Χρήστος Μούκας
”Ημείς αγαπώμεν Αυτόν, διότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν αυτού, ψεύστης είναι· διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού, τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε πως δύναται να αγαπά; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ' Αυτού, όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.” Α΄ Ιωάννου δ΄ 19-21. Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Χρήστος Μούκας.
”Ημείς αγαπώμεν Αυτόν, διότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν αυτού, ψεύστης είναι· διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού, τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε πως δύναται να αγαπά; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ' Αυτού, όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.” Α΄ Ιωάννου δ΄ 19-21. Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Χρήστος Μούκας.
Αδελφέ Χρήστο, μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή, από τα παιδικά σου χρόνια, για να μας διηγηθείς κι εσύ την προσωπική σου γνωριμία με τον Ιησού Χριστό.
Αμήν. Να πω λοιπόν ξεκινώντας, ότι γεννήθηκα το 1990 στον Χολαργό, μέσα σε μια πιστή οικογένεια, μιας και οι γονείς μου ήταν ήδη στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Τότε πήγαιναν στην εκκλησία του Ψυχικού. Ο πατέρας μου όμως ήταν στρατιωτικός, οπότε πήρε μετάθεση λίγο μετά που γεννήθηκα και πήγαμε στη Χαλκίδα και αμέσως μετά στα Γιαννιτσά. Εκεί αρχίζω να έχω τις πρώτες αναμνήσεις από την ζωή μου, τις πρώτες εικόνες. Ύστερα πήγαμε στην Ορεστιάδα, στον Έβρο, όπου καθίσαμε τρία χρόνια και μετά φύγαμε για την άλλη άκρη της Ελλάδας, τη Ρόδο. Εκεί έζησα τα πιο ωραία μου παιδικά χρόνια κι εκεί βαπτίστηκα και με Πνεύμα Άγιο. Λίγο πριν από μένα είχε λάβει Πνεύμα Άγιο η αδελφή μου και είχα δει μια πολύ μεγάλη αλλαγή στη συμπεριφορά της. Δεν τσακωνότανε πλέον μαζί μου με τίποτε, ότι κι αν της έκανα. Είχα αρχίσει λοιπόν να ζηλεύω, ενώ είχε μπει κι ένας φόβος μέσα μου ότι θα φύγει όλη μου η οικογένεια, θα πάει στον ουρανό κι εγώ θα μείνω κάτω. Και μια μέρα που είχαμε συνάθροιση τα παιδάκια στην εκκλησία, ήτανε εκεί κι ένας αδελφός από την Αθήνα και όταν μας ρώτησε: “ποιό παιδάκι θέλει να βαπτιστεί με Πνεύμα Άγιο,” αμέσως είπα ότι: “εγώ θέλω να βαπτιστώ.” Πήγαμε τότε με αυτόν τον αδελφό σε ένα διπλανό δωμάτιο, προσευχηθήκαμε και σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά είχα αρχίσει να γλωσσολαλώ. Και μετά πήγα πάλι στα άλλα παιδιά, με τα μάτια μου κόκκινα από το κλάμα (καθώς έσπασε η καρδιά μου στην παρουσία του Θεού) και με χαρά, τους είπα τα καλά νέα, ότι βαπτίστηκα κι εγώ με Πνεύμα Άγιο.
Πόσων χρονών ήσουν τότε;
Δέκα χρονών. Βαπτίστηκα και στο νερό, μετά από δύο εβδομάδες κι εκεί κάπου πίστεψα ότι έκλεισα τον πνευματικό μου κύκλο. Βέβαια δεν ήτανε καθόλου έτσι, αλλά αντίθετα, μόλις άρχιζαν όλα. Τέλειωσα το Δημοτικό, τέλειωσε και αυτή η μετάθεση του πατέρα μου στη Ρόδο και μετά ήρθαμε στην Αθήνα, στο Μεγάλο Πεύκο. Εκεί άρχισα να μπαίνω στην εφηβεία κι αρχίσανε να γεννιούνται μέσα μου διάφορα ερωτήματα και διάφορες ενοχλήσεις. Και ναι μεν ήξερα για την θυσία του σταυρού και το νόημα της, όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς τακτοποιημένα μέσα μου, υπήρχαν κάποια κενά. Στην Δευτέρα Γυμνασίου είχα μια εμπειρία πολύ σημαντική για μένα. Τότε ασχολιόμουν με τον αθλητισμό, με τον στίβο συγκεκριμένα και ενώ είχα ξεκινήσει απλά για να αθλούμαι, με την παρότρυνση του προπονητή μου είχα αρχίσει να προπονούμαι πιο σοβαρά, με σκοπό να κατέβω στους αγώνες, στο πανελλήνιο πρωτάθλημα. Προετοιμαζόμουν για κανένα εξάμηνο, πρόσεχα την ζωή μου, το φαγητό μου, αλλά τελικά δεν κατάφερα να πετύχω τους χρόνους που έπρεπε, δεν έπιασα τα όρια και αυτό με έριξε ψυχολογικά πάρα πολύ. Την ίδια περίοδο πήρα και τους βαθμούς στο σχολείο, οι οποίοι δεν ήτανε καθόλου καλοί κι αυτό με έριξε ψυχολογικά ακόμα πιο πολύ κι ένιωσα μέσα μου ότι δεν αξίζω τίποτε. Δεν πέρασε μια εβδομάδα, αρρώστησα με μια ίωση, ανέβασα υψηλό πυρετό και το θέμα ήταν πως όταν αρρώσταινα, μερικές φορές υπνοβατούσα. Σηκώθηκα λοιπόν το βράδυ, άνοιξα την πόρτα κι άρχισα να προχωράω έξω.
Χωρίς να έχεις συνείδηση τι κάνεις;
Χωρίς να έχω συνείδηση, κοιμόμουνα κανονικά. Και σε κάποια στιγμή, όπως βρισκότανε σε μια πλαγιά το σπίτι μας, παίρνω φόρα και πηδάω από τέσσερα μέτρα ύψος. Και πέφτω σε ένα χωράφι, όπου ακριβώς δίπλα, είχε χαλίκια, τσιμέντα, σίδερα κι αν έπεφτα πάνω σε όλα αυτά, το πιθανότερο ήταν ότι θα σκοτωνόμουν. Αυτό έγινε τέσσερις τα ξημερώματα. Παρόλη τη πτώση όμως δεν ξύπνησα, αλλά βόγγαγα μέσα στον ύπνο μου. Με άκουσαν οι γονείς μου, τρέξανε, ήρθε ο πατέρας μου πρώτος, με ρώτησε τι έπαθα και μόνο εκεί τελικά ξύπνησα. Και του λέω: “δεν με αγαπάει κανείς.” Και μου λέει τότε ο πατέρας μου: “αυτό μην το ξαναπείς. Κι εμείς να μην σε αγαπούσαμε, σε αγαπάει ο Θεός.” Αυτό το κράτησα μέσα μου. Δεν μπορούσα όμως να κουνηθώ καθόλου και φύγαμε κατευθείαν και πήγαμε στο νοσοκομείο.
Είχες κάποιο κάταγμα;
Όχι, τίποτε δεν είχα σπάσει, δόξα στον Θεό. Παρόλα αυτά όμως, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Γυρίσαμε σπίτι, κοιμήθηκα, υπνοβάτησα πάλι (ευτυχώς εκεί ήταν δίπλα η μητέρα μου) και τότε συνήλθα κι επανήλθε η κινητικότητα στο σώμα μου. Από τότε δεν το έχω ξαναζήσει αυτό το πράγμα. Ευχαριστώ πολύ τον Θεό που με φύλαξε και δεν σκοτώθηκα ή δεν έμεινα ανάπηρος. Εκείνη την μέρα μπορώ να πω ότι αναγνώρισα. Αναγνώρισα το τι μπορεί να κάνει ο Θεός και ότι υπάρχει σκοπός και λόγος που είμαστε στην ζωή. Και είπα μέσα μου, ότι μπορεί να μην είμαστε όλοι το ίδιο πετυχημένοι, όμως όλοι μας έχουμε αξία για τον Θεό. Τελειώνω μετά το σχολείο, πάω στο στρατό κι εκεί ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια διαφορετική ζωή από αυτή που ήξερα ως τότε. Υπηρέτησα στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου οι περισσότεροι φαντάροι ήτανε και ναυτικοί στο επάγγελμα, με αρκετά χρήματα στη τσέπη, με δικά τους ακριβά αυτοκίνητα, διασκεδάσεις σε νυχτερινά κέντρα και άρχισα τα βράδια να βγαίνω έξω μαζί τους. Και κάποια στιγμή, δελεασμένος από όλα αυτά, είπα: “Θεέ μου, ως εδώ ήταν. Σε ευχαριστώ για όσα έκανες για μένα, όμως από εδώ και πέρα θα πορευθώ μόνος μου.” Και για τέσσερις-πέντε μήνες έζησα αυτό που λέγεται: “κόσμος”. Κλαμπ, ποτά, ξενύχτια. Στην εκκλησία δεν πήγαινα πλέον καθόλου και πολλές φορές, μόνος μου επέλεγα να έχω υπηρεσία τις Κυριακές για να έχω δικαιολογία στους γονείς μου ότι δεν θα πάω στη συνάθροιση. Μέχρι που έρχεται ένα βράδυ, που ενώ ήμουνα σε ένα κέντρο διασκέδασης, ξαφνικά νιώθω ότι είναι Κάποιος δίπλα μου που με κοιτάει και κλαίει. Μια ύπαρξη μέσα στον χώρο -που δεν την βλέπω αλλά την αντιλαμβάνομαι- που στενοχωριέται και πονάει με την κατάσταση μου. Κατάλαβα τότε, ότι Αυτός που κλαίει, είναι Αυτός που πέθανε για μένα επάνω σε έναν σταυρό, συγκλονίστηκα και είπα: “Τι κάνω εγώ εδώ μέσα;” Ένοιωσα, ότι όχι μόνο δεν τιμάω το Πρόσωπο αυτό με τη ζωή μου -όπως θα έπρεπε- αλλά το ντροπιάζω κιόλας. Σαν να Του καρφώνω κι άλλα καρφιά, όπως είναι Κρεμασμένος πάνω στον σταυρό. Έφυγα από εκεί που ήμουνα τρέχοντας και για πρώτη φορά στη ζωή μου, πήγα στον Θεό και προσευχήθηκα με κλάματα. Και Του είπα: “Θεέ μου, συγχώρεσε με, είμαι πολύ βρώμικος. Δεν ξέρω αν θα με δεχτείς, αλλά θέλω να είμαι μαζί Σου.” Εκείνη την μέρα μετανόησα. Κατάλαβα για πρώτη φορά τι θα πει: “μετάνοια”. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία πραγματικά, γιατί κατάλαβα πόσο αμαρτωλός είμαι, αλλά και πόσο έλεος και χάρη έχει ο Θεός για μένα.
Ήταν ανάλογη η συνέχεια αυτής της προσευχής, υπήρχαν “έργα άξια της μετανοίας” όπως λέει και ο Λόγος του Θεού;
Ναι, από τότε δεν ξαναέφυγα μακριά από τον Θεό και συνέχισα την πορεία μου μαζί με τους αδελφούς στην εκκλησία. Υπήρχαν όμως ακόμα μέσα μου πολλά ερωτηματικά: “Τι θέλει ακριβώς ο Θεός από εμένα;” “Είμαι αντάξιος της πρόσκλησης τού Θεού;” “Τι προτεραιότητες πρέπει να βάλω στη ζωή μου;” Τελειώνοντας τον στρατό, το 2010, είναι η εποχή που έχει ξεκινήσει η οικονομική κρίση. Υπάρχει ανεργία, όλοι απολύονται, όλοι χρωστάνε, όλοι φοβούνται μην χάσουν τα σπίτια τους και γενικά η κατάσταση γύρω μου είναι τελείως αποκαρδιωτική.
Είχες τελειώσει κάποια σχολή;
Είχα τελειώσει ψυκτικός, είχα δουλέψει λίγο, αλλά δεν ήταν κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα. Αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω ήταν η φωτογραφία. Και ο παππούς μου ήταν παλιότερα φωτογράφος και ο πατέρας μου ασχολιότανε ερασιτεχνικά και μπορώ να πω ότι είχε μπει και σε μένα, αυτό το “μικρόβιο” της φωτογραφίας. Είχα διαβάσει αρκετά βιβλία, είχα κάνει και πρακτική σε αυτά που είχα διαβάσει, αλλά δεν ήταν ένας επαγγελματικός χώρος που μπορούσες εύκολα να μπεις. Ταυτόχρονα ένιωθα και μια πίεση να ξεκινήσω να δουλεύω κάπου άμεσα, να αρχίσω να προσφέρω στον εαυτό μου και στην οικογένεια μου. Εκεί υπήρχε μια δυσκολία και όπως σε κάθε δυσκολία, το καταφύγιο μου ήταν ο Κύριος, η προσευχή. Και κάποια μέρα θυμάμαι είπα: “Θεέ μου, κάνε χάρη να βρω μια δουλειά όπου θα προχωρήσω μόνιμα. Δεν θέλω κάτι περιστασιακό, χωρίς συνέχεια.” Τελειώνω αυτή την προσευχή, μπαίνω να κάνω μπάνιο και χτυπάει εκείνη την ώρα το τηλέφωνο. Βγαίνω με τις σαπουνάδες, απαντάω και ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα κατάστημα με φωτογραφικά είδη στο κέντρο της Αθήνας, ο οποίος μου πρότεινε να εργαστώ μαζί του. Είχα πάει παλιότερα από εκεί, του είχα αφήσει το τηλέφωνο μου, όμως είχε περάσει αρκετός καιρός, είχε ξεχαστεί πλέον το πράγμα. Και έρχεται ο Θεός εκείνη την στιγμή, να απαντήσει στην προσευχή μου, ούτε δύο λεπτά μετά που την έκανα. Εκείνη την μέρα μπορώ να πω ότι εκτίμησα. Εκτίμησα το ενδιαφέρον που έχει ο Θεός για μένα και για την ζωή μου. Πράγματι, ξεκίνησα να εργάζομαι σε αυτό το μαγαζί και αυτό που έγινε ήταν, ότι γνώρισα εκεί πάρα πολλούς φωτογράφους. Απόκτησα επαφές, δούλεψα μετά σε κάποιο στούντιο και άρχισα σιγά-σιγά να ανεβαίνω τα σκαλιά σε αυτό το επάγγελμα όπου βρίσκομαι ακόμα και σήμερα. Το 2016 γνώρισα την γυναίκα μου την Έφη, παντρευτήκαμε και κάνω παράλληλα κάποιες δουλειές που είναι ριψοκίνδυνες. Έχουν ρίσκο κέρδους. Πάντα όμως προσεύχομουνα και έβλεπα πάντα τον Θεό να με κατευθύνει και να με ευοδώνει. Ένα καλοκαίρι δούλεψα στα νησιά και πήγα πολύ καλά, την επόμενη χρονιά όμως δεν πήγα καθόλου καλά και γυρίζουμε στην Αθήνα με την Έφη και το ταμείον ήτανε μείον. Εκεί άρχισαν τα παράπονα: “Γιατί Θεέ μου;... Κι εγώ περίμενα τώρα που παντρεύτηκα να με ευλογήσεις...” Πέρασε λίγος καιρός και με παίρνει ένας φίλος φωτογράφος και μου προτείνει μια δουλειά για τέσσερις μήνες με πολύ καλά λεφτά. Για δύο άτομα και η Έφη θα ήτανε μαζί. Και τελικά οι τέσσερις μήνες έγιναν δύο χρόνια. Ήταν μια πολύ καλή δουλειά, σε μια τηλεοπτική παραγωγή, αλλά το κακό ήταν ότι δεν μπορούσαμε να πάμε εκκλησία. Ήταν πολλές οι ώρες, το ρεπό ήτανε πάντα μεσοβδόμαδα κι ερχότανε στο τηλεοπτικό κανάλι κάθε Κυριακή βράδυ ο πεθερός μου, που είναι πρεσβύτερος και μας έφερνε θεία κοινωνία. Είχα μπει όμως σε έναν λανθασμένο τρόπο σκέψης σε σχέση με το οικονομικό. “Πάμε καλά οικονομικά, έχουμε μαζί μας τον Θεό, δεν πάμε καλά οικονομικά, δεν έχουμε μαζί μας τον Θεό”.
Το λεγόμενο: “ευαγγέλιο της ευημερίας.”
Ναι, είναι η πλάνη που έχουν πολλές εκκλησίες στην Αμερική με το “ευαγγέλιο της ευημερίας”. Δεν είναι έτσι όμως. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει συνήθως. Όταν έχεις δυσκολία πλησιάζεις τον Θεό, ενώ εκεί που πάνε όλα καλά, εξαφανίζεσαι. Τουλάχιστον ο δικός μου χαρακτήρας κάπως έτσι λειτουργούσε. Σταματάει λοιπόν κάποια στιγμή αυτή η τηλεοπτική παραγωγή για καλοκαίρι, μας λένε ότι θα μας ειδοποιήσουνε τον Σεπτέμβριο και τελικά τον Σεπτέμβριο μαθαίνουμε ότι την δουλειά την έχει πάρει κάποιος άλλος. Στενοχωρηθήκαμε, απογοητευτήκαμε και είμαστε πλέον σε μια διαδικασία με την Έφη, να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Μετά από λίγες μέρες, μια Κυριακή, έχει νηστεία και προσευχή στην εκκλησία ως τις 6 το απόγευμα και αποφασίζουμε να καθίσουμε. Χωρίς να περιμένουμε να γίνει κάτι ιδιαίτερο. Και δέκα λεπτά πριν τελειώσει η προσευχή, έξι παρά δέκα, μας μιλάει ο Κύριος με προφητεία, ονομαστικά: “υιέ μου Χρήστο και θυγατέρα μου Έφη, αφήστε τα όλα στην άκρη, στήστε θυσιαστήριο ενώπιον Μου κι Εγώ θα τα αναλάβω όλα στη ζωή σας.” Εκεί, η ζωή μου γύρισε 180 μοίρες. Σε ηλικία 28 χρονών έγινε μέσα μου ένα: “κλικ” και είπα: “Τώρα Κύριε θέλω να Σε γνωρίσω περισσότερο. Τόσο καιρό βλέπω τις ενέργειες Σου στη ζωή μου αλλά τώρα, που μου μίλησες προσωπικά, θέλω να δω Ποιός πραγματικά Είσαι.” Εκείνη την μέρα μπορώ να πω ότι αγάπησα. Αγάπησα τον Θεό κι άρχισα να Τον πλησιάζω για να δω τι ακριβώς θέλει από εμένα. Ξεκίνησα να μελετάω την Αγία Γραφή περισσότερο, να προσεύχομαι περισσότερο, να αποκτάω μια προσωπική σχέση μαζί Του και μετά από λίγο καιρό έφτασα σε ένα σημείο, να φτιάχνω τον καφέ μου το πρωί και να λέω: “Θεέ μου, καλημέρα.” Εκείνες τις μέρες, έρχεται ένα μήνυμα στο κινητό: “Χρήστο, πάρε με όταν μπορείς, σε θέλω για μια δουλειά.” Από ένα νούμερο που δεν το ήξερα. Παίρνω τηλέφωνο, ήταν κάποιος που είχα γνωρίσει πριν από χρόνια και μου κάνει πρόταση για μια δουλειά που ήτανε τέλεια από όλες τις απόψεις. Χαλαρή, μετρημένη και να μου αφήνει χρόνο να πάω στην εκκλησία. Από τότε είμαι διαρκώς στην ευχαριστία και στην δοξολογία. Κι ακόμα κι όταν έρχονται καταστάσεις που είναι δύσκολες, λέω: “ο Θεός θέλει κάτι να μάθω. Αφού το επέτρεψε, είναι για το καλό μου. Ποιός πατέρας θέλει το κακό του παιδιού του;”
Έγινες κι εσύ πρόσφατα πατέρας και το καταλαβαίνεις αυτό καλύτερα.
Ναι, δόξα στον Θεό. Όταν ήρθε ο γιός μου στη ζωή και τον πήρα στην αγκαλιά μου κι έζησα ο ίδιος την σχέση πατέρα και γιού, εκεί κατάλαβα πως βλέπει και ο Πατέρας Θεός εμένα και όλα τα παιδιά Του. Δεν υπάρχει αυστηρότητα ή κάτι τέτοιο, αλλά απίστευτο έλεος, απίστευτη αγάπη. Πιο πολύ από όσο φανταζόμαστε. Και πιστεύω ότι ο Θεός περιμένει από εμάς να Του δείξουμε κι εμείς την αγάπη μας για Αυτόν, να Του πούμε ότι Τον αγαπάμε κι εμείς, όπως ακριβώς θα περίμενε ένας πατέρας από τον γιό του. Και να μην το λένε μόνο τα λόγια μας αλλά και οι πράξεις μας.
Αμήν. Πως θα ήθελες να κλείσουμε την μαρτυρία σου;
Ανακεφαλαιώνοντας την ομολογία μου, με το συμβάν που έγινε όταν ήμουν έφηβος, όπου με φύλαξε ο Κύριος, αναγνώρισα. Αναγνώρισα την δύναμη του Θεού και το τι μπορεί να κάνει για μένα. Μετέπειτα στον στρατό που αποστάτησα, μετανόησα. Και γνώρισα το έλεος και την συγχωρητικότητα του Θεού. Αργότερα, όταν απάντησε ο Κύριος στη προσευχή μου και ενήργησε για την επαγγελματική μου αποκατάσταση, εκτίμησα. Εκτίμησα το ενδιαφέρον του Θεού για μένα και για την ζωή μου. Εκεί όμως που μου μίλησε προσωπικά ο Θεός, αγάπησα. Αγάπησα τον Κύριο, γιατί ένιωσα μέσα μου την ανάγκη, να ανταποδώσω την μεγάλη αγάπη Του για μένα. Και θα κλείσω με μια ωραία, σχετική εμπειρία που είχα πρόσφατα, κατά την ώρα της θείας κοινωνίας: Κλάμα... δοξολογία... “πέθανες για μένα Κύριε τον αμαρτωλό” και σηκώνεται μια προφητεία και μου λέει ο Κύριος: “Υιέ μου Χρήστο, ζήτησε μου αυτό το πρωινό τι θέλεις να σου δώσω.” Και θυμάμαι ότι δεν είχα μέριμνες εκείνη την μέρα, πότε θα εξοφλήσει ο πελάτης το τιμολόγιο ή κάτι τέτοιο και είπα: “Θεέ μου, αυτό που θέλω είναι να αγαπήσω τους αδελφούς μου.” Εκείνη την στιγμή αυτό βγήκε από την καρδιά μου, αυθόρμητα. Και τελικά πιστεύω ότι το πιο όμορφο πράγμα που μπορεί ένας άνθρωπος να δώσει και να πάρει σε αυτή τη ζωή είναι η αγάπη. Το μόνο που θα μείνει.
“Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.”
Α΄ Κορινθίους ιγ΄ 8