Γιάννης Κότσιφας
«Και ευχαριστώ τον ενδυναμώσαντά με Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών, ότι ενέκρινε πιστόν και έταξεν εις την διακονίαν εμέ, τον πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν· ηλεήθην όμως, διότι αγνοών έπραξα εν απιστία, αλλ' υπερεπερίσσευσεν η χάρις του Κυρίου ημών μετά πίστεως και αγάπης της εν Χριστώ Ιησού».Α΄ Τιμοθέου α΄12-14
«Και ευχαριστώ τον ενδυναμώσαντά με Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών, ότι ενέκρινε πιστόν και έταξεν εις την διακονίαν εμέ, τον πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν· ηλεήθην όμως, διότι αγνοών έπραξα εν απιστία, αλλ' υπερεπερίσσευσεν η χάρις του Κυρίου ημών μετά πίστεως και αγάπης της εν Χριστώ Ιησού».Α΄ Τιμοθέου α΄12-14
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό ο αδελφός μας Γιάννης Κότσιφας.
Αδελφέ Γιάννη να πούμε καταρχάς ότι είσαι πρεσβύτερος στην ελευθέρα αποστολική εκκλησία πεντηκοστής της Μεταμόρφωσης, παλιότερα Νέας Ιωνίας.
Ναι, σωστά. Βρίσκομαι σε αυτή την εκκλησία από την αρχή που ξεκίνησε, το 1985 περίπου. Κάποιοι αδελφοί από την εκκλησία της Αθήνας-που υπηρετούσα σαν διάκονος τότε- είχαμε ξεκινήσει αυτό το έργο στη Νέα Ιωνία, σε ένα παλιό σινεμά που μετατράπηκε σε χώρο λατρείας του Θεού. Μετά από αρκετά χρόνια μεταφερθήκαμε στη Μεταμόρφωση όπου και βρισκόμαστε σήμερα, με υπεύθυνο τον αδελφό Βαγγέλη Μαδεράκη. Έχει περάσει πολλές δυσκολίες η εκκλησία μας, αλλά ο Κύριος μας κρατάει ακόμα κι έχουμε επαγγελίες ότι θα μας ευλογήσει.
Και να πούμε ότι ο Κύριος σας έχει χαρίσει και μια πολύ ωραία αίθουσα. Εσύ αδελφέ Γιάννη πότε έχεις πιστέψει;
Πίστεψα το 1981, λίγο μετά το μεγάλο σεισμό που είχε γίνει τότε στην Αθήνα. Η καταγωγή μου όμως δεν είναι από εδώ. Κατάγομαι από ένα χωριό της Ηλείας, την Κεραμιδιά. Εκεί γεννήθηκα το 1950 και μεγάλωσα μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, ξυπόλυτος, με μπαλωμένα ρούχα, και γενικά ζούσαμε σε μεγάλη φτώχεια. Και εκτός από τη φτώχεια, περάσαμε άσχημα χρόνια σαν παιδιά γιατί ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Όταν λέμε πολύ αυστηρός σημαίνει ότι με το παραμικρό έπεφτε ξύλο. Ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, τον εκτιμούσαν στο χωριό αλλά είχε αυτό το ελάττωμα. Και βλαστημούσε πάρα πολύ. Κάθε δεύτερη φράση που έλεγε ήταν και βλαστήμια. Η μητέρα μου αντίθετα ήταν θρησκευόμενη, πίστευε πολύ στο Θεό και μας είχε διδάξει κι εμάς να σεβόμαστε το Χριστό, τους αγίους κι όλα αυτά που ξέραμε τότε.
Η δικιά σου προσωπική πορεία ποιά ήταν;
Πήγαινα στο σχολείο αλλά πότε πήγαινα και πότε δεν πήγαινα. Είχε πρόβατα ο πατέρας μου και πήγαινα πότε στο σχολείο και πότε στα πρόβατα. Θυμάμαι είχαμε πάει μια μέρα με τον αδελφό μου το μεγαλύτερο να τα βοσκήσουμε έξω από το χωριό. Ξαφνικά άρχισε να μπουμπουνίζει, να αστράφτει και σκέφτηκα να πάω στο σπίτι να φέρω ρούχα. Κανένα σακάκι, κανένα αδιάβροχο να τα φορέσουμε για να μην βραχούμε. Ο αδελφός μου δεν με άφησε όμως και με έβαλε να καθίσω κάτω από ένα δέντρο. Κάτι δεν μου άρεσε εκεί, κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να φύγω και τελικά τον έπεισα και ξεκίνησα για το χωριό. Μετά από λίγο έπεσε ένας κεραυνός πάνω σε αυτό το δέντρο, άνοιξε στα δύο κι έγινε στάχτη. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι ο Θεός με φύλαξε γιατί αν είχα μείνει εκεί θα ήμουν νεκρός.
Πόσο χρονών ήσουνα;
Δέκα με δώδεκα χρονών. Ο αδελφός μου δύο χρόνια μεγαλύτερος. Ο οποίος μετά από λίγο έφυγε για την Αθήνα. Ο θείος μου, που ήταν μάγειρας σε μεγάλα ξενοδοχεία, τον πήρε μαζί του και τον έβαλε κάπου σερβιτόρο. Μου γεννήθηκε κι εμένα η επιθυμία να φύγω από το χωριό, παρακαλούσα το θείο μου να με πάρει μαζί του και μια φορά μου έδωσε υπόσχεση ότι θα με βάλει κάπου λαντζέρη. Να σου πω την αλήθεια εγώ τότε δεν ήξερα τι είναι λαντζέρης κι έλεγα μέσα μου: “τι να είναι λαντζέρης άραγε; μήπως με βάλει σε κανένα γραφείο; όμως γράμματα δεν ξέρω”. Τελικά με έφερε ο θείος μου στην Αθήνα και με έβαλε λαντζέρη σε ένα κατάστημα κοντά στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία”, το “Ζόναρς”. Εκεί έπλυνα τόσα πιάτα όσα θα είχα πλύνει αν είχα πάει μετανάστης στην Αμερική και άλλα τόσα. Ήμασταν όλη μέρα σ’ ένα υπόγειο όπου ήμουν μονίμως ιδρωμένος είτε έκανε ζέστη είτε δεν έκανε. Γιατί είχα μάθει μέχρι τότε να ζω μέσα στην ύπαιθρο. Νοσταλγούσα το χωριό μου αλλά θυμόμουνα και την φτώχεια, την ξυπολισιά, τον βούρδουλα του “Φαραώ” (του πατέρα μου) κι έκανα υπομονή. Έκατσα εκεί οχτώ μήνες και μετά πήγα στο “Γκολφ” κοντά στο παλιό αεροδρόμιο και μετά στα “Αστέρια” στη Γλυφάδα.
Πάντα σαν λαντζέρης;
Όχι στο “Γκολφ” σαν μπουφετζής και στα “Αστέρια” ήμουν βοηθός ζαχαροπλάστη. Και έμαθα έτσι αυτή την τέχνη, δίπλα σε καλούς μαστόρους που δούλευαν εκεί τότε. Στ’ “Αστέρια” γνώρισα και την γυναίκα μου την Ρούλα η οποία δούλευε στις “καμπάνες” σαν καμαριέρα. Είχα καλό σκοπό, την ζήτησα από τον πατέρα της, αρραβωνιαστήκαμε και μετά από δύο χρόνια παντρευτήκαμε. Και ύστερα από λίγο καιρό γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί η Κατερίνα. Θυμάμαι το γιατρό να μας λέει: “Να σας ζήσει το παιδί, όμως δυστυχώς γεννήθηκε με σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά.” Καταλαβαίνεις την θλίψη μας και την στενοχώρια μας. Εγώ δούλευα τότε σε ένα ξενοδοχείο το “Κάραβελ” πολλές ώρες την ημέρα και δεν με έβλεπε καθόλου η γυναίκα μου. Τρέχαμε συνέχεια και στο νοσοκομείο Παίδων και ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση.
Υπήρχε θεραπεία;
Τότε όχι. Σήμερα πιθανώς να υπήρχε. Άρχισαν προβλήματα μεγάλα μέσα στο σπίτι μας, γκρίνιες, τσακωμοί και φτάσαμε σε σημείο να θέλουμε να χωρίσουμε. Εκείνη την εποχή πίστεψε η κουνιάδα μου, η αδελφή της γυναίκας μου. Και μια ευλογημένη μέρα ήρθε και μου ομολόγησε ότι: “Γιάννη γνώρισα το Χριστό.” Εγώ επειδή είχα το παιδί άρρωστο έψαχνα παντού. Σε εκκλησίες, σε ξωκλήσια, σε μοναστήρια. Έκανα προσευχές, πήγαινα μπουσουλώντας με τα γόνατα, άναβα λαμπάδες, αλλά “ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόαση.” Της λέω: “Που τον βρήκες το Χριστό, πως τον γνώρισες;” Μου λέει: “ζήτησε Τον και θα Τον γνωρίσεις κι εσύ.” Η γυναίκα μου είχε ξεκινήσει ήδη να βρίσκει τον δρόμο της, άκουγε κασέτες με κηρύγματα, διάβαζε την Καινή Διαθήκη, εγώ όμως ήμουνα πολύ επιφυλακτικός και καχύποπτος. Μια μέρα μου λέει η κουνιάδα μου: “έγινε προφητεία στην εκκλησία που πηγαίνω ότι θα γίνει μεγάλος σεισμός.” Πήγαινε στην ελευθέρα αποστολική εκκλησία πεντηκοστής που ήτανε τότε στην οδό Σωκράτους. Πέρασαν λίγες μέρες κι ένα βράδυ-Φεβρουάριος του 1981-όπως με έχει πάρει ο ύπνος μπροστά στη τηλεόραση με σκουντάει η γυναίκα μου και μου λέει: “Γιάννη σεισμός.” Πετάχτηκα έξω ξυπόλητος κι άρχισα να τρέχω να γλυτώσω το τομάρι μου. Η γυναίκα μου πίσω, φώναζε με κλάματα : “Ιησού μου, Ιησού μου” κι αναγεννήθηκε εκείνη την ώρα στον διάδρομο της πολυκατοικίας.
Το παιδί σας;
Το παιδί το είχε εκείνο το βράδυ η πεθερά μου στο σπίτι της. Βγήκα έξω, έκανα τον σταυρό μου που γλύτωσα αλλά είχα τρομάξει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να ανέβω πάνω να κλείσω το σπίτι. Πήγα τελικά με τα χίλια ζόρια και μετά σκεφτόμουνα που να πάω να κοιμηθώ. Και λέω μέσα μου: “θα πάω στην κουνιάδα μου που είναι μαζί με τον Χριστό.” Εκεί έκατσα δεκαεπτά ολόκληρες μέρες. Βρήκε την ευκαιρία η κουνιάδα μου, μας μιλούσε για τον Θεό αλλά κι εγώ άκουγα πλέον με πολύ προσοχή γιατί κατάλαβα ότι δεν ήταν τυχαία αυτή η προφητεία για τον σεισμό. Μου πρότεινε μια μέρα να πάμε στην εκκλησία και πήρα τη γυναίκα μου, την πεθερά μου, την κόρη μου και ξεκινήσαμε. Μόλις μπήκα μέσα αισθάνθηκα όπως μια γάτα που την κλειδώνεις σε ένα δωμάτιο και κοιτάει να δει από που θα φύγει. Σαν ένα μαύρο πρόβατο μέσα στα άσπρα. Ήμουνα πολύ αμαρτωλός. Αισχρόν εστί και λέγειν. Και βλαστημούσα όλη μέρα το Χριστό και γενικά “τα θεία” όπως λέμε.
Είχες επηρεαστεί από τον πατέρα σου;
Δυστυχώς έτσι είχαμε μεγαλώσει. Το αστείο είναι ότι ο πατέρας μου με βλαστημούσε επειδή βλαστημούσα. Για να μην τα πολυλογούμε άκουσα το κήρυγμα εκείνο το βράδυ, δεν κατάλαβα πολλά πράγματα κι έφυγα με τις απορίες μου και τις αμφιβολίες μου. Πέρασαν λίγες μέρες και όπως συζητούσαμε πάλι με την κουνιάδα μου, μου λέει: “σήμερα στην εκκλησία έχουμε νηστεία.” Λέω: “τι σημαίνει αυτό;” Μου λέει: “δεν τρώμε τίποτε μέχρι το βράδυ και προσευχόμαστε.” Μου μπήκε στην καρδιά να το κάνω κι εγώ. Και να πάω για δεύτερη φορά στην εκκλησία. Έτσι κι έγινε, πήγα το βράδυ, γονάτισα σε ένα θρανίο και είπα τα εξής λόγια: “Θεέ μου, η μάνα που με γέννησε δεν ξέρει ποιός είμαι, Εσύ όμως είσαι πανταχού παρών και τα ξέρεις όλα. Είμαι πολύ αμαρτωλός αλλά αν υπάρχεις θέλω κι εγώ να Σε γνωρίσω.” Είχα σκοτώσει κι ένα γάιδαρο όταν ήμουν μικρός στο χωριό -σε όσους το λέω γελάνε- και είχα μέσα μου τύψεις όλη μου την ζωή.
Πως τον σκότωσες;
Τον έριξα σε ένα γκρεμό. Το εξομολογήθηκα κι αυτό εκείνη την ώρα στον Θεό και άλλες αμαρτίες που είχα κάνει εξομολογήθηκα και άρχισε να σπάει η καρδιά μου και τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Ένοιωσα να φεύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου, ένοιωσα πολύ όμορφα, και τότε είδα μια όραση. Περνούσε ο Ιησούς Χριστός δίπλα μου φορώντας έναν άσπρο χιτώνα και Τον ακολουθούσαν λευκοφορεμένοι άνθρωποι με αναμμένες λαμπάδες στα χέρια. Φώναξα: “Χριστέ μου” και αυτόματα μπορώ να πω, από εκείνη τη στιγμή άλλαξε όλη μου η ζωή. Το ίδιο βράδυ έφυγα από το σπίτι της κουνιάδας μου και γύρισα σπίτι μου. Δεν ένοιωθα φόβο πλέον ούτε για σεισμό, ούτε για τίποτε. Βαπτίστηκα στο νερό, έλαβα πολύ γρήγορα και το Πνεύμα το Άγιο και ομολογούσα μετά σε όλους ότι γνώρισα τον Χριστό. Στην εργασία μου όμως δεν άρεσε σε κάποιους αυτό και άρχισε πόλεμος. Δεν μου δίνανε καθόλου ρεπό, δεν μπορούσα να πάω στην εκκλησία ούτε την Κυριακή, και ένα βράδυ αποφάσισα να σηκωθώ και να φύγω. Και υπέγραψα χωρίς κανένα ενδοιασμό την παραίτηση μου, έχοντας μάλιστα τότε γραμμάτια για το διαμέρισμα που έμενα στα Πατήσια. Φεύγοντας πήγα σε ένα σπίτι-του αδελφού Πατέλη- που ήξερα ότι εκείνη την ώρα γινότανε προσευχή. Γονάτισα κι εγώ μαζί με τους άλλους αδελφούς και είπα από μέσα μου στον Κύριο τα εξής λόγια: “Κύριε άφησα την εργασία μου γιατί θέλω να έρχομαι στην εκκλησία. Ανέλαβε Εσύ όμως σε παρακαλώ και δώσε μου μια άλλη δουλειά.” Εκείνη την ώρα γίνεται μια προφητεία και μου λέει ο Κύριος: “Εγώ θα σε αποστείλω σε εργασία και θα σε φέρω σε ευρυχωρία για να μιλάς σε όλους για το Όνομα μου.”
Χωρίς να ξέρει κανείς ότι έχεις παραιτηθεί;
Αυτό είναι το θαυμαστό, ότι δεν είχα πει σε κανέναν τίποτε. Φεύγω από την προσευχή αυτή, πάω σπίτι μου και μου λέει η γυναίκα μου, η αδελφή η Ρούλα: “Σε πήρε ένας συνάδελφος σου για να πας κάπου για δουλειά.” Την άλλη μέρα κιόλας εργαζόμουνα σε ένα πολύ γνωστό ζαχαροπλαστείο στο Παλαιό Φάληρο. Το μεγάλο πρόβλημα όμως στην ζωή μας, συνέχιζε να είναι η ασθένεια της κόρης μας της Κατερίνας. Έντεκα χρόνια μπαινοβγαίναμε στο “Παίδων” αλλά τελικά το μόνο ουσιαστικό που μου έλεγαν ήτανε να πάω το παιδί στην Αγγλία μήπως εκεί μπορέσουν να κάνουνε κάτι. Πήρα τελικά κάποια χρήματα από το ΙΚΑ και μπόρεσα και το πήγα. Μας βοήθησε πολύ ένας αδελφός που ζούσε εκεί, ο αδελφός Κυριακού, χειρουργήθηκε το παιδί στην καρδιά αλλά δεν υπήρξε θεραπεία. Και μετά από λίγο καιρό έπαθε ένα πνευμονικό οίδημα κι έφυγε. Μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο, ήταν περίπου δώδεκα χρονών, όταν το κάλεσε ο Κύριος.
Είχε προσωπική σχέση με τον Θεό;
Ναι μπορώ να σου πω ότι το παιδί ήταν αναγεννημένο. Έχουμε μια κασέτα που ψέλνει ύμνους μαζί με τον γιό μου το Δημήτρη και στο τέλος κάποιος την ρωτάει: “Αγαπάς τον Χριστό;” και λέει το παιδί: “Ναι, Τον αγαπάω πάρα πολύ.” Έκλαψα πρώτη φορά στη ζωή μου τόσο πικρά αλλά μετά ήρθε η παρουσία του Θεού και με παρηγόρησε. Στην κηδεία, αν με έβλεπε κάποιος που δεν με ήξερε θα έλεγε ότι ήμουν αναίσθητος. Τόση πολύ ειρήνη είχα στην καρδιά μου που νόμιζα ότι δεν κηδεύω το παιδί μου αλλά το παντρεύω με τον Χριστό. Μας έδωσε επαγγελία ο Κύριος ότι θα μας δώσει άλλη κόρη για να μας παρηγορήσει και πράγματι μετά από δύο χρόνια μας χάρισε την Ασπασία που είναι τώρα παντρεμένη. Το σημαδιακό είναι ότι 20 Μαίου κηδέψαμε την πρώτη μου κόρη και 20 Μαίου πριν λίγα χρόνια παντρέψαμε την δεύτερη. Δεν το σχεδίασε κανείς, μετά το θυμήθηκα εγώ και κατάλαβα ότι δεν είναι τυχαίο. Πιστεύω ότι ήθελε ο Θεός να μου δείξει ότι αυτό που ένοιωσα την μέρα της κηδείας -ότι παντρεύω την κόρη μου με τον Χριστό- ήταν κάτι αληθινό, όχι απλά ένα δικό μου συναίσθημα.
Πολύ μεγάλη δοκιμασία για ένα Χριστιανό.
Ο Κύριος μας πληροφορεί μέσα από τον λόγο Του ότι “δια πολλών θλίψεων πρέπει να εισέλθουμε στη βασιλεία των ουρανών”. Και το δεύτερο παιδί μου ο Δημήτρης όταν ήταν φαντάρος στην Μυτιλήνη μολύνθηκε από κάποιο μικρόβιο -με κάποια ένεση που του έκανε εκεί ο γιατρός- και τον έφεραν επειγόντως στην Αθήνα στο 401 το νοσοκομείο. Πήγα να τον δω και μου λέει ένας αξιωματικός: “είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση.” Εκείνη την στιγμή δεν μπόρεσα να αντέξω. Πήγα μέσα στο αυτοκίνητο, έκλαψα και είπα: “Κύριε επέτρεψες να πεθάνει το πρώτο μου παιδί, μην επιτρέψεις να πεθάνει και το δεύτερο. Θα μου κλείσει το στόμα ο Σατανάς και δεν θα μπορώ να Σε ομολογήσω.” Εντωμεταξύ είδε ένα ενύπνιο τότε η γυναίκα μου ότι ο γιός μου φορούσε μια βέρα. Και πήγε εμένα το μυαλό μου ότι όπως και η πρώτη μου η κόρη, και ο Δημήτρης ετοιμάζεται να πάει στον Κύριο. Αλλά δεν ήταν αυτό. Έγινε τελείως καλά ο Δημήτρης και στο νοσοκομείο που ερχόντουσαν νέοι από την εκκλησία για να τον επισκεφτούν γνώρισε την Χρυσούλα. Και μόλις βγήκε αρραβωνιάστηκαν και μετά παντρεύτηκαν. Ευχαριστούμε τον Θεό για όλα, τώρα έχουμε δύο εγγόνια από τον Δημήτρη και την Χρυσούλα, μια εγγονή από την κόρη μου την Ασπασία και τον γαμπρό μου τον Νίκο και όλοι μαζί στην εκκλησία περιμένουμε τον Κύριο. Ο Κύριος να μας ευλογήσει όλους αυτές τις τελευταίες μέρες γιατί βλέπουμε ότι τα λόγια Του εκπληρώνονται, τα πάντα γύρω μας φθείρονται και πλησιάζει η ώρα του ερχομού Του. Να μας ετοιμάσει και να μας διαφυλάξει μέχρι τέλους.