Φωτεινή Καζτερίδου
«Επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού. Τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως, διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού.» Προς Ρωμαίους γ:23-25
«Επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού. Τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως, διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού.» Προς Ρωμαίους γ:23-25
Ο Λόγος του Θεού μας φανερώνει ότι όλοι οι άνθρωποι -είτε λίγο είτε πολύ- είμαστε ενώπιον του Θεού ένοχοι και αμαρτωλοί. Και ο μόνος τρόπος για να δικαιωθούμε και να βρεθούμε στην αιώνια βασιλεία Του, δεν είναι μέσω κάποιων καλών έργων δικιάς μας δικαιοσύνης αλλά δωρεάν, με τη χάρη Του. Πιστεύοντας στη θυσία του Ιησού Χριστού που πλήρωσε για τις αμαρτίες μας με το άγιο αίμα Του.
Αυτό το μήνα η αδελφή μας Φωτεινή Καζτερίδου, από την εκκλησία του Αιγάλεω, θα μας δώσει τη μαρτυρία της για το πώς γνώρισε το Χριστό.
Αδελφή Φωτεινή θα ήθελα να σε ρωτήσω καταρχάς από πού είναι η καταγωγή σου.
Κατάγομαι από ποντιακή οικογένεια και είμαι πολύ ευχαριστημένη και περήφανη που είμαι Πόντια. Γεννήθηκα σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη που λέγεται Πλατεία. Κοντά στο Ζαγκλιβέρι. Ήμασταν πολύτεκνη οικογένεια με 9 αδέλφια, 5 κορίτσια και 4 αγόρια. Μεγαλώσαμε όμως πάρα πολύ καλά και δεν μας έλειψε τίποτε. Ο πατέρας μας ήταν τσέλιγκας με 400 κεφάλια κατσίκια. Η μητέρα μας ήταν τέλεια νοικοκυρά, φιλόξενη και ευγενική. Μας μάθαινε από μικρές, τα πλεκτά, τα εργόχειρα, τα κεντήματα, για να γίνουμε χρυσοχέρες. Και μας έλεγε πάντα: «θέλω να με βγάλετε ασπροπρόσωπη. Να κάνετε καλές οικογένειες, να γίνετε καλές σύζυγοι και καλές μανάδες.»
Για τον Θεό είχατε διδαχτεί κάποια πράγματα;
Βέβαια, από τη μητέρα μας. Είχε ένα πρώτο ξάδελφο που διάβαζε διαρκώς την Αγία Γραφή και αυτός τη συμβούλευε πολύ όμορφα. Της έλεγε: «Αθηνά, κάλεσε τον Κύριο Ιησού Χριστό να έρθει στη ζωή σου. Να φυλάει τα παιδιά σου όταν λείπεις στα χωράφια, να ευλογεί την οικογένεια σου.» Και η μητέρα μου αυτό έκανε κι αυτή τη συμβουλή έδινε και σε μας. Πάντα ότι κάνουμε να λέμε πριν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, στο Άγιο Όνομα σου.» Όταν ήμουν 16 χρονών ήρθε ο άντρας μου ο Αλέξανδρος με τους συγγενείς του στο χωριό και πήγανε στη θεία μου για να τους κάνει κάποιο προξενιό. Και σκέφτηκε η θεία μου εμένα. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει φαντάρος μαζί με τον πεθερό μου και τον γνώριζε πολύ καλά και τον εκτιμούσε. Οπότε όταν έμαθε ποιανού γιός ήταν ο Αλέξανδρος, χάρηκε πάρα πολύ και συμφώνησε αμέσως. Η μητέρα μου είχε κάποιες αντιρρήσεις γιατί ήμουν πολύ μικρή αλλά μετά συμφώνησε κι εκείνη. Δώσαμε λόγο, αρραβωνιαστήκαμε και σε δύο μήνες έγινε ο γάμος.
Εσύ ήθελες να παντρευτείς τότε;
Κοίταξε, εκείνα τα χρόνια όλες οι κοπέλες παντρευόντουσαν μικρές. Κι αν δεν παντρευόμουνα, βόλτα δεν θα πήγαινα, γιατί ο πατέρας μας ήταν πολύ αυστηρός. Έλεγε θυμάμαι: «τα δικά μου τα κορίτσια θα πάνε από την δική μου αγκαλιά στην αγκαλιά του γαμπρού.» Κι έτσι κι έγινε. Ευχαριστώ τον Θεό όμως γιατί ο σύζυγος μου ήταν πραγματικά ένα υπέροχο παλικάρι και ζήσαμε πολύ καλά μαζί. Εκείνα τα χρόνια έφευγαν όλοι στη Γερμανία για δουλειά. Εμείς όμως είχαμε δύο μωρά, δεν είχαμε κάπου να τα αφήσουμε και είπε ο άντρας μου να πάμε στη Θεσσαλονίκη. Μετακομίσαμε εκεί αλλά έψαχνε κάτι καλύτερο. Κι άκουσε τότε ότι υπάρχουν πολλές δουλειές στην Αθήνα. Πράγματι ήρθε, βρήκε αμέσως εργασία και μετά ήρθα κι εγώ με τα παιδιά. Στην αρχή μείναμε στη Νέα Μάκρη και μετά στο Κορυδαλλό.
Τι επάγγελμα έκανε;
Ήταν πλακάς και μαρμαράς. Αλλά μετά είχε μάθει κι όλες τις δουλειές της οικοδομής. Και υδραυλικός και τα πάντα. Ήταν πολύ εργατικός και μπορέσαμε μετά από μερικά χρόνια και πήραμε ένα σπίτι. Όταν μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά θέλησα να εργαστώ κι εγώ και πήγα στο εργοστάσιο της «Ντεμισέ», στου Μουζάκη. Δούλεψα εκεί 25 χρόνια και κατόπιν βγήκα στη σύνταξη γιατί είχα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα. Μετά παντρεύτηκε πρώτη η κόρη μας κι έκανε τρία παιδιά. Της φτιάξαμε ένα σπίτι. Παντρεύτηκε και ο γιός μας με μια πολύ καλή κοπέλα και φτιάξαμε και για τον γιό μας ένα σπίτι. Τα χρήματα που βγάζαμε δεν πήγαιναν χαμένα γιατί δεν υπήρχε ποτέ γκρίνια μέσα στο σπίτι μας. Μόνο αγάπη και συνεννόηση. Κι όταν υπάρχει αγάπη, εκεί κατοικεί ο Κύριος. Μέσα στη γκρίνια δεν μπορεί να κατοικήσει ο Κύριος, εκεί κατοικεί ο Πονηρός.
Στην Αθήνα πήγαινες καθόλου στην εκκλησία;
Το πολύ 4 φορές το χρόνο. Το Πάσχα μόλις ακούγαμε το: «Χριστός ανέστη» φεύγαμε τροχάδην για να μην κρυώσει η μαγειρίτσα. Όπως κάνουν και οι περισσότεροι δυστυχώς. Δεν θέλω να κρίνω κανέναν αλλά πιο πολύ πάει ο κόσμος στην εκκλησία για να σχολιάσει ποιά είναι καλοντυμένη και ποιά είναι βαμμένη παρά για να προσκυνήσει τον Θεό. Κατά κόσμο ήμασταν όμως μια καλή οικογένεια. Σε ηλικία 55 χρονών βγήκα στη σύνταξη και στα 57 βγήκε ο άντρας μου. Κοιτάξαμε να βοηθήσουμε πάλι τα παιδιά μας, πήραμε κι εμείς ένα καλύτερο αυτοκίνητο και ζούσαμε πολύ καλά. Όχι πλούσια, αλλά δεν μας έλειπε τίποτε. Τότε όμως άρχισαν τα δύσκολα. Ήρθε η ασθένεια και χτύπησε τον άντρα μου. Κι εκεί που λέγαμε δόξα στο Θεό, αρχίσαμε να τρέχουμε ξαφνικά στα νοσοκομεία.
Τι ασθένεια είχε ακριβώς;
Είχε στο στομάχι την κακιά αρρώστια. Ούτε το όνομα της δεν θέλω να λέω. Και μετά από το στομάχι πήγε στα κόκκαλα και μετά έφθασε στο απροχώρητο. Έκανε δύο χειρουργεία αλλά χωρίς επιτυχία. Και αρχίσαμε μετά ακτινοβολίες, χημειοθεραπείες και όλα τα σχετικά. Τρία ολόκληρα χρόνια ήμασταν διαρκώς μέσα στα νοσοκομεία, είχαμε ξεχάσει το σπίτι μας. Ώσπου να ερχόμασταν στο σπίτι, κάτι γινότανε και ξανά στο νοσοκομείο. Τα ασθενοφόρα συνέχεια στη πόρτα μας ήτανε. Το πρόβλημα ήταν πάρα πολύ σοβαρό μέχρι που ήρθε η ώρα ο άντρας μου να φύγει από αυτή τη ζωή. Κι από τότε εκτός από έναν υπέροχο σύζυγο, έχασα και τον ύπνο μου. Ούτε μέρα να κοιμάμαι, ούτε νύχτα να κοιμάμαι. Άρχισα να αδυνατίζω, να λιώνω στην κυριολεξία. Μου έλεγαν τα παιδιά να έρχονται σπίτι μου, να μην είμαι μόνη μου, αλλά μία, δύο, τρείς, τους είπα: «πρέπει παιδιά μου να καθίσετε σπίτι σας με τις οικογένειες σας και πρέπει να συνηθίσω κι εγώ τη μοναξιά μου.»
Πόσο χρονών ήσουν;
Στα εξήντα ήμουνα. Εξήντα επτά ο άντρας μου. Πήγαινα στο νεκροταφείο δυο φορές την ημέρα, πρωί κι απόγευμα και μόλις γυρνούσα σπίτι κι έκλεινα πίσω μου την πόρτα, έλεγα: «Χριστέ μου, Θεέ μου, δεν θέλω τη ζωή μου.» Σκέφτηκα τελικά να πουλήσω το σπίτι μου και να πάω αλλού. Μήπως αυτό μου κάνει καλό. Βρήκα πραγματικά ένα σπίτι και ταυτόχρονα βρέθηκε και αγοραστής για να πάρει το δικό μου. Και λίγο πριν προχωρήσουμε με τις προκαταβολές έπρεπε να βάλω κάποιο δικηγόρο για να γίνουν τα συμβόλαια. Ήρθε λοιπόν η δικηγόρος κι όπως ήμασταν στο μπαλκόνι και συζητούσαμε μου λέει: «κυρία Φωτεινή μην το πουλήσεις το σπίτι. Που θα ξαναβρείς τέτοιο σπίτι με τόσο μεγάλο μπαλκόνι;» Λες και ήταν βαλμένη από το Θεό. Μου έλεγε συνέχεια: «μην το πουλήσεις», παρόλο που το συμφέρον της ήτανε να γίνει η μεταβίβαση για να πάρει κι εκείνη την αμοιβή της. Και με έπεισε τελικά και δεν το πούλησα.Μετά από λίγο καιρό πουλήθηκε στη πολυκατοικία ένα άλλο διαμέρισμα και το πήρανε αδέλφια μας. Χριστιανοί από την εκκλησία της Πεντηκοστής.
Είχε το σχέδιο του ο Κύριος.
Ακριβώς. Υπήρχε σχέδιο Θεού. Ένα απόγευμα καθώς επέστρεφα σπίτι από το νεκροταφείο συνάντησα στην είσοδο αυτά τα αδέλφια που μόλις είχανε μετακομίσει στη πολυκατοικία. Τους χαιρέτισα και τους λέω: «Πάτε βόλτα; Καλά να περάσετε παιδιά.» Μου λένε: «Δεν πάμε βόλτα, πάμε στην εκκλησία.» Απόρησα. Τέτοια ώρα σε ποια εκκλησία να πηγαίνανε; Το επόμενο απόγευμα πάλι το ίδιο. Καθώς γυρνούσα από το νεκροταφείο, τους βλέπω στην είσοδο και τους λέω: «Πάτε βόλτα;» Και πάλι μου λένε: «Όχι δεν πάμε βόλτα, στην εκκλησία πάμε.» Εκείνη την ώρα σαν να πήρε κάποιος άλλος το στόμα μου και τους λέω: «μπορώ να έρθω μαζί σας;» Μου λένε: «και βέβαια να έρθεις.» Ανέβηκα λίγο πάνω στο σπίτι, πήρα τη τσάντα μου και ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο. Μόλις φθάσαμε και πήραμε το ασανσέρ για να ανεβούμε, άρχισαν να με πιάνουν οι σκέψεις. Λέω: «εκκλησία με ασανσέρ δεν έχω ξαναδεί. Και το καμπαναριό που είναι; Και η αυλή της εκκλησίας που είναι;» Μπήκαμε μέσα και τι να δω; Μια απλή αίθουσα χωρίς εικόνες, μόνο με εδάφια στους τοίχους από την Αγία Γραφή.
Να πούμε και για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν σε ποια εκκλησία πήγες;
Πήγα στη Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στο Αιγάλεω. Στην Ιερά Οδό 187. Βρέθηκα που λες αδελφέ μου σε ένα περιβάλλον τελείως άγνωστο για μένα. Έβλεπα γύρω μου πράγματα που δεν τα ήξερα, δεν τα καταλάβαινα και φοβόμουνα και να ρωτήσω μήπως γίνει κάποια παρεξήγηση. Μήπως στενοχωρήσω τα παιδιά που με είχανε φέρει. Και σκέφτηκα μέσα μου ότι αποκλείεται να ξαναέρθω. Όλα αυτά όμως κράτησαν μέχρι που ανέβηκε στον άμβωνα ο ποιμένας της εκκλησίας, ο αδελφός ο Νίκος Τζίκας, και άρχισε να κηρύττει. Η ψυχή μου άρχισε αμέσως να ρουφάει το Λόγο του Θεού και είπα μέσα μου: «μα έπρεπε να φθάσω σε τόσο μεγάλη ηλικία για να ακούσω τέτοια όμορφα λόγια;» Και τότε άλλαξα εντελώς γνώμη και είπα: «θα ξαναέρθω οπωσδήποτε.» Ξεκίνησα από τότε να πηγαίνω στην εκκλησία και σύντομα πήρα και μια Αγία Γραφή και άρχισα να τη διαβάζω. Γνωρίστηκα και με τους αδελφούς, τους καλούσα σπίτι μου κι έπαιρνα από όλους ευλογία μέσα από τις πνευματικές εμπειρίες που μου έλεγαν.
Οι αϋπνίες, οι στενοχώριες που είχες;
Από το δεύτερο βράδυ που άκουσα το Λόγο του Θεού κοιμόμουνα. Να μην σου πω από το πρώτο. Ο Κύριος μου χάρισε ύπνο. Ήρθε μέσα μου ειρήνη, παρηγοριά και η θλίψη και η απελπισία έφυγαν. Και ακούγοντας τις εμπειρίες που είχαν τα αδέλφια ζήλεψα κι εγώ. Θυμάμαι ζήτησα τότε από τον Κύριο το εξής: «Να νοιώσω τα χέρια Του να με αγκαλιάζουν και να με σφίγγουν και να ακούσω την ανάσα Του τρείς φορές πάνω από το κεφάλι μου». Έκανα αυτή τη προσευχή και μετά από δύο ή τρείς μέρες κοιμόμουν στο σπίτι του γιού μου. Γιατί έπρεπε να πάω τα εγγόνια μου το πρωί στο σχολείο. Εκείνο το βράδυ είδα ένα ενύπνιο. Έτρεχε κόσμος πέρα-δώθε κι όταν ρώτησα τι συμβαίνει, μου λένε: «Ήρθε ο Ιησούς Χριστός και τρέχουμε να Τον γνωρίσουμε». Ξαφνικά βλέπω κάποιον που μου λέει: «Ειρήνη υμίν». Εκείνη την ώρα ένοιωσα ένα σφίξιμο στους ώμους μου από αντρικά χέρια και πάνω από το κεφάλι μου τρείς φορές την αναπνοή Του. Ακριβώς αυτό που είχα ζητήσει στη προσευχή μου. Ένοιωσα μια μεγάλη χαρά και με έπιασε ένα γλυκό κλάμα που δεν ήθελα να σταματήσει. Για μια εβδομάδα η χαρά που ένοιωθα ήταν απερίγραπτη.
Ήταν η αναγέννηση σου;
Όχι, ήταν όμως η πρώτη πνευματική εμπειρία που είχα με τον Κύριο. Η αναγέννηση μου ήρθε λίγο καιρό αργότερα. Καθώς συζητούσα με κάποιες αδελφές, μου έλεγαν: «Φωτεινή μάλλον έχεις αναγεννηθεί γιατί βλέπουμε ότι έχεις αλλάξει πολύ.» Έλεγα: «πως γίνεται να αναγεννήθηκα και να μην το κατάλαβα;» Πήγα στη προσευχή και είπα: «Κύριε αναγεννήθηκα; Τι να λέω σε όσους με ρωτάνε; Πες μου ποια είναι η αλήθεια γιατί δεν θέλω να λέω ψέματα.» Και ο Κύριος μου έδειξε μια όραση: Ήμουνα κλεισμένη μέσα σε μια μεγάλη αποθήκη, σκοτεινή, χωρίς πόρτες και παράθυρα. «Μόνο ο Ιησούς Χριστός», σκέφτηκα, «μπορεί να με σώσει». Όταν το είπα αυτό, ξαφνικά έρχεται μπροστά μου ένας άνθρωπος λευκοφορεμένος. Μόλις τον είδα με έπιασε ένα δυνατό κλάμα και άνοιξα τα χέρια μου για να Τον αγκαλιάσω. Τότε έφυγε μπροστά από τα μάτια μου και ταυτόχρονα ένοιωσα να μπαίνει μέσα μου η δύναμη του Κυρίου. Και να εργάζεται στο σώμα μου, στη ψυχή μου, όπως εργάζεται ένα πλυντήριο όταν πατήσεις το κουμπί. Ένοιωθα στη κοιλιά μου, να ξεπλένονται μέσα μου τα εντόσθια μου. Κομμάτια σαν λίπη να φεύγουν. Μετά ανέβηκε στη καρδιά μου αυτή η δύναμη, μετά στο κεφάλι μου. Και να με καθαρίζει. Μέχρι που ένοιωσα ότι είμαι πεντακάθαρη, σαν καθρέπτης. Τα δάκρυα μου δεν σταμάταγαν και ένοιωθα μια χαρά απερίγραπτη. Αυτή ήταν η αναγέννηση μου. Η μέρα που ο Κύριος με αναγέννησε και με καθάρισε από τις αμαρτίες μου.
Θα ήθελα να μείνουμε λίγο σε αυτό το σημείο. Πολλές φορές όταν συζητάμε για τον Θεό με ανθρώπους με ανάλογη ζωή με την δικιά σου (ανθρώπους τίμιους, εργατικούς, σωστούς οικογενειάρχες) δεν μπορούν να δεχτούν ότι είναι αμαρτωλοί. Τι θα ήθελες να πεις πάνω σε αυτό;
Μα κι εγώ έτσι ακριβώς ήμουνα. Αν μου έλεγε κάποιος: «είσαι αμαρτωλή», θα απαντούσα: «Εγώ; ποτέ. Μόνο τον άντρα μου γνώρισα, εργατική ήμουνα, κανέναν δεν ενόχλησα…» Όμως αδελφέ μου και τίποτε να μην κάνεις, ακόμα και με τη σκέψη πολλές φορές αμαρτάνουμε και λυπούμε τον Θεό. Γιατί ο Θεός είναι άγιος. Και βέβαια όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουνε με το στόμα τους. Εμένα μια κουβέντα άσχημη να μου έλεγαν, δύο θα τους έλεγα εγώ. Και μετά θα σκεφτόμουν: «Καλά τους έκανα». Δεν είναι όμως αυτή η δικαιοσύνη του Θεού, αυτή είναι η δικαιοσύνη η ανθρώπινη,
Μετά την αναγέννηση βαπτίστηκες στο νερό;
Ναι μετά ήρθε η στιγμή και για το βάπτισμα στο νερό. Αλλά ήθελα πρώτα να δω πως βαπτίζονται κι εκείνη την εποχή δεν γινόντουσαν βαπτίσεις στην εκκλησία στο Αιγάλεω. Ντρεπόμουν κιόλας είναι η αλήθεια, παρόλο που το είχα δει μέσα στο Λόγο του Θεού και το είχα καταλάβει ότι έπρεπε να το κάνω. Εκείνες τις μέρες έφυγα για τη Γερμανία για να επισκεφτώ την αδελφή μου που ζει μόνιμα εκεί. Μόλις πέρασαν δυο εβδομάδες και ήρθε η στιγμή να φύγω, μου λέει η αδελφή μου: «δεν θα πετάξουν αύριο τα αεροπλάνα, θα μείνεις κι άλλο εδώ.» Με έπιασε τότε μια στεναχώρια, μια νοσταλγία, πήγα μέσα στο δωμάτιο γονάτισα και είπα: «Κύριε βοήθησε με να φύγω αύριο για την Ελλάδα και σου υπόσχομαι πως μόλις φθάσω θα βαπτιστώ.» Έτσι κι έγινε και βαπτίστηκα στην εκκλησία στο Αιγάλεω. Και μετά από λίγο καιρό βαπτίστηκα στο Πνεύμα το Άγιο στην εκκλησία μας στη Κηφισιά.
Τώρα προσεύχεσαι πιστεύω για τα παιδιά σου.
Τώρα προσεύχομαι για τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, ο Κύριος να τα σώσει και να τα προσθέσει στην εκκλησία Του. Αλλά και για όλο τον κόσμο προσεύχομαι, για να ανοίξουν τα μάτια τους και να καταλάβουν ποιο είναι το αληθινό νόημα αυτής της ζωής. Δυστυχώς καθώς συζητάω με τους ανθρώπους βλέπω ότι δεν γνωρίζουν ότι η ψυχή τους θα υπάρχει και μετά το θάνατο τους. Πιστεύουν ότι όλα θα τελειώσουν εδώ κι ας λέγονται χριστιανοί. Ο Ιησούς Χριστός όμως μέσα από τον Λόγο Του, μέσα από την Αγία Γραφή μας λέει ότι οι ψυχές μετά τον θάνατο θα πάνε ή στη ζωή την αιώνια ή σε κόλαση αιώνια. Πολλοί μου λένε: «δεν βαρέθηκες να διαβάζεις τόσο καιρό την Αγία Γραφή;» «Όχι, δεν βαρέθηκα» τους λέω «γιατί αυτή είναι η συντροφιά μου και η χαρά μου.» Αγαπάω πάρα πολύ τον Κύριο γιατί είναι ο μόνος που πέθανε για τις δικές μας τις αμαρτίες. Τον φτύνανε, τον χλευάζανε κι όμως Εκείνος τους συγχωρούσε κι έλεγε: «Πατέρα συγχώρεσε τους δεν ξέρουν τι κάνουν.» Έτσι πρέπει να συγχωρούμε κι εμείς, να είμαστε ταπεινοί για να βρίσκουμε χάρη από τον Κύριο.
Δεν ξέρω αν μπορώ να δώσω στο τέλος μια ευχή.
Με χαρά να την ακούσουμε.
Εύχομαι ο Κύριος να ευλογήσει όλα τα πνευματικά αδέλφια που μου χάρισε -και Τον ευχαριστώ πολύ για όλα μου τα αδέλφια- και να δώσει σε όλους το αίτημα της καρδίας τους. Επίσης όλους τους εργάτες που κηρύττουν τον Άγιο Λόγο Του να τους ευλογεί, να τους στηρίζει, να τους δίνει δύναμη και να χαρίσει και σε εκείνους το αίτημα της καρδίας τους.