Όλγα Ιωαννίδου
“Επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, διά του λόγου του Θεού του ζώντος και μένοντος εις τον αιώνα. Διότι πάσα σαρξ είναι ως χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου. Εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος αυτού εξέπεσεν. Ο λόγος όμως του Κυρίου μένει εις τον αιώνα. Και ούτος είναι ο λόγος ο ευαγγελισθείς εις εσάς.” Α΄ Πέτρου α:23
“Επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, διά του λόγου του Θεού του ζώντος και μένοντος εις τον αιώνα. Διότι πάσα σαρξ είναι ως χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου. Εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος αυτού εξέπεσεν. Ο λόγος όμως του Κυρίου μένει εις τον αιώνα. Και ούτος είναι ο λόγος ο ευαγγελισθείς εις εσάς.” Α΄ Πέτρου α:23
Εκτός από την φυσική γέννηση του ανθρώπου, η Καινή Διαθήκη μάς πληροφορεί ότι υπάρχει και μια άλλη γέννηση, η πνευματική. Η αναγέννηση. Η οποία συντελείται, όταν ο άνθρωπος δέχεται μέσα στην καρδιά του με πίστη, το Θείο σπέρμα, τον Λόγο του Θεού.
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία της για τον Χριστό, η αδελφή μας Όλγα Ιωαννίδου.
Αδελφή Όλγα δεν γνωρίζω καθόλου την ομολογία σου και περιμένω με ενδιαφέρον να μας διηγηθείς, πως γνώρισες τον Ιησού Χριστό, αναστημένο και ζωντανό μέσα στη ζωή σου.
Ναι, είναι η πρώτη φορά που κάνω δημόσια την ομολογία μου, δεν έτυχε μέχρι τώρα να την κάνω, ούτε στον ραδιοφωνικό σταθμό, ούτε στην εφημερίδα. Καταρχάς ευχαριστώ τον Θεό που με αξιώνει να βρίσκομαι στην ευχάριστη αυτή θέση να ομολογήσω το Άγιο Όνομα του. Λέγομαι Ιωαννίδου Όλγα και γεννήθηκα το 1961 στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Πετρούπολη. Ήμασταν μια πενταμελής οικογένεια (έχω άλλα δυο αδέλφια) ο πατέρας μου ήταν από την Καλαμάτα, η μητέρα μου Πόντια από την Δράμα και γνωρίστηκαν στο Νευροκόπι που είχε πάρει μετάθεση εκείνος στην Χωροφυλακή.
Υπήρχε κάποια εκζήτηση για τον Θεό μέσα στην οικογένεια σου;
Δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε κάτι ιδιαίτερο. Η μαμά μου ήταν μεν πιστή στα πατροπαράδοτα αλλά όχι κάτι παραπάνω, ο μπαμπάς μου δεν πίστευε τίποτε. Κι αυτό μου το ομολόγησε ο ίδιος, όταν μετά από χρόνια, αναγεννημένη πλέον, του μίλησα για τον Χριστό. Παρόλαυτα όμως, μας ξυπνούσε ανελλιπώς κάθε Κυριακή πρωί, για να πάμε στην ορθόδοξη εκκλησία. Δυστυχώς ο πατέρας μου ήτανε ένας πολύ αυστηρός άνθρωπος και αυτό δημιουργούσε πολλά προβλήματα μέσα στην οικογένεια. Ούτε έπινε, ούτε κάπνιζε, ούτε μας είχε λείψει ποτέ τίποτε, αλλά ήτανε πάρα πολύ δύσκολος ο μεγάλος περιορισμός που ζούσαμε μαζί του. Κι έτσι από πολύ μικρή, από δεκατεσσάρων χρονών, ήθελα να φύγω από το σπίτι. Το συζήτησα θυμάμαι τότε με την γιαγιά μου και μου είπε: “Όλγα, δεν μπορείς να φύγεις, είσαι πολύ μικρή. Όπου και να πας, θα σε βρει ο πατέρας σου και μετά θα είναι τα πράγματα χειρότερα.” Και είχε δίκιο βέβαια, οπότε μου ήρθε τότε η ιδέα, να βρω κάποιον άνθρωπο για να παντρευτώ.
Και εκείνα τα χρόνια, αυτή ήταν η μόνη διέξοδος για μια κοπέλα που ζούσε σε ένα αυταρχικό περιβάλλον.
Ναι. Πραγματικά όμως, η μόνη διέξοδος. Και προσευχόμουνα θυμάμαι -γιατί είχα μια μικρή πίστη μέσα μου- κι έλεγα: “Θεέ μου, στείλε μου Εσύ κάποιον που θα είναι καλός άνθρωπος και θα περάσω καλά μαζί του. Γιατί αν σηκώσει το χέρι του και με χτυπήσει, θα φύγω την ίδια στιγμή, θα χωρίσω.” Και δεν το ήθελα αυτό να γίνει.
Προσευχόσουν συχνά μικρή;
Ναι, προσευχόμουν αρκετά συχνά. Γιατί η γιαγιά μου, η μαμά της μαμάς μου, ήτανε πάρα πολύ πιστή. Με έπαιρνε μαζί της, πηγαίναμε στην εκκλησία και ήμουνα και παιδί του κατηχητικού. Πηγαίναμε και καμία εκδρομή με το κατηχητικό και ήτανε το μόνο μέρος που με άφηνε ο μπαμπάς μου να πηγαίνω. Πέρασαν λοιπόν λίγο τα χρόνια, έφθασα δεκαέξι χρονών και ήρθε τότε η απάντηση του Θεού στη προσευχή μου. Υπήρχε μια οικογένεια εκεί στη γειτονιά, Πόντιοι στη καταγωγή, με τους οποίους είχαμε πολύ φιλικές σχέσεις. Με την γιαγιά μου δηλαδή έκαναν περισσότερο παρέα. Και ο γιός τους, ο μετέπειτα σύζυγός μου, δούλευε στην Αμερική και είχε έρθει στην Ελλάδα για να βρει μια κοπέλα να παντρευτεί. Είχε έρθει αποκλειστικά με αυτό τον σκοπό, “επί τούτου” όπως λέμε. Πήγα να δω μια μέρα την γιαγιά μου, το σπίτι τους ήτανε πολύ κοντά, δίπλα οι πόρτες, με είδε και με ερωτεύτηκε. Και με ζήτησε από τον πατέρα μου, ο οποίος δεν έφερε απολύτως καμία αντίρρηση. Όταν βγήκαμε όμως οι δυο μας και συζητήσαμε, του είπα όλη την αλήθεια. Ότι: “σε παντρεύομαι γιατί θέλω να φύγω από το σπίτι μου. Δεν θέλω όμως να σηκώσεις ποτέ χέρι επάνω μου γιατί τότε θα χωρίσουμε.” Και του είπα και κάτι ακόμα: “θα έρθω μαζί σου στην Αμερική, αν όμως δω ότι δεν μπορώ να ζήσω εκεί θα πρέπει να γυρίσουμε στην Ελλάδα.” Συμφώνησε σε όλα, μέσα σε ένα μήνα παντρευτήκαμε και μετά έφυγε εκείνος στη Νέα Υόρκη για να μου κάνει πρόσκληση να πάω κι εγώ. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί ο άνδρας μου ο Νέστορας ήτανε πραγματικά πάρα πολύ καλός και πέρασα πάρα πολύ καλά μαζί του. Λέω: “πέρασα” γιατί έχει φύγει για τον Κύριο πριν από επτά χρόνια περίπου, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αμέσως όμως, μόλις γέννησα το πρώτο μας παιδί, τη κόρη μας, άρχισα να του ζητάω να φύγουμε. Προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη, εγώ επέμενα και με έστειλε τελικά με το παιδί στην Ελλάδα με σκοπό να έρθει κι αυτός αργότερα.
Γιατί ήθελες να φύγεις;
Γιατί ήμουνα μικρή και δεν είχα μυαλό. Ο άντρας μου είχε πολύ καλή δουλειά στην Αμερική κι έβγαζε αρκετά χρήματα, όμως εμένα μου έλειπε η μάνα μου, μου έλειπαν οι φίλες μου, με πείραζε και το κλίμα που ήταν πολύ υγρό και αφού μου το είχε υποσχεθεί πριν παντρευτούμε, αναγκάστηκε να συμφωνήσει. Θα πω όμως, ότι τελικά ήτανε από τον Θεό να γυρίσω τότε στην Ελλάδα, γιατί λίγο μετά ήρθε η στιγμή για να γνωρίσω τον Κύριο. Ήτανε Σεπτέμβρης, ήμουνα στο σπίτι με την γιαγιά μου και την θεία μου, την αδελφή της μαμάς μου κι εκείνη ετοιμαζότανε να πάει στην εκκλησία. Και της ζήτησα να πάω κι εγώ μαζί της. Να κάνω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι είχαν ήδη πιστέψει ο θείος μου και η θεία μου και πήγαιναν στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Είχε γνωριστεί ο θείος μου και με τον αδελφό Παναγιώτη Σπινάκη, τον τότε ποιμένα της εκκλησίας στην Πετρούπολη, ο οποίος έμενε αρκετά κοντά μας και ερχότανε σπίτι μας κάθε εβδομάδα, και μας μιλούσε για τον Λόγο του Θεού. Προσευχόμασταν, ψέλναμε, μας άρεσε πολύ αυτό που γινότανε, όμως τελικά είχαμε πει ότι: “καλά είναι όλα αυτά, όμως εμείς δεν αλλάζουμε την πίστη μας.” Εγώ θα ήμουνα τότε 14-15 χρονών.
Στην Αμερική που ήσουν, είχες ακούσει τον Λόγο του Θεού; Γιατί από ότι ξέρω κηρύττεται εκεί το ευαγγέλιο.
Θυμάμαι ότι έβλεπα κάποιες φορές στην τηλεόραση έναν κήρυκα του ευαγγελίου που μίλαγε σε μεγάλα πλήθη, σε στάδια. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό και με είχε παρακινήσει να ανοίξω μια Καινή Διαθήκη που είχα στο σπίτι και να ξεκινήσω να την διαβάζω. Ήτανε σε μετάφραση και ερμηνεία Τρεμπέλα και μας την είχε κάνει δώρο ο παπάς που μας πάντρεψε. Από το τέλος άρχισα θυμάμαι, από την Αποκάλυψη και με τρόμαζαν πολύ αυτά που διάβαζα και που θα γίνουν στη γη στις έσχατες ημέρες. Και πιστεύω όλα έπαιξαν τον ρόλο τους και όταν μου είπε η θεία μου εκείνο το βράδυ ότι θα πάει στην εκκλησία, της είπα ότι θα πάω κι εγώ. Μιλούσε ο αδελφός Λεωνίδας Φέγγος κι αν και δεν θυμάμαι τι ακριβώς κήρυξε, θυμάμαι ότι το κήρυγμα του ήτανε καθαρά ευαγγελιστικό. Και όπως άκουγα τον Λόγο του Θεού, άρχισα ξαφνικά να κλαίω κι ένιωθα να φεύγει ένα μεγάλο βάρος από μέσα μου και να έρχεται χαρά. Μια πολύ μεγάλη χαρά που νόμιζα ότι θα σπάσει η καρδιά μου. Όσοι έχουν ζήσει την εμπειρία της αναγέννησης καταλαβαίνουν τι λέω. Τέλειωσε το κήρυγμα, με χαιρέτησαν τα αδέλφια, έβλεπα τα πρόσωπα τους φωτεινά, άγια και λέω στη θεία μου: “εδώ μέσα είναι ο Θεός. Νιώθω τόσο μεγάλη χαρά, που φοβάμαι πως όταν βγούμε έξω θα αγκαλιάσω τον πρώτο τυχόντα.” Και μου λέει η θεία μου: “Όλγα, αναγεννήθηκες.” Και όταν πήγαμε στο σπίτι, μου έδειξε τα εδάφια μέσα από τον Λόγο του Θεού που μιλάνε για την αναγέννηση. Ήταν όμως η γνωριμία μου με τον Χριστό, όπως αυτό που λένε στον κόσμο: “έρωτας με την πρώτη ματιά.” Φύγανε κατευθείαν από τη ζωή μου, τσιγάρα, βαψίματα, παντελόνια, τα πέταξα όλα χωρίς να μου πει κανένας τίποτε. Δευτέρα αναγεννήθηκα και την επόμενη Πέμπτη, που πήγαμε στην εκκλησία της Νίκαιας, ζήτησα να βαπτιστώ στο νερό.
Νομίζω, μόνο εκεί υπήρχε βαπτιστήρι τότε.
Ναι, σωστά. Και μαζί βαπτίστηκε και η μητέρα μου, η οποία μέχρι τότε, αν και γνώριζε τον Λόγο του Θεού, εμποδιζόταν να βαπτιστεί, από μια μικρή αμφιβολία που είχε μέσα της. Και την οποία ξεπέρασε, όταν είδε εμένα να προχωράω μαζί με τον Χριστό. Την ημέρα που βαπτίστηκα, ένιωσα την δεύτερη μεγάλη χαρά, μετά από την πρώτη της αναγέννησης. Νόμιζα ότι πετούσα, ότι δεν πατάω στο έδαφος. Ήτανε θυμάμαι μαζί μας εκείνο το βράδυ και ο αδελφός ο Παναγιώτης ο Σπινάκης, εκείνος μας είχε πάει στην εκκλησία. Μας έβαζε όλους τότε σε ένα φορτηγάκι, ένα βανάκι που είχε για την δουλειά του και κάθε Τρίτη πηγαίναμε στην Αθήνα και κάθε Πέμπτη στη Νίκαια. Ψέλναμε όλοι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο, ήτανε μια μεγάλη ευλογία πραγματικά. Εντωμεταξύ, ενώ πριν αναγεννηθώ έλεγα στον άνδρα μου να φύγουμε από την Αμερική κι εκείνος προσπαθούσε να μου αλλάξει γνώμη, μετά τον πήρα τηλέφωνο, του είπα ότι γνώρισα τον Χριστό και του είπα ότι τελικά θα έρθω στην Αμερική και θα κάνω άλλη μια προσπάθεια να μείνω εκεί. Και πράγματι γύρισα, άρχισα να μιλάω σε όλους για τον Χριστό, συγγενείς, φίλους και οι περισσότεροι με κοροιδεύανε βέβαια. Ο άνδρας μου, αν και στην αρχή δέχτηκε τον Λόγο του Θεού και ξεκίνησε να διαβάζει την Καινή Διαθήκη, μετά μπήκανε στη μέση συγγενείς και τον επηρεάσανε. Άρχισε τότε ένας πόλεμος στο σπίτι, γιατί εγώ ήθελα να πηγαίνω στην εκκλησία κι εκείνος δεν με άφηνε. Είχα ξεκινήσει τότε να πηγαίνω σε μια εκκλησία κάπου στην Αστόρια, αλλά υπήρχανε κάποιες διαφορές με την εκκλησία που είχα πιστέψει, την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής.
Ελληνική εκκλησία;
Ναι, με αδελφούς Ελληνοαμερικάνους. Πολύ καλά αδέλφια, αλλά κάποια πράγματα τα είχαν διδαχτεί εκείνοι διαφορετικά. Τελικά γνώρισα εκεί μια αδελφή μας που είχε πιστέψει κι εκείνη στην Ελλάδα και αρχίσαμε να ψάχνουμε μαζί να βρούμε μια εκκλησία, που να ακολουθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια τον Λόγο του Θεού. Πήγαμε σε πολλές εκκλησίες στη Νέα Υόρκη και είδαμε παράξενα πράγματα μπορώ να σου πω. Άνθρωποι να χοροπηδάνε και άλλα διάφορα. Δεν μας άρεσε καμία και τελικά βρήκαμε μόνο μια Σπανιόλικη εκκλησία που ήταν ακριβώς όπως η εκκλησία η δική μας. Οι γυναίκες σεμνές, όλες με τα μαντήλια τους όταν προσεύχονταν και οι ύμνοι ακριβώς ίδιοι με τους δικούς μας αλλά στα ισπανικά. Βέβαια ισπανικά εμείς δεν γνωρίζαμε και είπα στον άντρα μου ότι πρέπει τελικά να γυρίσουμε στην Ελλάδα γιατί χωρίς εκκλησία δεν μπορώ να μείνω στην Αμερική. Συμφώνησε πάλι ο άνθρωπος και το 1981 γύρισα πρώτα εγώ μαζί με την κόρη μας και έγκυος στο δεύτερο παιδί. Εντωμεταξύ προσευχόμουν τότε να με βαπτίσει ο Κύριος με το Πνεύμα Του το Άγιο, και στην Αμερική, λίγο πριν φύγω, βλέπω ένα ενύπνιο. Ότι αρραβωνιαζόμουνα και ήρθε ένας νέος και μου πέρασε στο χέρι ένα δαχτυλίδι. Και ήθελα -λέει- πάρα πολύ, να παντρευτώ αυτόν τον νέο. Απορούσα για μέρες με αυτό το όνειρο, αφού ήμουνα ήδη παντρεμένη, όταν όμως το είπα στον θείο μου, εκείνος μου εξήγησε ότι αυτός ο νέος που είδα είναι ο Κύριος. Και το δαχτυλίδι, είναι ο αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος που γράφει στη Καινή Διαθήκη. Θυμάμαι, είχε γίνει τότε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα το 1981 και ακριβώς την επόμενη μέρα θα γινότανε μια προσευχή σε κάποιο σπίτι για το Πνεύμα το Άγιο. Και είπαμε κι εγώ και η θεία μου να πάμε να το λάβουμε.
Υπήρχε πνευματικός ζήλος εκείνη την εποχή, ούτε από σεισμούς επηρεαζόσασταν, ούτε από τίποτε.
Ναι, ήταν άλλα χρόνια τότε. Και πραγματικά πήγαμε σε εκείνο το σπίτι και βαπτιστήκαμε κι εγώ και η θεία μου με Πνεύμα Άγιο. Θυμάμαι ότι αισθάνθηκα ακριβώς αυτό που λέει στον Λόγο του Θεού, πως ζωντανά νερά θα τρέξουν μέσα από την κοιλιά του ανθρώπου που θα λάβει το Πνεύμα το Άγιο. Πάρα πολύ μεγάλη χαρά ένιωθα, η τρίτη μεγάλη χαρά που είχα πάρει, μετά την αναγέννηση και την βάπτιση στο νερό. Ήρθε ο σύζυγος μου μετά στην Ελλάδα κι εκεί άρχισε ο μεγαλύτερος διωγμός που είχα σαν πιστή. Δεν ήθελε να παίρνω τα παιδιά μαζί μου στην εκκλησία και είχαμε συνέχεια προβλήματα. Εντωμεταξύ το πρώτο παιδί το είχαμε αφιερώσει στον Κύριο στην εκκλησία στη Νέα Υόρκη που πήγαινα τότε και είχε έρθει στην αφιέρωση κι ο άντρας μου, αλλά το είχαμε βαπτίσει κιόλας πριν, στην ορθόδοξη εκκλησία. Όταν γεννήθηκε δεν είχα πιστέψει εγώ ακόμα. Το δεύτερο παιδί, όταν το αφιέρωσα στην εκκλησία, ο άντρας μου έλειπε στην Αμερική. Γιατί για κάποιο διάστημα πηγαινοερχότανε και δούλευε στην Αμερική. Όταν γύρισε όμως το βάπτισε. Στο τρίτο παιδί ήρθε πάλι στην αφιέρωση. Το καλό είναι ότι ερχότανε κάποιες φορές στην εκκλησία κι άκουγε τον Λόγο του Θεού. Κι άκουγε κρυφά κασέτες με κηρύγματα στο σπίτι, όταν έλειπα. Αυτό μου το είπε μετά, όταν πίστεψε.
Πότε πίστεψε ο άντρας σου;
Πίστεψε λίγο μετά, αφού κάναμε και το τέταρτο παιδί. Τότε αναγεννήθηκε και βαπτίστηκε στο νερό. Θυμάμαι είχε πάει για δουλειά στη Σύρο, τον έπιασε η μέση του, δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου και τον φιλοξένησαν εκεί τα αδέλφια από την εκκλησία για ένα μήνα τουλάχιστον. Με πολλή αγάπη και υπομονή τον υπηρέτησαν κι εκεί άλλαξε η καρδιά του και δέχτηκε τον Χριστό. Κι έτσι, τα δύο μικρότερα παιδιά μας δεν τα βάπτισε, μόνο τα αφιερώσαμε. Τα πρώτα τρία, εγώ τα αφιέρωνα, αυτός τα βάπτιζε.
Να πούμε εδώ, ότι στην εκκλησία μας δεν βαπτίζουμε τα μωρά γιατί δεν είναι σύμφωνο με τον Λόγο του Θεού που λέει: “όποιος πιστεύσει και βαπτιστεί θα σωθεί.” Αλλά αφιερώνουμε τα μωρά, όλη η εκκλησία, με προσευχή στον Κύριο. Πέντε παιδιά αποκτήσατε τελικά;
Πέντε παιδιά, τα οποία δυστυχώς είναι όλα στον κόσμο, εκτός από τον τέταρτο, ο οποίος ήτανε κι αυτός στον κόσμο, όμως έχει επιστρέψει στον Κύριο εδώ και 11 χρόνια. Γνωρίζω όμως, ότι μια μεγάλη ευθύνη την έχω κι εγώ που φύγανε τα παιδιά μου, γιατί είχα απομακρυνθεί από τον Κύριο για ένα διάστημα. Δύο χρόνια ήτανε, δεν ήτανε μεγάλο διάστημα, αλλά ήτανε κάτι που τα επηρέασε τα παιδιά αρνητικά. Πιστεύω όμως ότι θα επιστρέψουν, γιατί μας έχει μιλήσει ο Κύριος με προφητείες και με ενύπνια. Έχω και οχτώ εγγονάκια, δόξα στον Θεό. Προσεύχομαι και για τον αδελφό μου και για τον πατέρα μου, η αδελφή μου είναι πιστή εδώ και χρόνια. Πιστεύω όμως ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του ώρα και παράδειγμα είναι η γιαγιά μου που άργησε πολύ να πιστέψει. Ερχότανε καμιά φορά στην εκκλησία, άκουγε τον Λόγο του Θεού, της άρεσε, αλλά έμενε προσκολημμένη στα πατροπαράδοτα. Δεν τα άλλαζε με τίποτε. Και λίγο πριν πεθάνει -πέθανε στα ενενήντα πέντε- στα ενενήντα τρία της χρόνια, πίστεψε και βαπτίστηκε εν ύδατι. Εκεί που καθότανε στο χωριό μαζί με την θεία μου κι ακούγανε τον ραδιοφωνικό σταθμό (Χριστιανισμός 104,3) ξαφνικά λέει: “Μα τι κάνω τόσα χρόνια; Αφού η αλήθεια είναι εκεί που πάτε εσείς. Τυφλή ήμουνα και δεν έβλεπα.” Και πήραν αμέσως τηλέφωνο τον αδελφό που ήταν υπεύθυνος στην εκκλησία της Δράμας και του ζήτησε να βαπτιστεί. Κι έτσι έφυγε εν Κυρίω.
Είναι θαυμαστό, το πως περιμένει ο Θεός τον άνθρωπο μέχρι τελευταία στιγμή.
Ναι, μακροθυμεί ο Κύριος. Να μην ξεχάσω, ότι ο Θεός μάς έχει φυλάξει πολλές φορές κι εμένα και τα παιδιά μου από σοβαρά ατυχήματα, και από ασθένειες. Τον ένα μου γιό τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, ο μικρότερος είχε πέσει μικρός από μια αφύλαχτη οικοδομή και άλλα πολλά. Και κλείνοντας αδελφέ μου θα ήθελα να πω κάτι σε όσους θα διαβάσουν την ομολογία μου. Να πάρουν σήμερα στα χέρια τους τον Λόγο του Θεού, την Καινή Διαθήκη και να την διαβάσουνε, γιατί όπως είχε πει και ο Αδαμάντιος Κοραής: “μόνο το Ευαγγέλιο μπορεί να σώσει την Ελλάδα.” Ο Κύριος αγαπάει όλους τους ανθρώπους, το λέει άλλωστε: “Ελάτε σε μένα όλοι οι κουρασμένοι και οι φορτωμένοι κι Εγώ θα σας ξεκουράσω.” Είναι ζωντανός, είναι αληθινός, το γευτήκαμε στη ζωή μας και όποιος κι αν Τον επικαλεστεί, ο Κύριος θα του απαντήσει σίγουρα. Αρκεί να Τον επικαλεστεί με καθαρή καρδιά, με ταπείνωση και με πίστη.