Γεράσιμος Τούλιος
Aυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Γεράσιμος Τούλιος.
Aυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Γεράσιμος Τούλιος.
Αδελφέ Γεράσιμε, γεννήθηκες μέσα στην εκκλησία από ότι ξέρω.
Ναι, γεννήθηκα το 1986 και οι γονείς μου εκείνη την εποχή ήτανε πιστοί. Πρώτος είχε γνωρίσει τον Θεό ο θείος μου ο Σωτήρης, εκείνος μίλησε στους γονείς μου και πίστεψαν, αλλά δυστυχώς στην πορεία έφυγαν από την εκκλησία, δεν μπόρεσαν να σταθούν. Κι εμείς σαν μικρά παιδιά, εγώ με τον αδελφό μου τον μικρότερο, τους ακολουθήσαμε. Τα επόμενα χρόνια ήτανε για εμένα τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου. Υπήρχανε μέσα στο σπίτι πολλοί τσακωμοί, πολύ άσχημες συμπεριφορές και η αποκορύφωση ήτανε το 1996, που χώρισαν οι γονείς μου οριστικά.
Αφού δεν ήταν πλέον ο Χριστός μέσα στην οικογένεια επόμενο ήτανε.
Ναι βέβαια. Αφού απομακρύνθηκαν από τον Θεό, ότι έγινε μετά ήταν αποτέλεσμα της δικής τους απομάκρυνσης. Η μητέρα μου ήτανε τότε σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, προσπάθησε τρείς φορές να αυτοκτονήσει και στην τρίτη απόπειρα μάλιστα ήμουν κι εγώ μπροστά, με κάτι χάπια που πήρε. Και κατά την δική της ομολογία, της εμφανίστηκε τότε ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός και της είπε πως: “αν επιχειρήσεις ξανά να αυτοκτονήσεις, τότε θα χαθεί για πάντα η ψυχή σου.” Αυτό την συγκλόνισε πραγματικά και αποφάσισε να επιστρέψει στην εκκλησία. Στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στη Νέα Ιωνία. Θυμάμαι ότι σαν παιδί, στα χρόνια της αποστασίας των γονιών μου, συχνά-πυκνά ρωτούσα τη μητέρα μου: “γιατί δεν πάμε εκκλησία;” ή “πότε θα ξαναπάμε εκκλησία;” και μου έλεγε αόριστα ότι: “ναι… θα δούμε” ή κάτι παρόμοιο.
Σου άρεσε δηλαδή σαν μικρό παιδί στην εκκλησία;
Ναι, μου άρεσε πάρα πολύ. Και όταν ξαναγυρίσαμε στην εκκλησία, εκείνο το καλοκαίρι του 1996, ένιωσα λες και ήμουνα για χρόνια μέσα στην έρημο και μπήκα ξαφνικά μέσα σε μια όαση. Ήτανε ένα συνταρακτικό συναίσθημα. Και αν και ήμουνα ένα παιδί μόλις δέκα ετών, θυμάμαι ότι αυτό που βγήκε αυθόρμητα μέσα από την καρδιά μου ήτανε ότι: “Επιτέλους, είμαστε πάλι μέσα στην εκκλησία.” Έκανε τότε και κάποιες προσπάθειες η μητέρα μου να επανασυνδεθεί με τον πατέρα μου αλλά δεν τελεσφόρησαν και κατάλαβε ότι πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο που διάλεξε μόνη της, ζητώντας χάρη από τον Θεό για να την βοηθήσει. Η αλήθεια είναι ότι εκείνα τα χρόνια δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ οικονομικά. Και χαριτολογώντας, λέω πολλές φορές ότι μπορεί τότε στην Ελλάδα να μην υπήρχε κρίση, όμως εμείς στο σπίτι μας είχαμε κρίση. Γιατί η μητέρα μου πάλευε μόνη της να μεγαλώσει δύο παιδιά, χωρίς να έχει πάντα δουλειά και τα χρήματα πολλές φορές δεν μας φτάνανε ούτε για τα βασικά. Ευχαριστώ όμως τον Θεό για την εκκλησία Του, γιατί πολλές φορές μάς έδειξαν οι αδελφοί έμπρακτα την αγάπη τους. Μας έφερναν τρόφιμα, μας έφερναν ρούχα και ήταν η εποχή που είχαμε μεταφερθεί πλέον στην εκκλησία του Γαλατσίου, τη σημερινή εκκλησία της Ριζούπολης. Ήτανε τότε για μένα το ξεκίνημα της εφηβείας μου, που είχα πολλή ανάγκη να βρω ένα σταθερό πάτημα, καθώς μου έλειπε ο πατέρας μου, μου έλειπαν πολλά πράγματα και πράγματι όταν ήμουν σε ηλικία 13 ετών, ήρθε ο Θεός με μεγάλη χάρη, με άγγιξε και με αναγέννησε. Μετά πήρα την απόφαση και βαπτίστηκα στο νερό.
Τι θυμάσαι από εκείνη την ημέρα που αναγεννήθηκες, ποιά ήταν ακριβώς η εμπειρία σου;
Θυμάμαι ότι ήμουν σε μια συμπροσευχή σε ένα σπίτι. Είχε πάει για να προσευχηθεί η μητέρα μου και είχαμε πάει κι εμείς, εγώ με τον αδελφό μου, ουσιαστικά για να παίξουμε με τα παιδιά εκεί. Αλλά μας ζήτησε ο αδελφός που είχαμε πάει στο σπίτι του, ο οικοδεσπότης, πριν πάμε να παίξουμε, να καθίσουμε για λίγο, για πέντε-δέκα λεπτά να προσευχηθούμε. Πράγματι γονατίσαμε και ξέρεις κι εσύ πως είναι τα παιδιά, ανοίγουν την καρδιά τους στον Θεό πολύ πιο εύκολα από ότι εμείς οι μεγάλοι. Και καθώς γονάτισα, είπα θυμάμαι: “Κύριε, εσύ είσαι ο πατέρας μου, εσύ είσαι ο βοηθός μου...” και εκεί ήρθε ο Θεός και με άγγιξε με πολλή δύναμη και με αναγέννησε. Και αυτό είχε μεγάλο αντίκρισμα στη ζωή μου, παρόλο που ήμουνα μικρός. Σταμάτησα να σκέφτομαι όπως σκεφτόμουνα πριν, να μιλάω όπως μιλούσα πριν και ένιωθα ότι ο Θεός είναι πάντα δίπλα μου και ότι συνέχεια με βοηθάει. Απέκτησα μια εμπιστοσύνη.
Μια προσωπική σχέση.
Ναι, κατάλαβα πλέον ότι ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη έννοια αλλά ένα υπαρκτό πρόσωπο το οποίο μπορεί να μην το έβλεπα με τα φυσικά μου μάτια αλλά το αισθανότανε η καρδιά μου, το αισθανότανε η ψυχή μου. Και μπορώ να πω ότι ήρθε ο Θεός με την χάρη Του και αναπλήρωσε μέσα μου κάθε κενό που υπήρχε. Ήτανε τότε τα χρόνια του Γυμνασίου και προσπαθούσα να κρατήσω σταθερή την αγάπη μου προς τον Κύριο. Μετά περάσανε λίγο τα χρόνια, πήγα στο Λύκειο και ο κόσμος άρχισε να γίνεται πιο δυνατός, οι προκλήσεις του να είναι πιο δυνατές, κι εκεί όμως έκανε πάλι χάρη ο Θεός. Σε ηλικία 15 ετών σε μια συμπροσευχή, πάλι σε ένα σπίτι, ήρθε και με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Σε μια εποχή που δεν ήμουνα καλά πνευματικά και η καρδιά μου είχε παγώσει λίγο. Πάλι είχαμε πάει στο σπίτι ενός αδελφού πρεσβυτέρου, είπε για λίγο να γονατίσουμε, να προσευχηθούμε και γονάτισα κι εγώ όπως γονάτιζα όλες τις άλλες φορές. Χωρίς να περιμένω ότι θα έρθει ο Θεός να με επισκεφτεί ή να κάνει κάτι ιδιαίτερο.
Χωρίς να έχεις κάποια εκζήτηση για τον Θεό.
Ναι, δεν ζητούσα καθόλου εκείνη την εποχή το Πνεύμα το Άγιο. Ήτανε όμως σε εκείνο το σπίτι ένας νέος αδελφός, ο οποίος ήτανε πολύ “ζέων” όπως λέμε, πολύ ένθερμος πνευματικά. Είχε χάρισμα προφητείας, αλλά πιστεύω ότι είχε και χάρισμα πίστεως, γιατί ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε και μου είπε: “Γεράσιμε, ο Θεός θα σε βαπτίσει σήμερα με Πνεύμα Άγιο.” Και έτσι, μου μετέδωσε κατευθείαν την πίστη που εκείνος ένιωθε. Άνοιξα τότε την καρδιά μου στον Θεό, Τον δόξασα κι έγινε και σε μένα αυτό που λέει η Αγία Γραφή: “ποταμοί ύδαντος ζώντος θέλουσι ρεύσει εκ της κοιλίας τού ανθρώπου.” Ένιωσα μια δύναμη σαν νερό που θέλει να εκραγεί μέσα από την κοιλιά μου και όταν την άφησα αυτή τη δύναμη άρχισα να γλωσσολαλώ και να μην μπορώ να σταματήσω. Βέβαια ο Θεός ήξερε γιατί μου έδωσε τότε το Πνεύμα το Άγιο γιατί ακολούθησε για μένα μια πολύ δύσκολη περίοδος. Η μητέρα μου δυσκολευότανε πολύ να βρίσκει δουλειά και έτσι χρειάστηκε πολλές φορές να δουλέψω κι εγώ, αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες. Αυτό όμως έκανε την καρδιά μου κάπως να φθίνει, να χαλάει. Έβλεπα τα άλλα παιδιά στην εκκλησία να είναι ευλογημένα, τις οικογένειες τους ενωμένες, τις ανάγκες τους όλες καλυμμένες κι ερχότανε ένα παράπονο μέσα μου και μια πικρία. Και το λάθος μου ήτανε ότι το άφησα αυτό μέσα μου να δουλεύει. Κι εκεί που ερχότανε ο Διάβολος με διαλογισμούς πονηρούς και μου έβαζε τρικλοποδιές, εγώ καθόμουνα και δεχόμουνα τις εισηγήσεις του και συζήταγα μαζί του.
Αντί να συζητήσεις με κάποιον εργάτη του Ευαγγελίου για να σε βοηθήσει.
Ακριβώς. Αντί να καθίσω να μιλήσω με κάποιον έμπειρο αδελφό να μπορέσει να με βοηθήσει πνευματικά. Κέρδιζε μέσα μου εδάφη έτσι ο πονηρός, καθώς ερχότανε και μου ψιθύριζε όλα τα στραβά και άσχημα της ζωής μου και μου έκρυβε το κυριότερο, ότι είμαι παιδί του Θεού, προορισμένο να ζήσω στην ουράνια βασιλεία Του. Όταν τέλειωσα το Λύκειο ξεκίνησα να πηγαίνω σε μια τεχνική σχολή, έπιασα και μια καθημερινή δουλειά (έχοντας περισσότερα χρήματα πλέον στη τσέπη μου) και ο κόσμος άρχισε να με κερδίζει πιο πολύ. Άρχισαν παρέες, βόλτες, δεν πήγαινα συχνά στην εκκλησία, μετά πήγαινα μόνο Κυριακή και μετά δεν πήγαινα καθόλου. Έτσι βρέθηκα εκτός εκκλησίας χωρίς να το πάρω χαμπάρι μπορώ να πω. Ήταν σαν ένας ύπνος πνευματικός, σαν ένας λήθαργος, που σιγά-σιγά με κυρίευσε. Βέβαια δεν είχα εξοκείλει, δεν είχα πέσει σε αμαρτίες σοβαρές, όπως σε ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο αλλά ζούσα πλέον κοσμικά.
Είχες έλεγχο και δεν προχωρούσες στην αμαρτία;
Ναι, βέβαια. Κάθε μέρα με έλεγχε μέσα μου το Πνεύμα το Άγιο. Και ενώ μέσα στον κόσμο είχα ευκαιρίες να κάνω διάφορες αμαρτίες, τελικά ο Κύριος με φύλαξε από όλα με θαυμαστό τρόπο μπορώ να πω. Μετά ήρθε η ώρα να πάω στον στρατό και βρέθηκα για εννιά μήνες στον Έβρο, αποκομμένος τελείως. Εκεί ξεκίνησα και το τσιγάρο και αυτό ήτανε για μένα το τελειωτικό χτύπημα. Ένιωθα πλέον τόσο βρώμικος και αμαρτωλός που είχα αποκλείσει τον εαυτό μου από το να ξαναπάω στην εκκλησία. Απολύθηκα, έπιασα μια δουλειά σαν αποθηκάριος και τότε πήρα και το πρώτο μου αυτοκίνητο, ένα μικρό αμαξάκι. Δεν ένιωθα χαρά όμως σε τίποτε, σε ότι κι αν έκανα, και υπήρχε μέσα μου διαρκώς ένα βάρος αμαρτίας να με συμπιέζει. Κάποια στιγμή έγινε κι ένα γεγονός με ένα φίλο που με στενοχώρησε πάρα πολύ κι ένα βράδυ πήρα το αυτοκίνητο κι ανέβηκα μόνος μου επάνω στα Τουρκοβούνια. Πάρκαρα σε μια αλάνα, ήτανε βράδυ καλοκαιρινό, είχε ξαστεριά και γονάτισα εκεί κατάχαμα κι άρχισα να κλαίω. Και μόνο μια λέξη έλεγα: “Συγγνώμη.” Ζητούσα συγγνώμη από τον Θεό γιατί απομακρύνθηκα από Εκείνον, γιατί Τον λύπησα με όσα είχα κάνει, και αυτή η μετάνοια πλημμύρισε την καρδιά μου. Και έδωσα μια υπόσχεση στον Θεό εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσα να Του υποσχεθώ ότι θα αλλάξω ζωή, γιατί δεν είχα τη δύναμη να το κάνω, αλλά Του υποσχέθηκα ότι θα ξεκινήσω να έρχομαι πάλι στην εκκλησία. Και είπα: “Κύριε, θα κάνω εγώ αυτό το βήμα και κάνε Εσύ τα υπόλοιπα.” Έτσι κι έγινε και το καλοκαίρι του 2008 ξεκίνησα να έρχομαι πάλι στις συναθροίσεις όπου καθόμουνα πίσω-πίσω σε μια άκρη και προσευχόμουνα στον Θεό να με βοηθήσει.
Πόσο καιρό είχες λείψει από την εκκλησία;
Γύρω στα τέσσερα χρόνια. Είχα πάει ενδιάμεσα μόνο κάποιες παραμονές πρωτοχρονιάς ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Από τη μέρα που ξεκίνησα να έρχομαι ξανά στην εκκλησία, δεν πέρασε ούτε ένας μήνας και ήρθε ο Θεός και μου άλλαξε πάλι τη ζωή. Άρχισα να προσεύχομαι, να διαβάζω τον Λόγο του Θεού κι εκείνη την εποχή είχε γίνει κάτι θαυμαστό. Είχαν επιστρέψει από την αποστασία και άλλα παιδιά στην εκκλησία του Γαλατσίου, είχαν σωθεί μέσα από τον κόσμο και κάποιοι άλλοι νέοι και δημιουργήθηκε έτσι ένας πυρήνας από έξι-επτά άτομα που εκζητούσαμε ένθερμα τον Θεό. Κι ένα βράδυ, σε μια συμπροσευχή που είχαμε, είπα στον Κύριο: “ξέρω ότι με αγαπάς, ότι με έχεις δεχτεί, ότι με έχεις συγχωρέσει, αλλά θέλω να έρθεις σήμερα με πολλή δύναμη και να με πληρώσεις με Πνεύμα Άγιο.” Γιατί ως τότε, από την ημέρα που είχα επιστρέψει στην εκκλησία δεν είχα πληρωθεί ακόμα με Πνεύμα Άγιο. Θυμάμαι είχε πει κάποτε ο αδελφός Ζηνόπουλος σε ένα κήρυγμα, ότι σε μια επίσκεψη του Θεού είχε νιώσει σαν να του συνέδεσαν στα πόδια ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν μπορούσα ως τότε να το καταλάβω και το θεωρούσα και λίγο υπερβολικό αυτό που έλεγε, αλλά εκείνη τη μέρα το κατάλαβα.
Το έζησες.
Το έζησα, έτσι ακριβώς. Ήταν σαν κάποιος να πήρε δύο καλώδια από την πρίζα, να άνοιξε τον γενικό διακόπτη και να με τίναξε. Ένιωσα να με κτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα από τα πόδια μου μέχρι το κεφάλι και με πλήρωσε ο Κύριος με τόση δύναμη με το Πνεύμα Του, που μπορώ να σου πω ότι για μια εβδομάδα μιλούσα συνέχεια ξένες γλώσσες. Ήταν κάτι που δεν το έχω ξαναζήσει κι εύχομαι κάποια στιγμή να το ξαναζήσω. Και δυνατός είναι ο Θεός να το ξανακάνει αλλά πιστεύω ότι το έκανε τότε για να μου δείξει ότι με έχει συγχωρέσει πλήρως. Μετά τα χρόνια κύλησαν ευλογημένα μέσα στην εκκλησία. Με την νεολαία, με συνέδρια, με εξορμήσεις, με έργο Θεού, μέχρι που κάποια στιγμή ήρθε στη καρδιά μου η επιθυμία να αποκατασταθώ, να κάνω οικογένεια. Έβλεπα πολλούς νέους που ενεργούσε ο Κύριος και τους έδινε κοπέλες από άλλες εκκλησίες, από άλλες πόλεις αλλά στη δικιά μου περίπτωση δεν ήθελα να γίνει έτσι. Ήθελα την γυναίκα που θα παντρευτώ να την γνωρίζω καλά, να είναι από την εκκλησία που πηγαίνω κι εγώ. Και πραγματικά ο Κύριος έβαλε αγάπη στη καρδιά μου για μια κοπέλα από την εκκλησία της Ριζούπολης, την Μαρία και ακριβώς την ίδια περίοδο έβαλε αγάπη και σε εκείνη για μένα. Γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά, από το Κυριακό σχολείο, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα παντρευτώ την Μαρία, ούτε εκείνη ότι θα παντρευτεί εμένα. Όμως ο Κύριος ενήργησε και μας ένωσε και το 2012 παντρευτήκαμε μέσα σε αρκετές δυσκολίες. Ήταν το απόγειο της οικονομικής κρίσης και η εταιρία που δούλευα έκλεισε, όμως ο Θεός μού χάρισε γρήγορα μια καλύτερη δουλειά. Γιατί ο Κύριος δεν εμποδίζεται από οικονομικές κρίσεις, όταν θέλει να ενεργήσει, ενεργεί. Μετά από ενάμιση χρόνο περίπου αποφασίσαμε να κάνουμε ένα παιδί, προσευχόμασταν και τελικά έμεινε έγκυος η Μαρία. Όμως, όπως λέει ο Λόγος του Θεού: “ο Κύριος δίνει και ο Κύριος παίρνει” κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Αυτό το παιδί το χάσαμε, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη μάλιστα και ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για εμάς. Όμως μας παρηγόρησε ότι είναι πλέον στον Ουρανό, γιατί η ψυχή είναι αιώνια, δεν πεθαίνει. Και ο Κύριος μάς χάρισε μετά άλλα δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Πολυξένη και την Ελισάβετ. Με την χάρη του Θεού υπηρετώ τώρα σαν διάκονος την εκκλησία της Ριζούπολης και αγωνιζόμαστε κι εμείς τον καλό αγώνα της πίστης, μέχρι να έρθει ο Κύριος να μας παραλάβει.
Αμήν. Να πούμε κλείνοντας αδελφέ Γεράσιμε κάτι και για αυτή την παγίδα που έπεσες και εσύ, αλλά πέφτουν και πολλοί άνθρωποι -και χριστιανοί μάλιστα- την παγίδα της πικρίας με τον Θεό.
Από την προσωπική μου εμπειρία, έχω καταλήξει πλέον ότι το μόνο σίγουρο στη ζωή μας, το μόνο δεδομένο, είναι ότι ο Θεός μάς αγαπάει. Και μας αγαπάει τόσο πολύ, ώστε έδωσε τον Υιό του τον μονογενή για να μην απολεστούμε αλλά να έχουμε ζωή αιώνια. Η αγάπη του Θεού για εμάς είναι ο Σταυρός του Χριστού, εκεί πρέπει να επικεντρωνόμαστε και όχι στο αν έχουμε πλούτη και υπάρχοντα. Από εκεί και πέρα, προβλήματα στην επίγεια ζωή μας υπάρχουνε και πάντα θα υπάρχουνε, αλλά δεν φταίει ο Θεός για τα προβλήματα. Μάλλον η απομάκρυνση μας από τον Θεό φταίει, τις περισσότερες φορές, για τα προβλήματα. Και βέβαια είναι δυνατός ο Θεός όταν Τον πλησιάσουμε με ταπείνωση, μαζί με τον Χριστό να μας χαρίσει τα πάντα. Όλα όσα έχουμε ανάγκη, “τα καλύτερα και τα συνεχόμενα με την σωτηρία μας” όπως λέει στον Λόγο Του. Και στο “τέλος της ημέρας” αδελφέ, αυτό είναι το μόνο που θα έχει αξία, η σωτηρία μας. Το να πάμε στον Ουρανό. Όλα όσα ζούμε εδώ στη γη είναι εφήμερα και εμείς πολλές φορές αναλωνόμαστε χωρίς λόγο σε μάταια πράγματα.