Βαγγέλης Δήμου
«Εάν ομολογήσεις δια του στόματος σου τον Κύριον Ιησούν και πιστεύσεις εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών θέλεις σωθεί. Διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» Προς Ρωμαίους ι΄ 9,10.
«Εάν ομολογήσεις δια του στόματος σου τον Κύριον Ιησούν και πιστεύσεις εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών θέλεις σωθεί. Διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» Προς Ρωμαίους ι΄ 9,10.
Αυτό το μήνα θα μας δώσει τη μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Βαγγέλης Δήμου.
Αδελφέ Βαγγέλη, ξέρω ότι είχες την επιθυμία να δώσεις τη προσωπική σου μαρτυρία και πιστεύω να γίνει αιτία ευλογίας και για σένα αλλά και για όσους τη διαβάσουν.
Ναι κι εγώ το ελπίζω κι ευχαριστώ πολύ τον Θεό που μου δίνει αυτή την ευκαιρία. Να ξεκινήσω από τα παιδικά μου χρόνια και να πω ότι έχω γεννηθεί στη Γερμανία, στο Μόναχο, το 1968. Πολύ μικρό όμως -ένα, δύο χρονών- με έφεραν στην Ελλάδα, στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας συγκεκριμένα, όπου και μεγάλωσα. Στην αρχή μεγάλωνα με την γιαγιά μου και αργότερα ήρθαν από τη Γερμανία και οι γονείς μου, πρώτα η μητέρα μου και μετά από λίγα χρόνια και ο πατέρας μου.
Μετανάστες οι γονείς σου;
Ναι, όπως και πολλοί Έλληνες εκείνα τα χρόνια. Και ειδικά από τα μέρη της Ηπείρου όπου υπήρχε φτώχεια μεγάλη. Μεγάλωσα όπως και τα περισσότερα παιδιά, μαθαίνοντας κάποια πράγματα για τον Θεό αλλά όμως όχι αυτά που θα έπρεπε να μάθω. Και εδώ θα ήθελα να πω ότι υπάρχει στον ελληνικό λαό, μέχρι ένα σημείο, η γνώση για τον Χριστό και η πίστη, αλλά δεν υπάρχει η επίγνωση, δεν υπάρχει η προσωπική εμπειρία και δεν υπάρχει η γνώση του Λόγου του Θεού. Αυτά που απολαμβάνουμε εμείς τώρα που είμαστε αναγεννημένοι χριστιανοί.
Πίστευες σαν παιδί στην ύπαρξη του Θεού;
Πίστευα αλλά είχα και μια αμφιβολία ταυτόχρονα. Έλεγα: «και αν υπάρχει ο Θεός, που είναι;» Δεν ήμουν όμως και παράλογος. Έβλεπα τα φαινόμενα γύρω μου, τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους και καταλάβαινα ότι όλα αυτά δεν μπορεί να έγιναν μόνα τους, κάποιος τα έφτιαξε. Πήγαινα και στην εκκλησία κάθε Κυριακή και μου άρεσε να βοηθάω τον παπά μέσα στο ιερό, να κρατάω τη λαμπάδα, το θυμιατήρι. Σαν παιδί, κάποια στιγμή είχα μια εμπειρία πολύ σημαντική για μένα. Ήταν ένας φίλος μου εκεί στο χωριό που πήγαινε στη θάλασσα για μπάνιο με το θείο του. Ο θείος του πιο μεγάλος, μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Μου έλεγε συνέχεια να πάω κι εγώ αλλά δίσταζα, τελικά όμως το αποφάσισα. Ανεβήκαμε λοιπόν στη βέσπα του θείου του και πήγαμε στη Πάργα. Εγώ, όχι μόνο δεν ήξερα να κολυμπάω, αλλά ήταν και η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα θάλασσα.
Πόσο χρονών ήσουν;
Δώδεκα χρονών. Μπήκανε λοιπόν εκείνοι μέσα και με φωνάζανε να πάω κι εγώ. Μπήκα, παρόλο που φοβόμουνα, όμως εκεί στη Πάργα βαθαίνουνε απότομα τα νερά. Κι εκεί που ήταν το νερό μέχρι τη μέση μου, έκανα ένα βήμα και βρέθηκα ξαφνικά στα βαθιά. Μόλις που πρόλαβα να φωνάξω βοήθεια -το οποίο δεν ξέρω κιόλας αν ακούστηκε- και άρχισα να βουλιάζω. Η αναπνοή που είχα πάρει γρήγορα τελείωσε και άρχισα να πίνω νερό και να πονάω εσωτερικά, νοιώθοντας μια πίεση η οποία γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Είπα τότε μέσα μου: «Θεέ μου, δεν αντέχω άλλο. Βοήθησέ με γιατί θα πεθάνω και δεν ξέρω που θα πάω.» Το καταλάβαινα ότι θα πεθάνω, έβλεπα τον θάνατο να πλησιάζει. Χάνω μετά το φως μου και γίνεται μέσα μου μια έκρηξη, όπου είχα την αίσθηση ότι διαλύθηκε το σώμα μου σε πολλά κομμάτια. Και τότε αδελφέ, ελευθερώνομαι από όλα αυτά που ζούσα, ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι στον Ουρανό. Ένοιωθα μια μεγάλη ελευθερία, μια μεγάλη χαρά, μια μεγάλη αγαλλίαση, ένοιωθα τόσο όμορφα που δεν περιγράφεται και είπα: «τι ωραία που είναι εδώ Θεέ μου, δεν θέλω να γυρίσω πίσω.» Γιατί υπήρχε μια μακρινή ενθύμηση ότι ήμουν πριν κάτω στη γη αλλά δεν με τράβαγε καθόλου αυτή η ενθύμηση για να επιστρέψω. Υπήρχε παντού πολύ φως, χωρίς όμως να υπάρχει ήλιος και ήταν γύρω μου πράσινα λιβάδια με μικρούς λόφους. Ήταν ένα πανέμορφο περιβάλλον. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα γιατί είμαι μόνος, γιατί δεν υπάρχει κάποιος άλλος σε αυτό τον χώρο και άκουσα τότε μια φωνή να μου λέει: «Πήγαινε εκεί που είναι και οι άλλοι. Γίνεται ένας γάμος και σε περιμένουν.» Και είδα κάπου μακριά σε μια πεδιάδα να είναι πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι. Δίστασα να πάω και μου λέει πάλι αυτή η φωνή, που είχε μεγάλη εξουσία: «Πήγαινε, δεν είμαι Εγώ που σε προστάζω;»
Όλα αυτά που λες είναι γραμμένα στην Αγία Γραφή.
Ναι, και αυτή η φράση που μου είπε ο Κύριος υπάρχει στη Παλαιά Διαθήκη και ο γάμος που γινότανε, ο γάμος του Αρνίου, αναφέρεται στη Αποκάλυψη και το ότι δεν υπήρχε ήλιος και ήταν το φως ο Χριστός. Εγώ όμως ούτε είχα διαβάσει ποτέ την Αγία Γραφή, ούτε μου είχε μιλήσει κανείς για αυτά τα πράγματα. Μόλις μου είπε λοιπόν ο Κύριος να πάω, υπάκουσα και άρχισα να πετάω προς τα εκεί με μεγάλη ταχύτητα. Κι όπως πλησίαζα έβλεπα εκατομμύρια ανθρώπους να είναι μαζεμένοι σε εκείνη τη πεδιάδα και ήταν σαν να περιμένουν κάποιον να έρθει από ψηλά, κάποιον βασιλέα, κάποιον άρχοντα. Αυτή την αίσθηση είχα. Πλησίαζα αλλά δεν τους έφτανα και τότε ξαφνικά βρίσκομαι πάλι στη γη. Ξαπλωμένος ανάσκελα στη παραλία και πολλοί άνθρωποι από πάνω μου να με κοιτάνε. Κάποιος είπε: «επιτέλους συνήλθε» και ένας άλλος του απάντησε: «ευτυχώς ήταν εδώ ο γυμναστής και του έδωσε τις πρώτες βοήθειες.» Με είχαν τραβήξει έξω από τη θάλασσα, μου είχαν βγάλει το νερό που είχα πιεί, μου είχαν κάνει τεχνητές αναπνοές και από όλα αυτά εγώ δεν θυμόμουνα τίποτα. Το μόνο που θυμόμουν ήταν αυτά που έζησα στην παρουσία του Θεού. Το τι ακριβώς έγινε, αν πέθανα και επανήλθα ή έγινε κάτι άλλο δεν το γνωρίζω. Όπως λέει και ο απόστολος Παύλος: «...ή εντός του σώματος ή εκτός του σώματος δεν ξέρω». Είμαι όμως σίγουρος ότι δεν ήταν κάποια παραίσθηση αυτό που έζησα αλλά ήταν μια αληθινή και πραγματική εμπειρία.
Είπες σε κάποιον τι έγινε;
Στον φίλο μου και στον θείο του δεν είπα τίποτε. Μόλις γύρισα όμως σπίτι, μου λέει η μητέρα μου: «που γύρναγες Βαγγέλη, που γκιόρεβες;» (Έτσι το λέμε στα μέρη μας.) Και της είπα ότι, πήγα για μπάνιο, πνίγηκα, πέθανα, πήγα στον Ουρανό και μετά ξαναγύρισα. Έμεινε κατάπληκτη η γυναίκα και μου λέει: «πρόσεξε μην τα πεις πουθενά αυτά, γιατί μετά όλοι θα σε κοροϊδεύουν.» Και πραγματικά δεν είπα σε κανέναν τίποτε, μέχρι την στιγμή που γνώρισα τον Χριστό στα 25 μου χρόνια.
Σε αυτό το διάστημα από τα 12 ως τα 25 σου χρόνια πως εξελίχθηκε η ζωή σου;
Μεγαλώνοντας άρχισα να μπαίνω κι εγώ σιγά-σιγά μέσα στην αμαρτία. Άρχισαν οι σαρκικές επιθυμίες, οι διασκεδάσεις του κόσμου, το τσιγάρο. Στο σχολείο δεν προχώρησα, δεν τα κατάφερνα με τα γράμματα και έτσι δούλευα από μικρός. Σε ηλικία 18 χρονών βρέθηκα στη Κόρινθο όπου δούλεψα σαν χειριστής σκαπτικών μηχανημάτων όπου και εκεί με έσωσε πάλι ο Θεός από βέβαιο θάνατο. Κάνοντας μια νεανική απερισκεψία λίγο έλειψε να φύγω στον γκρεμό με ένα ερπυστριοφόρο όχημα που οδηγούσα. Μετά το στρατό κατέβηκα να εργαστώ στην Αθήνα και εδώ έπεσα πιο πολύ στην αμαρτία και μάλιστα στην πορνεία που έγινε ένα μεγάλο πάθος για μένα. Ζούσα τότε στη πλατεία Βικτωρίας όπου υπήρχαν κοντά μου πολλά τέτοια «κακόφημα σπίτια» και συνέχεια εκεί τριγυρνούσα. Αυτό όμως είχε άσχημες συνέπειες και άρχισα να έχω τα βράδια επισκέψεις από τον εχθρό της ψυχής. Την ώρα που κοιμόμουν ένοιωθα ξαφνικά μια άσχημη παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Άνοιγα τα μάτια και έβλεπα στο παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι, έναν πολύ ψηλό άνθρωπο με σκοτεινή όψη. Κοκάλωνα, δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου αλλά δεν κοιμόμουνα, ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Άκουγα τους θορύβους από τον δρόμο, άκουγα τα αυτοκίνητα, την κίνηση. Τον έβλεπα μετά να έρχεται προς το μέρος μου και μου έλεγε: «θα γίνεις δικός μου». Άπλωνε τα χέρια να με πιάσει και τότε πεταγόμουνα και ξύπναγα.
Κάθε πότε γινότανε αυτό;
Μπορεί και μια φορά την εβδομάδα, μπορεί και μια φορά τον μήνα. Ανάλογα. Εκείνη την εποχή ψάχνοντας ένα βράδυ τα κανάλια στην τηλεόραση βρήκα έναν χριστιανικό τηλεοπτικό σταθμό που υπήρχε τότε, το «κανάλι 62». Από εκεί άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου το μήνυμα του Ευαγγελίου. Μια μέρα άκουσα ένα κήρυγμα που έλεγε ότι: «αν επικαλεστείς το όνομα του Κυρίου, το όνομα του Ιησού Χριστού, θα σωθείς» και αυτό μπήκε στη καρδιά μου. Το ίδιο βράδυ λοιπόν που ήρθε πάλι αυτή η άσχημη παρουσία στο σπίτι, θυμήθηκα αυτό που άκουσα, ότι πρέπει να επικαλεστώ το όνομα του Κυρίου. Λέω: «θα το δοκιμάσω, να δω τι θα γίνει.» Και μόνο που το σκέφτηκα, τον είδα τον Διάβολο και κοντοστάθηκε, δεν προχώρησε. Πήρα θάρρος λοιπόν και λέω: «στο όνομα του Ιησού Χριστού να φύγεις Διάβολε.» Αμέσως εξαφανίστηκε και από τότε λυτρώθηκα, απαλλάχτηκα από αυτές τις επισκέψεις. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν πίστευα τότε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός, ότι πέθανε και αναστήθηκε. Μπορώ να σου πω ότι είχα αμφιβολίες και αν υπήρξε σαν ιστορικό πρόσωπο. Μετά από αυτό όμως, άρχισε να αυξάνει η πίστη μέσα μου, άρχισα να καταλαβαίνω ποιός είναι ο Χριστός, αλλά αυτό δεν ήταν ακόμα αρκετό για να προχωρήσω, να σωθώ, να ελευθερωθώ από την αμαρτία. Δίνανε από το κανάλι 62 και μια Καινή Διαθήκη δωρεάν και είχα ξεκινήσει να διαβάζω λίγο, αλλά πιο πολύ άκουγα τα κηρύγματα. Και μια μέρα ακούω ένα κήρυγμα από το δέκατο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής, που λέει ότι: «αν ομολογήσεις τον Ιησού Χριστό σαν Κύριο και πιστέψεις στην καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς θα σωθείς». Και όπως καθόμουν μετά στο κρεβάτι και το ξαναδιάβαζα αυτό το σημείο, μιλούσα στον Θεό και του έλεγα: «Θεέ μου θέλω να πιστέψω, θέλω να σωθώ, αλλά δεν μπορώ. Αφού δεν ζούσα τότε, αφού δεν είδα τον Χριστό να ανασταίνεται, πως μπορώ να το πιστέψω;»
Με ειλικρίνεια μίλησες.
Ναι, και πιστεύω ότι έτσι θέλει ο Θεός να Τον πλησιάζουμε. Εκείνη την ώρα σαν να άκουσα μια φωνή μέσα στο μυαλό μου να μου λέει: «πίστεψε το με απλότητα, σαν να είσαι ένα μικρό παιδί.» Το δέχτηκα αυτό και είπα: «βοήθησε με Θεέ μου να το πιστέψω.» Μια δύναμη ήρθε τότε πάνω μου και λέω μέσα από τη καρδιά μου: «πιστεύω στον Χριστό, πιστεύω ότι πέθανε και αναστήθηκε.» (Γιατί εκεί κόλαγα πιο πολύ, ότι υπήρχε Θεός το πίστευα). Έρχεται εκείνη τη στιγμή μέσα μου μια χαρά απίστευτη και πετάχτηκα πάνω μέχρι το ταβάνι. Μια ειρήνη, μια αγάπη για όλο τον κόσμο που δεν ήταν από μένα, ήταν από τον Θεό. Αυτή ήταν πιστεύω η στιγμή της αναγέννησης μου.
Άλλαξε από εκείνη τη μέρα η ζωή σου;
Ναι, άλλαξε τελείως. Από τότε δεν ξανακάπνισα καταρχάς, δεν μπορούσα πλέον να καπνίσω. Ούτε μπορούσα να πάω στη πορνεία. Είχα ανάγκη να μοιραστώ με κάποιον αυτό που ένοιωθα και κατέβηκα στο δρόμο και άρχισα να μιλάω στους ανθρώπους. Να τους λέω ότι ο Χριστός υπάρχει, είναι ζωντανός, αναστήθηκε. Δεν μου δίνανε βέβαια πολλή σημασία, για παλαβό μάλλον με περνούσανε και ξανανέβηκα πάνω στο σπίτι. Τότε κατάλαβα ότι πρέπει να έρθω σε επαφή με άλλους χριστιανούς, με άλλους ανθρώπους που είχαν την ίδια εμπειρία με τη δική μου. Και πραγματικά πήγα σε μια εκκλησία της Πεντηκοστής, η οποία λεγόταν «Συνάξεις του Θεού».
Πως ήρθες σε επαφή;
Η Καινή Διαθήκη που μου είχαν στείλει είχε πίσω μια σφραγίδα με τα στοιχεία και τη διεύθυνση αυτής της εκκλησίας. Πήγα εκεί, βαπτίστηκα στο νερό και έκατσα για κάποιους μήνες. Με προβλημάτισε όμως που όταν προσευχόντουσαν μιλούσαν σε ξένες γλώσσες κι έφυγα. Δεν γνώριζα καλά τότε το Λόγο του Θεού και είχα το κακό ότι ήμουν πολύ κλειστός χαρακτήρας. Δεν συζητούσα με άλλους κάτι που με προβλημάτιζε, το κρατούσα μέσα μου. Άρχισα μετά να πηγαίνω σε μια Ευαγγελική εκκλησία πολύ κοντά στο σπίτι μου. Πέντε λεπτά απόσταση με τα πόδια. Εκεί κάθισα δύο χρόνια περίπου και κατόπιν έφυγα και από εκεί. Μετά δεν πήγαινα πουθενά και προσπαθούσα να ακολουθήσω τον Θεό μόνος μου, χωρίς εκκλησία. Πράγμα που δεν γίνεται. Έπεσα πάλι σε σαρκικές αμαρτίες και σαν αποτέλεσμα της αμαρτίας παρουσίασα και κάποια προβλήματα υγείας κι έκανα δύο χειρουργεία. Στο ένα πήγα να πεθάνω κιόλας. Και οικονομικό πρόβλημα είχα πλέον γιατί δεν μπορούσα να δουλέψω λόγω υγείας και γιατί είχα δαπανήσει και στην αμαρτία ότι χρήματα είχα. Κάποια στιγμή έκανα ένα πρόχειρο υπολογισμό και υπολόγισα ότι πρέπει να έχω χαλάσει στη πορνεία πάνω από 50.000 ευρώ. Θα είχα αγοράσει ένα σπίτι δικό μου δηλαδή, αντί να μένω τώρα στο νοίκι.
Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή: «όστις συναναστρέφεται με πόρνας, φθείρει την περιουσίαν αυτού.»
Ναι το γράφει στις «Παροιμίες». Και ότι γράφει η Αγία Γραφή, από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι αλήθεια. Είχα φθάσει λοιπόν σε αδιέξοδο και αποφάσισα ότι πρέπει να επιστρέψω κοντά στον Θεό και να βρω μια εκκλησία για να πηγαίνω. Αυτό που θα πω ίσως κάποιοι το θεωρήσουν υπερβολή αλλά είναι αλήθεια. Δεν νομίζω να υπάρχει αναγεννημένη εκκλησία στην Αθήνα που να μην έχω πάει. Εκκλησίες της Πεντηκοστής, εκκλησίες Ευαγγελικές, εκκλησίες χαρισματικές, τις έχω γυρίσει όλες. Μόνο στους μάρτυρες του Ιεχωβά δεν πήγα ποτέ γιατί ήξερα ότι είναι αίρεση απωλείας από τη στιγμή που αρνούνται τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Σε όποια εκκλησία όμως και αν πήγα δεν αναπαύθηκα και θα σου πω το γιατί. Επειδή διάβαζα χρόνια την Αγία Γραφή, έβλεπα παντού να κάνουν άλλα από αυτά που έγραφε ο Λόγος του Θεού. Και εγώ αναζητούσα ακριβώς την αλήθεια. Μέχρι που πριν από μερικά χρόνια γνώρισα την εκκλησία μας, την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής.
Τόσα χρόνια δεν την είχες ακουστά;
Την ήξερα, αλλά μου είχαν πει διάφορα και απέφευγα να έρθω. Ότι εκεί: «είναι πολύ αυστηρά», ότι εκεί: « υπάρχει νόμος» και τέτοια πράγματα. Τελικά κάποια στιγμή πήγα να αλλάξω μια βρύση -είμαι υδραυλικός- στο σπίτι μιας αδελφής από την εκκλησία μας, η οποία ήταν ηλικιωμένη και κατάκοιτη. Εκεί ήταν και άλλες αδελφές που είχαν πάει να τη βοηθήσουν και έτσι ήρθα σε πρώτη επαφή. Και αφού γνωριστήκαμε μου πρότειναν μια μέρα να ξαναπάω για να κάνουμε προσευχή. Πήγα και τις είδα τις αδελφές και γονατίσανε. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί στις άλλες εκκλησίες που είχα πάει, δεν γονατίζανε, κάνανε προσευχή καθιστοί στα θρανία ή όρθιοι. Μου άρεσε πολύ αυτό, και από τότε πάντα έτσι θέλω να προσεύχομαι, παρόλο που έχω πρόβλημα με το γόνατο. Πήγα μετά και στην εκκλησία και πραγματικά αναπαύθηκα, βλέποντας να ακολουθείται ακριβώς και με ευλάβεια ο Λόγος του Θεού.
Πόσα χρόνια είσαι στην εκκλησία;
Δύο χρόνια περίπου. Να πούμε και πως έλαβα το Πνεύμα το Άγιο. Ήμουν σπίτι μου με έναν αδελφό από την επαρχία που φιλοξενούσα και είχαμε κανονίσει να πάμε μετά μαζί στην εκκλησία. Επειδή όμως είχα το γνωστό πρόβλημα με τους διαλογισμούς και σκεφτόμουν διάφορα -ότι δεν αξίζω να πάω στην εκκλησία, ότι δεν με θέλει εμένα ο Θεός- του έπιασα επίτηδες κουβέντα για να μην πάμε. Πράγματι έτσι έγινε και όταν το πρόσεξε κι αυτός ότι πέρασε η ώρα ήταν πια αργά. Μετά όμως ήρθε μέσα μου έντονος έλεγχος για αυτό που έκανα. Μετάνιωσα, του εξομολογήθηκα ότι το έκανα επίτηδες και του ζήτησα να προσευχηθούμε για να με συγχωρέσει ο Θεός. Γονατίσαμε κι εκείνη την ώρα ήρθε μια μεγάλη δύναμη μέσα μου, άνοιξα το στόμα μου και είπα τρείς φορές: «Άγιος, άγιος, άγιος.» Και μετά άρχισαν να μιλάω σε ξένες γλώσσες, βγαίνανε από μέσα μου σαν χείμαρρος, σαν ποτάμι.
Όταν συντρίβεται η καρδιά του ανθρώπου είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να τον επισκεφτεί ο Θεός. Τι θα ήθελες να πεις κλείνοντας;
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι βρήκα μέσα στη ζωή μου τέτοια χάρη από τον Θεό που δεν το πίστευα. Πίστευα ότι δεν είμαι άξιος για να ρίξει ο Θεός το βλέμμα Του επάνω μου, ότι δεν είμαι άξιος για να ασχοληθεί μαζί μου. Και όμως ασχολήθηκε και ασχολείται. Και με μένα τον χειρότερο. Αυτή είναι η αγάπη Του. Για αυτό, εκείνο που θέλω να κάνω από εδώ και πλέον είναι αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Εφεσίους. Να καταλάβω, μαζί με όλους τους αγίους, το πλάτος, το μήκος και βάθος και ύψος και να γνωρίσω την αγάπη του Θεού. Και πιστεύω αυτή την αγάπη θα συνεχίσουμε να την γνωρίζουμε στην αιωνιότητα. Είναι άπειρη.