκανα και φυλακή γιατί καλλιεργούσα δενδρύλλια ινδικής κάνναβης, θα σου τα πω στην πορεία. Όταν συναντηθήκαμε λοιπόν με τον Σάκη, όπως μου μιλούσε για τον Χριστό δεν ήθελα να φύγω από κοντά του. Ενώ φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να καθίσω μαζί του ούτε πέντε λεπτά. Με προσκάλεσε να πάω και στο σπίτι του, να συνεχίσουμε εκεί την συζήτηση, πράγματι πήγα κι έφυγα αδελφέ μου, μετά από τρείς μέρες! Μιλούσαμε συνέχεια για τον Θεό, διαβάζαμε μέσα από την Αγία Γραφή, προσευχόμασταν και είχα μέσα στην ψυχή μου αγγιχτεί πάρα πολύ. Από τότε άρχισα κάθε βράδυ να προσεύχομαι. Ξεκίνησα να πηγαίνω κάποιες φορές και στην εκκλησία που πήγαινε ο Σάκης (την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) άκουγα τα κηρύγματα, αλλά μετά έφευγα κι έκανα τα δικά μου. Γιατί είχα γνωρίσει μεν την εκκλησία του Χριστού, αλλά δεν είχα γνωρίσει προσωπικά τον Χριστό. Και ο σκοπός είναι αυτός, να γνωρίσει ο άνθρωπος προσωπικά τον Χριστό. Σκοπός είναι, όχι να μάθει ο άνθρωπος πράγματα για τον Θεό, σκοπός είναι να ζήσει ο άνθρωπος τα πράγματα του Θεού, να εφαρμόσει στην ζωή του αυτά που μαθαίνει.
Όπως είπε και ο Χριστός: “Εάν εξεύρητε ταύτα, μακάριοι είσθε εάν κάμνητε αυτά.”
Ακριβώς. Γιατί με το να μάθω πολλά δεν αλλάζει τίποτε, μπορεί να είναι και χειρότερα. Καλύτερα να μην ήξερα, όπως λέει και ο Λόγος του Θεού. Συνέχισα λοιπόν τον ίδιο τρόπο ζωής και βρέθηκα πάλι στη φυλακή. Για τα ναρκωτικά αυτή την φορά, για το χασίς. Πέρασα αρκετά χρόνια σε διάφορες φυλακές και στα Διαβατά και στο Επταπύργιο, το Γεντί Κουλέ το λεγόμενο και στον Κορυδαλλό, μέχρι που βρέθηκα στο τέλος στις φυλακές Αγιάς στα Χανιά. Εκεί ήρθα σε επαφή με κάποιους χριστιανούς. Με κάποιους ανθρώπους δηλαδή, που είχαν μετανοήσει για τα λάθη τους, τα οποία τους είχαν φέρει στην φυλακή, είχαν αναγεννηθεί και ακολουθούσαν πλέον τον Χριστό. Ο ένας αδελφός, ο αδελφός ο Γιώργος, ήταν στη φυλακή φούρναρης και μια μέρα όπως πήγαινε στον φούρνο, τον άκουσα να ψέλνει έναν ύμνο. Μου άρεσε αυτός ο ύμνος που έψελνε, ήταν και κάτι ασυνήθιστο για την φυλακή και του έπιασα την κουβέντα. Έτσι γνωρίστηκα μαζί του, ήταν και κάποιοι άλλοι αδελφοί τότε στην Αγιά και έναν χώρο (το κελάκι όπως το λέγαμε) το είχαμε κάνει εκκλησία. Μας κορόιδευαν βέβαια οι άλλοι κρατούμενοι αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου. Υμνούσαμε τον Θεό κάθε μέρα, μελετούσαμε τον Λόγο, προσευχόμασταν κι αναπαυότανε εκεί η ψυχή μου πραγματικά, γινότανε έργο Θεού μέσα μου. Και όταν βγήκα λίγο μετά από την φυλακή, άρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία πιο συχνά, μέρα παρά μέρα. Εκεί, ένα βράδυ, μου μίλησε ο Κύριος με προφητεία, με στόμα ανθρώπου. Μου είπε πράγματα που μόνο εγώ τα ήξερα, μου είπε ότι θα με ευλογήσει κι εγώ θα Τον δοξάσω κι έκλαιγα για πολλή ώρα, ασταμάτητα. Από εκείνη την μέρα, είδα μεγάλη αλλαγή στον εαυτό μου. Ενώ πριν ήμουνα μεγάλος υβριστής, μετά δεν μπορούσα να ακούσω ούτε μια βρισιά. Πήγαινα στα καφενεία και δεν μπορούσα να καθίσω με αυτά που άκουγα, έφευγα. Και κάτι πολύ δύσκολο για μένα ήταν και τα νεύρα επίσης. Ευχαριστώ τον Θεό που με ελευθέρωσε, γιατί ήμουν υπερβολικά νευρικός, με πείραζε πολύ ο Πονηρός σε αυτό το θέμα. Μετά βαπτίστηκα στο νερό, όμως και μετά που βαπτίστηκα δεν περπάτησα όπως έπρεπε. Δεν έκανα ζωή χριστιανού, γιατί ήμουνα πολύ δεμένος με κάποια πράγματα. Αλλά δεν έπεφτα και με τα μούτρα όπως παλιά και ο λόγος ήταν, ότι ελεγχόμουνα μέσα μου πάρα πολύ.
Είχες αυτό το πάθος με το χασίς;
Ναι αδελφέ μου. Το μόνο πάθος ήταν αυτό που μού έμεινε, ίσως γιατί το αγαπούσα ιδιαίτερα. Και το χασίς βέβαια είναι πολύ πονηρό ναρκωτικό, πολύ επικίνδυνο. Θέλω να πω για την χάρη που έκανε ο Θεός και ζω. Έχω πέσει νεκρός τρείς φορές. Και ευτυχώς σηκώθηκα σε πέντε λεπτά, δεν κράτησε πολύ. Είχα κάνει χρήση πολλών ουσιών μαζί και έπεσα ξερός, είχε κοπεί η αναπνοή μου. Η μία φορά ήταν στην Νεάπολη στο σπίτι μου, κι άλλες δύο φορές. Ο Θεός όμως με κράτησε στη ζωή, γιατί ήθελε να μου χαρίσει την Βασιλεία των ουρανών, την αιώνια ζωή. Συνεχίστηκε λοιπόν έτσι η ζωή μου, λίγο με τον Χριστό και λίγο στον κόσμο, ώσπου κάποια στιγμή έκανα ένα “μπαλονάκι”, μια αγγειοπλαστική εγχείρηση στην καρδιά. Μια μέρα ένιωσα κάτι στο στήθος, ένα πόνο στο χέρι, πήγα στο εφημερεύον νοσοκομείο κι έκανα αυτή την επέμβαση. Μετά, το ξέχασα κιόλας αυτό που έγινε, μέχρι που το 2018 νιώθω ξαφνικά την επιθυμία να πάω να κάνω έναν έλεγχο στην καρδιά μου. Χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, χωρίς να έχω κάποιο σύμπτωμα. Δεν ήταν από μένα αυτή η επιθυμία σίγουρα, γιατί εγώ δεν έκανα πράγματα που υπήρχε λόγος κι έπρεπε να τα κάνω, όχι αυτό που δεν υπήρχε λόγος. Ευχαριστούμε τον Θεό, γιατί Αυτός ερευνά νεφρούς και καρδίες, όπως μας λέει και η Αγία Γραφή. Πήγα λοιπόν στο νοσοκομείο και μου πρότεινε ο γιατρός να κάνω στεφανιογραφία. Και το αποτέλεσμα έδειξε, ότι έχω πολύ σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να βρω επειγόντως έναν χειρουργό για να κάνω εγχείρηση. Εγώ όμως το αγνόησα τελείως αυτό που μου είπαν, δεν είχα και χρήματα για να προχωρήσω, ώσπου βλέπω ένα βράδυ, σε όνειρο, τα γράμματα του ΑΧΕΠΑ, του νοσοκομείου. Τα ξέρω καλά αυτά τα γράμματα, γιατί εκεί κοντά γεννήθηκα, είναι μπλε, τεράστια. Την άλλη μέρα, βλέπω πάλι το ίδιο όνειρο. Τα ίδια τεράστια γράμματα του νοσοκομείου. Και την τρίτη μέρα αδελφέ, βλέπω πάλι, ακριβώς το ίδιο όνειρο. Κατάλαβα τότε ότι είναι ένα μήνυμα από τον Θεό και ξεκινάω και πηγαίνω στο ΑΧΕΠΑ, χωρίς να έχω κλείσει ραντεβού, χωρίς τίποτε. Μπήκα μέσα και ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα και ρώτησα που είναι η καρδιοχειρουργική κλινική, ήταν μια γιατρός καρδιολόγος. Ανεβαίνω πάνω μαζί της, της δείχνω την στεφανιογραφία και μου λέει: “Έχετε πολύ σοβαρό πρόβλημα, έπρεπε πιο νωρίς να ενδιαφερθείτε. Περιμένετε όμως να σας δει και ο καρδιοχειρουργός.” Ήρθε ο καρδιοχειρουργός και ήτανε πραγματικά ένας άνθρωπος του Θεού, φαινότανε από το πρόσωπο του. Είδε τις εξετάσεις και μου λέει: “Ανά πάσα στιγμή μπορεί να πέσεις κάτω και να πεθάνεις, απορώ πως κρατιέσαι όρθιος. Προγραμματίζουμε -πρώτα ο Θεός- να μπεις άμεσα στο χειρουργείο.” Πρόσεξε τι μου είπε: “πρώτα ο Θεός.” Και ούτε μου ζήτησε χρήματα, ούτε τίποτε. Εντωμεταξύ, είχα ρωτήσει την άλλη κοπέλα, την καρδιολόγο, αν θα χρειαστούνε χρήματα και μου λέει: “καλά που ρωτήσατε εμένα και όχι τον γιατρό, γιατί όταν ακούει για χρήματα θυμώνει.” Την επόμενη μέρα κιόλας, μπήκα στο χειρουργείο.
Ενώ άλλοι πληρώνουνε και περιμένουν μήνες.
Δόξα στον Θεό! Τα είχε κανονίσει όλα Εκείνος. Ο Κύριος, ο αγαπημένος της ψυχής μας. Έκανα την εγχείρηση, όλα πήγανε πολύ καλά και ο Θεός μού έδωσε έτσι παράταση ζωής. Τώρα είμαι 71 χρονών, μπορεί βέβαια να φύγω από την ζωή και αύριο, γιατί είμαι ασθενής, αλλά νιώθω πλέον ότι είμαι έτοιμος. Η ζωή μου είναι στα χέρια Του, συνεχώς η παρουσία Του είναι έντονη μέσα στο σπίτι μου, είναι μέσα σε όλα, μέσα σε ότι σκεφτώ μέσα σε ότι δεν σκεφτώ, στα πάντα είναι ο Θεός. Και ο στόχος μου αυτή την στιγμή είναι ο Ουρανός και τίποτε άλλο.
Αμήν. Αδελφέ Χάρη, κλείνοντας την ομολογία σου -εσύ που έχεις ζήσει πολλά- κάνε μου, αν θέλεις, μια σύγκριση της παλιάς σου ζωής με την τωρινή.
Η διαφορά είναι ότι η ζωή μου παλιά είχε πολλή υγεία σωματική αλλά δεν είχε υγεία πνευματική. Και αυτός είναι ένας συνδυασμός επικίνδυνος. Τώρα δεν έχω υγεία σωματική, αλλά έχω τον Κύριο. Και λέω, ότι μακάρι να ήμουν έτσι και νέος κι ας μην είχα την υγεία μου. Να ξέρω την Αλήθεια από νέος και να έχω ζήσει ανάλογα την ζωή μου. Και ο Θεός ήθελε βέβαια να αποκαλυφθεί σε εμένα από παλιά, αλλά τώρα άνοιξα την καρδιά μου και κατάλαβα πλήρως την αλήθεια. Κατάλαβα τι σημαίνει Θεός, τι είναι η Γη και για ποιό λόγο την δημιούργησε. Τελικά όμως αδελφέ μου, η τωρινή ζωή μου με την παλιά, δεν συγκρίνεται. Είναι ασυγκρίτως ανώτερη. Πως να συγκρίνεις την σάρκα με το πνεύμα; Τι χαρά μπορεί να δώσει η σάρκα στον άνθρωπο; Να συνευρεθείς με μια γυναίκα και να περάσεις καλά δέκα λεπτά; Μαύρη η ψυχή μετά, αν δεν είναι η γυναίκα σου κι έχεις αμαρτήσει. Βέβαια ο Λόγος του Θεού λέει: “μακάριος όποιος δεν περπάτησε σε βουλή ασεβών, δεν στάθηκε σε οδό αμαρτωλών και δεν κάθισε σε καθέδρα χλευαστών” αλλά όμως, και όποιος έζησε πολύ μέσα στην αμαρτία, όπως κι εγώ και πιστέψει μετά στον Χριστό, είναι κι εκείνος μακάριος. Και πραγματικά νιώθω μακάριος, γιατί ομολογώ αυτή την στιγμή τον Κύριο, ομολογώ αυτό που έκανε στη ζωή μου και ο μόνος σκοπός είναι να ακούσουν οι άνθρωποι τι κάνει ο Θεός και να πιστέψουν κι εκείνοι. Ο Χριστός είναι πάντα έτοιμος, έχει πάντα ανοιχτά τα χέρια Του κι όποιος θέλει, πάει και μπαίνει μέσα στην αγκαλιά Του.