Λάζαρος Μπούρας
“Με την ψυχή μου σε επόθησα την νύκτα, ναι με το πνεύμα μου εντός μου σε εξεζήτησα το πρωί, διότι όταν οι κρίσεις σου είναι εν τη γη, οι κάτοικοι του κόσμου θέλουσι μάθει δικαιοσύνη.” Ησαΐας κσ΄9
“Με την ψυχή μου σε επόθησα την νύκτα, ναι με το πνεύμα μου εντός μου σε εξεζήτησα το πρωί, διότι όταν οι κρίσεις σου είναι εν τη γη, οι κάτοικοι του κόσμου θέλουσι μάθει δικαιοσύνη.” Ησαΐας κσ΄9
Αυτό το μήνα θα μας δώσει τη μαρτυρία του για τον Χριστό, ένας αδελφός μας από τη Γερμανία, ο Λάζαρος Μπούρας.
Αδελφέ Λάζαρε θα ήθελα να σε ρωτήσω καταρχάς σε ποιό ακριβώς μέρος της Γερμανίας βρίσκεσαι.
Ζω στο Έσλιγκεν, μια κωμόπολη λίγο έξω από τη Στουτγκάρδη, εδώ και εννιά χρόνια περίπου. Στο Έσλιγκεν γεννήθηκα κιόλας αλλά όταν ήμουν πολύ μικρός, πέντε χρονών, επιστρέψαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα, στην Καβάλα, όπου μεγάλωσα, πήγα στο σχολείο και έζησα όλα μου τα χρόνια. Μέχρι που το 2011, λόγω της οικονομικής κρίσης, ήρθα πάλι στη Γερμανία για λόγους εργασίας .
Πες μας λίγο αν θέλεις, για το πως μεγάλωσες, για τυχόν πνευματικές εμπειρίες που είχες σαν παιδί...
Σαν μικρό παιδί είχα μια καρδιά πολύ ανοικτή προς τον Θεό. Πίστευα ότι υπάρχει, πίστευα ότι με ακούει και όταν προσευχόμουνα κι έλεγα το “Πάτερ ημών” πάντα γονάτιζα. Όλα αυτά χωρίς να με κατευθύνει κάποιος άνθρωπος, ο Κύριος το έκανε πιστεύω. Οι γονείς μου ήταν βέβαια χριστιανοί ορθόδοξοι αλλά χωρίς να είναι άνθρωποι που ακολουθούσαν ιδιαίτερα το θρησκευτικό σύστημα. Το Πάσχα πηγαίναμε στην εκκλησία, Χριστούγεννα ούτε καν, και γενικά στα τυπικά πλαίσια ήμασταν σαν οικογένεια. Με είχε επηρεάσει όμως σαν παιδί η ταινία: “ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ” που έβαζε κάθε Πάσχα η τηλεόραση. Με άγγιζε πολύ το πρόσωπο του Χριστού, ένα πρόσωπο που έζησε απλά, φτωχικά, που ήταν πάντα γεμάτος αγάπη κι έκανε μόνο καλό στους άλλους και στο αποκορύφωμα θυσιάστηκε. Μεγαλώνοντας όμως και πηγαίνοντας στο Γυμνάσιο, άλλαξα. Γιατί δεν είχα βάσεις πάνω στο Λόγο του Θεού και αν δεν έχεις βάσεις, εύκολα γκρεμίζεται κάτι, σαν αυτό που περιέγραψα πριν. Άρχισα το τσιγάρο, γνώρισα παρέες, κοπέλες και ξεκίνησε να μπαίνει στη ζωή μου έντονα η αμαρτία. Λίγο πριν πάω φαντάρος αρραβωνιάστηκα με μια κοπέλα, με την οποία είχα σκοπό όταν απολυθώ να παντρευτώ. Είχα ξεκινήσει όμως ήδη τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, χασίς συγκεκριμένα, και στο στρατό αυτή η χρήση έγινε πιο συστηματική. Τότε έβαλα τα πράγματα κάτω, τα ζύγισα και αποφάσισα να μην προχωρήσω στο γάμο. Αγαπούσα αυτή τη κοπέλα αλλά σκέφτηκα ότι η ζωή μου σαν οικογενειάρχης θα είναι γεμάτη αγώνα, ρουτίνα, προβλήματα διάφορα και αυτή η εικόνα που είδα με τη φαντασία μου, ένοιωσα να με πνίγει. Και επέλεξα να ζήσω αλλιώς, πιο μποέμικα ας πούμε.
Ήταν πιστεύεις, ένα σημαντικό σταυροδρόμι αυτό για τη ζωή σου;
Ναι, σίγουρα. Υπήρχαν τότε μπροστά μου δύο δρόμοι και επέλεξα τελικά τον δεύτερο, τον πιο εύκολο. Έφυγα μετά και από τη δουλειά του πατέρα μου και μαζί με ένα φίλο μου αδελφικό νοικιάσαμε ένα περίπτερο και το δουλέψαμε μαζί. Συνέχισα όμως τη χρήση χασίς και σιγά-σιγά άρχισα να κάνω και εμπόριο αυτής της ουσίας. Εκεί επάνω με φύλαξε πολλές φορές ο Κύριος από το να πάω φυλακή. Όποτε τύχαινε να μου κάνει η αστυνομία έλεγχο, δεν είχα τίποτε επάνω μου. Ή θα το είχα πιεί ή θα το είχα δώσει. Μια φορά καθώς επιστρέφαμε από μια εκδρομή, μαζί με ένα φίλο και με δύο κοπέλες, μας σταμάτησε για έλεγχο η ασφάλεια. Εμείς νομίζαμε ότι δεν έχουμε τίποτε μαζί μας, ότι τα έχουμε πιεί όλα, όμως είχαμε ξεχάσει ένα σακουλάκι με 15 γραμμάρια μέσα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Κι ενώ οχτώ ασφαλίτες είχανε κάνει φύλο και φτερό όλο το αυτοκίνητο, το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, ούτε ένας δεν σκέφτηκε να το ανοίξει. Το λέω και ανατριχιάζω κι ευχαριστώ τον Θεό που με φύλαξε και δεν πήγα φυλακή γιατί δεν νομίζω ότι θα το άντεχα. Πάντα με πείραζε ο στενός ο χώρος, με πείραζαν τα χρόνια της ζωής που είναι λίγα, πάντα ένοιωθα σαν φυλακισμένος, σαν κάτι να με πνίγει. Και με κοπέλες πάντα ήθελα να κάνω ελεύθερες σχέσεις, όταν κάτι γινότανε πιο σοβαρό, πιο σταθερό, άρχιζε να με πνίγει η ρουτίνα.
Αγαπούσες πολύ την ελευθερία από ότι καταλαβαίνω.
Ναι, κάπως έτσι, Πέρα από τη δουλειά δεν δεχόμουνα άλλους περιορισμούς, δεν ήθελα να με δένει κάτι. Και όμως χωρίς να το συνειδητοποιώ, με είχε σφιχτά δεμένο ο διάβολος με την αμαρτία. Και με έδενε κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Θυμάμαι είχα τότε στη ζωή μου μια αρχή. Έπινα μόνο χασίς και όποιος φίλος μου έμπλεκε με την ηρωίνη τον έκανα πέρα. Τελικά όμως ήρθε η στιγμή που έμπλεξα κι εγώ. Προσπαθώντας να βοηθήσω μια κοπέλα να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη όχι μόνο δεν τα κατάφερα αλλά σαν τον Αδάμ και την Εύα μπήκα στον πειρασμό να γνωρίσω τι είναι ακριβώς αυτή η ουσία. Τι είναι αυτό που προσφέρει στον άνθρωπο και τον δένει έτσι. Άρχισα να παίρνω μικρές δόσεις στην αρχή και ένοιωθα μια ηρεμία, μια αγάπη παράξενη, Έβγαινα έξω, έβλεπα ανθρώπους που είχαμε τσακωθεί άσχημα και πήγαινα και τα έβρισκα μαζί τους και συμφιλιωνόμουνα. Μου άρεσε αυτό και συνέχισα τη χρήση (από τη μύτη πάντα) για κανένα δίμηνο. Ώσπου κάποια στιγμή σαν να ξύπνησα, κατάλαβα τι πήγαινα να πάθω, κλείστηκα σπίτι μερικές μέρες και ξέκοψα, Και συνέχισα πάλι τη χρήση χασίς όπως πριν. Αυτό έγινε περίπου Χριστούγεννα. Μετά από λίγους μήνες, το Πάσχα, είμαι καλεσμένος στο σπίτι ενός φιλικού ζευγαριού, του Νίκου και της Αναστασίας, που πίστεψαν μετά στον Χριστό και είναι τώρα αδέλφια μας πνευματικά.
Έχουν δώσει και τη μαρτυρία τους στην εφημερίδα μας πριν από ένα χρόνο.
Ναι, ήμασταν πολύ φίλοι με τον Νίκο από μικροί. Με κάλεσαν εκείνο το Πάσχα σπίτι τους και το τραπέζι τους είχε από όλα τα “καλά”. Ναρκωτικά κάθε είδους. Από εκείνη τη μέρα ξανάπεσα στην ηρωίνη και ξανάπεσα με τα μούτρα μπορώ να πω. Βρήκαμε άκρες μετά και από Βουλγαρία, από Αλβανία και αρχίσαμε με κάποιους φίλους να κάνουμε διακίνηση ναρκωτικών σε μεγάλες ποσότητες. Εγώ όμως έκανα διακίνηση μόνο χασίς και κοκαΐνης, ηρωίνη δεν έδινα σε άλλους γιατί έβλεπα το κακό που έκανε σε μένα. Οι δόσεις που έπαιρνα συνέχεια μεγάλωναν και χρειαζόμουν τουλάχιστον δύο γραμμάρια την ημέρα για να μπορέσω να λειτουργήσω σαν άνθρωπος. Συν όλα τα άλλα που έπινα καθημερινά από εδώ κι από εκεί, κάνοντας χρήση και διακίνηση ταυτόχρονα. Κι ενώ στην αρχή είχα νοιώσει με την ηρωίνη αγάπη, τώρα είχα ένα απίστευτο μίσος μέσα μου για όλο τον κόσμο κι έκανα φασαρίες συνέχεια για ασήμαντους λόγους.
Για πόσο καιρό ζούσες έτσι;
Πέρασαν έτσι τέσσερα, πέντε χρόνια. Ένοιωθα μόνιμα ένα βάρος στο στήθος, μια πέτρα, ένα βράχο που δεν με άφηνε να πάρω ανάσα. Εκείνη την εποχή μου συνέβαινε κάτι παράξενο. Πολλές φορές έπιανα τη καρδιά μου να μιλάει στον Θεό, χωρίς εγώ να το συνειδητοποιώ. Ήμουνα ας πούμε μαστουρωμένος, το μυαλό μου σκεφτότανε χίλια δύο και έπιανα τη καρδιά μου να μιλάει στον Κύριο και να λέει: “Θεέ μου, βοήθησε με, ελευθέρωσε με, δεν μπορώ άλλο αυτή τη ζωή που κάνω.” Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το καταλάβω, γινόταν εκείνη την ώρα ένας διαχωρισμός μέσα μου. Ώσπου έρχεται μια Κυριακή πρωί που ξυπνάω και όλως περιέργως δεν νοιώθω την ανάγκη να κάνω χρήση ναρκωτικών. Κάτι που ήταν κάθε πρωί το πρώτο που έκανα, πριν ακόμα πάω να ρίξω νερό στο πρόσωπο μου. Βρισκόμαστε μετά με κάτι φίλους και πάμε σε ένα μπαρ στη Καβάλα όπου αρχίζουμε και πίνουμε σφηνάκια. Και κάθε φορά που γύριζε τη πλάτη της η γκαρσόνα, έκλεβα εγώ κονιάκ από ένα μεγάλο μπουκάλι με κάνουλα και το έπινα. Ξεκινάμε μετά να πάμε με τα μηχανάκια σε ένα παραθαλάσσιο χωριό στην Ηρακλείτσα και με έχουν βάλει στη μέση τέσσερα μηχανάκια για να μην ξεκλίνω από το δρόμο και πάθω ατύχημα. Τόσο μεθυσμένος ήμουνα. Έπεσα όμως τελικά, μόλις φθάσαμε, και πήγα αμέσως και μπήκα κάτω από τις ντουζιέρες στη παραλία για να ξεπλυθώ λίγο από την άμμο και να συνέλθω από το αλκοόλ. Όπως ήμουν λοιπόν εκεί, κάτω από το νερό, σήκωσα τα μάτια μου ψηλά προς τον ήλιο και είδα μια όραση. Δύο τεράστια πόδια, καλλυμένα με ένα ποδήρη χιτώνα και σηκώνοντας το βλέμμα, είδα μέχρι το στήθος αυτής της μορφής, που κρατούσε στο χέρι ένα μεγάλο λάβαρο. Ξύπνησα στο νοσοκομείο, δεν θυμόμουν τίποτε από ότι είχε γίνει κι αισθανόμουν παράξενα. Ένοιωθα μια μεγάλη αγάπη για όλους τους ανθρώπους και ήθελα να φιλήσω μέχρι και τα ντουβάρια. Ήρθαν κάποιοι φίλοι, με βάλανε στο αυτοκίνητο να φύγουμε και ενώ ερχότανε στο μυαλό μου η εικόνα που είχα δει στον ουρανό, σαν να μην μου επιτρεπόταν εκείνη την στιγμή να καταλάβω, ότι αυτός που είδα ήταν ο Κύριος. Άναψε μετά ένας φίλος ένα τσιγάρο τρίφυλλο με χασίς, μου έδωσε να καπνίσω αλλά δεν μπορούσα, δεν ήθελα. Για τρείς μέρες δεν έπινα, δεν κάπνιζα, δεν έκανα χρήση ναρκωτικών και έλεγα σε όλους ότι: “θέλω να ζήσω πνευματικά”. Χωρίς να ξέρω κι εγώ τι λέω. Συνέχεια κάτι αναζητούσα και πήρα να διαβάσω κάποια βιβλία που είχα στο σπίτι αλλά δεν με ικανοποιούσαν. Λίγο διάβαζα και τα παράταγα. Πιστεύω ότι η ψυχή μου ζητούσε τότε τη Καινή Διαθήκη, όμως δεν υπήρχε στο σπίτι.
Όπως λέει η Αγία Γραφή: “Σαν νεογέννητο βρέφος επιποθούσες το λογικό, άδολο γάλα” που είναι ο Λόγος του Θεού.
Αμήν. Την τρίτη μέρα όπως καθόμουν με τη παρέα μου και συζητούσαμε, μου λέει ένας φίλος: “Λάζαρε, προχθές στην Ηρακλείτσα έγινες ρεζίλι τελείως.” Σκέφτηκα επειδή είχα πέσει με το μηχανάκι και του λέω: “ο πρώτος είμαι που πέφτω ή ο τελευταίος;” Και μου λέει: “Καλά δεν θυμάσαι τι έγινε; Όταν ήσουν κάτω από τη ντουζιέρα, είχες σηκώσει ψηλά τα χέρια και ούρλιαζες, Ιησού Χριστέ, έλα και σώσε με.” Μόλις το άκουσα αυτό ένοιωσα μεγάλη ντροπή, γιατί στην Ηρακλείτσα ήταν εκείνη την ημέρα όλοι οι γνωστοί μου από την πιάτσα της Καβάλας. Από το ίδιο βράδυ έφυγε η χάρη που ένοιωθα τρείς μέρες και άρχισα να κάνω πάλι χρήση ναρκωτικών. Πέρασε ένας μήνας και μια μέρα είμαι με την σημερινή αδελφή μας την Αναστασία και συζητάμε. Και πιστεύω ότι πήρε ο Κύριος, μια το στόμα του ενός και μια του άλλου, για να κάνει το έργο Του. Μου είπε πρώτα εκείνη ότι είχε γνωρίσει μικρή τον Θεό, είχε πάει σε μια προσευχή και της είχε μιλήσει δια Πνεύματος Αγίου, αλλά τώρα πια είναι τόσο αμαρτωλή που δεν γίνεται να συγχωρεθεί. Και μου έδωσε ο Κύριος λόγια παρηγοριάς και της είπα ότι: “ο Θεός είναι αγάπη, δεν γίνεται να μην θέλει να σε συγχωρήσει.” Εκείνη την ώρα, ξαφνικά θυμήθηκα και της είπα, αυτά που πίστευα όταν ήμουν ένα μικρό παιδί. Μετά ανοίγω κι εγώ τη καρδιά μου και της λέω ότι: “νοιώθω πάνω στη καρδιά μου ένα τεράστιο βάρος σαν βράχο που με κάνει και τρέχω όλη μέρα σαν τρελός. Δεν έχω ειρήνη μέσα μου, θέλω να ελευθερωθώ από την ηρωίνη και δεν τα καταφέρνω.” Και μου λέει η Αναστασία (ή μάλλον ο Θεός μέσα από το στόμα της), ότι: “αν πας στο δωμάτιο σου και προσευχηθείς με όλη σου την ψυχή, θα έρθει ο ζωντανός και αναστημένος Ιησούς Χριστός και θα σε ελευθερώσει.” Την ώρα που μου τα έλεγε αυτά, μέσα στη καρδιά μου είχε ανάψει μια φωτιά, καιγόμουνα πραγματικά. Και σκεφτόμουν ότι τέτοια λόγια, τέτοιο κάλεσμα δεν άκουσα ποτέ κι από κανέναν. Την άλλη μέρα ξυπνάω, κάνω χρήση ηρωίνης, πάω στη δουλειά στο περίπτερο, αλλά αυτά τα λόγια δούλευαν συνέχεια μέσα μου. Έρχεται ο συνέταιρος το μεσημέρι, με αλλάζει και μόλις πάω σπίτι, παίρνω στα χέρια μου όση ηρωίνη είχα (τρία, τέσσερα γραμμάρια) ανοίγω το παράθυρο, κοιτάω στον ουρανό και λέω: “Χριστέ μου, αν είσαι ζωντανός και αληθινός, από αυτό το πράγμα θέλω να με ελευθερώσεις. Πάρτο.” Και έλεγα: “Πάρτο” και το έλεγα με όλο μου το “είναι”. Μέχρι και τα νύχια των ποδιών μου, έλεγαν: “Πάρτο.” Πετάω την ηρωίνη, πέφτω να κοιμηθώ και κάνω τον πιο γλυκό ύπνο που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Και όταν ξυπνάω είμαι ελεύθερος. Το νοιώθω. Είμαι σίγουρος. Το ίδιο βράδυ πήρα τηλέφωνο την Αναστασία και της ζήτησα να πάμε εκεί που είχε πάει μικρή. Έψαξε να βρει την διεύθυνση, γιατί είχαν περάσει από τότε πολλά χρόνια και πήγαμε Φιλώτα 3, στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στη Καβάλα.
Όπου βρίσκεται και σήμερα νομίζω.
Ναι, εκεί είναι ακόμα. Με το που κατεβαίνουμε κάτω, είδα ότι ήταν όλοι στα γόνατα και προσευχόντουσαν. Γονάτισα κι εγώ σε ένα θρανίο και είπα από μέσα μου δύο απλά λόγια: “Θεέ μου, εγώ εσένα ψάχνω. Αν εσύ είσαι εδώ, θέλω να μου το δείξεις.” Δεν προλαβαίνω να τελειώσω κι αρχίζει από την άλλη μεριά της αίθουσας μια προφητεία: “Λάζαρε υιέ μου, εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός που όταν η ψυχή σου έκραξε σε μένα...” Εκείνη την ώρα έρχεται μπροστά μου η εικόνα που είδα στον ουρανό στην Ηρακλείτσα και ένοιωσα να πέφτουν λέπια από τα μάτια μου και να καταλαβαίνω ότι ήταν ο Κύριος. Και συνεχίζει η προφητεία: “...όταν η ψυχή σου έκραξε σε μένα, ήρθα πάνω από τον τάφο σου και σε ελευθέρωσα.” Όλη αυτή την ώρα εγώ έκλαιγα με λυγμούς ασταμάτητα. Με ένα κλάμα που δεν ήταν ούτε κλάμα χαράς, ούτε κλάμα λύπης, ήταν σαν το κλάμα του μωρού όταν γεννιέται. Τέλειωσε η προσευχή, σηκωθήκαμε κι ενώ είχα σκοπό να φύγω αμέσως, είχα τέτοια αγάπη στην καρδιά που τους αγκάλιασα όλους, τους φίλησα όλους, δεν μπορούσα να το κρατήσω μέσα μου αυτό που ένοιωθα. Το θυμάμαι τώρα και χαίρομαι. Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησα να πηγαίνω στην εκκλησία, ξεκίνησα να διαβάζω την Αγία Γραφή, ήμουν ελευθερωμένος από όλα τα ναρκωτικά αλλά είχα κρατήσει το τσιγάρο. Κάτι που το αγαπούσα. Τότε είχε η εκκλησία κάθε Τετάρτη πρωί, προσευχή δύο ώρες. Έρχεται λοιπόν μια Τετάρτη ο ποιμένας, ο αδελφός ο Χρήστου με το μπουκαλάκι το λάδι στο χέρι και μου λέει: “Λαζαράκο, να κάνουμε μια προσευχή να σου πάρει ο Κύριος και το τσιγάρο, για να κάνεις το θέλημα του Θεού και να βαπτιστείς;” Έτσι κι έγινε και βαπτίστηκα στο νερό και μετά από ενάμιση μήνα με βάπτισε ο Κύριος και στο Πνεύμα το Άγιο.
Πότε βαπτίστηκες;
Τον Σεπτέμβριο του 2001 βαπτίστηκα εν ύδατι και λίγο μετά, τον Νοέμβριο, με βάπτισε ο Κύριος με Πνεύμα Άγιο. Από τότε προχωράμε με τη χάρη του Κυρίου, με τα σκαμπανεβάσματα, με τις μαθητείες μας και ευχαριστούμε τον Θεό γιατί είναι Αγάπη. Μας αγαπάει, μακροθυμεί για εμάς και εργάζεται θαυμαστά μέσα στη καρδιά μας.
Αμήν. Πες μας αδελφέ Λάζαρε κλείνοντας, τα νέα από τη Γερμανία. Έχουν ανοίξει τώρα εκεί οι εκκλησίες που είχαν κλείσει λόγω καραντίνας;
Ναι έχουν ανοίξει αλλά δεν μπορούμε ακόμα να πάμε όλοι μαζί, πράγμα που μας στενοχωρεί. Είναι βέβαια λίγο περίεργη αυτή η κατάσταση με τον κορωνοιό αλλά πρέπει να προσαρμοστούμε. Να πούμε ότι όσο ήταν κλειστή η εκκλησία στην καραντίνα, είχαμε κάνει έναν ωραίο πνευματικό αγώνα, είχαμε αλυσίδα προσευχών και ο Κύριος μας ευλόγησε πάρα πολύ. Και αν συνεχίσουμε τον αγώνα θα μας ευλογήσει ακόμα περισσότερο. Πιστεύω ότι όλα τα σημεία πλέον δείχνουν ότι έρχονται τα χρόνια, ότι ο Κύριος είναι κάθε μέρα και πιο κοντά και αυτό το βλέπουν ακόμα και άνθρωποι του κόσμου. Αυτές τις μέρες, λόγω των γεγονότων, ο Κύριος επέτρεψε και ομολόγησα σε πολλούς το όνομα Του και αρκετοί από αυτούς τους ανθρώπους με καλέσανε ξανά για να μάθουν κι άλλα. Να μάθουν τι λέει ο Κύριος για τις έσχατες ημέρες, να μάθουν τι θα γίνει στον κόσμο και έστειλα μέσα από το διαδίκτυο πολλά κηρύγματα σε γνωστούς και φίλους. Υπάρχει πλέον στους ανθρώπους, φόβος, εκζήτηση, πληροφορία από τον Κύριο ότι κάτι σημαντικό θα γίνει και τους κινεί όλο αυτό για να ψάξουνε, για να ερευνήσουνε. Ο Κύριος να κάνει χάρη αυτές τις έσχατες ημέρες, να συνάξει όλα τα πρόβατα Του τα διασκορπισμένα κι εμάς να μας έχει πάντα έτοιμους να αγκαλιάσουμε τις ψυχές και να εργαστούμε. Να εργαστούμε αυτό που έχει λάβει ο καθένας μας από τον Κύριο για να εργαστεί.