Λεωνίδας Φέγγος
Σε κάθε ομολογία υπάρχει μια μεγάλη ιστορία, γεμάτη από ενέργειες του Θεού και θαύματα, που δεν μπορούν βεβαίως να γραφτούνε σε δύο σελίδες. Μπορούμε όμως πάντα να ομολογήσουμε ότι μας έσωσε ο Χριστός από την αμαρτία και είμαστε ευτυχισμένοι κοντά Του.
Σε κάθε ομολογία υπάρχει μια μεγάλη ιστορία, γεμάτη από ενέργειες του Θεού και θαύματα, που δεν μπορούν βεβαίως να γραφτούνε σε δύο σελίδες. Μπορούμε όμως πάντα να ομολογήσουμε ότι μας έσωσε ο Χριστός από την αμαρτία και είμαστε ευτυχισμένοι κοντά Του.
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1928 και ήμουν το όγδοο παιδί της οικογένειας μετά από πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Η μητέρα μου -με τη συμβουλή της μαμής της οικογένειας- πήρε χάπια για να με αποβάλλει κατά τις πρώτες μέρες της κυήσεως της, μιας και είχε ήδη άλλα επτά παιδιά. Αρρώστησε με αυτά τα χάπια όμως εγώ δεν «έπεσα». Ευχαριστώ τον Θεό που έζησα.
Από μικρό παιδί ζητούσα τον Θεό. Κυριολεκτικά έψαχνα να Τον βρω. Ρωτούσα πάντα ποιος είναι ο μεγαλύτερος στον ουρανό για να τον επικαλούμαι. Η μια μου αδελφή είχε την Αγία Παρασκευή και μάλιστα μου έλεγε ότι προστατεύει τα μάτια. Η άλλη είχε την Αγία Βαρβάρα, η μητέρα μου την Παναγία. Εγώ όμως γνώρισα την πραγματική αλήθεια που είναι ο Ιησούς Χριστός γιατί διάβασα το Ευαγγέλιο. «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή.» Κατά Ιωάννη ιδ:6.
Στην Κέρκυρα, αποκλεισμένος από την πρώτη επιστράτευση του 1940, μετά τον τορπιλισμό της Έλλης στην Τήνο, έβγαλα την Τετάρτη τάξη του Δημοτικού σε ένα μικρό χωριό, την Άνω Παυλιάνα. Εκεί παρακολουθούσα την Ορθόδοξη εκκλησία κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή και είχα μάθει την λειτουργία όλη απ’ έξω. Την αναπαρίστανα κάθε μέρα στο σπίτι που έμενα, έχοντας στα χέρια μου μια αλυσίδα με κλειδιά για λιβανιστήρι και φορώντας ένα τραπεζομάντηλο για άμφιο. Μετά την λήξη της επιφυλακής του έθνους σε αυτή την περίοδο, επιτράπηκε η συγκοινωνία των πλοίων κι εγώ επέστρεψα στην Αθήνα. Δεν άργησε όμως να γίνει ο ελληνοιταλικός πόλεμος και να ζήσουμε μια κατοχή γεμάτη κινδύνους και πείνα φοβερή. Είδα το αυτοκίνητο του Δήμου Αθηναίων που προοριζόταν για να μαζεύει τα σκουπίδια, να γυρνάει και να μαζεύει τα πτώματα των ανθρώπων που πέθαιναν από την πείνα. Αυτά όλα που έζησα με έβαλαν σε πολλές σκέψεις και ίσως προσγείωσαν το πνεύμα μου στην πραγματικότητα. «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης και θλίψις πνεύματος.» Εκκλησιαστής α:2-4.
Μετά την κατοχή ανασάναμε λιγάκι, φάγαμε, ήπιαμε και ξεχάσαμε τον Θεό. Στη ζωή μου δεν πήγα ποτέ στις σαρκικές αμαρτίες γιατί δεν πρόλαβα, αλλά έγινα νευρικός και απέκτησα την κακή συνήθεια να βλαστημάω τον Θεό και όλους τους αγίους. Σιγά-σιγά κατέληξα να ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει Θεός ενώ όμως από μέσα μου δεν είχα ανάπαυση γι’ αυτά που έλεγα. Ο πατέρας μου, ένας καλός άνθρωπος, οικογενειάρχης με δέκα παιδιά, προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο, αλλά κι εκείνος δεν γνώριζε τίποτε από το Ευαγγέλιο. Παραδόξως, μας απάγγελνε τον πεντηκοστό ψαλμό (Ελέησον με ο Θεός…) όλο απέξω, χωρίς όμως να μπορεί να μας εξηγήσει τι σημαίνει.
Κάποτε που κάποιος μακρινός συγγενής, μάρτυρας του Ιεχωβά, του πρότεινε να έρχεται μια φορά την εβδομάδα και να κάνει μάθημα σε όλη την οικογένεια, δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Έτσι μια Κυριακή, συγκεντρωθήκαμε όλοι στο σπίτι και ήρθε ο άνθρωπος της εταιρείας «Σκοπιά» να μας κάνει μάθημα. Μας μοίρασε κάτι βιβλιαράκια που έδειχναν έναν άνθρωπο που κατέβαινε στον Άδη και είχαν τίτλο: «Μετά τον θάνατο.» Μια ώρα προσπαθούσε να μας πείσει αυτός ο άνθρωπος, μέσα από τα γραμμένα στα βιβλιαράκια, ότι δεν ζει ο άνθρωπος μετά τον θάνατο και είναι όπως τα ζώα. Ότι ψυχή λένε και την πεταλούδα, και άλλα τέτοια επιχειρήματα που αποτελούν την ψευδώνυμη γνώση και οδηγούν στην πλάνη.
Μετά από αυτό το μάθημα, το μεν κεφάλι μας είχε γίνει καζάνι, η δε ψυχή μας είχε γεμίσει από θλίψη και απογοήτευση. Την επόμενη Κυριακή που ξαναήρθε ο «μάρτυρας» εμείς είχαμε πλήρη απροθυμία και μάλιστα δεν ξέραμε που είχαμε πετάξει και τα βιβλιαράκια. Το μάθημα επαναλήφθηκε ακόμα πιο βαρετό και πιο σκανδαλιστικό. Στη μέση του τραπεζιού είχε βάλει μια Αγία Γραφή κλειστή. Εγώ την έβλεπα και τη διψούσα και τον ρώτησα: «Πότε θα διαβάσουμε την Αγία Γραφή;» Εκείνος μου απάντησε: «Αργότερα. Την Αγία Γραφή δεν μπορείτε να την καταλάβετε τώρα.» Την τρίτη Κυριακή έγινε μεγάλη ταραχή. Είχαμε χάσει τα βιβλιαράκια όλοι. Ο απεσταλμένος της εταιρείας «Σκοπιά» έχασε την ψυχραιμία του, θύμωσε και μίλησε αποφασιστικά: «Επιτέλους, θέλετε να έρχομαι ή όχι;» Εγώ πήρα την πρωτοβουλία και του απάντησα: «Αν θέλεις να ξαναέρθεις για μάθημα, θα ανοίξεις την Αγία Γραφή να διαβάσουμε. Αν όχι, μην ξαναπατήσεις.» Έφυγε θυμωμένος και δεν ξαναπάτησε. Ευχαριστούμε τον Θεό γιατί γλυτώσαμε.
Το 1946, μια από τις αδελφές μου άρχισε να πηγαίνει -με μια φίλη της που ήταν άρρωστη- στην εκκλησία της Πεντηκοστής στα Κάτω Πετράλωνα. Μου ανήγγειλε λοιπόν με χαρά ότι βρήκε την αλήθεια και με προσκάλεσε να πάω κι εγώ να διαπιστώσω το γεγονός. Εγώ όμως, απογοητευμένος τρομερά από τους μάρτυρες του Ιεχωβά, την απέπεμψα κακήν-κακώς. Της είπα ότι τους ξέρω πολύ καλά όλους αυτούς και συνέχισα την βλαστήμια μου.
Μια μέρα που την παρακαλούσα να πάμε στον κινηματογράφο με παγίδεψε. «Έλα να πάμε στο κήρυγμα..» μου είπε, «…και μετά πάμε κατευθείαν στον κινηματογράφο.» Το δέχτηκα. Ήταν ημέρα Παρασκευή όταν μπήκα στην αίθουσα. Το έτος 1946. Άκουσα ωραίους ύμνους. Είδα ανθρώπους να προσεύχονται «υψώνοντες χείρας καθαράς». Άκουσα ένα άγγελμα από το Ευαγγέλιο που ήταν καθαρό, ωραίο, αντίθετο τελείως από τις καπνοδόχους διδαχές των μαρτύρων της «Σκοπιάς». «Υπάρχει ψυχή και ζει αιώνια…», «Ο άνθρωπος πρέπει να ετοιμαστεί στην γη αυτή για την αιώνια ζωή…» Όλα αυτά μίλησαν στην ψυχή μου. Εκείνο όμως που μου έδωσε την απόφαση να εμπιστευτώ και να ακολουθήσω την εκκλησία της Πεντηκοστής ήταν το εξής γεγονός. Ρώτησα τον ποιμένα, τον αείμνηστο και αγαπητό αδελφό Σπύρο Κωνσταντινίδη, αν έχει να μου δώσει κάποιο βιβλιαράκι για να διαβάσω και να δω τι πιστεύει η εκκλησία της Πεντηκοστής. Τότε μου έφερε αυτός ο ευλογημένος άνθρωπος του Θεού μια Καινή Διαθήκη. Μου την χάρισε και μου είπε: «Διάβασε την και ότι γράφει μέσα, πίστευε το.» Μάλιστα μου είπε και κάτι πολύ απλό αλλά και πολύ σοφό: «Διάβασε το Ευαγγέλιο για να γίνεις σοφός. Πίστεψε το για να σωθείς. Εφάρμοσε το για να γίνεις άγιος. Στηρίξου σε αυτό για να είσαι ασφαλής κι εδώ στη γη κι εν ουρανοίς.»
Έφυγα με βεβαιότητα 100% ότι βρήκα την αλήθεια. «Αφού μου λένε να πιστεύω ότι λέει το Ευαγγέλιο, άρα δεν το φοβούνται, το συστήνουν.» Δεν έπεσα έξω. Το Ευαγγέλιο είναι η μόνη αλήθεια. Ο Ιησούς Χριστός ο μόνος μεσίτης, ο μόνος Σωτήρας και Λυτρωτής. Ο Υιός του Θεού, Θεός αληθινός. Η ζωή μου άλλαξε τελείως. Όχι μόνο δεν ξαναβλαστήμησα, αλλά από τότε άρχισα να δοξάζω τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Κι έμαθα μια λέξη που φωνάζουν όλοι οι άγιοι στον ουρανό: «ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ». Αναγεννήθηκα. Ο ποιμένας Σπύρος Κωνσταντινίδης με βάπτισε στο νερό και ο Κύριος με βάπτισε στο Πνεύμα το Άγιο και με έχρισε με μεγάλη δύναμη για να κηρύττω τον Ιησού Χριστό.
Ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Με πρόλαβε νωρίς ο Χριστός. Δεν μετάνιωσα ποτέ γιατί παράτησα την αμαρτία και έδωσα την καρδιά μου και την ζωή μου στον Ιησού Χριστό. Λυπάμαι που δεν Τον είχα γνωρίσει πιο μπροστά από τα δεκαοκτώ μου χρόνια. Τώρα παππούς, με τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια) με δύο γαμπρούς και δύο νύφες και με έξι εγγόνια (σημ. τελικά απέκτησε δέκα εγγόνια και είδε και δύο δισέγγονα) περιμένω τον Κύριο να έρθει να με παραλάβει. Μαζί με όλους τους αγίους πιστούς αδελφούς και μαζί με τα όλα τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, που είναι όλα στον Χριστό και ακολουθούν το Ευαγγέλιο.
Λεωνίδας Φέγγος
Εφημερίδα Χριστιανισμός - Μάρτιος 1992