Ευαγγελία Χρήστου
Ομοίως αι γυναίκες υποτάσσεσθε εις τους άνδρας υμών, ίνα και εάν τινές απειθώσιν εις τον λόγον, κερδηθώσιν άνευ του λόγου, δια της διαγωγής των γυναικών, αφού ίδωσι την μετά φόβου καθαράν διαγωγήν σας.» Α΄ Πέτρου γ΄ 1, 2
Ομοίως αι γυναίκες υποτάσσεσθε εις τους άνδρας υμών, ίνα και εάν τινές απειθώσιν εις τον λόγον, κερδηθώσιν άνευ του λόγου, δια της διαγωγής των γυναικών, αφού ίδωσι την μετά φόβου καθαράν διαγωγήν σας.» Α΄ Πέτρου γ΄ 1, 2
Αυτό το μήνα θα μας δώσει τη μαρτυρία της για τον Χριστό, η αδελφή μας Ευαγγελία Χρήστου.
Αδελφή Βαγγελιώ, να πούμε ότι είσαι η χήρα του αδελφού μας Χρήστου Χρήστου - ποιμένα για πολλά χρόνια στην εκκλησία της Καβάλας και πιστεύω ότι μέσα από τη δική σου μαρτυρία θα μας πεις αρκετά και από τη δική του πολύ ιδιαίτερη μαρτυρία.
Ναι βέβαια, γιατί οι ομολογίες μας είναι πολύ συνδεδεμένες.
Πόσα χρόνια ήσασταν παντρεμένοι;
Περίπου εξήντα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή. Από πολύ νέοι ξεκινήσαμε μαζί, με πολλή χαρά, με πολλή αγάπη και με πολλά όνειρα. Ύστερα ήρθαν οι δύο κόρες μας κι εκεί πήραμε ακόμα πιο μεγάλη χαρά, όμως ο Χρήστος μετά άρχισε να αλλάζει. Η ζωή του έγινε πολύ έντονη, πολύ άσχημη και αυτή η αλλαγή κάποια στιγμή ήταν πάρα πολύ έκδηλη και στο σπίτι μας αλλά και μέσα σε όλο το περιβάλλον που ζούσαμε.
Αυτή η αλλαγή ήταν ξαφνική ή και πριν είχε τέτοια στοιχεία σαν άνθρωπος;
Πάντα ήταν ένας πολύ ζωηρός άνθρωπος αλλά δεν είχε ποτέ εξοκείλει τόσο πολύ στην αμαρτία. Μετά το γάμο έγινε αυτό. Βέβαια και πριν ζούσε πολύ έντονα, είχε κάνει πολλά ταξίδια και είχε ζήσει πάρα πολλές περιπέτειες. Είχε φθάσει μέχρι και να καταταγεί στην Λεγεώνα των Ξένων. Στην αρχή που παντρευτήκαμε φαινόταν ότι είχε γαληνέψει και ήθελε να ζήσει μια οικογενειακή ζωή, τελικά όμως δεν συνέβη αυτό. Γυρνούσε τα βράδια και γλεντούσε, έφευγε ταξίδια και με άφηνε μόνη με τα παιδιά και σιγά-σιγά μπήκανε στη ζωή του το ποτό, το χασίς, τα χαρτιά. Όλα αυτά ήτανε πλέον στην ημερήσια διάταξη για εκείνον. Στη νυχτερινή διάταξη μάλλον.
Άνθρωπος της νύχτας.
Άνθρωπος της νύχτας. Όποια πέτρα και να σήκωνες στη νύχτα , θα τον έβρισκες από κάτω. Πηγαίναμε και μαζί κάποιες φορές σε διασκεδάσεις αλλά εμένα δεν με γέμιζαν καθόλου αυτά τα πράγματα. Ήθελα στη ζωή μου κάτι πιο πνευματικό, κάτι πιο ουσιώδες και πάντα είχα μέσα μου μια αναζήτηση. Έλεγα: «Αυτή είναι η ζωή; Να ερωτευτούμε, να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά και μετά να τελειώσουν όλα;» Δεν το πίστευα, έλεγα ότι πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο. Και αυτό το: «άλλο» έψαχνα να το βρω. Είχα αρχίσει να διαβάζω βιβλία για το υπερπέραν, για τη ζωή στα άστρα και προσπαθούσα μέσα από εκεί κάτι να ανακαλύψω. Εν τω μεταξύ πάντα πήγαινα στα κατηχητικά, μετά στους διάφορους «ορθόδοξους κύκλους», εξομολογιόμουν, κοινωνούσα τακτικά, όλα αυτά προσπαθώντας να πλησιάσω τον Θεό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ώσπου το 1972 μου μίλησαν πρώτη φορά για το Ευαγγέλιο. Ένας παλιός φίλος, που κι αυτός από χρόνια έψαχνε, είχε ανακαλύψει τη πρώτη εκκλησία μας (την πρώτη Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια εκείνη την εποχή η ζωή στο σπίτι μας ήταν πάρα πολύ δύσκολη, λόγω του Χρήστου και μέσα σε όλη αυτή τη κατάσταση είχα πάθει αγχώδη κατάθλιψη και μελαγχολία. Με έντονες τάσεις αυτοκτονίας.
Έπαιρνες και φάρμακα;
Έπαιρνα αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά. Και σε αυτή τη περίοδο της απογνώσεως, αυτός ο παλιός φίλος ήρθε στη Καβάλα και μας λέει: «βρήκα μια εκκλησία όπου ο Λόγος του Θεού κηρύττεται όπως ακριβώς τον δίδαξαν οι απόστολοι. Και ο Θεός συμμαρτυρεί, βαπτίζοντας και σήμερα με Πνεύμα Άγιο.» Αυτό με συγκλόνισε όταν το άκουσα. Λέω: «είναι δυνατόν, στον εικοστό αιώνα, να βαπτίζει ο Θεός με Πνεύμα Άγιο;» Ήταν είπαμε το 1972, ακόμα εικοστός αιώνας. Και στο τέλος μας λέει: «θέλετε να κάνουμε μια προσευχή;» Ήμασταν πέντε-έξι γυναίκες, όλες φίλες, που είχαμε πάει και τον ακούγαμε. Και όπως άρχισε να προσεύχεται και να λέει το: «Πάτερ ημών», τον έπιασαν τα κλάματα. Αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση. Τόσα χρόνια ήμουν στις εκκλησίες και δεν είχα νοιώσει ποτέ μου τέτοια ευσέβεια και τέτοια κατάνυξη που έβλεπα να έχει αυτός ο άνθρωπος. Αλλά ούτε και σε κάποιον άλλο είχα δει κάτι τέτοιο.
Να πούμε εδώ, ότι είναι κάτι τελείως διαφορετικό να είναι ένας άνθρωπος θρησκευόμενος, από το να είναι ένα αναγεννημένο παιδί του Θεού.
Ακριβώς. Αυτό που είδα λοιπόν με συγκλόνισε και όταν τον ρώτησα, τι να κάνω για να πλησιάσω κι εγώ τον Θεό, μου είπε να διαβάζω την Καινή Διαθήκη, να γονατίζω και να προσεύχομαι. Και μια μέρα που ήμουν μόνη στο σπίτι, γονατίζω και λέω με δάκρυα στον Κύριο: «Χριστέ μου, εάν με ακούς, αν είναι αληθινά αυτά που διαβάζω στο Ευαγγέλιο και μπορούν να γίνουν και σήμερα πραγματικότητα, βεβαίωσε με. Θέλω να μου δώσεις χαρά μέσα στη ψυχή μου κι εγώ θα Σε ακολουθήσω.» Γιατί με την κατάθλιψη που είχα πάθει, είχα ξεχάσει ακόμα και το πως είναι να νοιώθεις χαρά. Εκείνη τη στιγμή που τα έλεγα αυτά κι έκλαιγα, νοιώθω ένα απαλό χέρι να μπαίνει μέσα στη καρδιά μου και να αφαιρεί ένα τεράστιο βάρος. Ένα βάρος που όταν έφυγε, τότε κατάλαβα πόσο ασήκωτο ήτανε. Και νοιώθω μέσα μου μια τρομερή απελευθέρωση και μια απέραντη χαρά. Έβλεπα τη καρδιά μου να φουσκώνει από χαρά και νόμιζα ότι θα σκάσει. Και σήκωσα τότε τα χέρια μου φωνάζοντας: «Χριστέ μου σε ευχαριστώ. Είσαι ζωντανός, με έπεισες, με έπεισες.» Από εκείνη τη στιγμή θεραπεύτηκα από τη κατάθλιψη και δεν έχω ξαναπάρει ποτέ ψυχοφάρμακα. Άλλαξε τελείως η ζωή μου κι έβγαινα στο μπαλκόνι και αντί -όπως πριν- να θέλω να πηδήξω κάτω, τώρα ήθελα να φωνάξω σε όλους: «Άνθρωποι, ο Χριστός είναι ζωντανός, αναζητήστε Τον.»
Ήταν και η αναγέννηση σου εκείνη τη μέρα;
Ήταν και η αναγέννηση μου. Όταν γύρισε σπίτι ο Χρήστος και με είδε, ήμουν πλέον μια άλλη Ευαγγελία. Έλαμπα. Και η αλλαγή μου, του έκανε οπωσδήποτε πολύ μεγάλη εντύπωση, αλλά ήταν τόσο δυνατά τα πάθη του, που τον τράβαγαν ξανά πίσω. Πέρασαν έτσι αρκετά χρόνια, στα οποία έκανα έναν αγώνα προσευχής και νηστείας για τη σωτηρία του. Γιατί ήξερα ότι θα σωθεί, μου το είχε βεβαιώσει ο Θεός μέσα μου. Μετά που βαπτίστηκα στο νερό, είχα λάβει και το Πνεύμα το Άγιο με πολλή δύναμη και μου μιλούσε ο Κύριος και μου έλεγε με το στόμα μου: «Εγώ θα τον σώσω. Εσύ μίλα του και δείχνε Εμένα με τη ζωή σου κι εγώ θα τον σώσω.» Και πράγματι έβλεπε ο Χρήστος την διαφορά στη ζωή μου. Πριν αναγεννηθώ, όταν ερχότανε αργά στο σπίτι, γινόντουσαν τρικούβερτοι καυγάδες. Γιατί δεν μπορούσα κι εγώ να κρατηθώ, του έλεγα διάφορα, θύμωνε εκείνος κι έσπαγε πόρτες, έσπαγε παράθυρα. Μετά όμως, όταν ερχόταν του έλεγα: «θέλεις να σου φτιάξω κάτι να φας;» Μου έλεγε στην αρχή θυμωμένα: «Δεν θέλω τίποτε». Αλλά μετά μαλάκωνε η καρδιά του και μου έλεγε: «Πως μπορείς; Πως μπορείς ακόμα να μου μιλάς ;» Του έλεγα: «Γιατί σε αγαπάω. Και ο Χριστός σε αγαπάει, ζήτησε Τον να σε σώσει.» Ένα βράδυ όμως, ή μάλλον ένα ξημέρωμα, ξύπνησα κι ακόμα δεν είχε έρθει. Εκείνη τη περίοδο είχε γίνει χειρότερος από ποτέ. Και εγώ είχα γίνει έξαλλη από θυμό, γιατί σκεφτόμουν ότι πλέον με έχει για κορόιδο. Και ετοιμαζόμουν όταν θα έρθει, να τον «λούσω» με διάφορους χαρακτηρισμούς, και βρισιές. Κλείνοντας όμως για λίγο τα μάτια, ο Κύριος μου έδειξε μια όραση. Είδα τον εαυτό μου γεμάτο μίσος, σαν μια μάγισσα και άκουσα τη φωνή του Κυρίου: «Θα τα καταφέρεις καλύτερα μόνη σου;» Αμέσως συνήλθα και είπα: «Όχι Κύριε, μαζί θέλω να δώσουμε τη μάχη.» Ακούω τότε το ασανσέρ, έρχεται ο Χρήστος και μου λέει: «δεν κοιμάσαι;» του λέω: «πώς να κοιμηθώ αφού ξέρω πως η ψυχή σου είναι σε συνεχή κίνδυνο;» Εκείνη την ώρα τον βλέπω να γονατίζει και να αρχίζει να λέει για τον εαυτό του, όλες τις βρισιές που σκεφτόμουν πριν να του πω εγώ. Και αν τις έλεγα βέβαια, θα γινόταν χαμός. Από ότι μου είπε μετά, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ζήτησε τον Κύριο. Και είπε: «Θεέ της γυναίκας μου, αν είσαι ζωντανός ελευθέρωσε με από τα ζάρια.» Είχε μπλέξει τότε πολύ άσχημα με τα ζάρια και μου το έλεγε μάλιστα ότι: «Όπως πάω, θα σας αφήσω στο δρόμο. Όλα μου τα πάθη τα ελέγχω, αυτό δεν μπορώ να το ελέγξω.»
Το λεγόμενο μπαρμπούτι;
Ναι, νοικιάζανε γκαρσονιέρες και πηγαίνανε κάθε μέρα εκεί και παίζανε. Και πράγματι τον ελευθέρωσε εκείνη τη μέρα από το μπαρμπούτι ο Κύριος. Από ότι μου είπε μετά που σώθηκε, ήθελε να πάει εκεί που παίζανε, έφτανε μέχρι τη γωνία και δεν μπορούσε να στρίψει. Δεν πηγαίνανε τα πόδια του. Συνέχισε βέβαια την ίδια ζωή, όμως κάπως διαφορετικά τώρα, κάπως λίγο άλλαζε. Μέχρι που ήρθε ο Μάιος του 1979. Είχε ο Χρήστος μια ξαδέλφη η οποία ήταν καθηγήτρια και το ίδιο και ο άντρας της. Αυτή η γυναίκα είχε πιστέψει τότε στον Χριστό και προσευχόμασταν μαζί και διαβάζαμε την Αγία Γραφή. Ένα απόγευμα λοιπόν ήμασταν σπίτι της μαζί με τον Χρήστο, ο οποίος παρέα με τον άντρα της βλέπανε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα στη τηλεόραση. Και λέει ο Χρήστος σε αυτόν τον άνθρωπο: «Τι γνώμη έχεις εσύ, που είσαι και μορφωμένος, για αυτά που πιστεύουν οι γυναίκες μας;» Και του απαντάει ο καθηγητής: «ο Ιησούς Χριστός ήταν ένας μεγάλος φιλόσοφος, τίποτε άλλο.» Του άρεσε αυτό του Χρήστου και μετά μου το έλεγε συνέχεια: «ένας φιλόσοφος ήτανε ο Χριστός, τίποτε άλλο.» Έλα όμως που μια μέρα, όπως προσευχόμασταν με τη γυναίκα του, πείσαμε τον καθηγητή να γονατίσει κι αυτός, και ο Κύριος τον αναγέννησε! Και μάλιστα τον επισκέφτηκε με τόσο μεγάλη δύναμη που φώναζε: «Και σε χιλιάδες κομμάτια να με κόψουν, κάθε κομμάτι μου θα φωνάζει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός.» Αυτή η μεταστροφή έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στον Χρήστο και ζήτησε να του μιλήσει για να μάθει τι έγινε. Ήρθε σπίτι λοιπόν και όπως καθόμασταν στο σαλόνι και μας έκανε την ομολογία του, πετάγεται πάνω ο Χρήστος και του λέει: «τι είναι αυτό πάνω από το κεφάλι σου;» Έβλεπε πάνω από το κεφάλι του να υπάρχει μια φλόγα, σαν γλώσσα πυρός.
Μόνο ο Χρήστος το έβλεπε;
Ναι, εμείς οι υπόλοιποι δεν βλέπαμε τίποτε. Και εκείνη τη στιγμή γονατίζουμε, ο Κύριος τον βαπτίζει αυτόν τον αδελφό με Πνεύμα Άγιο και άρχισε να μιλάει ξένες γλώσσες, αραβικά. Ο Χρήστος μια φράση την κατάλαβε -γιατί είχε φίλους Μαροκινούς και ήξερε κάποιες λέξεις- συγκλονίστηκε και γονάτισε κι εκείνος. Από τότε δεν μπορούσε ούτε στα μέρη που πήγαινε να πάει, ούτε με τους φίλους του να καθίσει. Κι ένα βράδυ γύρισε νωρίς και μου λέει: «Πλέον δεν με ευχαριστεί τίποτε.» Του πρότεινα τότε να πάμε στο σπίτι μιας αδελφής που έμενε απέναντι. Και εκεί, αφού συζητήσαμε λίγο, είπαμε να γονατίσουμε να κάνουμε μια προσευχή. Και όπως γονατίζει ο Χρήστος, λέει στον Κύριο: «Θεέ μου, δώσε μου κι εμένα ένα σημείο. Δείξε μου κι εμένα κάτι από τη βασιλεία Σου.» Εκείνη την ώρα έρχεται σε έκσταση, βλέπει να φεύγει από πάνω το ταβάνι και βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό ένας θώρακας, σαν αυτόν που φόραγαν οι παλιοί πολεμιστές. Έφθασε μπροστά του, πήρε μια στροφή και ήρθε και φορέθηκε πάνω στο σώμα του.
Ο θώρακας της πίστεως.
Και ο θώρακας της δικαιοσύνης, που γράφει στην επιστολή προς Εφεσίους. Γυρνάει, μας κοιτάει και μας λέει: «Φοράω έναν θώρακα. Δεν τον βλέπω, αλλά τον αισθάνομαι.» Του έδειξα μέσα από την Αγία Γραφή το σημείο που το γράφει και μου λέει: «Νοιώθω πολύ ωραία. Δεν θέλω να τον βγάλω ποτέ.» Αυτή ήταν η στιγμή της αναγέννησης του. Το πρωί μόλις ξύπνησε, πήγε πάλι για προσευχή και ο Κύριος του δείχνει σε όραση ένα μωρό νεογέννητο, το οποίο ήταν όμως πρόωρο, εφταμηνίτικο. Κι εδώ θα εξηγήσω γιατί το είδε αυτό. Μια φορά που είχα πάει στην εκκλησία στη Θεσσαλονίκη, προσευχόμουν κι έλεγα: «Κύριε, πες μου πότε θα σώσεις τον Χρήστο, μίλησε μου σε παρακαλώ.» Και μου λέει ο Κύριος με το στόμα μου: «Τέσσερα χρόνια.» Μου φανήκανε πάρα πολλά -γιατί ήταν δύσκολη η κατάσταση που ζούσα- και πήγα στον ποιμένα, τον αδελφό Ηλία Καλαϊτζή και τον ρώτησα: «Μπορεί ο Κύριος να αλλάξει την ώρα που θα ενεργήσει;» Και μου λέει ο αδελφός: «Μπορεί, γιατί τα πάντα είναι στην εξουσία Του.» Από τότε προσευχόμουνα κι έλεγα: «Συντόμευσε Κύριε την ώρα, τάχυνε την ώρα που θα ενεργήσεις.» Και ο Κύριος με άκουσε και το έκανε.
Τα τέσσερα χρόνια, πόσα έγιναν τελικά;
Τα τέσσερα χρόνια, έγιναν είκοσι δύο μήνες. Όταν μου είπε την όραση που είδε, κάθισα και το υπολόγισα. Μετά αρχίσαμε να πηγαίνουμε μαζί εκκλησία, είχε ελευθερωθεί από όλα του τα πάθη, αλλά το μυαλό του ήταν τόσο ταλαιπωρημένο από τις καταχρήσεις χρόνων που δεν μπορούσε να καταλάβει από την Αγία Γραφή τίποτε. Για να ξεκινήσει να διαβάζει, είχε πάρει την παιδική Αγία Γραφή με τις εικόνες. Και κάθε φορά που γονάτιζε κι έλεγε: «Χριστέ μου, πλύνε με με το αίμα Σου», αμέσως πήγαινε στη τουαλέτα και έκανε εμετό, αφήνοντας μια κραυγή. Για σαράντα μέρες γινότανε αυτό, από τη μέρα που αναγεννήθηκε και ο Κύριος πιστεύω ότι έτσι τον καθάριζε. Και ένα βράδυ σε μια προσευχή βαπτίστηκε με πολλή δύναμη με Πνεύμα Άγιο. Προσευχότανε πάντα πάρα πολύ, γονάτιζε και δεν ήθελε να σηκωθεί και τον επισκεπτόταν ο Κύριος και του έδειχνε πολλές οράσεις. Ζούσε πολύ έντονα την παρουσία του Θεού αλλά είχε ένα παράπονο. Έλεγε: «Κύριε, δεν καταλαβαίνω τι γράφει η Γραφή Σου.» Και ερχόταν ο Κύριος τη νύχτα και του δίδασκε τον Λόγο. Το πρωί μου έλεγε: «Απόψε ο Κύριος μου κήρυξε από τη σελίδα τάδε και από τη σελίδα τάδε». Ήτανε Χρονικών και Βασιλέων το ίδιο θέμα και αυτά αποκλείεται να τα ήξερε από μόνος του τότε ο Χρήστος.
Απίστευτα πράγματα.
Απίστευτα πράγματα, που τα έζησα. Πέρασαν από την αναγέννηση του οχτώ μήνες και είχαμε ήδη φύγει αρκετές ψυχές από τη συνάθροιση που ήμασταν -γιατί βλέπαμε εκεί πράγματα αντίθετα από το Λόγο του Θεού- και είχε ξεκινήσει η πρώτη Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στη Καβάλα. Με τη βοήθεια των αδελφών από τη Θεσσαλονίκη και ειδικά του αδελφού Ηλία Καλαϊτζή ο οποίος μας στάθηκε σαν πατέρας πραγματικά. Θα γινόταν λοιπόν τότε η σύνοδος των πρεσβυτέρων τον Μάρτιο στην Αθήνα και είπε ο αδελφός Ηλίας στον Χρήστο να πάνε μαζί. Γιατί στη σύνοδο θα αφιερώνανε και τον νέο υπεύθυνο για την εκκλησία της Καβάλας. Στην αρχή δεν ήθελε ο Χρήστος να πάει, τελικά όμως πείστηκε και πήγε. Και όπως ετοιμαζόντουσαν οι πρεσβύτεροι να αφιερώσουν τον αδελφό που θα αναλάμβανε, μίλησε ο Κύριος με προφητεία και είπε: «Έθεσα υπεύθυνο στο έργο μου στη Καβάλα, τον υιό μου Χρήστο Χρήστου.» Και από ότι έλεγαν όλοι, ήταν τόσο έντονη η παρουσία του Θεού, που δεν τόλμησε να πει κανείς τίποτε. Και άρχισε ένας άλλος αγώνας μετά, ένας αγώνας για το έργο του Θεού. Ήταν κάτι που ο Χρήστος αγάπησε πάρα πολύ και το έκανε με όλη του την καρδιά. Ο Κύριος άρχισε να σώζει ψυχές και σε λίγο καιρό δεν χωράγαμε πλέον στην εκκλησία και άνοιξαν κι άλλες εκκλησίες στο νομό Καβάλας. Το έργο του Θεού επεκτάθηκε και στους γειτονικούς νομούς και ο Κύριος βάπτιζε συνέχεια με το Πνεύμα του το Άγιο. Είχαμε κάθε Πέμπτη προσευχή στο σπίτι μας και κάθε φορά βαπτιζόντουσαν με Πνεύμα Άγιο αδελφοί, όχι μόνο από εδώ αλλά και από όλη την Ελλάδα. Όταν είχα πιστέψει, είχα πει: «Κύριε, εσύ μου άλλαξες την καρδιά και στη χαρίζω. Και σου χαρίζω τον άντρα μου, τα παιδιά μου, το σπίτι μου, ότι έχω αγίασε το και πάρε το για τη δόξα Σου». Και πραγματικά ο Κύριος το έκανε. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί και οι κόρες μου αναγεννήθηκαν, έλαβαν Πνεύμα Άγιο, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδάκια.
Από ότι μας είπες, πίστευες ότι θα σωθεί ο αδελφός ο Χρήστος, πίστευες όμως ότι θα γίνει και εργάτης του ευαγγελίου;
Όχι, ούτε κατά διάνοια περνούσε από το μυαλό μου. Αν και ο Κύριος από την αρχή μου μιλούσε επειδή περνούσα μεγάλη δυσκολία και μου έλεγε: «Εσύ μείνε και θα δεις θαυμάσια.» Και πραγματικά έκανε θαυμαστό έργο ο Κύριος και δεν έχω λόγια για να Τον ευχαριστήσω. Και μετά… μετά αδελφέ, γεράσαμε κι εμείς. Τώρα είμαι 81 χρονών και είμαι ευτυχισμένη μέσα στην παρουσία του Θεού, παρόλο που μου λείπει πάρα πολύ ο αδερφός ο Χρήστος. Έφυγε όμως χαρούμενος, ήξερε ότι θα φύγει και ήξερε που θα πάει. Μας αποχαιρέτησε, παιδιά, εγγόνια ήμασταν όλοι γύρω του, κι ένας-ένας μπαίναμε μέσα στο δωμάτιο και μας έλεγε πόσο μας αγαπούσε και μας έλεγε πόσο σημαντικό είναι να μείνουμε στον πνευματικό αγώνα για να έχουμε κι εμείς έναν καλό τερματισμό. Για αυτό προσεύχομαι τώρα. Είχαμε όλοι, οι πιστοί του Κυρίου, μια ένδοξη αρχή. Να μας αξιώσει ο Θεός να έχουμε κι ένα ένδοξο τέλος.
Αμήν. Δόξα στον Θεό για όλα. Θα ήθελα όμως στο τέλος να δώσεις και ένα μήνυμα για τις πιστές γυναίκες που έχουν άπιστους άντρες και προσεύχονται για αυτούς, όπως κι εσύ κάποτε. Τι θα τις συμβούλευες;
Θα τις συμβούλευα να συντονίζουν πάντοτε το θέλημα τους, με το θέλημα του Κυρίου. Ο Χριστός είναι δυνατός να κάνει τα πάντα στη ζωή τους. Και ο Κύριος θέλει να σώσει τους συντρόφους τους, όμως θα χρειαστεί να κάνουν κι αυτές τον αγώνα τους. Το αποτέλεσμα θα ανταμείψει όλες τις θυσίες τους.