Παναγιώτης Χριστοδούλου
“Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι΄εμού.” Κατά Ιωάννην ιδ΄ 6
“Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι΄εμού.” Κατά Ιωάννην ιδ΄ 6
Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε την μαρτυρία του αδελφού μας Παναγιώτη Χριστοδούλου από το νησί της Λέσβου.
Γεννήθηκα στο χωριό Παλαιόκηπος Λέσβου στις 11 Φεβρουαρίου του 1945. Από πολύ μικρός είχα πίστη μέσα μου. Πίστευα στο Θεό, στο Χριστό, στο λόγο Του και στα θαύματα Του. Ανήκα στους: “μη ιδόντες και πιστεύοντες.” Θυμάμαι όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, 13 χρονών, με σήκωσε ο καθηγητής των θρησκευτικών να πω μάθημα. Κάναμε τότε μάθημα την Καινή Διαθήκη. Και άρχισα εγώ με παρρησία να λέω: “ο άνθρωπος αποτελείται από δύο συστατικά, το σώμα που είναι θνητό και την ψυχή που είναι άυλος και αθάνατος.” Μου λέει ο καθηγητής: “Ωραία τα λές Παναγιώτη, σαν να είσαι κήρυκας. Αλλά τα καταλαβαίνεις αυτά που λές;” Τελειώνοντας όμως τη τάξη και το βιβλίο των θρησκευτικών έπρεπε να είχα έστω και μερική αναγέννηση. Γιατί είχα γευθεί ένα μέρος από τα “ζωντανά ύδατα”, από τα λόγια του ευαγγελίου και απ’ ότι θυμάμαι ένοιωθα παράξενα και όμορφα πράγματα μέσα στη καρδιά μου, και στους φίλους μου ήθελα να μιλάω μόνο για τον Χριστό. Οι οποίοι τα θυμούνται ακόμα αυτά που τους έλεγα και μου τα λένε πότε-πότε.
Τα χρόνια περνούσανε, είχα φθάσει στα 18 μου χρόνια και μπορεί βέβαια να ήμουν στην αμαρτία αλλά είχα φόβο Θεού μέσα μου. Φοβόμουνα να αφαιρέσω κάτι από κάποιον αφού δεν ήταν δικό μου, με έλεγχε η συνείδηση μου. Και ούτε έβρισα ποτέ τον Θεό, μόνο μια φορά όταν ήμουν 18 χρονών έβρισα τον Χριστό ενώ ήμουν καβάλα πάνω στο γάιδαρο. Όταν άκουγα κάποιον να βρίζει τον Χριστό στενοχωριόμουν πολύ και τον μάλωνα. Και έλεγα στον εαυτό μου ότι πρέπει κάποτε να μετανοήσω, να εξομολογηθώ, να ζητήσω συγχώρεση από τον Θεό γιατί αν πεθάνω ξαφνικά αμετανόητος, σίγουρα θα χάσω τη ψυχή μου.
Έτσι κυλούσε η καθημερινότητά μου και άρχισαν να περνάνε τα χρόνια. Αργότερα παντρεύτηκα τη σύζυγό μου, κάναμε τα δυο μας παιδιά και συνέχιζα τη ζωή μου, όμως χωρίς επίγνωση Χριστού.
Όταν ήμουν 47 χρονών αρρώστησα με τη μέση μου και τότε στο κρεβάτι άρχισα να διαβάζω πάλι το ευαγγέλιο. Όταν έφθασα στο σημείο που λέει ο Χριστός: “περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου” στο σημείο αυτό αγγίχτηκα πολύ και κάτι άρχισε να δημιουργείται μέσα μου. Μετά από λίγους μήνες ήλθε το Πάσχα και η τηλεόραση έδειχνε τα πάθη του Χριστού (την ταινία: “ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”.) Αυτό το έργο με συγκίνησε πάρα πολύ κι από τότε άναψε μια φωτιά μέσα μου για τον Χριστό. Ήθελα να προσεύχομαι, να πηγαίνω στην εκκλησία (γιατί πριν δεν πήγαινα) ήθελα να ακούω τον λόγο Του. Απόδειξη ότι ήθελα πνευματική τροφή.
Εν τω μεταξύ τα παιδιά μας τελείωσαν το Γυμνάσιο και το Λύκειο και αποφασίσαμε να κατεβούμε στη πόλη γιατί θα πήγαιναν σε κάτι σχολές. Κι έλεγα λοιπόν στον εαυτό μου και στον Θεό: “Χριστέ μου τώρα που θα έρθω στη πρωτεύουσα, θα ψάξω να βρω ένα κατηχητικό ώστε να ακούω το λόγο σου που τόσο πολύ μου αρέσει”. Μια Κυριακή φόρτωσα τα πράγματα στο αγροτικό και φύγαμε για τη νέα μας κατοικία στη Μυτιλήνη. Την Κυριακή το βράδυ λοιπόν που κοιμήθηκα, είδα ένα όνειρο που με προβλημάτισε πολύ. Γιατί αν το έβλεπα μετά από μια εβδομάδα θα έλεγα ότι ήταν ένα απλό όνειρο. Αλλά αφού το είδα το ίδιο βράδυ που άφησα το χωριό και το σπίτι μου, στη περίπτωση αυτή προβληματίστηκα και ανησύχησα μήπως δεν έπρεπε να φύγω. Μήπως θύμωσε ο Άγιος Ταξιάρχης που ήταν στην εκκλησία του χωριού, έτσι σκέφτηκα. Το πρωί πήγα στη δουλειά και το απόγευμα που γύρισα στο σπίτι, μου λέει η γυναίκα μου: “Δεν πας άντρα μου, σαν καλό παιδί που είσαι, να πάρεις πινέζες και κόλες να βάλω στα ντουλάπια;” Καθώς πήγαινα λοιπόν, 50 μέτρα έξω από το σπίτι μου, είδα μια ταμπέλα φωτεινή να γράφει: “Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής”. Αμέσως γέμισε χαρά η καρδιά μου και ρώτησα με δάκρυα τον Θεό εάν εκείνος με οδήγησε δίπλα στην εκκλησία αυτή: “Χριστέ μου σε ευχαριστώ, θέλω να μου το πεις με τον τρόπο σου.” Εν τω μεταξύ πήρα τις πινέζες και καθώς επέστρεφα λέω: “ας πάω να ελέγξω τι ακριβώς είναι εκεί.” Πήγα στη πόρτα κι ενώ διάβαζα τις ώρες που γίνονται τα κηρύγματα με ρώτησε κάποιος: “ζητάς κανέναν;” Κουβεντιάσαμε λίγο για την εκκλησία και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα μέσα να ακούω το κήρυγμα. Αφού τέλειωσε, άρχισα τη συζήτηση για να λύσω μερικές απορίες. Και φεύγοντας, ο ποιμένας της εκκλησίας, μου έδωσε μια Καινή Διαθήκη για να την διαβάσω. Όταν πήγα σπίτι, μου λέει η γυναίκα μου: “τι έγινες άντρα μου και ανησύχησα, μήπως έχασες το δρόμο σου;” της λέω: “Απεναντίας, τον βρήκα το δρόμο μου.” Δόξα στο όνομα του Κυρίου. Και της είπα τι συνέβη. Αυτά όλα έγιναν τη Δευτέρα. Την Τετάρτη ετοιμάστηκα να πάω πάλι στο κήρυγμα αλλά μέχρι να έρθει η ώρα άνοιξα το ευαγγέλιο στα πρώτα φύλλα και διάβασα λίγες γραμμές. Μετά πήγα στη μέση, διάβασα πάλι λίγες γραμμές. Πάλι φυλλομέτρησα περισσότερα φύλλα, πήγα στο τέλος, διάβασα περισσότερες γραμμές. Εν τω μεταξύ ήρθε 8 η ώρα και έφυγα για το κήρυγμα. Ενώ λοιπόν ο αδελφός ποιμένας κήρυττε από ένα ορισμένο κεφάλαιο, πότε-πότε ενδιάμεσα επαναλάμβανε αυτά που είχα διαβάσει εγώ σπίτι, όπως γράφω πιο πάνω. Αυτό το πράγμα με προβλημάτισε πολύ και λέω: “κάτι συμβαίνει εδώ, αυτό δεν είναι τυχαίο”. Πήγα ακόμα δύο-τρείς φορές και ένα βράδυ μαζί με άλλους αδελφούς επισκέφτηκα το σπίτι του ποιμένα να κουβεντιάσω και να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα. Στο τέλος λοιπόν της συζήτησης λέω στον αδελφό: “Πριν 10 μέρες είδα ένα όνειρο και εάν το έβλεπα άλλη στιγμή θα έλεγα ότι είναι ένα όνειρο όπως και τα άλλα. Αλλά επειδή το είδα την ίδια μέρα που άφησα το σπίτι του χωριού και κοιμήθηκα στο σπίτι της πόλης με έχει προβληματίσει πολύ.” Μου λέει: “να το ακούσω.” “Είδα στον ύπνο μου κάποιον στο χωριό και μου λέει, τι κάνεις εδώ, τρέξε στο σπίτι σου που καίγεται. Τρέχω και βλέπω το σπίτι που άφησα, να έχει καεί το μισό και καπνοί έβγαιναν από μέσα.” Μου λέει ο ποιμένας: “το όνειρο είναι από το Θεό και είναι καλό. Το παλιό σου σπίτι είναι η παλιά σου ζωή. Κάηκε και την υπόλοιπη θα την κάψεις εσύ και θα ακολουθήσεις τον Χριστό και δεν θα το μετανιώσεις.” Τέλειωσε η συζήτηση, έφυγα και στο δρόμο έλεγα: “Μα τι λέει αυτός; Θα αλλάξει η ζωή μου; Άστον να λέει.”
Και όμως η πρώτη αλλαγή ήλθε μετά από λίγες μέρες. Πολλά ερωτηματικά βασάνιζαν το μυαλό μου κι έλεγα: “Χριστέ μου θέλω να μου πεις αν Εσύ με οδήγησες εδώ. Όλα βέβαια δείχνουν ότι Εσύ με οδήγησες αλλά θέλω Εσύ να μου το πεις.” Μια Τετάρτη λοιπόν αποφάσισα να πάω νωρίς στην εκκλησία, να συμμετάσχω στην προσευχή.
Νομίζω ήταν η δεύτερη φορά που συμμετείχα στη προσευχή. Πήγα λοιπόν και κάθισα στις πρώτες σειρές γονατιστός. Μετά από λίγο άρχισε ένας αδελφός που ήταν μπροστά από εμένα να προφητεύει και μεταξύ άλλων έλεγε: “Για εσάς έγινα δούλος των δούλων και δέχτηκα εμπαιγμούς και ταπεινώσεις, για εσάς έγινα πτωχός και με τα πλούτη μου πλουτίσατε εσείς.” Ενώ λοιπόν έλεγε κι άλλα πολλά κι εγώ σκεφτόμουν: “τι ωραία λόγια” άρχισε να λέει: “Εγώ Παναγιώτη σε οδήγησα στην εκκλησία μου για να γνωρίσεις τον λαό μου. Άσε τη καρδιά σου ελεύθερη να την διαπλάσω εγώ και έχω κτίσει ένα κόσμο και για σένα που θα ασχολείσαι με αιώνια και άφθαρτα πράγματα.” Εγώ από συγκίνηση που άκουγα τον Χριστό να μου μιλάει με ξένα χείλη, έπεσα κι έκλαιγα ψιθυρίζοντας: “Χριστέ μου, Χριστέ μου.” Εν τω μεταξύ ακούγοντας τον λόγο του Θεού από τα κηρύγματα στην εκκλησία και μαθαίνοντας, καταλάβαινα ότι το παν στον άνθρωπο είναι να αναγεννηθεί. Να τον συγχωρέσει ο Χριστός, να τον σώσει, να βαπτιστεί, για να γίνει κτίσμα δικό Του και γράψει το όνομά του στο βιβλίο της ζωής. Άρχισα λοιπόν πάλι να παρακαλάω τον Χριστό να μου πει με όποιον τρόπο θέλει, αν με έσωσε, αν με συγχώρεσε, αν με έπλυνε με το αίμα Του. Εκείνος λοιπόν μου απάντησε με ένα όνειρο. Σαν να ανέβαινα σε ένα ανηφορικό δρόμο, σε ένα σοκάκι και κάποιος μου έδειξε με το χέρι του που πρέπει να πάω. Έφθασα έξω από μια βιτρίνα κι εκεί μέσα στη βιτρίνα είχε μια ταμπέλα που έμοιαζε με ταυτότητα. Είχε μικρά μαύρα γράμματα στα ξένα που δεν μπορούσες να τα διαβάσεις αλλά πάνω-πάνω έγραφε με κόκκινα μεγάλα γράμματα το επίθετο μου: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ. Το πρωί ξύπνησα προβληματισμένος γιατί το επίθετο μου ήταν κόκκινο μέσα στο αίμα. Το είπα στα αδέλφια μου τα πνευματικά που ήταν πιο παλιοί και ήξεραν περισσότερα και μου είπαν ότι το όνειρο ήταν καλό. “Γιατί σου απάντησε ο Κύριος σύμφωνα με αυτά που του ζήτησες. Σε έπλυνε με το αίμα Του και είσαι καθαρός.”
Εν τω μεταξύ όπως μου είχε πει ο αδελφός ποιμένας η ζωή μου άρχισε να αλλάζει. Ενώ στη δουλειά μου σαν αγρότης και σαν οικοδόμος τραγουδούσα λαϊκά τραγούδια, ξαφνικά δεν ήθελα και δεν μπορούσα να πω τη λέξη: “αγάπη μου.” Αγαπούσα τον Χριστό και ονομάζοντας “αγάπη” κάποιο άλλο πρόσωπο ένοιωθα ότι πρόδιδα τον Χριστό.
Όλα μου ερχόντουσαν ευνοϊκά. Νόμιζα ότι κάποιος μου κρατούσε το χέρι και με οδηγούσε και μου έλεγε: “Όχι παιδί μου από εκεί, αλλά από εδώ.” Και όταν στο καφενείο οι πονηροί άνθρωποι πείραζαν κάποιον αγαθό, στενοχωριόμουν, δεν ήθελα κι έφευγα. Είχα επίσης την δύναμη να πάω να μιλήσω σε ανθρώπους που προηγουμένως δεν τους μίλαγα. Με λίγα λόγια ζούσα στη πρώτη μου αγάπη, ζούσα μέσα στη χάρη Του και στην εύνοια Του. Ήθελα να μιλάω μόνο για τον Χριστό και να ζω μόνο για Αυτόν. Ότι πνευματικό ζητούσα μου το έδινε, όνειρα πολλά έβλεπα κι έπαιρνα δύναμη και κουράγιο. Στις ερωτήσεις που είχα μέσα μου έπερνα απαντήσεις δια Πνεύματος Αγίου από αυτούς που κήρυτταν στον άμβωνα.
Αντιδράσεις από τους δικούς μου είχα λίγες και αδύνατες. Μεγάλη αντίδραση είχα μόνο από ένα φίλο μου το Νίκο. Αναγεννημένος πριν πολλά χρόνια αλλά δεν γνώριζε την αλήθεια του Ευαγγελίου αφού δεν το διάβαζε όλο. Ο οποίος μια μέρα έφερε και κάποιον δάσκαλο για να μου κάνουν πλύση εγκεφάλου. “Για να καταλάβω τη πλάνη μου και να φύγω από τους αιρετικούς.” Επειδή αυτά γινόντουσαν στην αρχή της πίστεως μου αναρωτήθηκα από μέσα μου μήπως έχω κάνει λάθος. Άρχισα λοιπόν πάλι να παρακαλώ τον Θεό να μου πει ποιός είναι στο σωστό δρόμο. Ο φίλος μου ο Νίκος ή εγώ; Μετά από δύο-τρείς μέρες μου απάντησε με ένα όνειρο. Μου έδειξε τούτο: Ο Νίκος κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μεγάλο μπιμπερό σαν αυτό που πίνουν τα βρέφη το γάλα τους. Το γάλα αυτό όμως δεν ήταν άσπρο αλλά έμοιαζε σαν το χρώμα της στάχτης. Μου έδινε λοιπόν να πιώ, εγώ δεν ήθελα, αυτός όμως επέμενε και όποιος επιμένει νικά. Το πήρα κι άρχισα να πίνω αλλά γρήγορα το απέρριψα γιατί ήταν ξινισμένο. Απεδείχθη λοιπόν ότι ο λόγος που κατείχε ο Νίκος σφιχτά στην αγκαλιά του (γιατί το γάλα συμβολίζει το λόγο του Θεού) δεν ήταν καθαρός. Το καλό για μένα είναι ότι έτσι δυνάμωσε η πίστη μου και βεβαιώθηκα ότι βρίσκομαι στο σωστό δρόμο.
Μια δοκιμασία που επέτρεψε αργότερα ο Κύριος είναι η εξής. Ενώ ο γιός μου γύριζε στη μονάδα του, γιατί ήτανε στρατιώτης, ντελαπάρισε η μοτοσυκλέτα του σε μια στροφή. Όπου πολυτραυματίας πλέον και σε αφασία, μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Ενώ ο φίλος του, που καθότανε στο πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας, σκοτώθηκε. Και ενώ λοιπόν είχαν περάσει 4 μήνες στο νοσοκομείο, η καρδιά του παρουσίασε πρόβλημα. Ανέβασε παλμούς μέχρι και 150 και αυτό γιατί είχε υγρό πολύ στη καρδιά που την πίεζε. Όταν το άκουσα αυτό, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, πήγα σε ένα κρυφό διάδρομο του νοσοκομείου και σήκωσα τα χέρια μου κάνοντας μια μικρή αλλά θερμή προσευχή. Ζητώντας από τον Χριστό να εξαφανίσει εκείνο το υγρό της καρδιάς. Αυτό και έγινε. Ο Κύριος εξαφάνισε το υγρό και μας γέμισε χαρά και δύναμη. Ο γιατρός δεν το πίστευε αυτό που έγινε και με ρωτούσε να του πω σε ποιόν άγιο τον έταξα. Του λέω: “δεν ήταν άγιος, αλλά ο Ιησούς Χριστός θεράπευσε την καρδιά του κατόπιν θερμής προσευχής.” Και όταν κάνουμε θερμές προσευχές πολλά παίρνουμε από τον Θεό. Από όλη αυτή την μεγάλη περιπέτεια του γιού μου, του έμεινε μόνο μια μικρή αναπηρία στο πόδι. Τώρα πάει πότε-πότε σε μια οργάνωση που λέγεται ΧΟΕ, που τον πήρε κάποιος φίλος του, κι ακούει κηρύγματα. Η κόρη μου πάει στο κατηχητικό που τους κάνει ένας παππάς στην ορθόδοξη εκκλησία. Δεν θα αργήσουν όμως και θα εννοήσουν ότι η αλήθεια είναι στην εκκλησία της πεντηκοστής. Προσεύχομαι για αυτό. Όσο για μένα ακόμα δεν με βάπτισε ο Κύριος με το Πνεύμα Του. Έχει όμως ο Θεός και μας λέει στο λόγο Του ότι όποιος ζητάει από Εκείνον θα λάβει.