Παναγιώτης Κάνδηλας
«Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε έδωκε τον Υιό αυτού τον μονογενή δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις Αυτόν αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» Κατά Ιωάννην γ΄16
«Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε έδωκε τον Υιό αυτού τον μονογενή δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις Αυτόν αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» Κατά Ιωάννην γ΄16
Εκεί όπου ο λόγος του Θεού στο παραπάνω εδάφιο γράφει: «πας» μπορείς να βάλεις το δικό σου όνομα. Και πιστεύοντας με απλότητα στον Υιό του Θεού να λάβεις κι εσύ ζωή αιώνια. Όπως έκανε ο αδελφός μας Παναγιώτης Κάνδηλας ο οποίος θα μας δώσει αυτό τον μήνα την μαρτυρία του.
Αδελφέ Παναγιώτη που έχεις γεννηθεί;
Γεννήθηκα στο Οχάιο στις ΗΠΑ το 1952.
Ήταν εκεί οι γονείς σου μετανάστες;
Είχε πάει πρώτος ο παππούς μου το 1906 ο οποίος ήταν Ζακυνθινός. Εκεί παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Κάποια στιγμή θέλησε να παντρέψει τον πατέρα μου και τον έστειλε στην Ελλάδα, στον αδελφό του, που ήταν στην Ανδραβίδα. Βρήκε την μάνα μου, παντρευτήκανε και φύγανε πάλι για την Αμερική όπου γεννήθηκα εγώ και η αδελφή μου. Μείναμε μέχρι το 1960 και μετά γυρίσαμε όλοι πίσω στην Ελλάδα. Όσο ήμασταν στην Αμερική πήγαινα με τον πατέρα μου σε μια προτεσταντική εκκλησία. Έχει μείνει μια όμορφη εικόνα μέσα στην μνήμη μου. Ο πατέρας μου με το υμνολόγιο στα χέρια να ψέλνει κι εγώ μικρούλης δίπλα του να τον κοιτάω και να τον καμαρώνω. Πηγαίναμε όμως και στην ορθόδοξη εκκλησία, πηγαίναμε και στη καθολική.
Ο πατέρας σου ήταν σε μια πνευματική αναζήτηση;
Ναι, ψαχνότανε. Έψαχνε να βρει την αληθινή αγάπη. Στο τέλος όμως γνωρίστηκε με κάτι κινέζους οι οποίοι τον έμπλεξαν σε μαγείες και τέτοια πράγματα. Η εκκλησία που ανέφερα προηγουμένως δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν, όμως μου άρεσε πολύ. Όπως μου άρεσε πολύ το μάθημα που μας έκαναν οι καλόγριες μέσα από το ευαγγέλιο, στο καθολικό σχολείο που πήγαινα. Πολλά από αυτά που μάθαινα τότε εντυπωθήκανε μέσα στο μυαλό μου. «Γράφτηκαν στον σκληρό δίσκο» θα λέγαμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μου είχε εντυπωθεί η ιστορία που γράφει το ευαγγέλιο με την αιμορροούσα. Την γυναίκα αυτή που είχε θεραπεύσει ο Ιησούς Χριστός.
Είναι αυτό που λέει η Αγία Γραφή: «δίδαξε το παιδίον εν αρχή της οδού αυτού…
..και δεν θέλει απομακρυνθή από αυτής ουδέ όταν γηράση.» Ναι, στις Παροιμίες το γράφει. Όταν όμως ήρθαμε στην Ελλάδα έχασα αυτό το πολύ όμορφο περιβάλλον. Πήγαινα στην εκκλησία την επικρατούσα, έκανα και το παπαδάκι, με τα εξαπτέρυγα και όλα αυτά, αλλά μέσα μου δεν ένοιωθα αυτό που ένοιωθα μικρός στην Αμερική.
Στην Αθήνα ζούσατε;
Στην Ανδραβίδα, στο χωριό. Μετά πήγαμε Πάτρα, μετά πήγαμε Αθήνα, μετά πάλι στο χωριό. Εγώ μόλις τέλειωσα τη θητεία μου στο στρατό το 1974 ήρθα κι έμεινα μόνιμα στην Αθήνα. Και δούλευα σαν οδηγός σε φορτηγά. Γνωρίστηκα με την γυναίκα μου, παντρευτήκαμε το 1981 και το 1982 ο Κύριος μας χάρισε την κόρη μας. Μετά όμως τη γέννηση του παιδιού άρχισαν οι σχέσεις μας σιγά-σιγά να ψυχραίνονται. Φθάσαμε σε ένα σημείο που το λένε εσωτερικό διαζύγιο, μέχρι που τελικά χωρίσαμε και με κανονικό διαζύγιο το 1992. Γιατί η γυναίκα μου είχε γνωρίσει κάποιον άλλο άντρα και ήθελε να φύγω εγώ από το σπίτι για να έρθει εκείνος.
Εσύ δεν ήθελες να χωρίσετε;
Δεν ήθελα, όχι. Κατά βάθος την αγαπούσα και προσπαθούσα πάντα να προσφέρω στην οικογένεια μου ότι καλύτερο μπορούσα. Έφυγα από το σπίτι και δεν ήξερα που να πάω, που να κοιμηθώ. Πήγα τελικά στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου έμενε ένας γείτονας που τον γνώριζα. Αλλά δεν είχε χώρο ο άνθρωπος, έμενε σε γκαρσονιέρα αυτός, η γυναίκα του και το παιδί του. Μου λέει: «Παναγιώτη δεν έχω χώρο να σε βάλω. Έχει ένα κρεβάτι στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, ξάπλωσε εκεί.» Σε αυτό το κρεβάτι κοιμήθηκα τρία βράδια. Μετά κάπου φιλοξενήθηκα, μετά νοίκιασα ένα μικρό σπίτι λίγο παρακάτω κι έμεινα εκεί. Αλλά είχα πέσει πλέον σε κατάθλιψη. Είχα φθάσει σε σημείο να μισώ τις γυναίκες κι έλεγα να πάω να κολλήσω AIDS για να το μεταδώσω σε όσες περισσότερες γυναίκες μπορώ. Ευχαριστώ όμως τον Θεό γιατί με έφερε στο δρόμο Του και με κρατάει μέχρι σήμερα στην παρουσία Του. Σε εκείνο το σπίτι που έμενα στη Νέα Ιωνία έγινε το εξής. Ήρθε ο εχθρός της ψυχής, ο διάβολος και μου λέει: «οικογένεια δεν έχεις, δουλειά δεν έχεις…»
Δεν είχες δουλειά τότε;
Το 1992 που χώρισα είχα δουλειά. Δούλευα στις συγκοινωνίες στη ΣΕΠ που είχανε κάνει ιδιωτικά τα λεωφορεία. Τελικά όμως δεν προχώρησε η ιδιωτικοποίηση, έχασα την δουλειά μου τότε, έχασα τα λεφτά μου, τα έχασα όλα. Μάλλον έπρεπε να φθάσω στο απόλυτο μηδέν, έπρεπε να γκρεμιστούν τα πάντα μέσα στην ζωή μου για να ζητήσω τον Θεό. Και μου λέει λοιπόν ο εχθρός: «οικογένεια δεν έχεις, δουλειά δεν έχεις, χρήματα δεν έχεις, τι θέλεις και ζεις;» Και μέσα μου συμφώνησα με αυτή την εισήγηση -ας την πούμε έτσι- του εχθρού και είπα: «έτσι είναι.» Κλείστηκα μέσα στο σπίτι, νηστικός πολλές μέρες και είχα πάρει την απόφαση να πεθάνω. «Θα βρωμίσω και θα με βρούνε.» Αυτό σκεπτόμουνα. Κάποια στιγμή όπως κοιμάμαι νοιώθω να πνίγομαι. Είχα αναμμένη μια θερμάστρα και όπως τα είχα όλα κλειστά, πόρτες παράθυρα, χαραμάδες (γιατί κρύωνα πολύ αν και δεν ήταν χειμώνας) είχε κάψει όλο το οξυγόνο. Χωρίς να καταλάβω τι έγινε, σαν ένα χέρι να με σήκωσε και βρέθηκα στο διπλανό δωμάτιο να ανοίγω το παράθυρο. Μόλις το άνοιξα λιποθύμησα. Δεν ξέρω πόσο ήμουν αναίσθητος. Ένα λεπτό, μια ώρα, μια μέρα; Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Σηκώθηκα κάποια στιγμή, πήγα σέρνοντας σε μια πιτσαρία που ήταν ακριβώς από κάτω από το σπίτι και του λέω: «στείλε μου σε παρακαλώ μια μακαρονάδα κι όταν μπορέσω θα στην πληρώσω.» Ο άνθρωπος τρόμαξε να με γνωρίσει. Μου λέει: «Παναγιώτη εσύ είσαι; Πως έγινες έτσι;» Είχα χάσει τόσα κιλά μέσα σε ένα μήνα που ήμουν αγνώριστος.
Ήσουν κλεισμένος μέσα ένα μήνα;
Τριάντα πέντε μέρες δεν είχα βγει έξω καθόλου. Έφαγα λίγο, κάπως συνήλθα και σιγά-σιγά άρχισα να βγαίνω πάλι στην κοινωνία και να δουλεύω. Όταν ο Κύριος με έσωσε, μου έδειξε σε μια όραση το που ακριβώς βρισκόμουνα εκείνες τις μέρες. Είχα σηκώσει το ένα μου πόδι και ήμουνα έτοιμος να μπω μέσα από μια πύλη που ήταν η πύλη της κολάσεως, όπου θα χανόμουν για πάντα. Κι έκανε χάρη ο Κύριος, άπλωσε το χέρι Του και με τράβηξε. Για αυτό λατρεύω τον Θεό αδελφέ και θα τον λατρεύω όσο ζω.
Μετά ξεκίνησες να δουλεύεις πάλι σε φορτηγά;
Ναι βρήκα δουλειά στα έργα, στο αεροδρόμιο που φτιαχνότανε τότε στα Σπάτα. Και οδηγούσα ένα τετραξονικό φορτηγό όπου μετέφερα υλικά από ένα λατομείο για τον αεροδιάδρομο. Σε αυτό το φορτηγό έπιασα ένα πρωί τον ραδιοφωνικό σταθμό: «Χριστιανισμός». Ξαφνικά ακούω κάποιον να αρχίζει να μου λέει όλη μου την ζωή, ήτανε ο αδελφός Νικολακόπουλος. Αυτά που έλεγε δηλαδή ήταν λες και τα έλεγε για μένα, για την ζωή μου. Από τότε άκουγα συνέχεια, ειδικά τα πρωινά στη δουλειά. Μια μέρα όπως άκουγα έναν ύμνο που λέει: «Μην απορείς γιατί κλαίω», έσπασε η καρδιά μου, άρχισα να κλαίω με λυγμούς και πήγα με το φορτηγό στην άκρη του δρόμου γιατί από τα κλάματα δεν μπορούσα να οδηγήσω. Πιστεύω ότι έτσι άρχισε η αναγέννησή μου. Εν τω μεταξύ κάπνιζα πάρα πολύ τότε. Πέντε πακέτα τσιγάρα την ημέρα. Πήγαινα κάθε εβδομάδα στην οδό Αθηνάς κι έπαιρνα κούτες με λαθραία τσιγάρα για να έχω να καπνίζω. Ένα πρωί όπως βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω ένα τσιγάρο κοιτάω ψηλά στον ουρανό και κάνω μια προσευχή. Λέω: «Κύριε πάρε το τσιγάρο, δεν το θέλω.»
Είχες ακούσει κάποιο σχετικό μήνυμα στο σταθμό;
Είχα ακούσει ότι ο Χριστός ελευθερώνει από ναρκωτικά, ελευθερώνει από τσιγάρα και αποφάσισα να δοκιμάσω κι εγώ. Αυτή την απλή προσευχή έκανα και έφυγαν αδελφέ πέντε πακέτα τσιγάρα ημερησίως. Από τότε δεν έχω ξανακαπνίσει. Το επόμενο Σάββατο πρωί πήρα τηλέφωνο στο ραδιοφωνικό σταθμό. Ήτανε στο τηλέφωνο η αδελφή μας η Μαριλένα Παπανικολάου, πιάσαμε την κουβέντα, με ρώτησε αν θέλω να επισκεφτώ την εκκλησία και ήλθανε την άλλη μέρα το πρωί με τον σύζυγο της, τον αξέχαστο αδελφό το Γιάννη, και πήγαμε στην εκκλησία στην Κηφισιά. Στην ελευθέρα αποστολική εκκλησία πεντηκοστής.
Που έμενες τότε;
Έμενα στη Λυκόβρυση. Και από τότε, από τις 19 Δεκεμβρίου του 1999 δεν έχω φύγει από την εκκλησία. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί με πρόσθεσε κι εμένα στο λαό Του. Την επόμενη Κυριακή 26 Δεκεμβρίου βαπτίστηκα στο νερό -και έθαψα τον «παλαιό άνθρωπο» όπως μας λέει ο λόγος του Θεού- και μετά από λίγες μέρες με βάπτισε ο Κύριος και στο Πνεύμα Του το Άγιο. Ήταν πραγματικά ένα πάρα πολύ ωραίο έργο αυτό που γινότανε τότε με τον ραδιοφωνικό σταθμό. Μέσα από αυτό το έργο σώθηκαν πολλές ψυχές κι ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ.
Πιστεύουμε ότι ήρθε η ώρα να ξανανοίξει.
Επιτέλους. Να μπορέσουν να μάθουν οι άνθρωποι τι λέει ο λόγος του Θεού. Γιατί υπάρχει μεγάλη άγνοια πραγματικά. Όταν βαπτίστηκα, την επόμενη εβδομάδα κατέβηκα στη μάνα μου στο χωριό. Της λέω: «μάνα πίστεψα στον Χριστό και βαπτίστηκα.» Μου λέει: «και πως σε λένε τώρα;» «Δεν άλλαξα όνομα μάνα, ζωή άλλαξα.» Της εξήγησα όσο μπόρεσα, δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κάποια πράγματα, μετά από λίγο καιρό πέθανε. Πιστεύω όμως ότι σώθηκε γιατί αγαπούσε τον Θεό έστω με αυτά που ήξερε. Το ίδιο και ο αδελφός μου που έφυγε νέος σχετικά, 39 χρονών από καρκίνο. Η έκπληξη όμως ήταν ο πατέρας μου. Όταν έμεινε μόνος, ήρθε στην Αθήνα και ζούσε μαζί με την αδελφή μου. Του είχα προτείνει να έρθει στην εκκλησία, να δει που πάω και κάποια στιγμή δέχτηκε. Ερχότανε στην εκκλησία, όχι για πολύ, για κανένα μήνα και μια μέρα βλέποντας μια βάπτιση, ζήτησε κι αυτός να βαπτιστεί. Πράγματι βαπτίστηκε και λίγο καιρό μετά πέθανε. Όταν τον είδα νεκρό στο φέρετρο δεν πίστευα στα μάτια μου. Πριν πεθάνει, πολλές φορές γύρναγα αλλού το κεφάλι μου για να μην τον βλέπω. Όπως σου είπα ήταν μπλεγμένος πιο νέος με άσχημα πράγματα. Μέσα στο φέρετρο έβλεπα έναν άλλο άνθρωπο. Έναν “άρχοντα να κοιμάται”. Γαλήνια η μορφή του, ειρηνική. Πιστεύω ότι ο Κύριος τον ετοίμασε και τον πήρε.
Στην γυναίκα σου μίλησες;
Και στην γυναίκα μου και στον άντρα της. Γιατί παντρεύτηκε τελικά η γυναίκα μου αυτόν τον άνθρωπο. Όταν πίστεψα και κατάλαβα ότι ο Χριστός με αγάπησε εμένα προσωπικά και ανέβηκε προσωπικά για εμένα τον Παναγιώτη επάνω στον σταυρό του Γολγοθά, είπα: “ποιός είμαι εγώ να μην αγαπήσω;”. Έστω κι αυτόν τον άνθρωπο που μου χάλασε την οικογένεια. Η γυναίκα μου είχε ανοίξει κάποια στιγμή ένα μαγαζί και πολλές φορές πήγαινα και τον έβρισκα μόνο. Του μιλούσα λίγο για τον Θεό αλλά δεν ήθελε. Ήταν άρρωστος, είχε καρκίνο, ήξερα ότι θα πεθάνει και προσευχόμουν για εκείνον με κλάματα λες και ήταν αδελφός μου. Κι έλεγα: «Κύριε κάνε κάτι, θα χαθεί αιώνια.» Ένα βράδυ τον είδα στον ύπνο μου. Ήταν πολύ νεότερος, τριάντα χρονών περίπου, ντυμένος στα λευκά, με κοιτούσε και χαμογέλαγε. Λέω: «έτοιμος είναι για να φύγει.» Πράγματι την άλλη μέρα πέθανε. Όλοι νομίζανε ότι χάρηκα επειδή πέθανε αλλά εγώ χάρηκα γιατί ήξερα ότι έστω την τελευταία στιγμή ο Κύριος τον έσωσε. Τον άνθρωπο που κάποτε ήθελα να τον σφάξω, όπως και τη γυναίκα μου. Την εποχή που χώρισα αδελφέ, ένα βράδυ, με ένα μαχαίρι που είχα μαζί μου, ήμουν έτοιμος να τους κάνω κακό. Μέσα στο ασανσέρ που ανέβαινα, τυφλωμένος από το μίσος, άκουσα για πρώτη φορά τα λόγια του Κυρίου. Μια βελούδινη, ζεστή φωνή μου είπε: «Τι πας να κάνεις; Εκεί πάνω είναι το παιδί που σου χάρισα.» Μου έπεσε το μαχαίρι από τα χέρια, πάγωσα, μόνο τα μάτια μου κουνιόντουσαν. Προσπαθούσα να καταλάβω: “Ποιος μίλησε; Τι έγινε;” Κατέβηκα πάλι κάτω, έφυγα, αλλά αποφάσισα να μην το πετάξω το μαχαίρι, να το κρατήσω σαν ενθύμιο. Μετά από χρόνια, αφού πίστεψα, ήμουνα μαζί με κάποιους αδελφούς και καθώς διαβάζαμε εδάφια από την Αγία Γραφή διάβασα πρώτη φορά το εδάφιο: Σαμουήλ Α΄ κε΄ 26 «…ζη Κύριος και ζη η ψυχή σου, ο Κύριος βεβαίως σε εκράτησεν από του να εμβής εις αίμα και να εκδικηθής διά της χειρός σου». Με έπιασαν αμέσως τα κλάματα. Αυτό το εδάφιο γράφτηκε πριν χιλιάδες χρόνια και όμως ήταν ακριβώς αυτό που είχε γίνει στη ζωή μου. Ποιος μπορεί να με πείσει ότι αυτό το βιβλίο το έχουνε γράψει άνθρωποι και όχι το Πνεύμα του αληθινού Θεού; Πριν γνωρίσω τον Χριστό δεν αγαπούσα κανέναν, τώρα αγαπώ με τη χάρη του Θεού όλους τους ανθρώπους και προσεύχομαι ο Κύριος να κάνει σωτηρία αιώνια σε όλους τους ανθρώπους και στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την γη.