Νίκος Γκενεράλης
“Ας ήναι γνωστόν εις πάντας υμάς και εις πάντα τον λαόν του Ισραήλ ότι διά του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησεν εκ νεκρών, διά τούτου παρίσταται ούτος ενώπιον υμών υγιής. Ούτος είναι ο λίθος ο εξουθενηθείς εφ’ υμών των οικοδομούντων, όστις έγεινε κεφαλή γωνίας. Και δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία· διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν.” Πράξεις δ΄ 10-12
“Ας ήναι γνωστόν εις πάντας υμάς και εις πάντα τον λαόν του Ισραήλ ότι διά του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησεν εκ νεκρών, διά τούτου παρίσταται ούτος ενώπιον υμών υγιής. Ούτος είναι ο λίθος ο εξουθενηθείς εφ’ υμών των οικοδομούντων, όστις έγεινε κεφαλή γωνίας. Και δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία· διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν.” Πράξεις δ΄ 10-12
Ο Λόγος του Θεού μάς ξεκαθαρίζει απόλυτα -όσο πιο απόλυτα γίνεται- ότι το μόνο όνομα με το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί και να λάβει την αιώνια ζωή, είναι το Όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτό το μήνα θα μας δώσει τη μαρτυρία του ο αδελφός μας Νίκος Γκενεράλης από την εκκλησία της Λαμίας.
Αδελφέ Νίκο, η ομολογία σου έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιας και πριν γνωρίσεις τον Χριστό ήσουν μέλος της οργάνωσης των λεγομένων “Μαρτύρων του Ιεχωβά”. Είχες γεννηθεί μέσα εκεί, ήταν μέλη και οι δικοί σου;
Όχι, σε αυτή την οργάνωση πήγα σε ηλικία 16 ετών. Γεννήθηκα σε μια ορθόδοξη κατά το θρήσκευμα οικογένεια. Και αυτό που θυμάμαι σαν παιδί, ήταν ότι πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και όχι μόνο εμείς αλλά και σχεδόν όλοι στο περιβάλλον που ζούσαμε. Δεν έβλεπες δηλαδή την ώρα της εκκλησίας ανθρώπους να είναι στους δρόμους ή στα καταστήματα. Και μάλιστα οι περισσότερες γυναίκες, φορούσαν μέσα στην εκκλησία μαντήλι στο κεφάλι τους, όπως λέει ο Λόγος του Θεού για την γυναίκα που προσεύχεται. Θυμάμαι μέσα στην εκκλησία αισθανόμουνα πάντα ένα δέος, γιατί έλεγα ότι: “εδώ βρίσκεται ο Θεός” και στεκόμουνα και παρακολουθούσα την λειτουργία με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό. Όλα αυτά όμως ανατράπηκαν μόλις έφθασα στην ηλικία των δέκα χρονών. Οι γονείς μου τότε χώρισαν, εγώ και ο αδελφός μου μείναμε με τον πατέρα μας και ξεκίνησε στη ζωή μου μια πολύ άσχημη περίοδος. Όπου όταν έφθασα στην ηλικία των δεκατριών ετών σκέφτηκα ότι αυτή η ζωή είναι πολύ δύσκολη και αν ξεκίνησε έτσι για μένα, τότε το ίδιο άσχημα και χειρότερα θα συνεχίσει. Γιατί αντιμετωπίζαμε σαν παιδιά μεγάλες στερήσεις. Πείνα, έλλειψη ρούχων, έλλειψη παπουτσιών και άλλα πολλά. Και τελικά αποφάσισα, παίρνοντας κάποια χάπια, να τερματίσω τη ζωή μου, έχοντας προσδιορίσει μια συγκεκριμένη ημερομηνία που θα το κάνω.
Τυχαία ημερομηνία ή είχε κάποια σημασία για εσένα;
Ήταν η ημερομηνία που θα παίρναμε βαθμούς από το σχολείο και ήξερα ότι δεν θα είναι καλοί. Γιατί όπως σου είπα πριν, δεν μεγαλώναμε στις κατάλληλες συνθήκες. Όσο πλησίαζε όμως αυτή η ημερομηνία γινότανε κάτι πολύ παράξενο. Έφευγε από μέσα μου η θλίψη κι ερχότανε μια ευφορία και μια αισιοδοξία που δεν είχα ξανανιώσει. Και όταν τελικά ήρθε η προσδιορισμένη ημερομηνία, πέταξα τα χάπια, απορώντας κι εγώ ο ίδιος με τον εαυτό μου, που σκέφτηκα να κάνω ένα τέτοιο πράγμα. Εκείνες τις μέρες άρχισα να ακούω μέσα μου και μια φωνή. Μια φωνή που μου έλεγε μια φράση συγκεκριμένη: “κάνε υπομονή, το μέλλον θα είναι καλύτερο.” Φοβήθηκα ότι τρελάθηκα, ότι κάτι έπαθα, μέχρι που άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι Αυτός που μου μιλάει και Αυτός που έβαλε αυτή την ευφορία μέσα μου και δεν με άφησε να κάνω κακό στον εαυτό μου είναι ο ίδιος ο Θεός. Εκεί πήρα μέσα μου πολλαπλά μηνύματα. Ότι δηλαδή ο Θεός με βλέπει, με παρακολουθεί, ξέρει τι αισθάνομαι, ξέρει τι σκέφτομαι, ξέρει τα πάντα για μένα και μου ετοιμάζει ένα καλύτερο μέλλον.
Πιστεύεις ότι ήταν μια πνευματική αποκάλυψη αυτή που σου έγινε;
Σίγουρα. Και ήταν κάτι που με γέμισε χαρά και παρηγοριά. Λίγο μετά, στα δεκατέσσερα μου χρόνια, ξεκίνησα να δουλεύω την ημέρα σε ένα φαρμακείο, ενώ πήγαινα ταυτόχρονα τα απογεύματα σε νυχτερινό σχολείο. Ένας λοιπόν από τους υπαλλήλους αυτού του φαρμακείου ήτανε “μάρτυρας του Ιεχωβά” ο οποίος άρχισε να μου μιλάει και να μου λέει ότι: “ο Θεός έχει ετοιμάσει μια βασιλεία που δεν θα υπάρχει αδικία, δεν θα υπάρχει το κακό και ο άνθρωπος θα ζει για πάντα ευτυχισμένος.” Μου άρεσαν πολύ αυτά τα λόγια, γιατί τα συνδύασα και με την φωνή που είχα ακούσει μέσα μου και μου έλεγε: “το μέλλον θα είναι καλύτερο”. Ταυτόχρονα ξεκίνησα να διαβάζω και μια Αγία Γραφή και αυτό ήταν κάτι που μου έδινε πολλή χαρά. Στα δεκαέξι μου χρόνια πήρα μέσα μου την απόφαση ότι θέλω να είμαι μαζί με τον Θεό και πιστεύοντας ότι αυτό ήταν για μένα το δικό Του κάλεσμα, ξεκίνησα να πηγαίνω στις συναθροίσεις των ¨Μαρτύρων” και να εντάσσομαι κι εγώ σταδιακά στην οργάνωση τους. Μέχρι που το γεγονός αυτό έπεσε στην αντίληψη του πατέρα μου, όταν βρήκε την Αγία Γραφή που είχα και κάποια άλλα βιβλία της οργάνωσης. Τα πέταξε, με απείλησε και όταν είδε ότι επέμενα και ξαναπήρα πάλι τα ίδια βιβλία, μου ζήτησε να φύγω από το σπίτι. Και πράγματι, νοίκιασα μια επιπλωμένη γκαρσονιέρα κι άρχισα να ζω μόνος μου. Λίγο καιρό μετά ήρθε η ώρα να παρουσιαστώ στον στρατό για να υπηρετήσω τη θητεία μου, αλλά είχα πάρει απόφαση να αρνηθώ την στράτευση. Όπως δίδασκε να κάνουμε η οργάνωση. Και τελικά έτσι έκανα και μαζί με άλλους “Mάρτυρες” που παρουσιαστήκαμε μαζί, αφού μας έκλεισαν αρχικά στο πειθαρχείο του στρατοπέδου, μας οδήγησαν στη συνέχεια στις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνος. Καταδικάστηκα από το στρατοδικείο σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση κι έμεινα στη φυλακή -κάνοντας κάποια μεροκάματα- συνολικά εικοσιπέντε μήνες και εννιά μέρες.
Να πούμε εδώ ότι ο Λόγος του Θεού λέει: “εάν δε και αγωνίζεται τις, δεν στεφανούται εάν νομίμως δεν αγωνισθεί.” Και αφού πουθενά στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει εντολή του Θεού να μην υπηρετούμε τη θητεία μας ή να μην χαιρετάμε τη σημαία της χώρας μας, όλες αυτές οι θυσίες δυστυχώς είναι μάταιες.
Πράγματι. Όμως εμένα η προσπάθειά μου δεν ήταν παρά να ζήσω μια χριστιανική ζωή και να έχω μια καλή σχέση με τον Δημιουργό μου. Έτσι κατά την διάρκεια της φυλάκισής μου, έβαλα σαν σκοπό να μελετήσω πάρα πολύ καλά την Αγία Γραφή ώστε να μάθω ακριβώς το θέλημα του Θεού για εμένα. Δυστυχώς όμως, η μελέτη που έκανα ήταν κάτω από την επιρροή των βιβλίων της οργάνωσης και για αυτό, όλη αυτή η προσπάθεια που έκανα τελικά δεν ευλογήθηκε. Και όταν πλησίαζε η ώρα της αποφυλακίσεως μου, είχα καταλήξει μέσα μου σε κάποια συμπεράσματα. Το πρώτο ήταν, ότι εγώ δεν είμαι πραγματικός χριστιανός. Δεν είμαι αυτός που θα έπρεπε να είμαι, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού. Και το δεύτερο συμπέρασμα ήταν, ότι δεν ανήκα στην πραγματική εκκλησία του Χριστού. Και γρήγορα έπαψα να είμαι το ίδιο αποδεκτός εντός της οργάνωσης.
Επειδή εξέφραζες κάποιους προβληματισμούς μη αποδεκτούς;
Έβλεπα ότι κάποια πράγματα δεν ήταν σύμφωνα με τον Λόγο του Θεού και προσπάθησα να τους μεταφέρω τους προβληματισμούς μου, χωρίς κάποια ανταπόκριση. Όλα αυτά τελικά με έκαναν να μην μπορώ να συνεχίσω εκεί και μετά από δύο χρόνια έφυγα. Πριν φύγω όμως, παντρεύτηκα. Έξι μήνες μετά που αποφυλακίστηκα, μου έγινε πρόταση για μια κοπέλα από την οργάνωση και θέλοντας κι εγώ να κάνω οικογένεια δέχτηκα και προχώρησα. Δυστυχώς όμως, αυτός ο γάμος δεν πήγε καλά και αν και μείναμε μαζί δεκατέσσερα χρόνια. ήρθε κάποια στιγμή που δεν υπήρχε πλέον μεταξύ μας κανένα σημείο επαφής και χωρίσαμε. Τότε ήρθε η ώρα να διαχειριστώ δύο μεγάλα θέματα στη ζωή μου. Το πρώτο ήταν ότι ενώ ήθελα να γνωρίσω τον Θεό, τελικά Θεό δεν γνώρισα και ενώ ήθελα να ζήσω μια χριστιανική ζωή, τελικά χριστιανός δεν έγινα. Και το δεύτερο, ότι ενώ ήθελα να κάνω οικογένεια, τελικά έζησα έναν αποτυχημένο γάμο. Βρέθηκα τότε σε ένα αδιέξοδο, μην βλέποντας φως πουθενά, παρόλο που ήξερα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ότι ο Θεός με παρακολουθεί και ενδιαφέρεται για μένα.
Είχες κι αυτή την εμπειρία σαν παιδί, που σε απέτρεψε ο Κύριος από την αυτοκτονία.
Ναι βέβαια, πάντα το θυμόμουνα αυτό. Ένοιωθα όμως απογοήτευση από κάθε θρησκευτική κίνηση και πλέον είχα φθάσει σε ένα σημείο που ζούσα μόνο για το “σήμερα,” προσπαθώντας απλώς να περνάω καλά. Κι έχοντας μεγάλη αγάπη για την θάλασσα, είχα πάρει ένα μικρό σκαφάκι και ασχολιόμουν πολλές ώρες με το υποβρύχιο ψάρεμα. Ώσπου κάποια στιγμή, αρχές του 2000, ένας συνάδελφος στο εργοστάσιο που δούλευα με πλησίασε και άρχισε να μου μιλάει για τον Θεό. Αυτός ο συνάδελφος πήγαινε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής αλλά ως τότε δεν τον ήξερα, ούτε είχα ακούσει κάτι για αυτήν την εκκλησία. Και ούτε ήθελα κιόλας να ακούσω, γιατί είχα αποφασίσει μέσα μου να μην ξανασχοληθώ ποτέ με αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό και προσπάθησα να τον αποφύγω. Με πλησίασε πάλι μετά από λίγες μέρες αλλά εγώ και πάλι τον απέφυγα. Ο αδελφός όμως δεν απογοητεύτηκε, αλλά με πλησίασε ξανά -αυτή τη φορά με πόνο ψυχής μέσα του- και μου είπε: “έλα αύριο να ακούσεις ένα κήρυγμα στην εκκλησία.” Και εγώ είδα ότι αυτός ο άνθρωπος μου μιλάει με πόνο ψυχής και με παρακαλάει στην ουσία και ένιωσα πολύ άσχημα να του αρνηθώ. Και πήγα την άλλη μέρα -ήτανε Τετάρτη- και αφού άκουσα το κήρυγμα και είδα μια εκκλησία με “θρησκευόμενους ανθρώπους”, όπως τους θεώρησα, έφυγα γεμάτος σκέψεις. Σκέψεις για την δική μου αποτυχημένη εμπειρία στο παρελθόν. Πέρασαν λίγες μέρες κι ένα απόγευμα που δεν ήξερα τι να κάνω, αποφάσισα να ξαναπάω να ακούσω ένα κήρυγμα.
Μόνος σου τώρα;
Ναι μόνος μου αυτή τη φορά. Και σκέφτηκα πάλι ότι: “κι αυτοί θρησκευόμενοι άνθρωποι είναι και κάνουν την προσπάθεια τους, αλλά όλα αυτά είναι μάταια. Δεν θα καταφέρουν τίποτε, όπως δεν κατάφερα κι εγώ.” Εκείνη τη μέρα όμως, ο Θεός έκανε κάτι θαυμαστό. Πήρε την όραση μου προς αυτούς τους ανθρώπους και μου έδειξε τα πρόσωπα τους τελείως διαφορετικά από ότι τα έβλεπα πριν. Και είδα πολύ καθαρά ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πραγματικοί χριστιανοί και έχουν μια αληθινή σχέση με τον Θεό. Η έκπληξη μου ήταν πολύ μεγάλη και αναρωτήθηκα τι κάνουν και πως καταφέρνουν να ζουν αυτό που απέτυχα να ζήσω εγώ. Και αποφάσισα να συνεχίσω να πηγαίνω στην εκκλησία γιατί ήθελα να ευλογηθώ κι εγώ από τον Θεό. Άρχισα λοιπόν, μετά από χρόνια, να διαβάζω πάλι την Αγία Γραφή, να πηγαίνω σε κάθε συνάθροιση και να ζητάω την ευλογία του Θεού. Αυτό κράτησε δυόμιση μήνες. Και ήταν δυόμιση μήνες δύσκολοι για μένα γιατί είχα πάρα πολλούς διαλογισμούς. Ο εχθρός μού έλεγε ότι: “ Πάλι κάνεις μια μάταιη προσπάθεια που θα σε οδηγήσει σε αδιέξοδο.” Κι ενώ διάβαζα πάρα πολλές ώρες τον Λόγο του Θεού, δεν έβγαζα κανένα νόημα και ένιωθα να είναι όλα μπερδεμένα μέσα στο μυαλό μου.
Σε μπέρδευε το ότι είχες διδαχτεί διαφορετικά κάποια πράγματα;
Ναι, γιατί ενώ έβλεπα την ευλογία του Θεού στους αδελφούς, δεν μπορούσα να ταυτιστώ με την διδασκαλία τους. Αυτά που ως τότε ήξερα, ήταν εντελώς αντίθετα. Ένα απόγευμα όμως, έκανα μια μικρή προσευχή πριν ξεκινήσω να διαβάζω και είπα: “Θεέ μου, είμαι πολύ μπερδεμένος. Έλα Εσύ να με διδάξεις και μου φανερώσεις την Αλήθεια Σου.” Κι αφού είχα διαβάσει τον Λόγο του Θεού για δύο ώρες περίπου, ξαφνικά είδα μια όραση. Είχα μπροστά στο πρόσωπο μου ένα κάλυμμα, σε απόσταση τριάντα με σαράντα πόντους που έμοιαζε με μια μαύρη κουρτίνα. Και ήταν σαν το κάλυμμα που αναφέρει ο Λόγος του Θεού στη δεύτερη επιστολή προς Κορινθίους, στο τρίτο κεφάλαιο. Ο Λόγος του Θεού όμως μας λέει στο ίδιο κεφάλαιο και στο δεκαέξι εδάφιο ότι: “αν κάποιος επιστρέψει προς τον Κύριο, το κάλυμμα θα αφαιρεθεί.” Κι άρχισε στην όραση, το κάλυμμα σιγά-σιγά να σηκώνεται, μέχρι που αφαιρέθηκε τελείως. Από εκείνη τη στιγμή, διαβάζοντας τον Λόγο του Θεού άρχισα να βλέπω πράγματα που πριν δεν τα έβλεπα. Σαν να καθάρισε το μυαλό μου. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις αλήθειες του Λόγου Του και όταν διάβασα στην επιστολή προς Εβραίους, το έβδομο, όγδοο και ένατο κεφάλαιο, ο Κύριος μού φανέρωσε τον εαυτό Του. Μου αποκάλυψε ποιός είναι Αυτός που κατέβηκε από τον Ουρανό και πήρε σάρκα και έγινε άνθρωπος. Κατάλαβα ότι είναι ο ίδιος ο Θεός. Το δέχτηκα, είπα: “Αμήν” και μετά από λίγες μέρες ο Κύριος με αναγέννησε.
Εκεί βρίσκεται το κλειδί για τη σωτηρία του ανθρώπου, να καταλάβει ποιός είναι πραγματικά ο Ιησούς Χριστός.
Ακριβώς. Και εκεί υπάρχει ένα μεγάλο εμπόδιο όταν ο άνθρωπος έχει ψευδοδιδασκαλίες. Γιατί ο Θεός σέβεται την προσωπικότητα του ανθρώπου, σέβεται αυτό που πιστεύει και μόνο όταν ο άνθρωπος δεχτεί τις αλήθειες του Ευαγγελίου, μπορεί ο Θεός να τον επισκεφτεί και να τον αναγεννήσει. Μετά από λίγες μέρες λοιπόν και διαβάζοντας το κατά Λουκά ευαγγέλιο ο Κύριος με αναγέννησε. Άρχισα να κλαίω με κλάματα πολύ δυνατά, χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο, νιώθοντας όμως μια μεγάλη ανακούφιση καθώς έφευγαν τεράστια βάρη μέσα από την ψυχή μου. Ο Κύριος τότε με γέμισε με την αγάπη Του και έτσι γνώρισα την αγάπη του Θεού, κάτι που είναι για μένα πολύ θαυμαστό και το θεωρώ μια μεγάλη τιμή. Πραγματικά, πριν από αυτή την ημέρα ήμουνα νεκρός και τώρα ζω. Κι αυτό που λέω δεν είναι κάτι φιλοσοφικό, είναι κάτι τελείως αληθινό. Δεν είχα στη ζωή μου ειρήνη, δεν είχα αγάπη, δεν είχα χαρά και ο Κύριος ήρθε και μου τα έδωσε όλα άφθονα. Βαπτίστηκα και στο νερό και ζητούσα μετά την βάπτιση του Αγίου Πνεύματος. Και πράγματι, αυτό έγινε επτά μήνες μετά, σε μια προσευχή που έγινε στο σπίτι κάποιων αδελφών στην Αθήνα. Από τότε, μέχρι και σήμερα, μένω προσκολλημένος στον Κύριο και στην εκκλησία Του και προσπαθώ να ζω μια αγία και καθαρή ζωή. Και η προσδοκία μου είναι να φανώ πιστός, μέχρι την ημέρα που θα έρθει ο Κύριος να με παραλάβει.
Αμήν. Κλείνοντας αδελφέ Νίκο την ομολογία σου, τι μήνυμα θα ήθελες να δώσεις σε όσους βρίσκονται μέσα στην οργάνωση που ήσουν κι εσύ κάποτε; Γιατί σίγουρα κάποιοι από αυτούς είναι ειλικρινείς και αναζητούνε πραγματικά τον Θεό.
Το μήνυμά μου είναι, ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να επικαλεστεί το όνομα του Σωτήρα Ιησού Χριστού και να γνωρίσει τον Ιησού Χριστό σαν προσωπικό του Σωτήρα, γιατί όπως λέει ο Λόγος του Θεού: “Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνιος.”