Βασίλης Οτουζμπίρης
«Τίνα άλλον έχω εν τω ουρανώ; Και επί γης δεν θέλω άλλον παρά Σε» Ψαλμός ογ:25
«Τίνα άλλον έχω εν τω ουρανώ; Και επί γης δεν θέλω άλλον παρά Σε» Ψαλμός ογ:25
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό ο αδελφός μας Βασίλης Οτουζμπίρης, όπως την έγραψε και μας την έστειλε ο ίδιος.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Σωτήρας όλου του κόσμου. Είναι η δύναμη, η παρηγοριά μας και η υγεία μας, τα πάντα είναι ο Κύριος μας. «Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνιος», αλληλούια, αμήν.
Αγαπητοί μου φίλοι, γεννήθηκα το 1944 σε ένα μικρό χωριό, το Σκουτάρο Μυτιλήνης. Η ζωή μου σαν παιδί ήταν απλή, χωρίς να γνωρίζω πολλά από τα πράγματα του κόσμου, που τελειωμό δεν έχουν. Προέρχομαι από μια φτωχή οικογένεια που αποτελούνταν από τους γονείς μου και εμάς, τα τέσσερα παιδιά. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι θρησκευόμενοι, χωρίς όμως να γνωρίζουν τον Θεό. Όταν ήμουν περίπου οχτώ χρονών, το 1952, είχε έρθει από την Αμερική ένας συγχωριανός μας, ο οποίος μάζευε όσους ήθελαν και τους μιλούσε για το Χριστό. Εκεί πήγαινε και η μητέρα μου και όσα άκουγε τα μετέφερε και σε μας. Κι ένα βράδυ ο πατέρας μου μού είπε να προσευχηθώ στο Θεό να μας βοηθήσει, γιατί δεν είχαμε καθόλου φαγητό. Γονάτισα, προσευχήθηκα και η απάντηση του Θεού ήρθε το επόμενο πρωί. Με τον ταχυδρόμο που μας έφερε μια επιταγή των 10 δολαρίων από τον αδερφό μου που ταξίδευε. Και είχαμε πολλούς μήνες να λάβουμε γράμμα του και τον είχαμε για χαμένο. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία με τον Θεό. Η πρώτη μου εμπειρία, που του ζήτησα και μου έδωσε. «Αιτείτε και θα σας δοθεί» λέει ο Λόγος του Θεού.
Όταν τέλειωσα το δημοτικό (μετά από 9 χρόνια, γιατί δεν τα έπαιρνα τα γράμματα) έπρεπε να μάθω μία τέχνη. Έτσι γράφτηκα στη σχολή που είχε ιδρύσει η βασίλισσα Φρειδερίκη στο Ναυτικό, για να γίνω μάγειρας. Μετά μπάρκαρα με το πλοίο «Μαχητής» με το οποίο κάναμε περιπολίες στα νησιά. Εκεί έμεινα ένα χρόνο περίπου. Στη συνέχεια έμεινα στον Πειραιά και πούλαγα μπανάνες αλλά δεν έβγαινε το μεροκάματο και έτσι πήρα την απόφαση να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο και να ταξιδέψω. Και μέχρι να πάω φαντάρος ταξίδευα στο εξωτερικό, στη Μεσόγειο θάλασσα. Το 1965 παρουσιάστηκα στο στρατό και υπηρέτησα στο αντιτορπιλικό «Αετός» ως μάγειρας. Εκείνη την εποχή ήταν στην Αθήνα τα αδέρφια μου, η Αγγέλα και ο Θανάσης και όταν έβγαινα με έξοδο είχα ένα σπίτι για να πάω. Τότε ήρθε η στιγμή να γνωρίσω το Θεό. Πάντα είχα μέσα μου το ερώτημα: “που θα πάω όταν γεράσω και πεθάνω.” Με βασάνιζε πολύ αυτό το ερώτημα γιατί δεν ήθελα να πεθάνω. Ώσπου ήρθε η μέρα που κάποιος μου μίλησε για το Χριστό. Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα αυτά τα λόγια - για το πιο γλυκό όνομα: “Ιησούς Χριστός” - και χωρίς να διαλογιστώ κακό, τα δέχτηκα αμέσως και μπήκανε μέσα στην καρδιά μου. Αυτός ο δούλος του Κυρίου που μου μίλησε ήταν ο Λάμπρος Κατωπόδης. Μου έδωσε να διαβάσω ένα Ευαγγέλιο και εγώ του ζήτησα άλλο ένα και το έδωσα σε ένα συγχωριανό μου που ήταν ανιψιός ιερέα. Επειδή όμως δεν ξέραμε πώς να το διαβάσουμε, αυτός ο συγχωριανός μού πρότεινε να το ψέλνουμε, αλλά εμένα δεν μου άρεσε αυτός ο τρόπος.
Ο αδελφός μου ο Θανάσης δούλευε τότε σε ένα ξυλουργείο όπου είχε εργοδηγό αυτόν τον αδερφό που μου μίλησε για τον Χριστό, τον Λάμπρο Κατωπόδη. Ο οποίος μας κάλεσε ένα βράδυ στο σπίτι του όπου γινόταν ολονύχτια προσευχή. Την πρώτη φορά που βρέθηκα εκεί, ένοιωσα έντονη την παρουσία του Θεού. Η καρδιά μου γέμισε από ευλογία και μπήκε μέσα μου η επιθυμία να γνωρίσω και εγώ τον Θεό. Και μου σύστησαν να πηγαίνω στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής, (στην οδό Ευπόλιδος 8 ήταν τότε) οπού μπορούσα να ακούω κηρύγματα του ευαγγελίου. Εκεί γνωρίστηκα με πολλά αδέρφια, τα οποία πολλές φορές με φιλοξένησαν στα σπίτια τους, όπου συχνά γίνονταν ολονύχτιες προσευχές. Σε μία από αυτές τις προσευχές άνοιξε η καρδιά μου και ήθελα και εγώ να λάβω το Πνεύμα το Άγιο. Επειδή όμως έπρεπε να φύγω νωρίς για να μπω στο πλοίο το πρωί, μου είπανε ότι μπορώ και στο πλοίο να ζητήσω από το Θεό να με βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου και την άλλη μέρα, όταν τελείωσα την υπηρεσία μου, ήμουνα πάρα πολύ κουρασμένος και ήθελα να πάω κατευθείαν για ύπνο. Τότε όμως θυμήθηκα ότι ήθελα να προσευχηθώ, έτσι είπα να πάω στην κουζίνα να προσευχηθώ για 5 λεπτά, και μετά να κοιμηθώ γιατί έπρεπε να σηκωθώ πολύ πρωί να ετοιμάσω το πρωινό για τους ναύτες. Αυτό ήταν αγαπητοί φίλοι το πρώτο μου ραντεβού με τον Θεό. Εγώ και ο Χριστός, εμείς οι δύο και κανένας άλλος. Πήγα στην κουζίνα, έκλεισα την πόρτα και το φως και άρχισα να μιλάω στον Θεό, να εξομολογούμαι σε Εκείνον τις αμαρτίες μου και να του λέω: “Θεέ μου, θέλω να με κάνεις παιδί δικό Σου γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός”. Η καρδιά μου σιγά-σιγά έσπαγε και τα δάκρυα μου άρχισαν να τρέχουν ποταμός καθώς έβλεπα τις αμαρτίες μου να περνάνε σαν ταινία μπροστά στα μάτια μου. Ένοιωθα μέσα στη ψυχή μου ότι λυτρώνομαι, ότι ελευθερώνομαι, άνοιξα το στόμα μου να πω στον Θεό: “ευχαριστώ” και τότε, χωρίς να το θέλω, άρχισα να λαλώ ξένες γλώσσες από το Πνεύμα το Άγιο. Ήρθα σε πνευματική έκσταση, άνοιξε από επάνω μου το ταβάνι και είδα τον ουρανό και τα αστέρια. Και όπως κοιτούσα τον ουρανό, ένα φως που ανέτειλε από τον ορίζοντα, γύρω-γύρω σαν στεφάνι, γινόταν μία μπάλα κι ερχόταν και ακουμπούσε επάνω στο κεφάλι μου. Αυτό έγινε επτά φορές. Έτσι, αντί για 5 λεπτά που είχα πει ότι θα προσευχηθώ, έμεινα ως το πρωί να δοξάζω τον Θεό και δεν ένοιωθα καθόλου ανάγκη από ύπνο γιατί με ξεκούρασε ο Κύριος. «Το Πνεύμα ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί σε τίποτα». Ευχαριστώ το Θεό.
Από την επόμενη μέρα άρχισα να ομολογώ σε όλους τους ναύτες τα μεγαλεία του Θεού στη ζωή μου. Όταν αυτό έγινε γνωστό στο διοικητή του ναυστάθμου, μου ζήτησε να παρουσιαστώ και με ρώτησε, τι είναι αυτά που λέω. Εγώ τότε του είπα, ότι ο Θεός με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Επειδή δεν κατάλαβε, κάλεσε τον δεσπότη του ναυστάθμου και τον ρώτησε κι εκείνον, τι είναι αυτά που λέω. Ο δεσπότης του είπε ότι αυτά που λέω είναι η αλήθεια, που όμως στις μέρες μας δεν εφαρμόζεται. Έτσι με άφησαν να φύγω, με την εντολή μόνο να μην φωνάζω στους ναύτες και εγώ τους είπα ότι θα κοιτάξω να μιλάω πιο σιγανά. Δόξα στον Θεό. Έκανε χάρη ο Θεός και ο διοικητής μου έδινε έξοδο κάθε παρασκευοσαββατοκύριακο και πήγαινα στο Χαλάνδρι που ήταν τα αδέρφια μου (που είχαν γνωρίσει κι αυτά τον Χριστό) και έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε προσευχή κάθε Παρασκευή.
Η πρώτη μας επιθυμία ήταν να πούμε και στους γονείς μας, να έρθουν για να γνωρίσουν κι εκείνοι τον Χριστό. Μόλις το άκουσαν, άφησαν τα πράγματα τους στο χωράφι (γιατί ήταν εποχή που μάζευαν τις ελιές) και το ίδιο βράδυ μπήκαν στο πλοίο και ήρθαν στο Χαλάνδρι. Και μόλις έφθασαν ρωτήσανε: “Που είναι ο Χριστός; θέλουμε και εμείς να Τον γνωρίσουμε.” Αμέσως γονατίσαμε να προσευχηθούμε και κατευθείαν έλαβαν Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να λαλούν ξένες γλώσσες. Χωρίς να έχουν ακούσει ποτέ για το Πνεύμα το Άγιο και όσα λέει ο Λόγος του Θεού. Μετά από αυτό ζητήσαμε και βαπτιστήκαμε και οι πέντε στο νερό, στην εκκλησία της οδού Ευπόλιδος από τον αδερφό Λούη Φέγγο. Και στις προσευχές που είχαμε στο σπίτι μας κάθε Παρασκευή, γινόταν μεγάλη ευλογία, με δοξολογία, προφητείες και αλαλαγμούς. Όμως ήταν τον καιρό της δικτατορίας όπου απαγορευόντουσαν οι συναθροίσεις και εμείς μαζευόμασταν έντεκα άτομα. Έτσι, σε μια από αυτές τις προσευχές ήρθαν δύο χωροφύλακες (μετά από καταγγελία ενός γείτονα) μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν, τους άνδρες στο τμήμα χωροφυλακής Χαλανδρίου και τις γυναίκες στο Χολαργό. Εμείς όμως χαιρόμασταν που αξιωθήκαμε να διωχθούμε για το Χριστό και μέσα στο κρατητήριο ψέλναμε ύμνους. Τη Δευτέρα μας πέρασαν από στρατοδικείο, γιατί ήμασταν αυτόφωρο κι εκείνη τη μέρα δικάζονταν περίπου 30 δίκες και η δική μας ήταν η τελευταία. Οι πιο πολλές καταδικάστηκαν, ο Κύριος όμως έκανε χάρη και η δική μας αθωώθηκε και μάλιστα χωρίς να έχουμε δικηγόρο. Και ενώ μας κατηγόρησε ψευδώς ο γείτονας ότι λέγαμε συνθήματα εναντίον της δικτατορίας, οι χωροφύλακες κατέθεσαν αντίθετα ότι μας άκουσαν να προσευχόμαστε και για τις εξουσίες. Όπως λέει ο Λόγος του Θεού να προσευχόμαστε: «...για όσους είναι σε αξιώματα για να διάγουμε βίο ατάραχο και ησύχιο εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι.»
Εκείνη την εποχή γνωρίσαμε πολλά αδέρφια που μας στήριξαν πνευματικά και κυρίως ο αδερφός Λούης. Σε πολλά σπίτια αδερφών γίνονταν ολονύχτιες προσευχές, με έντονη την πλήρωση του Αγίου Πνεύματος, η οποία κρατούσε και μετά που φεύγαμε. Και ψέλναμε ύμνους ακόμη και μέσα στα λεωφορεία που γυρνούσαμε σπίτι μας. Κάποια φορά μάλιστα, ένας ιερέας μας πήγε στο τμήμα, με την βοήθεια ενός χωροφύλακα που έτυχε να είναι μέσα στο λεωφορείο, αλλά ο Θεός έκανε χάρη και μας άφησαν αμέσως ελεύθερους. Ότι κι αν τύχαινε βγαίναμε πάντα νικητές και όλη η δόξα ανήκει σ Αυτόν.
Μια άλλη θαυμαστή ενέργεια του Θεού στη ζωή μου έγινε όταν δόθηκε διάταγμα στο πλοίο που υπηρετούσα, να πάει ένα ταξίδι στην Κρήτη, στη Σούδα. Εκεί μείναμε αρκετό καιρό και άρχισαν οι δοκιμασίες για μένα γιατί όταν έπαιρνα έξοδο δεν είχα που να πάω και πήγαινα στο καφενείο. Έτσι σιγά-σιγά χαλάρωσα πνευματικά και άρχισα να πίνω αλκοόλ, αλλά ο έλεγχος υπήρχε μέσα μου από το Πνεύμα το Άγιο. Όταν κόντευαν να έρθουν οι γιορτές των Χριστουγέννων όλοι οι ναύτες έπαιρναν άδεια για να πάνε στην Αθήνα. Περίμενα και εγώ να μου δώσει άδεια ο κυβερνήτης αλλά δεν μου έδωσε. Γιατί όπως μου είπε, επειδή ήμουν καλός μάγειρας ήθελε να φτιάξω τα φαγητά για τις γιορτές και μετά θα μου έδινε πιο πολλές μέρες άδεια από τους άλλους. Έτσι δεν έφυγα, έμεινα στο πλοίο και εκείνο το βράδυ χτύπησε ο συναγερμός και ξυπνήσαμε και συγκεντρωθήκαμε όλοι στο κατάστρωμα. Και μάθαμε ότι το πλοίο της γραμμής που πήγαινε στην Αθήνα ναυάγησε στη Φαλκονέρα. Πήγαμε για βοήθεια αλλά όταν φτάσαμε εκεί τα ξημερώματα, το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν φοβερό. Η θάλασσα ήταν γεμάτη αποσκευές του πλοίου και ανάμεσα τους επέπλεαν δεκάδες πτώματα. Ευχαριστώ τον Θεό μέσα από την καρδιά μου που με φύλαξε και αυτή τη φορά από φοβερό θάνατο. Ξέρω ότι δεν με έσωσε η μαγειρική μου, ούτε ότι ήμουνα καλός άνθρωπος, αλλά έκανε χάρη σε εμένα ο Θεός παρόλο που είχα ξεφύγει τότε από το θέλημα Του.
Όμως όταν κάποιος, αγαπητοί μου, απομακρυνθεί από το Θεό, αρχίζουν τα δυσάρεστα, οι αποτυχίες και οι στεναχώριες. Αυτό συνέβηκε και σε μένα. Έτσι όταν απολύθηκα μετά από 28 μήνες, έψαχνα να βρω δουλειά σε εμπορικό πλοίο και βρήκα σε ένα “Λίμπερτι” με το οποίο το πρώτο μου ταξίδι ήταν για την Αργεντινή. Με το που ξεκινήσαμε από το Άμστερνταμ άρχισαν να συμβαίνουν άσχημα πράγματα γύρω μου. Πρώτα σκοτώθηκε ο μαραγκός, μετά πέθανε ο ασυρματιστής, ο οποίος ήταν Άγγλος και φθάνοντας στα νησιά Αζόρες για να τον παραδώσουμε, συναντήσαμε τεράστια τρικυμία. Μας έριξε σε βράχια, το πλοίο έπαθε ρωγμή στην πλώρη και έβαζε νερά, αλλά ο Θεός μας φύλαξε και τελικά φτάσαμε σώοι στην Αργεντινή. Όλα αυτά με κάνανε να καταλάβω ότι η ζωή μου βρισκόταν σε διαρκή κίνδυνο. Όμως είχα παγιδευτεί και δεν μπορούσα να κάνω πια πίσω. Στα επόμενα ταξίδια συνάντησα και άλλους κινδύνους. Όπως στο Γιβραλτάρ που είχε ομίχλη και δεν μας είδε ένα υπερωκεάνιο και ερχόταν καταπάνω μας, όμως ο Κύριος μας φύλαξε και την τελευταία στιγμή το αποφύγαμε. Όμως ενώ τα καταλάβαινα όλα αυτά, η ζωή μου συνέχιζε στην κατηφόρα με πολύ ποτό ώσπου κατάντησα αλκοολικός. Πολλά λάθη έκανα, αλλά η υπομονή του Θεού είναι μεγάλη και τον ευχαριστώ γιατί: «δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού αλλά να επιστρέψει από την οδό του την πονηρή και να ζήσει».
Στην προσπάθεια μου για μια καλύτερη ζωή, στο επόμενο ταξίδι μου στην Αμερική, το έσκασα από το πλοίο με τη βοήθεια ενός συναδέλφου που με έστειλε σε κάποιο συγγενή του στη Βοστόνη. Όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά γιατί ήμουν παράνομος, δεν είχα άδεια παραμονής και αναγκαζόμουν να αλλάζω συνέχεια τόπο κατοικίας και δουλειά για να μην με πιάσει η αστυνομία. Πολλές φορές έμεινα νηστικός και αδυνάτισα πολύ. Ένα βράδυ ο Κύριος με επισκέφτηκε στον ύπνο μου και μου είπε να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη για να δω πως κατάντησα. Και συνέχισε να μου μιλάει και να με προτρέπει να γυρίσω πίσω για να ευλογηθώ. Όμως τρόπος για να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα χωρίς χρήματα δεν υπήρχε, έτσι επέτρεψε ο Κύριος και με συλλάβανε στη Νέα Υόρκη. Έμεινα στο κρατητήριο 10 μέρες και εκεί γνώρισα έναν αδελφό Ισπανό που το κατάλαβα από τους ύμνους που έψελνε, γιατί η μελωδία τους έμοιαζε με αυτούς που ήξερα από την εκκλησία. Με απέλασαν μετά και με αυτόν τον τρόπο ο Κύριος φρόντισε να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, παρόλα αυτά, συνέχισα τη ζωή μου μέσα στην αποστασία, με πολύ αλκοόλ, με μουσικές στους δρόμους, με χαρτοπαιξία και πολλές άλλες ασωτίες. Δούλευα στην οικοδομή και όλα τα λεφτά μου τα έχανα στα χαρτιά. Η ζωή μου κινδύνευσε πολλές φορές, όμως ευχαριστώ το Θεό που με διαφύλαξε, ώσπου μια μέρα ήρθα στον εαυτό μου όπως ο άσωτος υιός. Ήταν μετά από ένα παιχνίδι με χαρτιά με τους φίλους μου. Αφού τα έχασα όλα, ώστε δεν είχα να αγοράσω ούτε τσιγάρα, τους ζήτησα ένα τσιγάρο αλλά αυτοί με κορόιδεψαν και μου είπαν: “ας πρόσεχες να είχες” και δεν μου έδωσε κανένας. Τότε κοίταξα ψηλά, πολύ ψηλά και φώναξα μέσα από την καρδιά μου: “Θεέ μου σώσε με.” Από αυτή τη στιγμή ο Κύριος με έσωσε. Από τότε έχουν περάσει 30 χρόνια και δεν απομακρύνθηκα ξανά από τον Θεό και πάντοτε ομολογώ το όνομα του Κυρίου μου, Ιησού Χριστού. Εντωμεταξύ ο Κύριος μου χάρισε μία σύζυγο από το χωριό μου και αποκτήσαμε τρία παιδιά και τώρα έχουμε επτά εγγόνια και πέντε δισέγγονα.
Ο Κύριος είναι ζωντανός και όλα αυτά που έγραψα είναι αλήθεια. Εύχομαι η ομολογία μου να γίνει αιτία πολλοί άνθρωποι να πάρουν το Ευαγγέλιο, να το μελετήσουν και να ζητήσουν τον μοναδικό Σωτήρα Ιησού Χριστό για να σωθούν. Γιατί έρχεται γρήγορα να μας πάρει στην Ουράνια βασιλεία Του. Αμήν, Αλληλούια.