Αντώνης Χάλαρης
«Διότι ο Θεός λαλεί άπαξ και δις αλλά ο άνθρωπος δεν προσέχει. Εν ενυπνίω, εν οράσει νυκτερινή, ότε βαθύς ύπνος πίπτει επί τους ανθρώπους, ότε υπνώττουσιν επί της κλίνης, τότε ανοίγει τα ώτα των ανθρώπων και επισφραγίζει την προς αυτούς νουθεσίαν. Δια να αποστρέψη τον άνθρωπον από των πράξεων αυτού και να εκβάλη την υπερηφανίαν εκ του ανθρώπου.» Ιώβ λγ΄14-17.
«Διότι ο Θεός λαλεί άπαξ και δις αλλά ο άνθρωπος δεν προσέχει. Εν ενυπνίω, εν οράσει νυκτερινή, ότε βαθύς ύπνος πίπτει επί τους ανθρώπους, ότε υπνώττουσιν επί της κλίνης, τότε ανοίγει τα ώτα των ανθρώπων και επισφραγίζει την προς αυτούς νουθεσίαν. Δια να αποστρέψη τον άνθρωπον από των πράξεων αυτού και να εκβάλη την υπερηφανίαν εκ του ανθρώπου.» Ιώβ λγ΄14-17.
Ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο και προσπαθεί να έρθει σε επικοινωνία μαζί του, να τον φέρει σε μετάνοια και να τον σώσει. Και ένας από τους τρόπους επικοινωνίας που χρησιμοποιεί συχνά ο Θεός, είναι και τα όνειρα, τα ενύπνια. Αυτό το μήνα ο αδελφός μας Αντώνης Χάλαρης θα μας δώσει τη μαρτυρία του και θα μας διηγηθεί -μεταξύ άλλων- το πως ο Θεός τον επισκέφθηκε μέσα από ένα ενύπνιο, τον αναγέννησε και τον έσωσε.
Αδελφέ Αντώνη, είσαι νομίζω γεννημένος στην εκκλησία;
Ναι, γεννήθηκα το 1992 όταν οι γονείς μου ήταν ήδη πιστοί και πήγαιναν στην εκκλησία του Πειραιά. Την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Πήγαινα κι εγώ μαζί τους, σαν μικρό παιδί που ήμουνα, χωρίς όμως να καταλαβαίνω πολλά πράγματα, ώσπου σε ηλικία δώδεκα, δεκατριών ετών πήγαινα πλέον στην εκκλησία, με το ζόρι μπορώ να πω. Είχα αρχίσει να κοιτάω και τα πράγματα του κόσμου, που γυάλιζαν στα μάτια μου, αλλά κάτι με σταματούσε και μια φωνή μου έλεγε: “αυτό που πας να κάνεις είναι λάθος, είναι αμαρτία.” Είχα πάντα μέσα μου έλεγχο από τον Θεό και από πολύ μικρός, από ηλικία δέκα χρονών, έβλεπα πνευματικά ενύπνια. Πρέπει να έχω δει συνολικά στη ζωή μου γύρω στα επτά ενύπνια, που ήταν όμως πολύ δυνατά και με σημάδεψαν.
Θέλεις να μας πεις κάποιο από αυτά που είδες μικρός;
Στο πρώτο που είχα δει, ήμουνα μέσα σε μια σπηλιά που ήταν όμως σαν ζωντανός οργανισμός. Σαν τη κοιλιά ενός κήτους. Ήταν πολύ σκοτεινά εκεί μέσα αλλά υπήρχε λίγο φως που πήγαζε από τη πανοπλία που φορούσα. Πανοπλία όμως, σκοτεινή πανοπλία, φορούσε κι ένας εχθρικός προς εμένα πολεμιστής και με πλησίαζε απειλητικά με σκοπό να με σκοτώσει. Προσπάθησε να με χτυπήσει με το σπαθί του αλλά σήκωσα την ασπίδα μου, τον απέκρουσα και το σπαθί του διαλύθηκε. Κατόπιν του επιτέθηκα εγώ, διέλυσα την ασπίδα του με το σπαθί μου και εκείνος, άοπλος πλέον, έκραζε με μανία καθώς δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτε.
Το είπες σε κάποιον αυτό το όνειρο;
Το είπα σε έναν αδελφό και η εξήγηση που μου έδωσε ήταν ότι στο όνειρο είχα μεν την πανοπλία του Θεού, που γράφει στην επιστολή προς Εφεσίους ο απόστολος Παύλος, αλλά βρισκόμουν μακριά από τον Θεό, μέσα στον κόσμο. Και πραγματικά, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, σταδιακά, λίγο-λίγο, πήγαινα προς τον κόσμο. Χωρίς να κάνω όμως κάποια σοβαρή αμαρτία, χωρίς να έχω κάποιο έντονο πάθος, εκτός ίσως από το πάθος που είχα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Όπου είχα φθάσει να παίζω μέχρι και συνεχόμενα εικοσιτετράωρα.
Να μείνουμε λίγο σε αυτό αν θέλεις, γιατί πιστεύω ότι είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για τη γενιά σου.
Δεν ξέρω για άλλους, αλλά για μένα προσωπικά ήταν σίγουρα ένα μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είχε επηρεάσει πολύ άσχημα τη ζωή μου. Ήταν κάτι σαν ναρκωτικό μπορώ να πω. Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες μπροστά σε μια οθόνη, ζώντας μέσα σε ένα ψεύτικο κόσμο και χωρίς ουσιαστικά να έχω από όλο αυτό, απολύτως κανένα όφελος. Εκτός από μια πρόσκαιρη ικανοποίηση κάποιων αισθήσεων.
Δεν σου πρόσφερε τίποτε και παράλληλα σου στέρησε κάποια πράγματα;
Μου στέρησε πάρα πολλά. Την εκκλησία πρώτα από όλα, την άθληση, φιλίες και κοινωνικές σχέσεις, σχέσεις μέσα στην οικογένεια και άλλα πολλά. Από αυτό το πάθος ελευθερώθηκα μόνο όταν αναγεννήθηκα και μπορώ να πω ότι και πάλι συνέχισα να παίζω, σε λιγότερο βαθμό όμως, μέχρι που κάποια στιγμή το πήρα πολύ σοβαρά το θέμα και ζήτησα από τον Κύριο να με ελευθερώσει τελείως.
Πες μας με ποιό τρόπο αναγεννήθηκες.
Ο τρόπος που αναγεννήθηκα ήταν πολύ δυνατός. Ήτανε 25 Μαρτίου του 2010 και είχαμε πάει οικογενειακώς στο σπίτι ενός θείου μου στους Αγίους Θεοδώρους. Το βράδυ λοιπόν, γύρω στις 10 η ώρα, είμαι στο υπνοδωμάτιο και με ένα λάπτοπ παίζω ένα παιχνίδι που είχα κατεβάσει από το ίντερνετ. Και ξαφνικά ακούω μια φωνή στο δεξί μου αυτί να μου μιλάει. Εκείνη την ώρα σταμάτησε για μένα ο χρόνος και αυτό το κατάλαβα από το παιχνίδι που έπαιζα, όπου είδα μετά ότι υπήρχε ένα νεκρό διάστημα γύρω στα 20 λεπτά. Άκουσα λοιπόν τη φωνή αυτή να μου λέει: “Θα σου προσφέρω όλα όσα θέλεις. Δόξα, χρήμα, ομορφιά, το πιο γρήγορο αμάξι, την πιο όμορφη γυναίκα, το πιο ωραίο σπίτι. Θα σου προσφέρω όλα όσα επιθυμεί η καρδιά σου, αν κάνεις μόνο ένα πράγμα που σου ζητάω. Μην ξαναπάς ποτέ στην εκκλησία.” Κι έφυγε. Με είχε πείσει όμως, δέχτηκα μέσα μου αυτή την πρόταση.
Κατάλαβες ποιός σου μιλάει;
Ο Διάβολος. Μετά το κατάλαβα. Αποφάσισα λοιπόν να μην ξαναπάω στην εκκλησία και πήγα στο διπλανό δωμάτιο που ήταν οι γονείς μου για να τους το ανακοινώσω. Και εκεί ξεκίνησε μια συζήτηση, μια διαμάχη με τον πατέρα μου, όπου μέσα από εδάφια της Αγίας Γραφής, μέσα από εμπειρίες δικές του, μέσα από λογικά επιχειρήματα, αγωνιζότανε να μου αποδείξει ότι κάνω λάθος. Μάταια όμως, γιατί ήμουν αμετάπειστος. Ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκε και μου λέει: “δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, σε αφήνω στον Θεό.” Και είχανε περάσει δύο ώρες, η ώρα ήταν δώδεκα και έπεσα για ύπνο. Πιστεύω ότι σε αρκετές καταστάσεις της ζωής, έρχονται να μιλήσουν στον άνθρωπο και οι δύο κύριοι. Και ο κύριος του κόσμου τούτου, ο Διάβολος και ο Κύριος του ουρανού και της γης, ο Ιησούς Χριστός.
Διεκδικούν τη ψυχή του ανθρώπου.
Ακριβώς. Και αφού μου είχε μιλήσει ο ένας, ήρθε η ώρα να μιλήσει και ο Άλλος. Μου δείχνει λοιπόν ο Κύριος ένα ενύπνιο. Βρίσκομαι στην αυλή του σχολείου που πήγαινα μικρός και κάτι γράφω σε ένα τετράδιο. Μετά κατάλαβα ότι έγραφα τη ζωή μου. Εκείνη την ώρα βλέπω τον πατέρα μου και ταυτόχρονα λέμε ο ένας στον άλλο το ίδιο πράγμα. Μου λέει: “θα πας στη νεολαία της εκκλησίας σήμερα;” ενώ εγώ του έλεγα: “θα με πας στη νεολαία της εκκλησίας σήμερα;” Εντωμεταξύ εγώ στη νεολαία δεν είχα πάει ποτέ. Γίνεται τότε ένας σεισμός στη γη, ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα και εμφανίστηκαν επτά ήλιοι και επτά σελήνες. Θαύμασα και τρόμαξα. Κατόπιν βρέθηκα μαζί με τον πατέρα μου σε μια έρημο. Στο βάθος φαινόταν ένα μαγαζί το οποίο όπως το πλησιάζαμε, σιγά-σιγά άνοιγε. Μια πόρτα, μετά ένα παντζούρι, μετά ένα παράθυρο. Ώσπου να φθάσουμε είχε ανοίξει πλήρως και το εμπόρευμα που είχε μέσα ήταν κουκλάκια, μπαλόνια, φλιτζάνια, διάφορα αντικείμενα, τα οποία είχαν όλα επάνω το ίδιο πρόσωπο.
Τι μορφή είχε;
Πήρα ένα κουκλάκι να το παρατηρήσω και θυμάμαι ότι ενθουσιάστηκα, ότι έμεινα έκθαμβος από την ομορφιά αυτού του προσώπου. Και μια φωνή μου είπε: “αυτός είναι ο Αντίχριστος.” Αυτό το μαγαζί πιστεύω ότι είναι ο κόσμος μας σήμερα. Όπου και να κοιτάξεις, αν έχεις πνευματική όραση, θα δεις τον Αντίχριστο. Θα δεις αυτό που ετοιμάζεται να γίνει, αυτό που όλα συνεργούν, για να έρθει στον κόσμο. Σε μια γωνία υπήρχε και μια τηλεόραση που η οθόνη της χωριζότανε σε τέσσερα παράθυρα. Και έδειχνε τι γινότανε σε όλα τα σημεία της γης. Σε βορά, νότο, ανατολή και δύση. Είδα πόλεμο, αρρώστια, μόλυνση, πείνα, δυστυχία. Με λίγα λόγια είδα τις επτά πληγές της Αποκαλύψεως. Δεν άντεχα αυτά που έβλεπα και προσπάθησα να σπάσω αυτή την οθόνη αλλά δεν τα κατάφερα. Και άκουσα πάλι μια φωνή να μου λέει: “αυτό που πρόκειται να γίνει, δεν μπορείς να το σταματήσεις ούτε εσύ, ούτε κανένας άνθρωπος πάνω στη Γη. Γιατί είναι γεγραμμένο.” Βρίσκομαι μετά μπροστά σε ένα ολόχρυσο παλάτι που ήταν η εκκλησία. Είμαι στην αυλή μαζί με άλλους, περιμέναμε όλοι κάτι να γίνει, όταν εμφανίστηκαν δύο άγγελοι στον ουρανό, με δύο τεράστιες σάλπιγγες ελεφάντινες και αφού φώναξαν: «ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέλθετε εις συνάντησην Αυτού», σάλπισαν. Καταλάβαινα ότι γίνεται η αρπαγή της εκκλησίας. Τότε εμφανίζεται στον ουρανό ένα ολόλευκο άλογο το οποίο έσερνε μια άμαξα, φτιαγμένη από πολύτιμα πετράδια. Από εκεί βγήκε ένας γίγαντας με σώμα ανθρώπινο ως το λαιμό και από εκεί και πάνω φαινότανε μόνο ένα λευκό φως, δεν φαινόταν πρόσωπο. Ήταν ο Κύριος. Άπλωνε το χέρι Του και όποιος ήταν από κάτω έφευγε για τον ουρανό. Εγώ είχα τεράστιο άγχος για τον πατέρα μου. Για το αν θα τον πάρει ο Κύριος ή όχι.
Για τον εαυτό σου δεν είχες άγχος;
Όχι. Για τον εαυτό μου ήμουνα σίγουρος ότι θα με πάρει. Έφτασε η σειρά του πατέρα μου, έφυγε για τον ουρανό και εγώ ηρέμησα. Μετά ήρθε η σειρά μου και ήρθε ο Κύριος και στάθηκε μπροστά μου. Αισθάνθηκα δέος, αισθάνθηκα δύναμη και μόλις άπλωσε το χέρι Του προς εμένα, ένοιωσα ότι γεμίζω από ζωή. Τράβηξε όμως πίσω το χέρι Του κι ένοιωσα να αδειάζω. Και μου λέει: “Δεν μπορώ να σε πάρω.” Λέω: “πως είναι δυνατόν να μην μπορείς να με πάρεις; Είσαι ο Κύριος των δυνάμεων, είσαι παντοδύναμος, γιατί να μην με πάρεις; Δεν έχω κάνει τίποτε, δεν έχω κάνει μεγάλες αμαρτίες.” Και πάλι μου λέει: “Δεν μπορώ να σε πάρω.” Μπήκε μέσα στην άμαξα και εξαφανίστηκε. Είδα τότε ότι είχαν μείνει και άλλοι κάτω και άκουσα μια φωνή να μου λέει: “εκκλησία, μέσα από την εκκλησία θα παραλάβω.” Κάπου εκεί ξύπνησα, κοίταξα το ρολόι και ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Και σκέφθηκα ότι είχε γίνει η αρπαγή και την είχα χάσει. Στο διπλανό κρεβάτι ήταν ο αδελφός μου, που παρεμπιπτόντως, την προηγούμενη εβδομάδα είχε αναγεννηθεί. Τον σκούνταγα να ξυπνήσει, τον κτύπαγα, αλλά ήταν σαν νεκρός, δεν αντιδρούσε. Σκέφτηκα: “έφυγε η ψυχή του με την αρπαγή και έμεινε το σώμα.” Δεν ήξερα ότι στην αρπαγή θα φύγει και το σώμα του ανθρώπου.
Θα μεταμορφωθεί λέει ο Λόγος του Θεού.
Ναι, δεν το ήξερα τότε. Πάω μετά στο δωμάτιο που ήταν οι γονείς μου, κοιτάω και ο πατέρας μου έλειπε. Τέσσερις η ώρα. Πλησιάζω τη μητέρα μου, η οποία έχει ελαφρύ ύπνο, την σκουντάω, δεν ξυπνάει. Πάω στα δωμάτια κάτω που ήταν ο θείος και η θεία μου και οι ξαδέλφες μου. Κοιτάω στο ένα δωμάτιο, δεν βλέπω κανέναν. (Τελικά από ότι μου είπαν μετά, εκεί ήτανε, εγώ δεν τους είδα) Στο άλλο δωμάτιο οι ξαδέλφες μου να μην ξυπνάνε με τίποτε, σαν νεκρές. Και συνειδητοποιώ ότι είμαι σε ένα σπίτι όπου ενώ έπρεπε να ήταν επτά άτομα, λείπουν οι τρείς και οι υπόλοιποι είναι σαν νεκροί. Εκεί τα έχασα τελείως, πίστεψα ότι έχει γίνει η αρπαγή και αρχίζω να έχω σκέψεις αυτοκτονίας. Τόσο απελπισμένος ήμουνα. Μου ήρθε όμως η σκέψη να πάρω τηλέφωνο τον πατέρα μου και αυτό μου έδωσε μια ελπίδα. Και λέω: “αν ακούσω το τηλέφωνο να χτυπάει μέσα στο σπίτι, η αρπαγή έχει γίνει σίγουρα.” Και κάλεσα το νούμερο. Δεν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει αλλά ούτε και απάντησε. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η συσκευή στο αθόρυβο. Ξαναπήρα: “Η κλήση σας προωθείται.” Νέκρωσα. Και ξαφνικά νοιώθω το τηλέφωνο στο χέρι να δονείται, κοιτάω και βλέπω ότι είναι ο πατέρας μου. Του λέω: “Που είσαι; Τέσσερις η ώρα το πρωί που είσαι;” (Είχε κατέβει στην Αθήνα να κάνει νωρίς κάποιες δουλειές και μετά να έρθει να μας πάρει.) Μου λέει: “τι έπαθες; τι σου συμβαίνει;” Του διηγήθηκα το ενύπνιο που είχα δει και μου μιλάει ο Θεός μέσα από το στόμα του πατέρα μου και μου λέει: “γονάτισε και ζήτα από τον Χριστό να έρθει μέσα στη ζωή σου, για να μην σου συμβεί αυτό που είδες.” Και έκανα αυτό που μου είπε. Και αναγεννήθηκα.
Τι ένοιωσες;
Χαρά, γαλήνη, ειρήνη, ευλογία. Ήξερα ότι ο Θεός είναι εκεί, ότι με κοιτάει, ότι με αγαπάει, ότι με σώζει αυτή τη στιγμή, ότι με λυτρώνει από τις αμαρτίες μου. Αισθάνθηκα ζωή. Έκλαιγα. Πήρα πάλι τηλέφωνο τον πατέρα μου και του λέω: “μπαμπά, αναγεννήθηκα!” Για δύο λεπτά δεν τον άκουγα, δεν μιλούσε, μετά μου λέει: “Αντώνη, με έκανες τον πιο ευτυχισμένο πατέρα στον κόσμο.” Και πιστεύω ότι εκείνη την ώρα μου μιλούσε και ο επίγειος πατέρας μου και ο Ουράνιος. Γιατί λέει στην Αγία Γραφή: “χαρά μεγάλη γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό μετανοούντα.” Την άλλη μέρα, την Δευτέρα, γυρίσαμε στην Αθήνα και την Τετάρτη βαπτίστηκα στο νερό στην εκκλησία του Πειραιά. Αυτή ήταν η αναγέννηση μου και από τότε προχωράω με τον Κύριο με τις πτώσεις μου κι εγώ και τις αδυναμίες μου. Μέχρι που ήρθε και η ώρα της βάπτισης μου με Πνεύμα Άγιο το 2015. 25 Μαρτίου, ημέρα Τετάρτη.
Πάλι 25 Μαρτίου;
Ναι, όπως και στην αναγέννηση. Να πω εδώ ότι είχα κάνει πριν έναν έντονο αγώνα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν μου φτάνει μόνο η αναγέννηση, παρόλο που ήταν πολύ δυνατή, αλλά χρειάζομαι οπωσδήποτε και τη δύναμη του Πνεύματος του Αγίου. Και είχα κάνει μια μεγάλη προσπάθεια, πηγαίνοντας σε ολονυχτίες, κάνοντας μόνος μου προσευχές, νηστείες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πιστεύω όμως ότι όποιος ζητήσει το Πνεύμα το Άγιο μέσα από τη καρδιά του και να μην το λάβει αμέσως, ορίζεται από τον Κύριο ημερομηνία παράδοσης.
Κι αυτό ισχύει και για όλα τα αιτήματα μας.
Και για όλα τα αιτήματα μας που είναι σύμφωνα με το θέλημα Του. Εκείνη την ημέρα λοιπόν αντιμετώπιζα ένα πολύ σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα, το οποίο με είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ που τα είχα βάλει με τον Θεό. Ένοιωθα ότι είχε βάλει επάνω μου, παραπάνω βάρος από αυτό που θα μπορούσα να σηκώσω. Αποφάσισα όμως να πάω στην εκκλησία και λίγο πριν μπω μέσα, έκανα μια μικρή προσευχή και είπα: “Κύριε, ή θα λύσεις αυτό το πρόβλημα ή θα με βαπτίσεις με το Πνεύμα σου για να μπορέσω να το αντέξω.” Μπαίνοντας στην εκκλησία της Πετρούπολης μόλις με είδε ο ποιμένας, πιστεύω ότι πήρε οδηγία από τον Κύριο, γιατί χωρίς να ξέρει τίποτε, με φώναξε και μου λέει: “Αντώνη, έλα γονάτισε εδώ δίπλα μου και θα σε βαπτίσει ο Κύριος σήμερα με Πνεύμα Άγιο.” Γονάτισα αλλά μέσα μου συνέχισα να τα βάζω με τον Θεό. Έλεγα, έλεγα, έλεγα... πραγματικά Θεομάχος είχα γίνει εκείνη τη στιγμή. Ήρθε ένας εργάτης του ευαγγελίου από τη Καβάλα να προσευχηθεί μαζί μου και θυμάμαι ότι μέσα μου τα έβαλα και με τον αδελφό. Μου έλεγε ότι ο Κύριος είναι δίπλα μου, θέλει να με βαπτίσει με το Πνεύμα Του και εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω, βλέποντας την καρδιά μου να έχει μέσα τόσο θυμό και τόση πικρία. Σκεφτόμουνα: “είναι δυνατόν να βαπτιστώ έτσι όπως είμαι;” Και όμως εκείνο το βράδυ ήρθε ο Κύριος με πολλή δύναμη και με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Και μετά από εμένα άλλους δύο αδελφούς.
Να πούμε ότι ο Θεός δεν μας δίνει το Πνεύμα Του επειδή είμαστε τέλειοι αλλά μας το δίνει για να μπορέσουμε να τελειοποιηθούμε.
Ακριβώς. Είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο.
Και θέλω να μας πεις λίγο και για το άλλο δώρο που σου χάρισε ο Θεός, τη γυναίκα σου. Και νομίζω σχετικά πρόσφατα.
Ναι, είμαστε περίπου ένα χρόνο παντρεμένοι. Και αυτό μου το έδωσε ο Θεός σε στιγμή που δεν το περίμενα. Σε στιγμή που είχα απογοητευτεί πολύ από κάποιες καταστάσεις και συμπεριφορές και είχα αποφασίσει να μην παντρευτώ ποτέ, να μείνω ανύπαντρος. Κι έλεγα: “Κύριε, δώσε μου και το χάρισμα του αποστόλου, να έχω τη χάρη να μείνω μόνος μου.” Ο Κύριος όμως είχε άλλα σχέδια για μένα και σε μια κοινωνία αδελφών γνώρισα την αδελφή την Φραντζέσκα. Είχαμε στην αρχή μια απλή επικοινωνία και σιγά-σιγά ο Κύριος ενήργησε και μας ένωσε. Πέρα από την αγάπη στη καρδιά, μας βεβαίωσε και με πολλές δικές Του ενέργειες και μαρτυρίες και έτσι αποφασίσαμε να προχωρήσουμε και να παντρευτούμε.
Δυστυχώς δεν έχουμε χώρο να τα γράψουμε όλα αναλυτικά. Θα ήθελα αδελφέ Αντώνη, να μας πεις κλείνοντας, ότι σου βάζει ο Θεός στη καρδιά.
Αυτό που θα θελα να πω στο τέλος είναι κάτι που το έχω πάντα σαν πινακίδα μέσα στο μυαλό μου. “Τίποτε, μα τίποτε δεν είναι μέσα στη ζωή μας δεδομένο”. Όλα είναι χάρις Θεού και όλα είναι στο έλεος του Θεού. Και όλη η προσπάθεια μας και ο αγώνας μας είναι να μπορέσουμε να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών. Να μείνουμε κοντά στον Κύριο, αυτός να είναι η δύναμη μας και ο βραχίονας μας και να μην κοιτάμε καθόλου σε ανθρώπους. Και ότι κι αν συμβαίνει στη ζωή μας να υπομένουμε, γιατί όπως λέει ο Λόγος του Θεού: «ο υπομείνας εως τέλους αυτός θα σωθεί».