Τάκης και Πόπη Μπαρμπαλιά
“Ο Κύριος είναι πέτρα μου και φρούριόν μου και ελευθερωτής μου· Θεός μου, βράχος μου· επ' αυτόν θέλω ελπίζει· ...Πόνοι του άδου με περιεκύκλωσαν, παγίδες θανάτου με έφθασαν. Εν τη στενοχωρία μου επεκαλέσθην τον Κύριον, και προς τον Θεόν μου εβόησα. Ήκουσεν εκ του ναού αυτού της φωνής μου, και η κραυγή μου ήλθεν ενώπιον αυτού εις τα ώτα αυτού”. Ψαλμός ιη' 2-6
“Ο Κύριος είναι πέτρα μου και φρούριόν μου και ελευθερωτής μου· Θεός μου, βράχος μου· επ' αυτόν θέλω ελπίζει· ...Πόνοι του άδου με περιεκύκλωσαν, παγίδες θανάτου με έφθασαν. Εν τη στενοχωρία μου επεκαλέσθην τον Κύριον, και προς τον Θεόν μου εβόησα. Ήκουσεν εκ του ναού αυτού της φωνής μου, και η κραυγή μου ήλθεν ενώπιον αυτού εις τα ώτα αυτού”. Ψαλμός ιη' 2-6
Αυτό το μήνα θα μας δώσουν την μαρτυρία τους για τον Χριστό, τα αδέλφια μας Τάκης και Πόπη Μπαρμπαλιά από την εκκλησία της Σαλαμίνας.
Αδελφέ Τάκη, ας ξεκινήσουμε με την δική σου μαρτυρία. Ξέρω ότι ο Θεός έχει ενεργήσει με ένα θαυμαστό τρόπο στη ζωή σου και σε έχει προφυλάξει...
Ναι, πράγματι, ο Θεός με φύλαξε θαυμαστά. Θα ήθελα όμως να μην επικεντρωθούμε μόνο σε ένα περιστατικό αλλά να πούμε όλα όσα έχει κάνει ο Κύριος στη ζωή μας. Να ξεκινήσω λοιπόν την ομολογία μου από την αρχή και να πω ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά. Από εφηβική ηλικία, άρχισα, με κάποιες παρέες, να βγαίνω έξω σε καφετέριες, αργότερα σε διάφορα νυχτερινά κέντρα και βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω να είμαι σε αυτά τα μαγαζιά μέχρι το πρωί, πίνοντας και ξενυχτώντας. Μετά πήγα φαντάρος και γνώρισα κάποια παιδιά που διασκεδάζανε σε άλλα μέρη που δεν τα ήξερα μέχρι τότε. Σε μπουζουξίδικα. Και άρχισα από τον στρατό και μετά να πηγαίνω σε τέτοια μαγαζιά, γιατί μου φαινότανε ότι εκεί διασκεδάζανε οι άνθρωποι καλύτερα. Κι αυτή ήταν η ζωή μας τότε, το ενδιαφέρον μας ήταν το που θα πάμε το βράδυ για να περάσουμε καλά. Πέρασαν λίγο τα χρόνια, κάποια στιγμή μπήκα στην Αστυνομία κι εκεί άρχισα να γνωρίζω την κοινωνία και από την άσχημη πλευρά. Έβλεπα παιδιά που είχαν μπλέξει με ναρκωτικά, ανθρώπους που ήταν παράνομοι κατ’ επάγγελμα, που ήξεραν μόνο έτσι να επιβιώνουν, γνώρισα έναν άλλο κόσμο. Ενώ μέχρι τότε ήξερα μόνο τους ανθρώπους που είχαν τις οικογένειες τους, τις εργασίες τους και ζούσαν μια φυσιολογική ζωή.
Είδες τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης που λένε.
Ναι, είδα πράγματα πολύ άσχημα. Κι αυτό που μου έκανε πιο πολύ εντύπωση, ήταν αυτό που έβλεπα να γίνεται μέσα στις οικογένειες. Ζευγάρια να τσακώνονται με βιαιοπραγίες, να κάνει μήνυση ο ένας στον άλλο και να καταλήγουν στο Αυτόφωρο, οικογένειες που τα παιδιά ήτανε στα ναρκωτικά και παίρνανε οι γονείς τηλέφωνο την Αστυνομία για να τα διώξουν από το σπίτι... Οικογένειες που μόνο οικογένειες δεν ήτανε, οικογένειες διαλυμένες πραγματικά. Την ίδια εποχή είχα γνωρίσει τη σημερινή γυναίκα μου την Πόπη, προχωρήσαμε, αρραβωνιαστήκαμε και αργότερα παντρευτήκαμε. Κι έφυγα τότε από τον Πειραιά και πήγαμε με την γυναίκα μου και μείναμε στο Πέραμα. Επειδή δούλευε όμως εκείνη σε ένα κατάστημα, όταν είχε βάρδια και ήμουν μόνος στο σπίτι, πήγαινα στο πατρικό μου και καθόμουν λίγο με τους γονείς μου. Και μια μέρα λοιπόν, όπως μιλούσαμε με τη μητέρα μου, μού λέει: “αύριο το απόγευμα θα πάω στην εκκλησία”. Εντωμεταξύ, επειδή ήξερα τους γονείς μου (μαζί πηγαίναμε πολλές φορές στα μπουζούκια) κατάλαβα ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει. Την ρώτησα λοιπόν σε τι εκκλησία πηγαίνει και μου απάντησε -το θυμάμαι σαν να είναι τώρα- ότι είναι μια εκκλησία χωρίς εικόνες, όπου ψέλνουν στην αρχή όλοι μαζί κάποιους ύμνους και μετά ένας άνθρωπος του Θεού διαβάζει την Αγία Γραφή και την εξηγεί με απλότητα. Δεν ήξερε να μου πει περισσότερα, γιατί ήταν κι εκείνη ακόμα στην αρχή, όμως αυτά τα λίγα λόγια λειτούργησαν μέσα μου σαν να είχα ακούσει το καλύτερο κήρυγμα. Και αμέσως της λέω: “θα έρθω κι εγώ αύριο σε αυτή την εκκλησία.”
Είχες τότε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Θεό;
Όχι, τίποτα. Μόλις άκουσα όμως αυτά που μου είπε η μητέρα μου, μου δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ενδιαφέρον, να δω ο ίδιος τι γίνεται σε αυτό τον χώρο. Και πράγματι, την άλλη μέρα ξεκινάμε μαζί με τη γυναίκα μου και πάμε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στον Πειραιά. Φτάσαμε οχτώ παρά, ήταν όλοι γονατιστοί και προσευχόντουσαν, σηκώθηκαν όμως μετά από λίγο κι άρχισαν να ψέλνουν. Ένοιωσα τότε πολύ όμορφα μέσα μου, μια γαλήνη, μια ηρεμία και μετά ξεκίνησε το κήρυγμα. Και ο ομιλητής, ο αδελφός Κώστας Κονδύλης, διάβασε από το Ευαγγέλιο και από το σημείο που λέει ο Κύριος στους μαθητές Του για την προσευχή, για το: “Πάτερ ημών.” Και όπως εξηγούσε ο αδελφός τον Λόγο του Θεού με απλά λόγια, είχα μείνει έκθαμβος μπορώ να πω κι έλεγα μέσα μου: “αυτό είναι λοιπόν το “Πάτερ ημών”, που είχα μάθει κι έλεγα απ’ έξω από παιδάκι και δεν ήξερα ποτέ τι έλεγα;”
Όπως και όλοι μας δυστυχώς.
Όπως όλοι, ναι. Ήτανε Τετάρτη, την Παρασκευή ξαναπήγαμε στην εκκλησία κι αποφασίσαμε μετά να πηγαίνουμε κάθε φορά που έχει συνάθροιση. Άρχισαν τα αδέλφια να μας προσκαλούν και στα σπίτια τους, σε προσευχές, σε κοινωνίες, και γνωρίζοντας από κοντά αυτούς τους ανθρώπους, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι οικογένειές τους. Πάντα μαζί με τα παιδιά τους, με τις γυναίκες τους, με αγάπη μεταξύ τους, με σεβασμό ο ένας στον άλλο, αυτό που έβλεπα ήταν η πραγματική αξία της οικογένειας. Παράλληλα, ο Κύριος με επισκεπτότανε στις προσευχές, έκλαιγα, δόξαζα τον Θεό που μου αποκάλυψε την αλήθεια, διάβαζα μέρα-νύχτα την Καινή Διαθήκη και έτσι, σιγά-σιγά αναγεννήθηκα. Δεν μπορούσα πλέον να μιλήσω όπως μιλούσα πριν, δεν μπορούσα να βρίσω, δεν μπορούσα να μιλήσω άσχημα. Και τα βράδια, όταν τύχαινε να πάω σαν αστυνομικός σε νυχτερινά κέντρα, για διαταράξεις κοινής ησυχίας, για επεισόδια, απορούσα πως αντέχουν οι άνθρωποι να ζουν τόσες ώρες μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι μέσα σε αυτούς τους χώρους ήμουνα κι εγώ πριν από λίγους μήνες. Ήταν σαν μην είχα περάσει ποτέ από εκεί, σαν να είχαν διαγραφεί όλα αυτά εντελώς από την μνήμη μου. Και μετά από δύο μήνες που πρωτοπήγα στην εκκλησία, βαπτίστηκα στο νερό, μαζί με την γυναίκα μου. Το Πνεύμα το Άγιο δυσκολεύτηκα λίγο να το λάβω, το έλαβα όμως με πολλή δύναμη σε μια συμπροσευχή που είχαμε στο σπίτι μας μαζί με άλλα αδέλφια. Πέρναγε ο καιρός, αυξανόμουν στον Κύριο και είχα μάθει πλέον πριν πηγαίνω για δουλειά, πάντα να προσεύχομαι, να τα αφήνω όλα στον Θεό και ειδικά πριν αναλάβω κάποιο σοβαρό περιστατικό, κάτι που συνέβαινε αρκετά συχνά.
Στην Άμεση Δράση υπηρετούσες;
Ναι, στην Άμεση Δράση για πολλά χρόνια. Και είχαμε δύσκολα συμβάντα, με πυροβολισμούς, με μαχαιρώματα και με ανθρώπους τού υποκόσμου αδίστακτους, που δεν κάθονταν να τους συλλάβεις αμαχητί. Πάντα όμως στις δύσκολες περιπτώσεις που συναντούσα έκανα προσευχή και ο Θεός πάντα ενεργούσε και τα δύσκολα τα έκανε εύκολα. Μέχρι που ήρθε ο Κύριος να μου δείξει την δύναμη Του σε ένα περιστατικό πάρα πολύ δύσκολο, εδώ στη Σαλαμίνα που είχα έρθει με μετάθεση. Μια μέρα που ήμουνα βάρδια, πέσαμε επάνω σε ληστεία τραπέζης, όπου μας πυροβολήσανε οι ληστές με πολεμικό όπλο, με Καλάσνικωφ . Δεχτήκαμε πάρα πολλές σφαίρες -σαρανταπέντε κάλυκες βρήκανε μετά- κι εγώ είχα ένα διαμπερές τραύμα, όπου η σφαίρα μπήκε από τα πλευρά μου και βγήκε από την πλάτη μου κι άλλη μια σφαίρα διαπέρασε και τα δύο μου πόδια, στους μηρούς.
Πότε έγινε αυτό αδελφέ;
Τον Δεκέμβριο του 1999. Κοντά στα Χριστούγεννα, όπου οι τράπεζες ήτανε φορτωμένες με πολλά χρήματα, λόγω των δώρων και της αυξημένης εμπορικής κίνησης. Την ώρα που δέχτηκα τις σφαίρες έπεσα κάτω και φώναξα: “Χριστέ μου, σώσε με.” Εκείνη την ώρα έγινε μια παύση και σταμάτησα να ακούω, σαν να έχασα την ακοή μου, αλλά σιγά-σιγά επανήλθε. Ευτυχώς ήρθε γρήγορα το ασθενοφόρο, με πήγε στο Κέντρο Υγείας, μου σταμάτησαν την αιμορραγία κι από εκεί με άλλο ασθενοφόρο έφυγα για το Κρατικό Νικαίας. Ήταν μαζί και η γυναίκα μου. Εκεί, μέχρι το βράδυ έκανα εξετάσεις. Μου έκαναν ακτινογραφίες, τρίπλεξ, αξονικές,.. Εντωμεταξύ, μου έλεγαν: “σήκωσε το πόδι,” το σήκωνα, “σήκωσε το χέρι,” το σήκωνα, “κούνα τα δάχτυλα,” τα κούναγα. Τα έκανα όλα. Και μου λένε στο τέλος οι γιατροί: “δεν βλέπουμε να έχεις κάτι σοβαρό.” Τους λέω: “συγγνώμη, αλλά έχω φάει τρείς σφαίρες. Πως μου λέτε ότι δεν έχω κάτι σοβαρό;” Ξέχασα να σου πω ότι με είχε πετύχει κι άλλη μια σφαίρα, στο ύψος της καρδιάς και δεν με σκότωσε γιατί είχα εκεί το κινητό μου. Φεύγω βράδυ από το Κρατικό Νικαίας και πάω στο 401. Εκεί κάθισα συνολικά είκοσι μια μέρες. Και το μόνο που μου έκαναν, ήταν μια πλαστική εγχείριση στο πόδι και μια στη μέση για να κλείσουν τις τρύπες που είχαν ανοίξει οι σφαίρες. Δεν είχα πάθει απολύτως τίποτε άλλο.
Μιλάμε για θαύμα;
Ναι, δεν εξηγείται αλλιώς. Ευχαριστώ τον Κύριο γιατί με φύλαξε με θαυμαστό τρόπο. Μου έδωσαν αναρρωτική άδεια, όμως εγώ περπάταγα, έτρεχα, ούτε πρόβλημα είχα στις κινήσεις μου, ούτε τίποτε. Και μετά από δύο μήνες, πήγα πάλι στο 401, για επανεξέταση από επιτροπή. Φωνάξανε το όνομα μου, μπήκα μέσα και μου λένε οι γιατροί: “δεν φωνάξαμε εσένα, τον Μπαρμπαλιά θέλουμε που έφαγε τις σφαίρες.” Τους λέω: “εγώ είμαι.” Δεν το πιστεύανε. Και όπως καθίσαμε λίγο και συζητήσαμε, μου εξήγησαν αυτοί οι άνθρωποι, οι επιστήμονες, ότι από εκεί που πέρασε η σφαίρα που έφαγα στη πλάτη, το λιγότερο που θα έπρεπε να έχω πάθει ήτανε να μείνω ανάπηρος. Το λιγότερο. Γιατί θα μπορούσα πολύ εύκολα και να έχω πεθάνει. Και μου είπαν στο τέλος: “ειλικρινά, δεν ξέρουμε πως έγινε και δεν έπαθες τίποτε.” Τους λέω: “δεν πειράζει, εγώ ξέρω. Ο Κύριος το έκανε.”
Δόξα στον Θεό! Να περάσουμε όμως και στην ομολογία της αδελφής Πόπης. Αδελφή Πόπη, μας είπε πριν ο Τάκης ότι μπήκατε μαζί στην εκκλησία, αλλά θα ήθελα να μας πεις λίγο και για το πως μεγάλωσες, πως έζησες, μέχρι την ώρα της γνωριμίας σου με τον Χριστό.
Αμήν. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Πέραμα. Έχω κι έναν αδελφό μεγαλύτερο, ήμασταν μια τετραμελής οικογένεια πολύ δεμένη, που πίστευε πάρα πολύ στον Θεό. Χωρίς να γνωρίζουμε όμως ακριβώς την αλήθεια του Ευαγγελίου. Από μικρή, πάντα μου άρεσε να πηγαίνω στην εκκλησία, να ανάβω ένα κεράκι, να θυμιάζω, να λατρεύω τον Θεό όπως ήξερα τότε. Και στις διακοπές ακόμα, που πηγαίναμε στο νησί του πατέρα μου, στην Μυτιλήνη, ήθελα να επισκέπτομαι τις εκκλησίες εκεί, τα μοναστήρια, ήμουν πολύ κοντά σε όλα αυτά. Μεγαλώνοντας, τέλειωσα το σχολείο κι έπιασα δουλειά σαν πωλήτρια σε ένα πολυκατάστημα. Εκείνη την εποχή γνώρισα και τον Τάκη.
Ήταν κάτι που το ζητούσες από τον Θεό, το να κάνεις οικογένεια;
Ναι, σίγουρα. Και θυμάμαι πολλές φορές που πήγαινα για δουλειά, κατέβαινα στον Πειραιά πιο νωρίς και πήγαινα στην εκκλησία στην Αγία Τριάδα και άναβα ένα κεράκι και προσευχόμουνα. Και οπωσδήποτε, μέσα σε αυτά που ζητούσα από τον Θεό ήτανε να γνωρίσω κάποιον σωστό άνθρωπο για να κάνω την δική μου οικογένεια. Πράγματι, λίγο μετά γνωριστήκαμε με τον Τάκη, μέσω κάποιων κοινών γνωστών και παντρευτήκαμε. Μετά από έξι μήνες, αν θυμάμαι καλά, ξεκίνησε η πεθερά μου να πηγαίνει στην εκκλησία κι αποφασίσαμε ένα βράδυ να πάμε κι εμείς. Και από την πρώτη κιόλας φορά που πήγαμε, είπαμε και οι δύο ότι: “εδώ είναι η αλήθεια”.
Δεν είχες κάποιες επιφυλάξεις, όταν έβλεπες πράγματα που τα είχες μάθει διαφορετικά;
Όχι, τα είχα δεχτεί όλα -όλα όμως- γιατί είδα ότι εκεί πραγματικά ήταν η αλήθεια, αφού ότι γινότανε σε αυτή την εκκλησία ήτανε σύμφωνο με τον Λόγο του Θεού. Το μόνο που με δυσκόλευε ήταν το νηπιοβάπτισμα. Ήθελα, όταν θα κάνω παιδί (γιατί ακόμα δεν είχαμε) ναι μεν να το αφιερώσω στην εκκλησία που ήμασταν, αλλά και να το βαπτίσω. Μου το έδειχνε ο Τάκης μέσα από την Αγία Γραφή, μου το έδειχναν και άλλοι αδελφοί, ότι ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να πιστέψει και μετά να βαπτιστεί, δεν μπορούσα όμως να το δεχτώ με τίποτε. Πίστευα ότι αν δεν βαπτιστεί ένα παιδί όταν γεννηθεί θα πάθει κάτι κακό. Είχα αυτόν τον φόβο μέσα μου. Εκείνη την χρονιά που πιστέψαμε, πήγαμε το καλοκαίρι για διακοπές στην Κέρκυρα. Όταν συζητούσαμε με τον Τάκη που θα πάμε διακοπές, δεν ήθελα πουθενά αλλού, μου είχε βάλει ο Θεός στην καρδιά αυτό το νησί. Πήγαμε πράγματι στην Κέρκυρα, πήγαμε και στην εκκλησία, γνωρίσαμε τα αδέλφια και μας κάλεσαν μετά το κήρυγμα σε ένα σπίτι για να μιλήσουμε λίγο για τον Θεό και να προσευχηθούμε. Κι εκεί, όπως συζητούσαμε, μας είπε μια αδελφή την εμπειρία της για το πως βαπτίστηκε με Πνεύμα Άγιο. Γονάτισε και είπε πολύ απλά: “Κύριε αν είσαι ζωντανός και αληθινός έλα να με βαπτίσεις με Πνεύμα Άγιο” και ήρθε ο Κύριος, το ίδιο απλά και τη βάπτισε. Εκείνη την ώρα είπα μέσα μου: “όπως έκανες Κύριε στην αδελφή, θέλω να κάνεις και σε μένα.” Και μόλις γονατίσαμε, δεν πρόλαβα να βάλω καλά-καλά το μαντήλι μου και ήρθε ο Κύριος και με πλήρωσε με Πνεύμα Άγιο. Και όταν σηκωθήκαμε από τα γόνατα μετά από δύο ώρες, νόμιζα ότι είχανε περάσει μόνο πέντε λεπτά. Είχα πάρα πολλή χαρά, είχε κλείσει θυμάμαι η φωνή μου από την δοξολογία και από εκείνη την στιγμή, μου έφυγε τελείως αυτό το πρόβλημα, αυτή η φοβία που είχα σχετικά με το βάπτισμα. Έβλεπα πλέον τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Και το καλύτερο, γυρίζοντας από τις διακοπές, ήμουνα έγκυος στη κόρη μας.
Πάνω στην ώρα ενήργησε ο Κύριος.
Ναι, δόξα στον Θεό. Τώρα η κόρη μας είναι είκοσι οχτώ χρονών, παντρεμένη κι έχουμε κι ένα εγγονάκι. Μετά από πέντε χρόνια γεννήθηκε και ο γιός μας, που τώρα είναι στο Εμπορικό Ναυτικό και ταξιδεύει κι ευχαριστούμε τον Θεό για όλα. Μας χάρισε μέσα στη ζωή μας τα πάντα και μας τα χάρισε απλόχερα. Βέβαια, σε αυτά τα χρόνια περάσαμε και δύσκολες στιγμές. Όπως αυτή με το “ατύχημα” (όπως το λέω εγώ) με τους πυροβολισμούς που έριξαν στον Τάκη, όμως με την χάρη του Θεού όλα ξεπεράστηκαν.
Σαν γυναίκα αστυνομικού προσευχόσουν ιδιαίτερα να τον φυλάξει ο Θεός; Τι θυμάσαι πάνω σε αυτό;
Πάντα προσευχόμουν, γιατί πολλές φορές ερχότανε ο Τάκης και μου έλεγε: “σήμερα έγινε αυτό” ή “χθες μού έτυχε εκείνο” και πάντα είχα αυτόν τον φόβο. Βέβαια δεν έγινε ποτέ κάτι τόσο σοβαρό όπως αυτό με το “ατύχημα” και αυτό είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Ήτανε εκείνη τη μέρα στο σπίτι ο Τάκης, πέρασε ο συνάδελφος του με το περιπολικό να τον πάρει και φύγανε περίπου στις δύο το μεσημέρι. Δύο και είκοσι χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ένας φίλος που είχε κατάστημα στη Σαλαμίνα, ακριβώς απέναντι από την τράπεζα που έγινε η ληστεία. Και μου λέει: “Πόπη, χτύπησαν τον Τάκη και τώρα τον πάνε στο Κέντρο Υγείας.” Δεν κατάλαβα στην αρχή ότι τον πυροβόλησαν, αλλά από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Πήγα στο Κέντρο Υγείας, είδα τον Τάκη μέσα στα αίματα, του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μετά πήγαμε με ασθενοφόρο στο Κρατικό Νικαίας. Εκεί ήρθαν και κάποια αδέλφια από την εκκλησία του Πειραιά να μας συμπαρασταθούν κι ευχαριστούμε τον Θεό για όλα τα αδέλφια και για τις προσευχές τους που ήτανε για εμάς πολύτιμες. Αφού του έκαναν στη Νίκαια κάποιες εξετάσεις, πήρανε μετά τον Τάκη στο 401 και τελικά όλοι οι γιατροί είπανε ότι είναι θαύμα να μην έχει πάθει τίποτε. Γιατί με αυτά τα τραύματα θα έπρεπε ή να έχει σκοτωθεί ή να είναι τετραπληγικός σε καροτσάκι. Δόξα στον Θεό. Και συνέχισε μετά κανονικά στην υπηρεσία του, μέχρι που πριν λίγα χρόνια βγήκε στη σύνταξη.
Τώρα, να υποθέσω, προσεύχεσαι ιδιαίτερα για τον γιό που είναι στη θάλασσα.
Τώρα για τον γιό, που κάνει κι αυτός ένα αρκετά επικίνδυνο επάγγελμα. Οι προσευχές δεν σταματάνε ποτέ αδελφέ, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και προσευχόμαστε πάντα και για τους υπόλοιπους συγγενείς μας, ο Κύριος να τους σώσει και να τους φέρει κοντά Του. Βέβαια, όλοι είπανε τότε ότι ήτανε ένα θαύμα αυτό που έγινε με τον Τάκη. Και οι συγγενείς οι δικοί του και οι συγγενείς οι δικοί μου. Και πιστεύω ότι μέσα από όλα αυτά φαίνεται η δόξα του Κυρίου, φανερώνεται ότι έχουμε έναν ζωντανό Θεό που ανά πάσα στιγμή είναι δίπλα μας. Και συνεχίζουμε τώρα τον αγώνα μας, στην εκκλησία εδώ στη Σαλαμίνα, με τα αδέλφια μας τα αγαπητά και όλοι μαζί αγωνιζόμαστε να δούμε μια μέρα τον Κύριο και να Τον ανταμώσουμε.
Αμήν. Αδελφέ Τάκη τι θα ήθελες να πεις στο τέλος, κλείνοντας την μαρτυρία σας;
Από την προσωπική μου εμπειρία, κατάλαβα ότι η δύναμη του Θεού είναι τόσο απεριόριστη και ανεξάντλητη που δεν έχουμε δει ακόμα τίποτε, έχουμε να δούμε μεγαλεία. Φτάνει να σταθούμε πιστοί μέχρι τέλους και ο Θεός είναι Αυτός που θα μας φανερώσει την δόξα Του. Εμείς απλά παίρνουμε τώρα κάποια μικρά δείγματα της δύναμης του Κυρίου. Κι εγώ, στη ζωή μου, πήρα ένα δείγμα και κατάλαβα, ότι ο Θεός είναι δυνατός να με φυλάξει σε κάθε περίσταση και να με φυλάξει μέχρι τέλους, μέχρι να πάω στον Ουρανό.