Τάκης Μητρονίκας
«Λάβετε μεθ’ εαυτών λόγους και επιστρέψατε προς τον Κύριον. Είπατε προς αυτόν, Αφαίρεσον πάσαν ανομίαν ημών και δέχθητι ημάς ευμενώς και θέλομεν αποδώσει τον καρπόν των χειλέων ημών.». Ωσηέ ιδ΄2
«Λάβετε μεθ’ εαυτών λόγους και επιστρέψατε προς τον Κύριον. Είπατε προς αυτόν, Αφαίρεσον πάσαν ανομίαν ημών και δέχθητι ημάς ευμενώς και θέλομεν αποδώσει τον καρπόν των χειλέων ημών.». Ωσηέ ιδ΄2
Στις δύσκολες αυτές στιγμές, που περνάει όχι μόνο η πατρίδα μας αλλά και όλη η ανθρωπότητα, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ το μήνυμα της επιστροφής στον Θεό. Της επιστροφής σε Εκείνον που είναι η μόνη λύση για όλα τα προβλήματα και που είναι πάντα έτοιμος να συγχωρήσει αφθόνως.
Αυτό το μήνα ο αδελφός μας Τάκης Μητρονίκας θα μας δώσει τη μαρτυρία του για το πως επέστρεψε σαν τον άσωτο υιό στο σπίτι του Πατέρα και η σύζυγος του Δέσποινα θα μας πει με τη σειρά της πως γνώρισε τον Κύριο, αναγεννήθηκε και σώθηκε.
Αδελφέ Τάκη, πες μας για το πως επέστρεψες στον Κύριο, ξεκινώντας από τα παιδικά σου χρόνια ή όπως εσύ νομίζεις.
Ναι, οπωσδήποτε θα ξεκινήσω από τα παιδικά μου χρόνια μιας και είμαι γεννημένος μέσα στην εκκλησία. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, ήμουν ενός έτους όταν ξεκίνησε να πηγαίνει η μητέρα μου στην εκκλησία. Στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής, η οποία ήτανε τότε στην οδό Ευπόλιδος, με ποιμένα τον αδελφό Λούη Φέγγο. Αυτό που βίωσα όμως σαν παιδί, ήταν μέσα στο σπίτι κάποιες πολύ άσχημες καταστάσεις. Γιατί υπήρχε μια σύμπνοια περίεργη ανάμεσα στον πατέρα μου και στα αδέλφια της μητέρας μου, ενάντια σε αυτό που εκείνη πίστευε και ενάντια στην εκκλησία που πήγαινε. Εναντιωνόντουσαν οι συγγενείς της μητέρας μου γιατί δήθεν αλλαξοπίστησε, ο πατέρας μου -ο οποίος ανήκε σε ένα πολιτικό κόμμα- εναντιωνόταν επειδή ήταν άθεος και γινόντουσαν άσχημοι τσακωμοί. Και εγώ σαν παιδί, τη βία, την αγριότητα, την καταπίεση επάνω στη μητέρα μου, όλα αυτά πραγματικά τα μίσησα.
Άντεξε όμως η μητέρα σου και ξέρω ότι είναι ακόμα πιστή.
Άντεξε, γιατί την επισκεπτόταν ο Κύριος, την ενίσχυε και την παρηγορούσε. Θυμάμαι ακόμα την ημέρα που βαπτίστηκε με Πνεύμα Άγιο. Ήμασταν με τον αδελφό μου και τρώγαμε, όταν την ακούσαμε ξαφνικά από το διπλανό δωμάτιο να έχει πάρει δύναμη Πνεύματος Αγίου και να δοξάζει τον Θεό με ξένες γλώσσες. Ανησυχήσαμε, δεν ξέραμε τι συμβαίνει, αλλά μας εξήγησε και μας καθησύχασε. Και μεγαλώνοντας μέσα στην εκκλησία, μαθαίνοντας τον Λόγο του Θεού, βλέποντας τις ενέργειες του Θεού, αντιλαμβανόμουν τελικά σαν κάτι πολύ απλό και φυσιολογικό τη σχέση που έχει ο Θεός με τον άνθρωπο. Ενώ για τους ανθρώπους του κόσμου είναι κάτι εντελώς άγνωστο, παράξενο, ακόμα και παράλογο. Έτσι σκεφτόταν και ο πατέρας μου, ο οποίος έχει φύγει τώρα από τη ζωή αλλά πιστεύω ότι λίγο πριν το τέλος ζήτησε και έλαβε σωτηρία από τον Κύριο. Αυτός ο άνθρωπος για χρόνια έβλεπε τις ενέργειες του Θεού μέσα στην οικογένεια μας και όμως ήταν τόσο κλειστή η διάνοια του που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τις εννοήσει. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν, όταν ακριβώς την ίδια στιγμή που εγώ είχα ένα σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή, ο Κύριος είχε πληρώσει με Πνεύμα Άγιο τη μητέρα μου και προσευχότανε για εμένα. Εδώ να πω ότι από τα 14 μου χρόνια απομακρύνθηκα από την εκκλησία.
Γιατί απομακρύνθηκες;
Γιατί απομακρύνθηκα; Καλή ερώτηση. Δεν μου έφταιξε σε κάτι ο Κύριος, ούτε η εκκλησία. Απλά πίστεψα ότι μαζί με κάποιους φίλους, που νόμιζα τότε ότι με αγαπούσανε, θα έκανα πράγματα που θα μου δίνανε χαρά. Και βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω, να απομακρυνθώ από τον Θεό και να ταλαιπωρούμαι. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιούσα βέβαια ότι ταλαιπωρούμαι, γιατί η παραβολή που είπε ο Κύριος για τον άσωτο υιό εφαρμόστηκε σ’ εμένα πλήρως. Σπατάλησα μέσα στον κόσμο όλα μου τα πνευματικά αποθέματα και τελικά κατέληξα διαλυμένος. Πάντα όμως έβλεπα -ή μάλλον τώρα το βλέπω- ότι ο Θεός με φύλαγε για να μην μπλέξω σε καταστάσεις όπου δεν θα υπήρχε γυρισμός. Οδηγούσα τη μηχανή μου, για παράδειγμα, σαν να ήμουνα τρελός. Και ομολογούσαν όλοι γύρω μου ότι: “εσένα σε φυλάει άγγελος”. Άνθρωποι που δεν γνώριζαν τα πράγματα του Θεού το έλεγαν αυτό. Και γενικά στην αρχή της πορείας μου μέσα στο κόσμο, ότι έκανα, το έκανα στο έπακρο. Είχα φύγει και από το σπίτι, από ηλικίας 17 χρονών, μην αντέχοντας άλλο τις φασαρίες. Η μητέρα μου είχε τα γνωστά προβλήματα με τον πατέρα μου και με τους συγγενείς και ο πατέρας μου, με το κόλλημα που είχε με το κόμμα του, έβλεπε σε όλα “αμερικάνικο δάχτυλο”. Η μουσική που άκουγα ήταν για εκείνον “αμερικάνικη”, ο τρόπος ζωής μου “αμερικάνικος” και δεν υπήρχε μεταξύ μας πλέον καμία συνεννόηση.
Ροκ μουσική άκουγες;
Ναι, μου άρεσε τότε αυτό το κίνημα, αυτή η επανάσταση απέναντι στο κατεστημένο που αντιπροσώπευε. Και πίστευα ότι αυτοί οι νέοι ήταν ιδεαλιστές, είχαν μια ιδεολογία, μια διαφορετική κουλτούρα, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Οι περισσότεροι, απλά κοιτούσαν να επωφεληθούν μέσα από καταστάσεις και πρόσωπα, όπως ακριβώς έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι του κόσμου. Ήταν τότε ένα ροκ κλαμπ η Όμπρε, όπου είχα φτιάξει και τα ηχητικά και τα φώτα και όπου είχα το ελεύθερο να πάω όποτε θέλω και να πιώ από το μπαρ ότι θέλω. Και όμως από ένα σημείο κι έπειτα δεν ήθελα να πάω. Και ενώ είχα ξεκινήσει μέσα στον κόσμο αγριεμένος, για να τα κάνω όλα, έφθασα τελικά σε ένα σημείο που δεν ήθελα να κάνω τίποτε. Άλλοι έπαιρναν ότι ναρκωτικό βρίσκανε μπροστά τους, εγώ δεν ήθελα. Βγαίνανε σε κλαμπ διασκεδάζανε, εγώ δεν ήθελα. Πήγαιναν με τη μια κοπέλα και την άλλη, εγώ δεν ήθελα. Ώσπου κάποια στιγμή γνώρισα μέσα στον κόσμο την Δέσποινα. Κάναμε σχέση, μείναμε μαζί αλλά μετά από λίγα χρόνια χωρίσαμε. Ούτε κι αυτό πήγε καλά δηλαδή και τότε στα 24 μου χρόνια, όταν χωρίσαμε με την Δέσποινα, έκανα μέσα μου έναν απολογισμό. Για το τι έκανα αυτά τα δέκα χρόνια που ήμουν μακριά από την εκκλησία. Και είδα ότι δεν έκανα τίποτε τελικά. Ούτε φίλοι μείνανε, διαλύσανε όλα, μόνο ταραχή υπήρχε μέσα μου, βάρος, θλίψη και έφθασα στο σημείο που λέει η Αγία Γραφή στη παραβολή του ασώτου: «Στο σπίτι του Πατέρα περισσεύει το ψωμί, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα.» Τότε ξεκίνησα να διαβάζω μια Αγία Γραφή που είχα στο σπίτι.
Την είχες διαβάσει μικρός;
Ήξερα τι λέει ο Λόγος του Θεού αλλά τα περισσότερα τα είχα πλέον ξεχάσει. Άρχισα να διαβάζω από την Καινή Διαθήκη και βλέποντας το πρόσωπο, την προσωπικότητα του Ιησού Χριστού να διαγράφεται μπροστά στα μάτια μου, συνέχεια έκλαιγα. Κι ένα βράδυ μίλησα στον Κύριο και του είπα: “Κύριε, υψώνω λευκή σημαία. Παραδίνομαι σ’ εσένα κι Εσύ κάνε όπως θέλεις.” Το επόμενο πρωί σηκώθηκα κι ένοιωθα παράξενα. Δεν μπορούσα να βρίσω, βρώμικη λέξη δεν έβγαινε από το στόμα μου και κοιτάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα, μου φάνηκε κάτι τελείως ξένο για μένα. Σαν να μην ήτανε δικά μου. Και όμως δεν είχα πει στον Κύριο: “κόψε μου το τσιγάρο”, απλά του είχα πει: “Χριστέ μου, συγχώρεσε με που όλα αυτά τα χρόνια σε στενοχωρούσα με αυτά που έκανα.” Πραγματικά, ένα πρόσωπο τόσο φιλικό, τόσο όμορφο σαν τον Κύριο μας, όπως Τον έβλεπα μέσα στην Καινή Διαθήκη, ένοιωθα πολύ άσχημα να Τον στενοχωρώ.
Να πούμε επ’ ευκαιρία ότι ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον Χριστό και για να λέγεται χριστιανός, είναι αναγκαίο να διαβάσει την Καινή Διαθήκη.
Ναι, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορεί με άλλο τρόπο να καταλάβει κάποιος το πρόσωπο του Κυρίου, δεν μπορεί να το νοιώσει. Και από αυτή την άγνοια της Καινής Διαθήκης, πολλές φορές βρίσκει τόπο στον άνθρωπο και ο διάβολος για να διαβάλει το πρόσωπο του Θεού. Για να πει: “δεν σε αγαπάει πλέον ο Θεός, σου έχει γυρίσει τη πλάτη, σε έχει απορρίψει.” Δεν βλέπουμε όμως τέτοιο Θεό μέσα στη Καινή Διαθήκη, δεν φέρθηκε ποτέ έτσι ο Χριστός. Είχα μείνει λοιπόν σε εκείνο το πρωί που ξύπνησα και είχαν αλλάξει μέσα μου όλα. Από τότε ξεκίνησα να έρχομαι πάλι στην εκκλησία. Θυμάμαι ότι τη πρώτη φορά που πήγα, με είδε από μακριά ο αδελφός ο Λούης και ήρθε και με αγκάλιασε. Αλλά και οι άλλοι αδελφοί με πολύ αγάπη με υποδεχτήκανε και πραγματικά η χαρά όλων ήταν μεγάλη όταν βαπτίστηκα στο νερό, έχοντας πάρει την απόφαση να ακολουθήσω πλέον τον Κύριο. Μετά από λίγο καιρό με πήρε τηλέφωνο και η Δέσποινα. Ξεκίνησε να έρχεται στην εκκλησία και αυτά που γνώρισε την συνταράξανε πραγματικά. Αναγεννήθηκε, βαπτίστηκε με Πνεύμα Άγιο πολύ γρήγορα, παντρευτήκαμε, συνεχίσαμε μαζί και εξακολουθούμε ακόμα να είμαστε μαζί. Και μαζί με τον Κύριο. Τρία παιδιά μας έχει χαρίσει ο Θεός και μας έχει φυλάξει πολλές φορές όλους μας. Πάρα πολλές φορές. Τώρα βέβαια είναι μεγάλα τα παιδιά και η έννοια μου είναι να μείνουνε κοντά στον Κύριο.
Να μην κάνουν το λάθος που έκανες εσύ.
Ναι, δεν υπάρχει κανένας λόγος. Πολλές φορές αναρωτήθηκα, τι κέρδισα που απομακρύνθηκα από τον Κύριο Τίποτε απολύτως. Γιατί αυτά που πραγματικά ήθελα και χρειαζόμουν, ο Κύριος δεν μου τα στέρησε ποτέ. Ούτε τη μηχανή που είχα μου στέρησε, ούτε να περάσω καλά μου στέρησε, ούτε φίλους καλούς μου στέρησε. Τελικά, έχει μεγάλη σημασία αυτός που κάνεις παρέα να αγαπάει τον Θεό. Γιατί οι άνθρωποι μέσα στον κόσμο κρύβονται, δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς. Νομίζεις ότι σε αγαπάνε, όμως τελικά τους ενδιαφέρει μόνο το συμφέρον τους.
Πράγματι. Να περάσουμε όμως και στη μαρτυρία της αδελφής Δέσποινας. Δέσποινα, μας είπε και ο Τάκης κάποια στοιχεία από τη μαρτυρία σου, αλλά θα ήθελα να μας τα πεις πιο αναλυτικά.
Αμήν. Αρχικά, αυτό που θυμάμαι από τη ζωή μου, πριν γνωρίσω τον Κύριο, ήταν ότι είχα πάντα μέσα μου πολλές αναζητήσεις. Πολλά ερωτηματικά. Για τα μυστήρια του σύμπαντος, για τον πνευματικό κόσμο, για όλα αυτά. Και προσπαθούσα πάντα κάτι να μάθω, μέσα από βιβλία, από περιοδικά, από συζητήσεις. Μέσα σε αυτή την αναζήτηση, είχα στην εφηβεία μια άσχημη εμπειρία, μαζί με κάποιον που ασχολιόταν με λευκή μαγεία. Έτσι τουλάχιστον το ονόμαζε και γι’ αυτό πιστεύω ότι παρασύρθηκα, γιατί αν άκουγα για μαύρη μαγεία θα φοβόμουνα. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερα άτομα, έκανε αυτός ο άνθρωπος κάποιες επικλήσεις και νοιώσαμε όλοι, ότι είχε έρθει ανάμεσα μας και μια άλλη παρουσία, αόρατη. Γυρνώντας το ίδιο βράδυ στο σπίτι, ένοιωθα ότι αυτή η παρουσία ήταν πίσω μου και καθώς άνοιξα την πόρτα, κατάλαβα ότι ήθελε να μπει μέσα, μαζί μου. Εκεί φοβήθηκα πάρα πολύ και είπα το “Πάτερ ημών”, πιστεύοντας ότι έτσι θα εμποδιστεί να με ακολουθήσει. Αυτή ήταν μια πρώτη εμπειρία που είχα, με κάτι, έξω από την υλική πραγματικότητα.
Έφυγε τελικά αυτό το πνεύμα με την προσευχή που έκανες;
Ναι, έφυγε και επειδή τρόμαξα πάρα πολύ με αυτό που έγινε, δεν ξανασυμμετείχα σε τέτοια πράγματα. Γενικά όμως με έλκυε πολύ το μυστήριο, το άγνωστο. Πίστευα ότι υπάρχει κάτι που δεν το βλέπουμε, κάτι κρυμμένο που πρέπει να το ανακαλύψουμε. Χωρίς όμως να το συγκεκριμενοποιώ τότε στο πρόσωπο του Θεού. Όταν έκανα σχέση με τον Τάκη, εκείνος ήταν σε αποστασία. Γνώριζε δηλαδή για τον Θεό αλλά είχε απομακρυνθεί. Ήξερα ότι η μητέρα του και η αδελφή του πήγαιναν σε μια εκκλησία, αλλά τίποτε περισσότερο. Μετά όμως από τρία-τέσσερα χρόνια και αφού είχαμε ήδη χωρίσει, ο Τάκης επέστρεψε στον Κύριο. Και προσευχήθηκε, αν είναι θέλημα Θεού να είμαστε μαζί, να με φέρει και εμένα ο Κύριος με κάποιο τρόπο. Και ένα πρωί, δεν ξέρω πως έγινε και του τηλεφώνησα. Ένοιωσα ξαφνικά μέσα μου ένα πολύ έντονο ενδιαφέρον για εκείνον και ήθελα να δω αν είναι καλά.
Είχες ακούσει ότι ο Τάκης έγινε χριστιανός;
Όχι, δεν ήξερα τίποτε. Και για ένα χρόνο περίπου που ήμασταν χωρισμένοι δεν είχαμε καμία επαφή. Πράγματι λοιπόν βρεθήκαμε με τον Τάκη και τότε μου ομολόγησε ότι έχει αλλάξει η ζωή του, ακολουθεί πλέον τον Χριστό και πηγαίνει στην εκκλησία. Μου πρότεινε να έρθω, να δω πως είναι και πήγαμε στην εκκλησία της Αθήνας μια Τρίτη βράδυ. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν ότι υπήρχε πάρα πολλή νεολαία. Μέχρι τότε ήξερα ότι στην εκκλησία πάνε οι ηλικιωμένοι, εκεί όμως είδα πολλούς νέους και ήταν όλοι χαρούμενοι, δεν φαινόντουσαν να έχουν πάει εξαναγκαστικά, με το ζόρι. Δεν κατάλαβα κάτι από το κήρυγμα, μου άρεσε όμως πολύ το κλίμα που υπήρχε και ξεκίνησα να πηγαίνω μαζί με τον Τάκη κάθε μέρα. Και σε μια συμπροσευχή, όταν άκουσα κάποιον αδελφό να γλωσολαλεί και μετά να φέρνει ένα ψαλμό εν Πνεύματι, συγκλονίστηκα πραγματικά. Δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο στη ζωή μου και όταν ρώτησα και μου εξήγησαν ότι είναι το Πνεύμα το Άγιο τότε είπα μέσα μου: “Θα μείνω εδώ και δεν πρόκειται να κάνω ούτε βήμα μακριά. Θα έρχομαι συνέχεια για να ακούω το Πνεύμα το Άγιο.” Πραγματικά ζωντάνευε η ψυχή μου ακούγοντας τη φωνή του Θεού, ένοιωθα κάτι μέσα μου να ξυπνάει, να παίρνει ζωή.
Παραδόθηκες έτσι απλά σε αυτά που γνώρισες, χωρίς να υπάρχει μέσα σου κάποια καχυποψία, κάποια αμφιβολία;
Σίγουρα είχα ερωτήματα πάρα πολλά και γι’ αυτό κάθε βράδυ, μετά την συνάθροιση, πηγαίναμε είτε στο σπίτι της πεθεράς μου, που έμενε τότε ο Τάκης, είτε σε άλλα σπίτια αδελφών και συζητούσαμε για ώρες. Φοβόμουνα κιόλας μήπως μπλέξω με κάποια παραθρησκευτική οργάνωση, μήπως είναι τελικά κάτι πολύ ωραία καμουφλαρισμένο και από πίσω υπάρχουν άλλα πράγματα. Άκουγα όμως τον αδελφό τον Λούη και μου έκανε εντύπωση πως ένας γιατρός, αντί να είναι στο ιατρείο του και να θησαυρίζει, κάθεται και κάνει κηρύγματα ευαγγελίου. Και από την άλλη, άκουγα τον αδελφό Νικολακόπουλο κι έλεγα πως γίνεται, ένας φτωχός βιοπαλαιστής, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, να κηρύτει με τόση σοφία και να διδάσκει τον Λόγο του Θεού. Και όλα αυτά μου άρεσαν πάρα πολύ και καταλάβαινα ότι δεν μπορεί παρά να είναι ενέργειες του Θεού.
Και θέλω να μας πεις τώρα για το επόμενο στάδιο. Γιατί την πρώτη επαφή με τους αδελφούς και με την εκκλησία, την ακολουθεί η προσωπική εμπειρία με τον Θεό.
Ναι, και είναι απαραίτητη η προσωπική εμπειρία για να προχωρήσεις. Εκείνη την εποχή έτυχε να αρρωστήσω από κάτι δερματικό, πολύ επώδυνο και ενοχλητικό, το οποίο ήταν και πολύ δύσκολο να θεραπευτεί. Δοκίμασα μια φαρμακευτική θεραπεία, αλλά αντί να μου περάσει, επιδεινώθηκε. Προσευχήθηκα όμως στον Κύριο και του είπα ότι: “αφού είσαι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων και αφού επάνω στον σταυρό σήκωσες εκτός από τις αμαρτίες μας και τις ασθένειες μας, τότε θέλω Κύριε να με θεραπεύσεις.” Η πίστη μου ήταν λιγοστή αλλά όσο διάβαζα τον Λόγο του Θεού, όσο άκουγα κηρύγματα, τόσο αυξανότανε και κάποια στιγμή διάβασα ένα εδάφιο από το βιβλίο της Εξόδου, 15ο κεφάλαιο και 26ο εδάφιο: «Εάν ακούσεις επιμελώς την φωνήν Κυρίου του Θεού σου και πράττεις το αρεστόν εις τους οφθαλμούς αυτού και δώσεις ακρόασιν εις τας εντολάς αυτού και φυλαξεις πάντα τα προστάγματα αυτού, δεν θέλω φέρει επί σε ουδεμίαν εκ των νόσων τας οποίας έφερα κατά των Αιγυπτίων. Διότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο θεραπεύων σε.» Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι ο Θεός μου μιλάει και ζητάει την υπακοή μου στα διατάγματα Του, ώστε να με θεραπεύσει. Αυτό μπήκε στη καρδιά μου και σφραγίστηκε κιόλας, ώστε δεν μπορούσε να μου το πάρει κανείς. Πράγματι εμπιστεύτηκα στη ζωή μου τον Κύριο και αυτό το δύσκολο και σοβαρό πρόβλημα -πολύ απλά να το πω- το ξέχασα. Τρέχαμε τότε με τον Τάκη και για τις ετοιμασίες του γάμου και σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι μου έχει περάσει τελείως.
Πριν από τον γάμο είχες προχωρήσει πνευματικά, είχες βαπτιστεί εν ύδατι;
Ναι, είχε αλλάξει η ζωή μου και βαπτίστηκα έχοντας πάρει απόφαση να ακολουθήσω τον Κύριο. Ζητούσα με πολύ ζήλο, με πολύ πόθο και το Πνεύμα το Άγιο και ένα βράδυ στην εκκλησία με επισκέφθηκε με πολλή δύναμη ο Κύριος, άνοιξα το στόμα μου και βγήκε ένας χείμαρος από ξένες γλώσσες. Και κάθε μια λέξη που έλεγα, καταλάβαινα ότι περιείχε μέσα της άλλες χίλιες λέξεις. Ήταν κάτι θαυμαστό πραγματικά. Και πολλές άλλες θαυμαστές εμπειρίες έχουμε ζήσει με τον Κύριο. Πολλές σωτήριες επεμβάσεις, πολλές θεραπείες και σε εμάς και στα παιδιά μας και τελικά αυτό το εδάφιο που είχα διαβάσει στην Έξοδο, εκπληρώνεται συνέχεια στη ζωή μου. Εγώ προσπαθώ να πράττω το ευαγγέλιο και ο Κύριος με φυλάει και με θεραπεύει.
Όταν ο άνθρωπος κάνει το μέρος του και ο Κύριος κάνει το δικό Του μέρος. Όλα όμως τελικά, γίνονται κατά χάρη Θεού.
Πάντοτε κατά χάρη, γιατί πολλές φορές αθέτησα τη δική μου πλευρά. Και έπεσα και χαλάρωσα και αδυνάτισα και πολλά λάθη έκανα, ο Κύριος όμως ήταν πάντα πιστός στον Λόγο Του. Πραγματικά, ποτέ δεν έχω σκεφτεί να αφήσω τον Κύριο για κάτι άλλο στη ζωή μου. Είναι ο φίλος μας, που είναι μαζί μας όλες τις ημέρες της ζωής μας, είναι ο μεσίτης μας που μεσιτεύει για εμάς στον Πατέρα, είναι τα πάντα για εμάς. Από συγγενείς, από φίλους, από διάφορους ανθρώπους, πολλές φορές έχω απογοητευτεί. Από τον Κύριο ποτέ