Βασίλης Παναγούλιας
“Οικτίρμων και ελεήμων είναι ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος. Δεν θέλει δικολογεί διαπαντός, ουδέ θέλει φυλάττει την οργή Αυτού εις τον αιώνα. Δεν έκαμεν εις ημάς κατά τας αμαρτίας ημών, ουδέ ανταπέδωκεν εις ημάς κατά τας ανομίας ημών. Διότι όσον είναι το ύψος του ουρανού υπεράνω της γης, τόσον μέγα είναι το έλεος αυτού προς τους φοβουμένους Αυτόν.” ” Ψαλμός ργ΄8-11
“Οικτίρμων και ελεήμων είναι ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος. Δεν θέλει δικολογεί διαπαντός, ουδέ θέλει φυλάττει την οργή Αυτού εις τον αιώνα. Δεν έκαμεν εις ημάς κατά τας αμαρτίας ημών, ουδέ ανταπέδωκεν εις ημάς κατά τας ανομίας ημών. Διότι όσον είναι το ύψος του ουρανού υπεράνω της γης, τόσον μέγα είναι το έλεος αυτού προς τους φοβουμένους Αυτόν.” ” Ψαλμός ργ΄8-11
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό ένας αδελφός μας από το Βέλγιο, ο Βασίλης Παναγούλιας.
Αδελφέ Βασίλη ζεις στο Βέλγιο αλλά νομίζω είσαι Ελληνοαμερικανός.
Ναι, σωστά. Οι γονείς μου ζούσαν στην Αμερική και όλα τα παιδιά -είμαστε 4 αδέλφια- γεννηθήκαμε στην Αμερική.
Σε ποιά πολιτεία;
Στη Νέα Υόρκη, στο Μανχάταν. Εκεί γεννήθηκα, το 1972 στις 10 Γενάρη. Και μεγάλωσα μέσα σε ένα σπίτι όπου δυστυχώς ο πατέρας έπινε πολύ αλκοόλ κι εμείς τα παιδιά ζούσαμε άσχημες καταστάσεις. Κάποια στιγμή έφυγε κιόλας από το σπίτι ο πατέρας μου, εγκατέλειψε τη μητέρα μου με τέσσερα παιδιά και αναγκάστηκε εκείνη και μας έβαλε, εμένα και τον αδελφό μου, σε ένα οικοτροφείο της Ορθόδοξης εκκλησίας, τον Άγιο Βασίλειο. Όπου καθίσαμε για δύο χρόνια.
Ήλθατε εκεί σε κάποια επαφή με τον Λόγο του Θεού;
Θυμάμαι εκεί μάθαμε για πρώτη φορά να λέμε το: “Πάτερ ημών” την προσευχή του Κυρίου. Και μας είχαν χαρίσει μια Καινή Διαθήκη στα αγγλικά την οποία όμως ποτέ δεν την διάβασα. Πηγαίναμε στην Ορθόδοξη εκκλησία κάθε απόγευμα, παρακολουθούσαμε τη λειτουργία, όμως τυπικά τελείως τα κάναμε όλα αυτά. Να πω σε αυτό το σημείο ότι οι αδελφές του πατέρα μου, η θεία μου η Τασία και η θεία μου η Μαρία, είχαν γνωρίσει τον Κύριο πριν ακόμα γεννηθώ εγώ, από την δεκαετία του 1960. Και πήγαιναν στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στην Αθήνα. Τα χρόνια που ήμασταν εμείς στο οικοτροφείο, η μητέρα μου είχε στείλει την μεγάλη μου αδελφή σε αυτές τις θείες μου στην Ελλάδα. Εκεί γνώρισε η αδελφή μου τον Κύριο, αναγεννήθηκε, βαπτίστηκε στο νερό και στο Πνεύμα το Άγιο και όταν ήρθε πάλι στην Αμερική ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Γιατί κάποια στιγμή γύρισε ο πατέρας μου στο σπίτι και μαζευτήκαμε κι εμείς τα παιδιά πίσω στην οικογένεια. Βλέπαμε λοιπόν την μεγάλη αλλαγή στη ζωή της, μας μιλούσε κι εμάς για τον Χριστό, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε χωρίς εκκλησία να σταθεί πνευματικά και πήγε πάλι προς τον κόσμο.
Ο πατέρας σου όταν γύρισε είχε αλλάξει, είχε κόψει το ποτό;
Όχι έπινε ακόμα -αν και λιγότερο- αλλά τουλάχιστον είχε αλλάξει η συμπεριφορά του κι έκανε πλέον κακό μόνο στον εαυτό του. Εγώ ξεκίνησα τότε το Γυμνάσιο και αν και τη πρώτη χρονιά ήμουνα καλός μαθητής μετά έμπλεξα με κακές παρέες και οι βαθμοί μου έπεσαν. Είχα όμως μέσα μου μια φωνή που με έλεγχε, που μου έλεγε ότι δεν θα έχω καλό αποτέλεσμα με αυτά που κάνω και αποφάσισα μόλις τελειώσω το Γυμνάσιο να πάω να καταταγώ στο Ναυτικό για να μπορέσω να φύγω από τις παρέες που έκανα. Γιατί καταλάβαινα τον εαυτό μου ότι από μόνος μου δεν θα τα κατάφερνα. Εκείνη τη χρονιά που πήγα στον στρατό ξεκίνησα να διαβάζω πρώτη φορά την Καινή Διαθήκη. Κάποιοι άνθρωποι, εκεί στο Μανχάταν, είχαν ένα τραπεζάκι στο δρόμο, μοίραζαν Καινές Διαθήκες και μιλούσαν για τον Χριστό. Εγώ όπως πέρναγα, απλά σήκωσα το χέρι μου, πήρα μια Καινή Διαθήκη και όλο εκείνο το καλοκαίρι του 1990 την διάβαζα συνέχεια. Και μου άρεσε πάρα πολύ αν και δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Όταν πήγα στο Ναυτικό, πήρα μαζί μου αυτή τη Καινή Διαθήκη και τους μήνες της εκπαίδευσης, που ήταν αρκετά δύσκολοι, έβρισκα μεγάλη παρηγοριά μέσα στο Λόγο του Θεού. Θυμάμαι με παρηγορούσε και με εμψύχωνε πολύ ένα εδάφιο που λέει: “η τέλεια αγάπη διώχνει έξω τον φόβο”. Πήγαμε μετά στο Σαν Ντιέγκο, όπου ήταν η βάση μας σε ένα αεροπλανοφόρο κι εκεί ήρθα σε επαφή με αναγεννημένους ανθρώπους και για πρώτη φορά είδα πως γίνεται η προσευχή, το κήρυγμα του Λόγου, η βάπτιση στο νερό.
Πως ακριβώς ήρθες σε επαφή;
Στο αεροπλανοφόρο γνωρίστηκα με κάποιους ναύτες που ήταν χριστιανοί και με κάλεσαν σε μια συμμελέτη της Αγίας Γραφής. “Bible study” όπως το λένε στην Αμερική. Πήγα αρκετές φορές αλλά μια μέρα μίλησα με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο και επειδή πήγαινε και η αδελφή της, η θεία μου, σε μια αναγεννημένη εκκλησία την ρώτησα: “Αυτό που πιστεύει η θεία τι είναι ακριβώς; Γιατί έχω γνωρίσει κάποια παιδιά εδώ στο πλοίο που μελετάνε το Ευαγγέλιο”. Και μου είπε, θυμάμαι, η μητέρα μου: “όχι, παιδί μου, μην ξαναπάς μαζί τους. Εμείς έχουμε την καλύτερη θρησκεία”. Τα λέω τώρα και γελάω. Μόλις το άκουσα αυτό, πάγωσα μέσα μου και πλέον όποτε έβλεπα αυτούς τους αδελφούς μέσα στο καράβι, προσπαθούσα να τους αποφύγω. Πέρασαν έτσι δύο χρόνια, από το 1990 ως το 1992 και έφυγα μετά από το Ναυτικό.
Ήταν και ο πόλεμος του Κόλπου τότε;
Ναι και είχαμε πάει με το αεροπλανοφόρο στον Περσικό Κόλπο αλλά φθάσαμε μια μέρα μετά που ανακοινώθηκε το τέλος του πολέμου. Έτσι δεν είχαμε κάποια εμπλοκή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Μόλις τέλειωσα από τον στρατό γύρισα στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησα να δουλεύω μαζί με τον πατέρα μου, που ήταν μπογιατζής. Ήταν ψυχρές όμως οι σχέσεις μας, γιατί με όσα είχαν γίνει στο παρελθόν είχε σκληρύνει η καρδιά μου απέναντι του. Κάποια στιγμή άρχισε να παραπονιέται ότι πονάει στο στομάχι και όταν τελικά αποφάσισε κι έκανε εξετάσεις, είδε ότι έχει καρκίνο στο συκώτι και στο πάγκρεας και οι γιατροί του έδωσαν έξι μήνες ζωή. Όταν το έμαθα δεν στενοχωρήθηκα καθόλου και είπα: “Καλά να πάθει. Αφού ήθελε να πίνει και να ξεσπάει βίαια επάνω μας όταν ήμασταν παιδιά”. Η μητέρα μου ειδοποίησε τότε τις θείες μου στην Ελλάδα και ήρθαν στην Αμερική τα Χριστούγεννα του 1992. Και ουσιαστικά τότε ήταν που τις γνώρισα, μιας και όταν τις είχα ξαναδεί σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα ήμουνα πολύ μικρός. Θυμάμαι ότι μου έλεγαν να προσεύχομαι για την σωτηρία της ψυχής του πατέρα μου κι αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Και μου είχαν εξηγήσει, ότι πριν πεθάνει ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει στον Χριστό, να μετανοήσει για τις αμαρτίες του, για να λάβει η ψυχή του αιώνια ζωή. Και πράγματι ξεκίνησα να προσεύχομαι κι έβλεπα ότι ο Κύριος εργαζότανε στη καρδιά μου κι έπαιρνε αυτό το μίσος που είχα για τον πατέρα μου από μικρός. Και αυτό το κατάλαβα πολύ καλά μια μέρα, που καθώς τον βοηθούσα να πάει στη τουαλέτα, δεν πρόλαβε να φτάσει και με λέρωσε. Εκείνη την στιγμή δεν θύμωσα καθόλου μαζί του, αλλά ένοιωσα σαν να ήμουν εγώ ο πατέρας κι εκείνος το παιδί μου που το φρόντιζα. Αυτή μπορώ να πω ότι ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα με τα πράγματα του Θεού.
Είδες τη καρδιά σου να αλλάζει και από λίθινη να γίνεται σάρκινη όπως λέει ο Λόγος του Θεού.
Ναι, κι έβλεπα και ότι οι προσευχές που έκανα πλέον ήταν τελείως διαφορετικές. Ήταν με δάκρυα, ήταν με πόνο, ήταν με συμπόνια. Τελικά αναχώρησε ο πατέρας μου για τον Κύριο τον Γενάρη του 1993. Ήρθε στο σπίτι κι ένας ποιμένας μιας ελληνικής εκκλησίας, προσευχήθηκε μαζί του και όταν πέθανε, έδειξε όραση σε μια θεία μου ότι μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ βγήκε και μπήκε μέσα στο φως. Το επόμενο καλοκαίρι κατέβηκα για διακοπές στην Ελλάδα και επισκέφτηκα μαζί με τις θείες μου πολλές εκκλησίες. Και παρόλο που ένοιωθα μέσα μου την επιθυμία να ακολουθήσω τον Χριστό, τελικά δίστασα και δεν πήρα την απόφαση να βαπτιστώ και να προχωρήσω. Και όταν επέστρεψα στην Αμερική, σιγά-σιγά μπήκα πάλι στα πράγματα του κόσμου κι έγινα χειρότερος από ότι ήμουνα πριν. Πέρασαν έτσι 3 χρόνια περίπου, μέχρι που το 1996 επέτρεψε ο Κύριος να γίνουν κάποιες καταστάσεις μέσα στη ζωή μου. Κλείστηκα τότε στο δωμάτιο μου, γονάτισα, έκλαψα, προσευχήθηκα και είπα: “Κύριε, συγχώρεσε με και βοήθησε με να ζήσω πλέον για Σένα”. Και έτσι έγινε. Βαπτίστηκα εν ύδατι, με βάπτισε ο Κύριος με Πνεύμα Άγιο καθώς προσευχόμουν μόνος μου ένα βράδυ στο δωμάτιο μου και ξεκίνησα λίγο μετά να πηγαίνω στην εκκλησία που πήγαινε η αδελφή της μητέρας μου. Στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής στην Αστόρια.
Εκεί βαπτίστηκες;
Όχι. Σπούδαζα τότε σε ένα κολέγιο κι εκεί μέσα υπήρχε μια εκκλησία όπου πήγαινα συχνά και προσευχόμουνα. Γιατί λειτουργούσε και μεσημέρι και με βόλευε η ώρα. Εκεί βαπτίστηκα εν ύδατι όταν πήρα απόφαση να ακολουθήσω τον Κύριο. Γνωρίστηκα στην πορεία με αρκετά αδέλφια μας από την Ελλάδα, που ερχόντουσαν στην Αμερική και μας επισκεπτόντουσαν και το 1999 που κατέβηκα για πρώτη φορά σαν πιστός πλέον στην Ελλάδα, γνώρισα τη σύζυγο μου τη Λένα. Με τη βοήθεια και του αδελφού μας του Παύλου, που μας γνώριζε και τους δύο, ήρθαμε σε επαφή, αμέσως νοιώσαμε ότι ταιριάζουμε σαν άνθρωποι και λίγο πριν επιστρέψω στην Αμερική αρραβωνιαστήκαμε στο σπίτι της θείας μου στη Καλλιθέα. Μετά ήρθε η Λένα στην Αμερική να γνωρίσει τους δικούς μου και στις 2 Μαΐου του 1999 παντρευτήκαμε στην Αθήνα και γυρίσαμε μετά μαζί στη Νέα Υόρκη.
Στο Βέλγιο πως βρεθήκατε τελικά;
Θα σου πω. Ο πεθερός μου ήτανε σοβαρά ασθενής και η Λένα τον φρόντιζε για χρόνια. Μετά τον γάμο, κοιτάξαμε να φέρουμε τα πεθερικά μου στην Αμερική, να είναι κοντά στη Λένα, αλλά υπήρχε μεγάλο πρόβλημα με την ασφάλεια υγείας. Μιας και ήταν ήδη μεγάλης ηλικίας ο πεθερός μου και σοβαρά άρρωστος, τα χρήματα για την ασφάλεια ήταν πάρα πολλά. Σκεφτήκαμε να πάμε εμείς στην Ελλάδα, αλλά εκεί υπήρχαν άλλα προβλήματα. Και δεν μίλαγα καθόλου καλά ελληνικά τότε και θα μου ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ. Οπότε σκεφτήκαμε σαν λύση το Βέλγιο, όπου ζούσε ήδη η εξαδέλφη της γυναίκας μου με τον άντρα της. Πράγματι άνοιξε ο δρόμος, το πρόβλημα της ασφάλειας του πεθερού μου τακτοποιήθηκε πολύ εύκολα κι εγκατασταθήκαμε εδώ. Βέβαια στην αρχή ήταν λίγο δύσκολα, ειδικά στο θέμα της εργασίας, αλλά ο Κύριος ήταν πάντα μαζί μας και μας βοήθησε σε όλα. Ειδικά στο θέμα με τα παιδιά όπου είχαμε πρόβλημα στην εγκυμοσύνη.
Να το πούμε κι αυτό προς δόξα Θεού.
Αμήν. Όταν πήγαμε στο πρώτο ραντεβού με τον γυναικολόγο μάθαμε ότι ήταν έγκυος η Λένα σε δίδυμα. Χαρήκαμε πολύ, δοξάσαμε τον Θεό, στην πορεία όμως μας είπε ο γιατρός ότι υπήρχε μια σοβαρή ασθένεια στον πλακούντα και μας πρότεινε να διακόψουμε την κύηση. Δεν το δεχτήκαμε, του είπαμε ότι πιστεύουμε στον Θεό και Εκείνος θα μας τα χαρίσει τα παιδιά, και μας παρέπεμψε τότε (γράφοντας μια επιστολή) σε μια κλινική που ήταν εξειδικευμένη σε τέτοιες περιπτώσεις. Θυμάμαι όταν πήγαμε σπίτι με τη Λένα εκείνο το βράδυ, γονατίσαμε ο ένας από την μια πλευρά του κρεβατιού, ο άλλος από την άλλη, βάλαμε την επιστολή αυτή στη μέση και προσευχηθήκαμε με κλάματα στον Κύριο να κάνει έλεος στη ζωή μας. Πήγαμε την άλλη μέρα στην κλινική, κάνανε όλες τις εξετάσεις και μας είπαν ότι τελικά δεν ήταν σωστή η πρώτη διάγνωση και δεν υπήρχε αυτή η ασθένεια. Διαπίστωσαν όμως ότι το ένα από τα δύο παιδιά τρεφόταν υπερβολικά ενώ το άλλο σχεδόν καθόλου και υπήρχε κίνδυνος να πεθάνουν και τα δύο. Και μας πρότειναν με μια επέμβαση να κρατήσουν μόνο το ένα παιδί. Ούτε αυτό όμως το δεχτήκαμε και είπαμε και σε εκείνους τους γιατρούς ότι πιστεύουμε πως ο Θεός θα μας χαρίσει και τα δύο παιδιά. Πράγματι έτσι έγινε και όταν τα έμβρυα μεγάλωσαν αρκετά, στους επτά μήνες, τα πήραν με καισαρική και τα έβαλαν σε θερμοκοιτίδα. Ο Γιώργος γεννήθηκε 1.100 γραμμάρια και ο Κώστας 600 γραμμάρια. Και μας εξομολογήθηκε τότε η γιατρός που μας παρακολουθούσε ότι: “δεν πίστευα ποτέ ότι θα φτάναμε σε αυτό το σημείο”. Για να της πει τότε ένας άλλος γιατρός πως: “αυτοί οι άνθρωποι προσεύχονται στον Θεό και για αυτό φτάσαμε σε αυτό το σημείο”. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί οι γιοί μου είναι σήμερα 18 χρονών, είναι υγιείς και οι δύο και αυτό δεν είναι παρά η χάρη και το έλεος του Κυρίου στη ζωή μας. Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά, πήρε η γιατρός τον πλακούντα για να τον μελετήσει, γιατί αυτή η κλινική ήταν και ερευνητικό κέντρο. Και μου έστειλε μετά ένα μέηλ -το οποίο το έχω κρατήσει- με μια φωτογραφία του πλακούντα, όπου με ένα βελάκι μου έδειχνε μια μικρή αρτηρία. Και μου έγραψε πως: “αυτή την αρτηρία για πρώτη φορά τη βλέπουμε”. Με αυτή τη μικρή αρτηρία τροφοδοτούσε το ένα παιδί το άλλο και έτσι έμειναν και οι δύο ζωντανοί. Ευχαριστούμε τον Θεό για τις θαυμαστές Του ενέργειες που εμείς πολλές φορές αδυνατούμε να τις καταλάβουμε.
Δόξα στον Θεό. Αδελφέ Βασίλη, κλείνοντας θα ήθελα να μας πεις και τα νέα από την εκκλησία στο Βέλγιο.
Ναι. Όταν έφθασα στο Βέλγιο το 2002 υπήρχαν τρείς συναθροίσεις. Στις Βρυξέλες, στο Σαρλερουά και στο Γκένκ. Μετά που κάναμε τα παιδιά χειροτονήθηκα σαν πρεσβύτερος, γιατί το έργο είχε μεγάλη ανάγκη και για 7 χρόνια, ως το 2010, υπηρετούσα και στο έργο στο Γκένκ και στο έργο στο Σαρλερουά. Από το 2010 είμαι μόνο στο Γκένκ. Είμαστε μια μικρή συνάθροιση αλλά έχουμε κοινωνία συχνά με την εκκλησία στις Βρυξέλες, έχουμε κοινωνία και με εκκλησίες στη Γερμανία, που είναι αρκετά κοντά μας και αυτό μας ενισχύει και μας παρηγορεί. Πρόσφατα μας έχει ανοίξει ο Κύριος μια θύρα λόγου και σε ένα τοπικό, δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό όπου μιλάμε τον Λόγο του Θεού δύο φορές την εβδομάδα και περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει ο Κύριος και πως θα ενεργήσει. Ευχαριστούμε τον Θεό για όλα, για τη σωτηρία μας πρώτα-πρώτα, αλλά και για όλα τα αγαθά Του. Για την οικογένεια μας, για την εργασία μας και νοιώθουμε ευγνωμοσύνη, γιατί όπως λέει μέσα στο Λόγο Του δεν ανταπέδωσε σε εμάς κατά τα έργα μας, κατά τις αμαρτίες μας, αλλά κατά το μέγα έλεος Του.