Δημήτρης και Άννα Σλούκα
«Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός, και γνωρίζω τα εμά και γνωρίζομαι υπό των εμών, καθώς με γνωρίζει ο Πατήρ και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα, και την ψυχήν μου βάλλω υπέρ των προβάτων. Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης· και εκείνα πρέπει να συνάξω, και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου, και θέλει γείνει μία ποίμνη, εις ποιμήν.»
«Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός, και γνωρίζω τα εμά και γνωρίζομαι υπό των εμών, καθώς με γνωρίζει ο Πατήρ και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα, και την ψυχήν μου βάλλω υπέρ των προβάτων. Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης· και εκείνα πρέπει να συνάξω, και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου, και θέλει γείνει μία ποίμνη, εις ποιμήν.»
Κατά Ιωάννην ι΄ 14 16
Αυτό το μήνα θα μας δώσουν την μαρτυρία τους για τον Χριστό, ο Δημήτρης Σλούκας και η σύζυγος του Άννα, δύο ευλογημένα αδέλφια μας από τα Χανιά της Κρήτης.
Αδελφέ Δημήτρη, πριν ένα χρόνο περίπου είχαμε φιλοξενήσει στην εφημερίδα μας και τον γιό σου το Θέμη και μας είχε πει λίγο και από τη δική σου μαρτυρία αλλά τώρα θα μας τα πεις πιο αναλυτικά.
Ναι, με τη χάρη του Θεού. Λοιπόν, έχω γεννηθεί το 1960 σε ένα χωριό της Χαλκιδικής, τη Στρατονίκη και είμαι ο τελευταίος από πέντε αδέλφια. Φτωχή οικογένεια ήμασταν και ο πατέρας μου δούλευε σαν μεταλλωρύχος στα μεταλλεία. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν όπως όλων των παιδιών τότε. Πήγαινα και στο κατηχητικό και με την μητέρα μου πηγαίναμε στην εκκλησία και στις διάφορες «ιερές πανήγυρεις» όπως λέγονται. Μέναμε εκεί, ξενυχτούσαμε μέσα στον ναό και μπορώ να σου πω ότι σαν μικρό παιδί είχα μια αγάπη μέσα μου για τον Θεό. Μόλις τέλειωσα το σχολείο, δεν είχε χρήματα η οικογένειά μου για να μπορέσω να προχωρήσω στις σπουδές και έτσι πήγα σε μια τεχνική σχολή για να γίνω μηχανοτεχνίτης.
Στο χωριό ήταν η σχολή;
Σε ένα διπλανό χωριό, το Στρατώνι. Εκεί, τα έφερε έτσι ο Θεός κι έκανα την πρακτική μου μαζί με έναν αδελφό, δουλεύοντας μαζί του, εγώ σαν βοηθός και αυτός σαν μάστορας. Λέγανε διάφορα για εκείνον και η μαρτυρία του έκανε σε όλους μεγάλη εντύπωση γιατί πριν γνωρίσει τον Χριστό ήταν άνθρωπος με διάφορα πάθη και τα είχε παρατήσει όλα και ακολουθούσε το ευαγγέλιο. Μιλούσε πάντα για τον Θεό κι από αυτά που έλεγε με είχε συγκινήσει πιο πολύ το ότι θα ξαναέρθει στη γη ο Χριστός, ότι θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Όταν το άκουσα αυτό ένοιωσα μέσα μου ότι θα ξαναέρθει κάποιος που τον ήξερα, που τον περίμενα. Μου χάρισε και μια μικρή Καινή Διαθήκη, σε μετάφραση του αρχιμανδρίτη Νεοφύτου Βάμβα, και είχα ξεκινήσει να τη διαβάζω. Είχα όμως μεγάλο φόβο μέσα μου μήπως πλανηθώ. Και όταν πήγαινα στο χωριό επειδή ο πατέρας μου είχε κάτι κατσίκια και τα έβγαζα να βοσκήσουνε γονάτιζα εκεί στην ύπαιθρο, σήκωνα τα χέρια ψηλά κι έλεγα: «Χριστέ μου, δείξε μου ποιος είναι ο δρόμος Σου. Δεν θέλω να πλανηθώ και να φύγω από Εσένα που είσαι η Αλήθεια.» Και όπως σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό ερχότανε μια φωνή μέσα στη καρδιά μου και μου έλεγε: «Ακολούθησε τον Λόγο μου. Ο Λόγος μου, αυτή είναι η αλήθεια.» Κι αυτό το κράτησα μέσα στη καρδιά μου από τότε, μέχρι και σήμερα. Κοιτάζω πάντα τι λέει ο Λόγος του Θεού, τίποτε άλλο. Ξεκίνησα να πηγαίνω και στην εκκλησία που πήγαινε αυτός ο αδελφός (την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) να ακούω τα κηρύγματα και εκείνη την εποχή πιστεύω ότι αναγεννήθηκα.
Υπήρχε τότε εκκλησία στο Στρατώνι;
Ναι, υπήρχε μια κατ’ οίκον συνάθροιση στο υπόγειο του αδελφού Τσανακά. Τώρα έχουν τα αδέλφια ένα ωραίο κτίριο, ιδιόκτητο. Καθώς ερευνούσα λοιπόν μέσα στο ευαγγέλιο, έβρισκα διαφορετικά πράγματα από αυτά που ήξερα μέχρι τότε. Και πάνω στον ενθουσιασμό μου άρχισα να τα μοιράζομαι και με τους συμμαθητές μου. Τότε λοιπόν άρχισε ο διωγμός. Θυμάμαι μια μέρα όπως ήμασταν στη λέσχη της σχολής γιατί ήταν οικοτροφείο και τρώγαμε όλοι μαζί μαζευτήκαν πολλοί συμμαθητές γύρω μου και αρχίσανε να με ονειδίζουνε. Πέρασε λίγο διάστημα και το μαθαίνει μετά ο διευθυντής. Με κάλεσε στο γραφείο του και καθώς πήγαινα, μου μίλησε ο Θεός μέσα μου και μου είπε: «όταν σας φέρνουν στις αρχές και στις εξουσίες μην μεριμνάτε τι θα πείτε γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει τι θα πείτε». Γιατί ήταν ο διευθυντής για μένα τότε μια εξουσία πραγματικά μεγάλη, ήταν διοικητής στη σχολή σε πάρα πολλά άτομα.
Σου υπενθύμισε τον Λόγο του Θεού το Άγιο Πνεύμα εκείνη την ώρα;
Ναι, ακριβώς. Μου θύμισε αυτό το εδάφιο γιατί το είχα διαβάσει στην Καινή Διαθήκη. Μόλις πήγα με ρώτησε ο διευθυντής: «είσαι Χριστιανός;» Του λέω: «ναι, αλλά ψάχνω να βρω ακριβώς την αλήθεια.» Και πάνω στη συζήτηση άρχισα να του εξηγώ κάποια πράγματα που είχα διαβάσει στην Αγία Γραφή. Θύμωσε, χτύπησε το χέρι του στο γραφείο και μου λέει: «θα μου κάνεις και κατήχηση;» Τέλος πάντων μετά από αυτό με χώρισε από τον αδελφό και με πήγε για πρακτική σε ένα άλλο εργοστάσιο και δόξα στον Θεό δεν είχα άλλα προβλήματα. Τέλειωσα μετά τη σχολή και πήγα στη Θεσσαλονίκη για να δουλέψω. Και εκεί συνέχισα στην εκκλησία στην οδό Συγγρού ήτανε τότε είχα όμως και τις επιφυλάξεις μου. Και δίσταζα πολύ να προχωρήσω στο βάπτισμα παρόλο που το έβλεπα ξεκάθαρα γραμμένο μέσα στον Λόγο του Θεού ότι: «όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί.» Ένα βράδυ όμως στο κήρυγμα ήρθε η καρδιά μου πραγματικά σε κατάνυξη και πήρα την απόφαση να βαπτιστώ. Και μετά από δύο τρείς μήνες με βάπτισε ο Κύριος και στο Πνεύμα το Άγιο. Λίγο μετά ήρθε η ώρα να πάω στρατιώτης και πραγματικά με βοήθησε πολύ ο Θεός στον στρατό. Θα σου πω χαρακτηριστικά ότι μόνο και μόνο επειδή έμοιαζε πολύ ο γραφικός μου χαρακτήρας με του επιλοχία με πήρε μαζί του σαν γραφέα. Κάτι τελείως απρόσμενο μιας και δεν είχα ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις. Ούτε στο κρύο έβγαινα για εκπαίδευση, υπηρεσίες έβγαζα εγώ, αφού σε κάποια στιγμή σκέφτηκα να δηλώσω μονιμότητα.
Τόσο καλά πέρναγες;
Τόσο καλά. Πέρασε ο στρατός, γύρισα στην δουλειά μου στην Θεσσαλονίκη και μετά υπήρχε το θέμα του γάμου. Και ενήργησε κι εκεί ο Θεός και μου χάρισε μια πολύ καλή σύζυγο, την Άννα, η οποία όμως τότε δεν ήταν ακόμα πιστή. Και εδώ υπάρχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Υπήρχε μια αδελφή στην εκκλησία την οποία σκεφτόμουν να ζητήσω αλλά δεν ένοιωθα κάτι ιδιαίτερο για εκείνην. Βλέπω λοιπόν τότε ένα όνειρο όπου κάποιος μου λέει: «Δημήτρη, πριν αποφασίσεις να παντρευτείς πρέπει να γνωρίσεις την αδελφή του Νίκου.» Ο Νίκος είναι ο αδελφός της συζύγου μου της Άννας με τον οποίο ήμασταν μαζί στρατιώτες. Εντωμεταξύ εγώ δεν ήξερα καν ότι έχει αδελφή ανύπαντρη ο Νίκος, ήξερα ότι έχει μια αδελφή παντρεμένη. Για να μην στα πολυλογώ κατέβηκα τότε στον Πειραιά για να δω το Νίκο και να τον βοηθήσω σε κάτι που ήθελε και έτσι γνώρισα και την Άννα. Γρήγορα παντρευτήκαμε και πιστεύω ότι ήταν από τον Κύριο μάλλον θα πω ότι ήταν σίγουρα από τον Κύριο γιατί πήγαν πολύ καλά τα πράγματα και ο Θεός μας ευλόγησε κατά πάντα. Επειδή όμως ήταν τότε ακόμα η γυναίκα μου ανήλικη και υπήρχαν διάφορα θέματα διαδικαστικά, δεν παντρευτήκαμε στην δική μας εκκλησία, παντρευτήκαμε στην ορθόδοξη.
Το συζήτησες τότε με τους αδελφούς στην εκκλησία, πήρες τη γνώμη τους;
Ναι οπωσδήποτε το συζήτησα και με τον ποιμένα, τον αδελφό Ηλία Καλαϊτζή και με άλλους αδελφούς. Αν και όταν τους μίλησα, τους είχα φέρει ήδη προ τετελεσμένου γεγονότος μιας και πήγαμε μαζί με την Άννα. Μου είπαν βέβαια οι αδελφοί ότι αν παντρευτώ μια γυναίκα που δεν πιστεύουμε τα ίδια πράγματα θα έχω πολλές δυσκολίες. Και πραγματικά στην αρχή είχα δυσκολίες αλλά μετά από έξι μήνες πίστεψε και η Άννα, ο Κύριος την αναγέννησε και βαπτίστηκε στο νερό. Δόξα στον Θεό τα πράγματα πήγαν καλά και όπως μου είχε πει τότε ένας αδελφός μας, ο Βάϊος: «Δημήτρη έκανες μια βουτιά μέσα στη θάλασσα αλλά ευτυχώς δεν πνίγηκες.» Και ευχαριστώ τον Θεό που δεν «πνίγηκα.» Μετά ήρθε η στιγμή που φύγαμε για τα Χανιά όπου ήμαστε και τώρα. Συνεχίσαμε εδώ στην εκκλησία, ήταν ο αδελφός ο Δημήτρης ο Πλάκας υπεύθυνος τότε, μέχρι που έπιασα δουλειά σε φορτηγά. Εκεί είχα δύσκολα ωράρια, δεν προλάβαινα να πηγαίνω στην εκκλησία και κάπου «κρύωσα» μπορώ να πω πνευματικά. Δεν ήμουν στην αμαρτία, προσπαθούσα να μένω στον Λόγο του Θεού αλλά ήμουν απών κατά το σώμα. Τελικά αναγεννήθηκε ο γιός μου ο Θέμης ακούγοντας στο σπίτι τον ραδιοφωνικό σταθμό, πήγε στην εκκλησία κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς πάλι να πηγαίνουμε. Ύστερα αναγεννήθηκε και η κόρη μου η Μαρία και δόξα στον Θεό είμαστε πλέον όλοι μαζί στην εκκλησία. Και μας χάρισε ο Κύριος και τρία εγγονάκια μέχρι τώρα, ένα από το Θέμη και δύο από τη Μαρία. Αργότερα, με τη χάρη του Θεού, έγινα στην εκκλησία διάκονος, μετά πρεσβύτερος και μαζί με τον αδελφό τον Παναγιώτη Μητράκη και τους άλλους αγαπητούς αδελφούς εργαζόμαστε το έργο του Θεού εδώ στα Χανιά. Ο Κύριος να μας βοηθήσει να μείνουμε ακριβώς στην αλήθεια του ευαγγελίου που βρήκαμε και να ακολουθούμε πάντα τα ίχνη της πρώτης αποστολικής εκκλησίας.
Αμήν. Να περάσουμε όμως και στην αδελφή την Άννα.
Ευχαριστώ κι εγώ τον Θεό και είμαι ευγνώμων στο πρόσωπο Του γιατί μέσα απ’ όλη τη ζωή μου, σαν πρώτο και μεγαλύτερο δώρο θεωρώ την αναγέννηση μου και κατά δεύτερον ότι μου έφερε μπροστά μου τον αδελφό τον Δημήτρη. Είμαι ένα χειρόβολο του αδελφού και πιστεύω ότι έκανε μαζί μου πολλή υπομονή και του έδωσε ο Θεός πολλή δύναμη για να μπορέσει να με ανεχτεί και να βαδίσουμε μαζί. Κι ευχαριστώ τον Θεό για αυτό. Έχω γεννηθεί στα Χανιά της Κρήτης, είμαι 54 χρονών και προέρχομαι από μια πολύ φτωχή προσφυγική οικογένεια με έξι παιδιά από τα οποία εγώ είμαι η μικρότερη.
Οι γονείς σου, είναι Μικρασιάτες;
Η μητέρα μου Μικρασιάτισσα, ο πατέρας μου από τη Σέριφο. Από τα παιδικά μου χρόνια έχω πολύ κακές και σκληρές αναμνήσεις γιατί ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος πολύ δύσκολος. Γυρνούσε με άλλες γυναίκες, οπλοφορούσε, έμπλεκε συνέχεια σε παρανομίες και μπαινόβγαινε στη φυλακή. Οπότε αναγκαζόταν η μητέρα μου να μας μεγαλώνει μόνη της, πράγμα πολύ δύσκολο, και αναγκαστικά τα μικρότερα παιδιά τα είχε δώσει στη γιαγιά μου για να μας μεγαλώσει εκείνη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι να είμαι μαζί με την γιαγιά η οποία ζητιάνευε για να μας μεγαλώσει. Τρώγαμε συνήθως από τα συσσίτια και ήταν δύσκολα τα πράγματα. Δεν ήξερα τίποτε για Θεό, δεν ήξερα τίποτε για εκκλησία γιατί μετακομίζαμε συνέχεια, και σχολείο πήγαινα με πολύ δυσκολία. Μέχρι τα δώδεκα μου χρόνια ζούσα μέσα σε αυτή την κατάσταση. Μετά βγήκε ο πατέρας μου από τη φυλακή και ζήτησε όλα τα παιδιά να γυρίσουμε κοντά του. Ο Θεός να με συγχωρέσει για αυτό που θα πω αλλά δεν μας ήθελε γιατί μας αγαπούσε αλλά μας ήθελε για να μας εκμεταλλεύεται. Δυστυχώς έτσι είχαν τα πράγματα. Βέβαια τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου είχαν ήδη φύγει από το σπίτι γιατί η συμπεριφορά του πατέρα μου ήταν πολύ άσχημη.
Ήταν βίαιος;
Γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος και μας χτυπούσε μέχρι λιποθυμίας. Τον έναν αδελφό μου τον είχε πυροβολήσει κιόλας. Μόλις βγήκε από τη φυλακή άνοιξε μια ταβέρνα και είχε τη μητέρα μου και τα δύο αδέλφια μου να δουλεύουνε μέσα και εγώ που ήμουν η πιο μικρή φρόντιζα το σπίτι. Φύγανε όμως μετά και τα άλλα δύο αδέλφια μου για να πάνε φαντάροι και η ταβέρνα έκλεισε αναγκαστικά. Και ήρθε η τελική στιγμή η οποία ήταν πολύ δύσκολη για μένα. Κάποια στιγμή είχα από τον πατέρα μου μια, ας πούμε, «παρενόχληση». Εκεί το αποφάσισα πλέον οριστικά ότι θα φύγω αλλά δεν ήξερα τον τρόπο. Γιατί η μητέρα μου έλεγε: «είσαι ανήλικη και θα σε γυρίσει πίσω.» Ώσπου ένα βράδυ για να μην στα πολυλογώ ήρθε ο πατέρας μου πάλι μεθυσμένος, τα έβαλε με τη μητέρα μου κι άρχισε να τη κυνηγάει με ένα μαχαίρι. Πως βρήκα εγώ τη δύναμη, του δίνω μια σπρωξιά από πίσω, πέφτει κάτω και βγήκαμε εμείς έξω τρέχοντας. Απέναντι από το πατρικό μου ήταν ένα σχολείο και πήγαμε και κρυφτήκαμε εκεί. Και της είπα τότε ότι: «εγώ μαμά δεν θα ξαναγυρίσω. Αν θέλεις έλα μαζί μου, αλλιώς γύρνα πίσω μόνη σου.» Πράγματι φύγαμε με πολλές προφυλάξεις, γιατί είχε πολλούς γνωστούς ο πατέρας μου που τον φοβόντουσαν, και μέσω Ηρακλείου ήρθαμε στην Αθήνα. Μας βοήθησαν οι θείοι μου στην αρχή και μετά νοικιάσαμε μια γκαρσονιέρα.
Σας αναζήτησε ο πατέρας σου;
Ναι, ήρθε στην Αθήνα, πήγε στα αδέλφια μου τα μεγαλύτερα και μας έψαχνε, πήγε και στους άλλους συγγενείς, αλλά δεν του είπε κανείς τίποτε. Μέχρι που απελπίστηκε και γύρισε στα Χανιά και άρχισε να συζεί με μια άλλη γυναίκα. Το είχε πει όμως σε όλους πως: «αν γυρίσουνε ποτέ στη Κρήτη θα τις σκοτώσω». Δεν είχαμε βέβαια καμία διάθεση εμείς να γυρίσουμε, είχαμε εγκατασταθεί στην Αθήνα και εγώ είχα βρει μια δουλειά σε ένα κλωστοϋφαντουργείο στο Φάληρο. Τέσσερις η ώρα ξύπναγα για να πάρω δύο λεωφορεία και να είμαι στις έξι στη δουλειά αλλά ήμουν πολύ χαρούμενη κι ευτυχισμένη γιατί είχε φύγει πλέον από μέσα μου αυτός ο φόβος που ένοιωθα όταν ζούσα μαζί με τον πατέρα μου. Μετά απολυθήκαν τα δύο αδέλφια μου από τον στρατό και ο αδελφός μου ο Νίκος ήταν μαζί με τον σύζυγο μου τον Δημήτρη, όπως σας είπε πριν και ο ίδιος. Και έτσι γνωριστήκαμε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον είδα κρατούσε ένα τσαντάκι με την Αγία Γραφή και μην ξέροντας τι είναι, υπέθεσα ότι είναι κάποιος ντέντεκτιβ, κάποιος δικηγόρος, κάποιος από τον πατέρα μου τέλος πάντων. Και επειδή φοβόμουνα πολύ, φώναξα τη μητέρα μου και πήγα μέσα και κρύφτηκα. Μετά από λίγο καιρό ξαναήρθε, γνωριστήκαμε τότε καλύτερα και μου είπε κάποια πράγματα μέσα από το ευαγγέλιο. Για να μην στα πολυλογώ με ζήτησε από την μητέρα μου κι αφού κάναμε τον αρραβώνα στην Αθήνα, ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη όπου και παντρευτήκαμε.
Τι έγινε μέσα σου και πήρες την απόφαση να τον παντρευτείς χωρίς να τον γνωρίζεις καλά;
Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν αυτό που λέμε «τρελά ερωτευμένη». Αλλά ένοιωθα μια πολύ μεγάλη σιγουριά μέσα μου για τον Δημήτρη. Οι κινήσεις του, το πρόσωπο του, η ομιλία του, με έκαναν και ένοιωθα μια ηρεμία, μια γαλήνη. Και αυτό ήταν μάλλον που μου έλειπε κι έψαχνα να βρω στη ζωή μου. Εν τω μεταξύ όταν ήμασταν νιόπαντροι έβλεπα ότι πήγαινε σχεδόν κάθε απόγευμα ο Δημήτρης στην εκκλησία και κάπου μπήκανε μέσα μου πονηρές σκέψεις. Είχα και το κακό προηγούμενο με τον πατέρα μου και σκέφτηκα ότι ή κάποια κοπέλα έχει εκεί στην εκκλησία ή κάτι άλλο κάνει. Οπότε ξεκίνησα να πηγαίνω μαζί του. Και μετά από λίγους μήνες ήρθε η αναγέννηση μου. Πήγαινα στην εκκλησία, σιγά σιγά άλλαζα, έμπαινε φόβος Θεού μέσα μου για ότι κι αν έκανα κι ένα βράδυ έσπασε η καρδιά μου. Εκείνη τη μέρα συνέχεια έκλαιγα. Και στο κήρυγμα έκλαιγα, και στην προσευχή έκλαιγα, δεν μπορούσα να σταματήσω τα κλάματα και ζητούσα από τον Κύριο συγχώρεση για τις αμαρτίες μου. Όταν γύρισα σπίτι ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενη και έβλεπα τη μεγάλη διαφορά στον εαυτό μου, την μεγάλη αλλαγή που είχε κάνει ο Κύριος μέσα στην καρδιά μου. Μετά από ένα μήνα περίπου πήρα την απόφαση και βαπτίστηκα εν ύδατι. Θυμάμαι ήμουν τότε έξι μηνών έγκυος στον γιό μου τον Θέμη. Ήρθαμε μετά στα Χανιά, ξεκίνησε ο Δημήτρης δουλειά στα φορτηγά και δεν πηγαίναμε εκκλησία. Δυστυχώς ένα χρονικό διάστημα χάθηκε έτσι. Με την αναγέννηση του Θέμη όμως ξεκινήσαμε πάλι, και τότε έλαβα το Πνεύμα το Άγιο στο σπίτι ενός αδελφού, του Θρασύβουλου, όπου κάναμε ολονύχτια προσευχή. Δεν είχα πίστη ιδιαίτερη εκείνο το βράδυ και παρόλο που υπήρχε παρουσία Θεού, δοξολογία, αλαλαγμός, στο διάλλειμα που έγινε στις δώδεκα, ήθελα να φύγουμε. Εκείνη τη στιγμή όμως κάτι μέσα μου, μου είπε: «Κάτσε και θα λάβεις.» Μείναμε λοιπόν τελικά και κατά τις δύο η ώρα ήρθε ο Κύριος με δύναμη και με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Ευχαριστώ πολύ τον Θεό γιατί δεν ήμουν άξια αλλά είναι ένα δώρο το Πνεύμα το Άγιο και μου το χάρισε κι εμένα. Όταν σηκώθηκα από τα γόνατα αγκάλιαζα, φιλούσα όλα τα αδέλφια, είχα μια πολύ μεγάλη χαρά μέσα μου που δεν μπορώ να τη περιγράψω με λόγια. Ευχαριστώ τον Θεό για αυτό και για όλα όσα έχει κάνει στη ζωή μου. Και έτσι τώρα προχωράμε με τον Κύριο και Εκείνος να μας αξιώσει να μείνουμε κοντά Του μέχρι τέλους και να λάβουμε τον στέφανο που έχει ετοιμάσει για εμάς. Ότι και να γίνει, ότι και να περάσουμε, αρκεί να είμαστε κοντά Του.
Αμήν. Να μας δώσει κι ένα μήνυμα ο αδελφός Δημήτρης για επίλογο και να κλείσουμε.
Ναι. Επειδή η ανθρωπότητα όπως την ξέρουμε κάποτε θα τελειώσει, και επειδή «νέους ουρανούς και νέα γη προσμένουμε εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» να δώσω μια ευχή, όλα τα πρόβατα του Κυρίου να ακούσουν την φωνή Του και να επιστρέψουν από την οδό της πλάνης και της αμαρτίας. Για να μην χαθούν στην απώλεια αλλά να απολαύσουν μια αιώνια ζωή. Και όλοι μας να γινόμαστε έτοιμοι γιατί ο καιρός είναι σύντομος και κανείς δεν ξέρει την ώρα που θα έρθει ο Χριστός, ή για να παραλάβει την εκκλησία Του ή με ατομική πρόσκληση για τον κάθε έναν μας ξεχωριστά.