Τάσος Γιαννακόπουλος
“Χρεώστης είμαι προς Έλληνας τε και βαρβάρους, σοφούς τε και ασόφους, ούτω πρόθυμος είμαι το κατ' εμέ να κηρύξω το ευαγγέλιο και προς εσάς τους εν Ρώμη. Διότι δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιο του Χριστού, επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα, Ιουδαίον τε πρώτον και Έλληνα.” Προς Ρωμαίους α' 14-16.
“Χρεώστης είμαι προς Έλληνας τε και βαρβάρους, σοφούς τε και ασόφους, ούτω πρόθυμος είμαι το κατ' εμέ να κηρύξω το ευαγγέλιο και προς εσάς τους εν Ρώμη. Διότι δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιο του Χριστού, επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα, Ιουδαίον τε πρώτον και Έλληνα.” Προς Ρωμαίους α' 14-16.
Αυτό το μήνα θα μας δώσει τη μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Τάσος Γιαννακόπουλος, από την εκκλησία της Καλαμάτας.
Αδελφέ Τάσο, θέλω να ξεκινήσουμε με κάτι πολύ ωραίο που μου είπες όταν σου πρότεινα να κάνεις ομολογία στην εφημερίδα μας.
Ναι αδελφέ μου, ευχαρίστως να στο ξαναπώ. Δεν υπάρχει, αν θέλω ή αν δεν θέλω να κάνω την ομολογία μου. Είναι χρέος μου να κάνω την ομολογία μου. Είναι χρέος μου να πω αυτά που έχει κάνει ο Θεός μέσα στη ζωή μου. Και επειδή έχει κάνει πάρα πολλά ο Θεός, είναι και πολύ μεγάλο αυτό το χρέος που νοιώθω ότι υπάρχει μέσα μου.
Ωραία. Μπορείς να ξεκινήσεις λοιπόν, από όπου εσύ θέλεις και να μας διηγηθείς τις ενέργειες του Θεού μέσα στη ζωή σου.
Να πω ξεκινώντας ότι κατάγομαι από ένα χωριό της Μεσσηνίας που λέγεται Κορομηλιά. Εκεί γεννήθηκα κι έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, αλλά πολύ μικρός, 13 χρονών, έφυγα και ήρθα στην Αθήνα για να εργαστώ. Δούλεψα με τους μπαρμπάδες μου, σαν πωλητής σε καταστήματα με ρούχα, μετά πήγα φαντάρος και αμέσως μόλις απολύθηκα, γνώρισα μια πάρα πολύ καλή κοπέλα, την οποία παντρεύτηκα. Και επειδή είχα ασχοληθεί ήδη με το εμπόριο, συνέχισα σε αυτό το επάγγελμα και άνοιξα καταστήματα ενδυμάτων μαζί με τα αδέλφια μου. Στην πορεία όμως στραβώσανε τα πράγματα -κάτι που συμβαίνει συχνά σε τέτοιες καταστάσεις- και αποφάσισα να συνεχίσω μόνος μου, ανοίγοντας μαγαζιά μαζί με τη γυναίκα μου. Ήταν τότε εποχή που δούλευε καλά το εμπόριο και όπου κι αν άνοιγες μαγαζί -και σε ένα στενό μέσα να το άνοιγες- θα δούλευε. Ανοίχτηκα όμως οικονομικά, χρειάστηκα σε κάποια στιγμή μετρητά και αναγκάστηκα μετά να βγω, να δουλέψω σε εμποροπανήγυρεις. Όπου έβγαζα πολύ καλό κέρδος.
Έστηνες πάγκο με ρούχα σε παζάρια;
Ναι, ακριβώς. Πήγαινα σε όλη την επαρχία, έλειπα από το σπίτι, δέκα μέρες, είκοσι μέρες και οπωσδήποτε η γυναίκα μου άρχισε κάπου να δυσανασχετεί. Είχαμε κάνει ήδη και το γιό μας κι έπρεπε να κρατάει το παιδί, έπρεπε να κρατάει και το μαγαζί όσο εγώ έλειπα στα ταξίδια. Και μου λέει: “Τάσο γύρνα πίσω, κάνε μια πτώχευση στο μαγαζί, βρες μια άλλη δουλειά και έλα να μαζευτούμε, να γίνουμε οικογένεια.” Δεν το δέχτηκα όμως εγώ αυτό και για να μην στα πολυλογώ, χωρίσαμε. Την παρακαλούσα μετά τη γυναίκα μου να γυρίσει πίσω αλλά δεν ερχότανε, το είχε πάρει πλέον απόφαση να φύγει οριστικά.
Συνέχισα μετά να πηγαίνω στα παζάρια αλλά ένοιωθα πλέον ένα μεγάλο κενό μέσα μου. Και ενώ δεν είχα ποτέ πριν ψυχολογικά προβλήματα, μετά τον χωρισμό άρχισα ξαφνικά να έχω τέτοια θέματα. Άρχισα να νοιώθω δειλός, να νοιώθω αδύναμος, να μην έχω όρεξη για τίποτε. Είχα και τάσεις αυτοκτονίας, τρελαινόμουν και δεν καταλάβαινα τι μου συμβαίνει. Σε ένα παζάρι στη Σπερχειάδα, ήταν μια συνάδελφος που είχε πάγκο ακριβώς απέναντι από εμένα και βλέποντας πως είμαι μου λέει: “Τάσο, σου έχουν κάνει σίγουρα μαύρη μαγεία.” Και μου έδωσε το τηλέφωνο από μια γυναίκα, μια μάγισσα, στη Νέα Ζωή. Πήγα πράγματι σε αυτή τη γυναίκα, η οποία μου είπε το ίδιο πράγμα: “Κάποιοι σου έχουν κάνει μάγια και θέλουν να πεθάνεις.” Μετά από αυτό πήρα σβάρνα όλους τους παπάδες γιατί πίστευα ότι αν εξομολογηθώ και πάρω Θεία κοινωνία θα λυθούν τα μάγια που μου έχουν κάνει. Αλλά αυτοί αντί να με βοηθήσουν, με τιμωρούσανε. Επειδή είχα πάει με μια γυναίκα μετά τον χωρισμό, μου έβαζαν ποινή 7 χρόνια να μην πάρω Θεία κοινωνία. Και τελικά με παζάρια και διαπραγματεύσεις, μου κατέβαζαν τη ποινή στα 2,5 χρόνια.
Εδώ να πούμε ότι δεν γράφει πουθενά κάτι τέτοιο η Καινή Διαθήκη. Αντίθετα βλέπουμε ότι όποιος πήγε στον Ιησού Χριστό με μετάνοια, έλαβε κατευθείαν συγχώρεση.
Ναι βέβαια. Μου είχε κάνει τότε εντύπωση ότι είχαν μαζί τους την Αγία Γραφή αλλά είχαν δίπλα κι ένα άλλο βιβλίο από το οποίο και τα έλεγαν όλα αυτά τα πράγματα. Πέρασα από πάρα πολλές εκκλησίες, αλλά παντού μου έλεγαν τα ίδια. Ξαναπήγα τότε σε αυτή τη γυναίκα στη Νέα Ζωή και της ζήτησα με κάποιο τρόπο να μου λύσει τα μάγια. Και μου ζήτησε για αρχή 250.000 δραχμές και κάθε φορά που θα με ξαναπιάνουν τα μάγια, άλλα τόσα. Εγώ όχι μόνο δεν είχα τόσα λεφτά, αλλά χρώσταγα κιόλας σε βιοτεχνίες, από το μαγαζί που είχα κλείσει. Σκέφτηκα μετά έστω και καθυστερημένα να κάνω αυτό που μου είχε προτείνει η γυναίκα μου, μήπως και τα ξαναβρούμε. Παράτησα τα παζάρια και έπιασα δουλειά σε ένα σούπερ μάρκετ στο Περιστέρι. Εκεί όμως ερχότανε ο Σατανάς και με πείραζε. Μου έλεγε: “από αφεντικό κατάντησες κλητήρας, να πουλάς τυριά στο σούπερ μάρκετ.” Είχα και εγωισμό μεγάλο σαν άνθρωπος, με είχε πάρει η κάτω βόλτα, έκλαιγα συνέχεια και πήρα τελικά την απόφαση να αυτοκτονήσω. Πήγα λοιπόν ένα βράδυ επάνω στα νταμάρια της Πετρουπόλεως, όπου εκεί δίπλα είχε ένα ταβερνάκι. Παίρνω δέκα μπύρες, τις ρουφάω κατευθείαν, λέω το: “Πάτερ ημών” και πέφτω από 100 μέτρα ψηλά. Ούτε καν κατάλαβα πως βρέθηκα στο νοσοκομείο της Νικαιας, χωρίς να έχω πάθει κάτι σοβαρό. Ο Σατανάς όμως δεν τα παράταγε, με οδηγούσε συνέχεια προς τον θάνατο.
Προς την κόλαση.
Προς την κόλαση βέβαια. Γιατί εκεί θα πήγαινα. Τη δεύτερη φορά πήγα σε μια ορθόδοξη εκκλησία, προσκύνησα, μετά πήρα ένα μπουκάλι ούζο, το ήπια μονορούφι και πήγα με το αυτοκίνητο να πέσω σε ένα γκρεμό. Και αντί να πέσω στο γκρεμό βρέθηκα μέσα σε ένα χαντάκι. Πέρασε ευτυχώς ένας νταλικέρης, με βοήθησε, με πήγανε στο νοσοκομείο και πάλι δεν είχα πάθει κάτι σοβαρό. Μου έκαναν κάτι ενέσεις και με διώξανε. Μετά ο Διάβολος προσπάθησε να με ρίξει στις απάτες, να με κάνει απατεώνα. Βρέθηκε μια κλίκα οι οποίοι με εικονικά τιμολόγια εισπράττανε εκατομμύρια. Και μου είπανε: “Τάσο είσαι εξοφλημένος έτσι κι αλλιώς και δεν έχεις καμία ελπίδα. Θα σου ανοίξουμε ένα μαγαζί με χρυσό 300 εκατομμύρια. Μετά θα το κλείσεις, θα πάρεις τα 100 εκατομμύρια, θα φύγεις στην Αυστραλία και σε 20 χρόνια θα έχουν παραγραφεί όλα και θα γυρίσεις.” Δεν τη δέχτηκα τελικά αυτή τη πρόταση γιατί αγαπούσα πολύ τον γιό μου και δεν ήθελα να τον εγκαταλείψω.
Είχες επαφή, τον έβλεπες;
Ναι, το έπαιρνα το παιδί μου, βγαίναμε έξω και αυτό ήταν το μόνο με το οποίο κάπως συνερχόμουνα. Σκεφτόμουν μετά να ξαναρχίσω πάλι το εμπόριο αλλά δεν είχα λεφτά καθόλου. Κι έρχεται τότε ένας μεγάλος βιοτέχνης και μου λέει: “Τάσο θα σε βοηθήσω εγώ. Θα σου δώσω επτακόσια χιλιάρικα να πάρεις εμπόρευμα και εμένα δώσε μου επτά επιταγές, ένα εκατομμύριο η κάθε μία.” Πράγματι μου βάζει τα λεφτά στην τράπεζα, παίρνω το καρνέ, του δίνω τις επιταγές και ξεκινάω. Εντωμεταξύ είπαμε, λευκές οι επιταγές, χωρίς να έχω πάρει ακόμα ούτε ένα μπλουζάκι από αυτόν. Αλλά όποιον και αν ρώτησα στην αγορά, μου έλεγε: “προχώρα με κλειστά μάτια.” Ήτανε πολύ μεγάλο όνομα, με πολλά εκατομμύρια τζίρο. Κόβω μετά μια επιταγή 1,5 εκατομμύριο δραχμές σε έναν έμπορα, παίρνω εμπόρευμα και ξεκινάω πάλι στα παζάρια. Πήγα στη Κέρκυρα και γυρνώντας ακούω ένα “μπαμ” τεράστιο. Ο τάδε μεγαλοβιοτέχνης πτώχευσε. Βάρεσε κανόνι όπως λέμε και άφησε χρέος στην αγορά ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο. Μου πήρε εμένα τα επτά εκατομμύρια, από άλλους είχε πάρει περισσότερα και είχε εξαφανιστεί. Είχε πλαφόν στη τράπεζα, πήγαινε εκεί επιταγές και γραμμάτια κι έπαιρνε ρευστό το οποίο έβαζε στη τσέπη. Φτάνει Γενάρης, “κοκκινίζουν” οι επιταγές κι έχω βρεθεί να χρωστάω στη τράπεζα επτά εκατομμύρια. Δεν είχα καμία ελπίδα και πήγα κι έβγαλα βίζα για να φύγω Αυστραλία. Και ήθελα 800.000 για το εισιτήριο. Παίρνω το εμπόρευμα όλο που είχα και πάω και το δίνω σε έναν έμπορο στη μισή τιμή για να βγάλω το εισιτήριο. Για να μην στα πολυλογώ με κορόιδεψε κι αυτός και μου έφαγε τα 800 χιλιάρικα. Μου κάνει μετά κατάσχεση η τράπεζα το φορτηγό κι έχω μείνει ρακένδυτος πλέον.
Εξαπατημένος από όλους.
Λεηλατημένος. Όλοι με βρήκανε σε αδυναμία και με λεηλατήσανε. Ψάχνανε να βρούνε ένα θύμα και το βρήκανε σε εμένα. Και από εκεί που ήμουν ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος. με το μαγαζί μου, με την οικογένεια μου, που δεν μου έλειπε τίποτε, είχα βρεθεί πεταμένος σε ένα δωμάτιο στην Ανθούπολη, με ψυχολογικά προβλήματα και να με ταΐζουν ξένοι ανθρώποι. Γιατί με λυπόντουσαν οι γείτονες και μου έφερναν ένα πιάτο φαί. Τότε άρχισαν να με πιάνουν σκέψεις εκδίκησης. Ήθελα να κάνω κακό σε αυτούς που με αδίκησαν, μια δύναμη με ωθούσε να πάω να σκοτώσω 12 ανθρώπους, όμως μια άλλη δύναμη με σταμάταγε. Ευτυχώς εκείνη την εποχή πίστεψε η αδελφή μου και ο γαμπρός μου. Ένας αδελφός από τον Πειραιά, ο Φώτης, (ο οποίος ήταν πλασιέ σε ρούχα) τους είχε μιλήσει για τον Χριστό και είχανε πιστέψει. Με καλούνε λοιπόν στο μαγαζί τους για να ακούσω κι εγώ, και μου λέει ο Φώτης: “Μου είπανε για σένα και γνωρίζω τι έχεις περάσει. Να ξέρεις όμως ότι ο Χριστός ζει.” Του λέω: “ξέρω ότι ζει, αλλά παλεύω τόσα χρόνια με τους παπάδες να βγάλω άκρη και δεν μπορώ.” Μου λέει: “σου μιλάω τώρα για τον Χριστό, δεν σου μιλάω ούτε για παπάδες, ούτε για άλλους ανθρώπους.”
Πίστευες ότι ζει ο Χριστός;
Το πίστευα απόλυτα. Μετά μου λέει: “πιστεύεις ότι ο Χριστός μπορεί να σε θεραπεύσει; μετανοείς για τις αμαρτίες που έχεις κάνει;” Του λέω: “μετανοώ.” Και μου λέει: “αυτό για τον Θεό είναι αρκετό.” Πρόσεξε τώρα, δεν μου έβαλε τιμωρία όπως οι παπάδες κι αυτή ήταν η διαφορά που μου έκανε εντύπωση. Το απόγευμα ήρθε από το σπίτι, μαζί με την αδελφή μου και με πήγανε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στο Περιστέρι. Ούτε κατάλαβα που πήγα, ούτε κατάλαβα που μπήκα. Είδα όμως τα πρόσωπα όλων των αδελφών να είναι ήρεμα, γλυκά και ο μόνος εκεί μέσα που έμοιαζε σαν αγρίμι ήμουν εγώ. Τρόμαξαν όλοι μόλις με είδανε κι έφυγαν δεξιά, αριστερά. Φαντάζεσαι σε τι κατάσταση ήμουνα. Το είδε ο ποιμένας από τον άμβωνα και τους μάλωσε. Τους λέει: “Γιατί φοβάστε; Ο Θεός τον έφερε ανάμεσα μας. Αγκαλιάστε τον άνθρωπο και δώστε του κι ένα πιάτο φαί αν θέλει να φάει.” Αυτό το αγκάλιασμα που ένοιωσα τότε, από τον ποιμένα αρχικά και μετά από όλους τους αδελφούς, δεν το ξεχνάω ποτέ. Για τη ψυχή μου ήτανε μια μεγάλη ανακούφιση. Μου άρεσε πολύ αυτό, συνέχισα μετά να πηγαίνω και μόνος στην εκκλησία αλλά δεν μπορούσα να συνέλθω με τίποτε. Η κατάσταση μου ήταν η ίδια ακριβώς. Μου είχαν πει οι αδελφοί να πηγαίνω μπροστά στο ευχέλαιο και να γονατίζω και πράγματι πάντοτε πήγαινα, αλλά δεν άλλαζε απολύτως τίποτε. Ώσπου μια φορά που πήγα, όπως ήμουν γονατισμένος και αφού με είχαν αλείψει με λάδι, βγάζω μια κραυγή γεμάτη απόγνωση. Και λέω: “Ιησού Χριστέ, μετανοώ, συγχώρεσε με και θεράπευσε με.” Μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου όμως βγήκαν αυτά τα λόγια. Και εκεί κάτω όπως ήμουνα, νοιώθω μια δύναμη να έρχεται επάνω μου, μία, δύο, τρείς φορές και την τρίτη φορά κατάλαβα ότι επέστρεψαν τα μυαλά μου μέσα στο κεφάλι μου.
“Επέστρεψαν οι φρένες του” λέει η Αγία Γραφή για τον Ναβουχοδονόσορα σε μια ανάλογη περίπτωση.
Εκείνη τη μέρα έλαβα από τον Κύριο θεραπεία. Ομολογώ με παρρησία ότι έλαβα τελεία θεραπεία μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων. Σηκώθηκα επάνω χαρούμενος, γέλαγα, πέταγα πραγματικά. Έγινε πανηγύρι μέσα στην εκκλησία, όλοι δόξαζαν τον Θεό και μου λέει ένας πρεσβύτερος όπως φεύγαμε: “πήγαινε τώρα να ομολογήσεις και στους δικούς σου για το πως σε ελέησε ο Κύριος.” Πράγματι πήγα στους συγγενείς μου και τους λέω: “με θεράπευσε ο Χριστός.” “Ναι” μου λένε “ήσουνα τρελός και έγινες ακόμα πιο τρελός.” Επέμενα εγώ κι έρχεται ο αδελφός μου και μου φέρνει ένα σιφόνι. Και μου λέει: “σύνδεσε το αν έγινες καλά.” Το πιάνω εγώ, αμέσως το συνδέω κι εκεί κατάλαβαν ότι κάτι είχε γίνει. “Που έγινες καλά;” με ρωτούσανε. “Ο Χριστός με θεράπευσε” τους έλεγα εγώ, “που έγινες καλά;” με ρωτούσανε συνέχεια εκείνοι, ώσπου τελικά τους λέω: “στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στο Περιστέρι, εκεί έγινα καλά”. Σαν να έπεσε μια βόμβα μέσα στο δωμάτιο, δεν μίλαγε κανένας και τελικά ένας μπάρμπας μου, μου λέει: “Τάσο μην ξαναπάς εκεί μέσα, βρες τώρα μια δουλίτσα και μην το λες σε κανένα.” Εκείνη την ώρα έρχεται μια δύναμη επάνω μου και του λέω: “ Τι είπες τώρα; Να μην το πω σε κανένα; Όλη η Ελλάδα θα μάθει, τι έκανε ο Χριστός σε εμένα.”
Και πραγματικά τώρα με την εφημερίδα πιστεύω ότι η ομολογία σου να φθάσει σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο.
Αμήν. Από εκείνη την ημέρα είδα ότι θεραπεύτηκα, είδα ότι είχα ζωντανή επαφή με τον Κύριο και ακολούθησα πλέον στη ζωή μου τον Χριστό. Με αναγέννησε ο Κύριος, βαπτίστηκα στο νερό και σε μια προσευχή στη Χίο, όπου είχα πάει για ένα παζάρι, έλαβα το Πνεύμα το Άγιο. Γιατί είχα αρχίσει πάλι να δουλεύω στα παζάρια, τώρα όμως πιο πολύ ομολογούσα τον Κύριο παρά πούλαγα εμπορεύματα. Χιλιάδες εφημερίδες έδινα και Καινές Διαθήκες. Δέχτηκα διωγμό, πολλές φορές με απείλησαν, με έβρισαν, με χτύπησαν κιόλας και κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω από αυτή τη δουλειά. Δεν με ήθελαν πλέον οι άλλοι έμποροι εκεί, δεν ήθελαν την αλήθεια του ευαγγελίου και μου έλεγαν: “Τάσο εμείς ζούμε από τα πανηγύρια, δεν θέλουμε να ακούμε αυτά που μας λες.” Με παρηγόρησε όμως ο Κύριος και μου είπε ότι Εκείνος θα μου δώσει άλλη εργασία η οποία θα είναι για λίγο καιρό και μετά άλλη, που θα είναι μόνιμη. Πράγματι στην αρχή νοίκιασα ένα ταξί και έκανα για κάποιους μήνες αυτή τη δουλειά. Κι εκεί έδινα πολλές εφημερίδες και ευαγγέλια. Μετά δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα, σταμάτησα από το ταξί και ξεκίνησα ελαιοχρωματιστής. Είδα ότι τα κατάφερνα, δούλεψα στην αρχή στο μεροκάματο και μετά ξεκίνησα να δίνω προσφορές και να παίρνω δουλειές μόνος μου. Κι έφθασα να έχω δικό μου συνεργείο με οχτώ άτομα. Ήρθε όμως ο καιρός που άρχισαν τα δικαστήρια με τις επιταγές και μην έχοντας καμία ελπίδα να ξεμπλέξω είχα πάρει την απόφαση να πάω στη φυλακή. Κι έρχεται ο Κύριος να με ελευθερώσει, κάνοντας μεγαλεία. Γιατί αυτά που κάνει ο Κύριος στη ζωή μας είναι μεγαλεία, δεν λέγονται αλλιώς. Βγαίνει ακριβώς εκείνες τις μέρες ένας νέος νόμος για τις επιταγές και με βάση αυτό τον νόμο, αφού βρήκα τον βιοτέχνη που του είχα δώσει τις επιταγές και τον έβαλα και υπέγραψε επτά υπεύθυνες δηλώσεις, (όσες και οι επιταγές) ότι δεν του χρωστάω χρήματα, πήγα στο δικαστήριο και αθωώθηκα. Δόξα στον Θεό. Αυτή είναι η ιστορία μου. Μια μεγάλη περιπέτεια που έζησα για να γνωρίσω τον Χριστό και να σωθώ εγώ και η οικογένεια μου. Γιατί αυτό που θέλω αυτή τη στιγμή είναι προσευχή για τη γυναίκα μου, για το παιδί μου, να πιστέψουνε, να σωθούνε κι εκείνοι και να μας ενώσει πάλι ο Κύριος. Και πιστεύω ότι ο Θεός θα διορθώσει τα λάθη μου και θα το κάνει.
Αμήν. Θα ήθελα αδελφέ Τάσο να μας δώσεις ένα μήνυμα στο τέλος, γιατί πέρασες κι εσύ πολλές δυσκολίες στη ζωή σου. Υπάρχει τελικά ελπίδα για τον απελπισμένο, για τον κατεστραμμένο άνθρωπο;
Δεν υπάρχει άλλος Σωτήρας παρά μόνο ο Χριστός και Αυτός είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου. Και όσο πληγωμένος και αν είσαι, όσο ταλαιπωρημένος και αν είσαι, ο Χριστός μπορεί να σε βοηθήσει, μπορεί να σε θεραπεύσει μέσα στη ψυχή σου, αρκεί να επικαλεστείς το όνομα του Κυρίου και να μετανοήσεις για τα λάθη σου και για τις αμαρτίες σου. Συνήθως βέβαια οι άνθρωποι πάνε στον Θεό για θεραπεία από κάποια ασθένεια, για μια καλύτερη δουλειά, για γήινα πράγματα. Στον Χριστό όμως δεν πάμε πρώτα για όλα αυτά, πάμε πρώτα για να ξεφύγουμε από την αιώνια καταδίκη που μας περιμένει μετά θάνατο. Αυτός είναι ο αγώνας μας και ο στόχος μας, να βρεθούμε στον ουρανό, μαζί με πολλά χειρόβολα που θα μας χαρίσει ο Κύριος αν ομολογούμε το όνομα Του. Και είναι ένα χρέος αυτό αδελφέ μου που δεν ξεπληρώνεται. Όσο και να ομολογήσεις, όσο και να εργαστείς, αυτό που έκανε ο Κύριος για εμάς δεν ξεπληρώνεται με τίποτε. Δεν υπάρχουν λόγια ευγνωμοσύνης για να Τον ευχαριστήσω.