Βένος (Βενέδικτος) Πακτίτης
«Εις δε τον δυνάμενον υπερεκπερισού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, εις Αυτόν έστω η δόξα εν τη εκκλησία, δια Ιησού Χριστού, εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων. Αμήν.» Προς Εφεσίους γ ́ 20, 21
«Εις δε τον δυνάμενον υπερεκπερισού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, εις Αυτόν έστω η δόξα εν τη εκκλησία, δια Ιησού Χριστού, εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων. Αμήν.» Προς Εφεσίους γ ́ 20, 21
Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε την μαρτυρία ακόμα ενός αδελφού μας από το νησί της Κέρκυρας, του Βένου (Βενέδικτου) Πακτίτη.
Αδελφέ Βένο το όνομα σου φανερώνει κάποια σχέση με καθολική εκκλησία;
Όχι, απλώς είναι το όνομα του παππού μου, που του το είχαν δώσει κάποιοι Ιταλοί καθο-λικοί. Δεν έχω κάποια σχέση με την καθολική εκκλησία, γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ορθόδοξη οικογένεια.
Πότε έχεις γεννηθεί;
Γεννήθηκα το 1980 εδώ στην Κέρκυρα και μεγάλωσα σε ένα χωριό, την Στρογγυλή. Είναι ένα χωριό 250 περίπου κατοίκων. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν πάρα πολύ ανέμελα, τα αναπολώ πολλές φορές κι ευχαριστώ τον Θεό για αυτό. Η αλήθεια είναι ότι αγαπούσα από μικρός τον Κύριο και φοβόμουνα και σεβόμουνα το πρόσωπο του Χριστού. Κάτι με διέγειρε μέσα μου και ήταν αυτό που λέμε «φόβος Κυρίου.»
Είχες διδαχτεί από την οικογένεια σου αυτό το φόβο του Θεού;
Πίστεψε με, η οικογένεια μου ήταν μια οικογένεια όπως οι περισσότερες ορθόδοξες οικογένειες. Είχαμε μια εντελώς τυπική σχέση με τα πράγματα της θρησκείας και πηγαίναμε στην εκκλησία μόνο τις γιορτές. Δεν ξέρω από που πήγαζε αυτό, αλλά ήταν κάτι που υπήρχε μέσα στην καρδιά μου και εργαζότανε. Αργότερα στην εφηβική ηλικία ασχολήθηκα από νωρίς με τον αθλητισμό, με το ποδόσφαιρο, πράγμα που με βοήθησε και με προφύλαξε από τσιγάρα, ξενύχτια και γενικά από ένα βλαβερό τρόπο ζωής. Όμως ακόμα και στο γήπεδο που ήταν ένας χώρος κάπως περίεργος, θυμάμαι ότι πρόσεχα πάντα να μην βρίσω, να μην βλασφημήσω. Αλλά κι όσες φορές παραφερόμουνα και το έκανα, αμέσως το μετάνιωνα και κάπως τιμωρούσα ύστερα τον εαυτό μου θέλοντας να εξιλεωθώ. Χωρίς βέβαια να έχω γνώση τότε του νοήματος της θυσίας του Χριστού. Όλα αυτά όμως κρατήσανε μέχρι την ηλικία του Λυκείου. Μετά με έλκυσε η αμαρτία κι όλα αυτά τα καλά στοιχεία τα οποία είχα, άρχισα σιγά-σιγά να τα ξεχνάω, να φεύγουνε. Λίγο καιρό αργότερα ένα συγγενικό μας πρόσωπο πίστεψε στον Κύριο, μίλησε στη μητέρα μου κι εκείνη έδειξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλα αυτά που άκουσε. Ότι ο Χριστός υπάρχει, ότι είναι αναστημένος και ζωντανός. Ότι μπορεί να μιλήσει στον άνθρωπο, να τον επισκεφτεί, να τον αναγεννήσει, να τον βαπτίσει στο Πνεύμα το Άγιο. Η μητέρα μου επισκέφτηκε και την εκκλησία, της μίλησε ο Κύριος κι άρχισε σιγά-σιγά να κάνει τα βήματα της. Μέχρι που το 1998 πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον Χριστό και βαπτίστηκε στο νερό στην ελευθέρα αποστολική εκκλησία της πεντηκοστής εδώ στην Κέρκυρα. Ο πατέρας μου δεν την εμπόδισε καθόλου πάνω σε αυτό, μάλιστα ήταν θετικός κι εκείνος σε αυτά που άκουγε, αλλά όλως παραδόξως ο αντίθετος ήμουν μόνο εγώ.
Τι ήταν αυτό που σε προβλημάτιζε;
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που συνέβαινε γιατί υπήρχαν αντιδράσεις στο χωριό. Ήμασταν μια πολύ κλειστή κοινωνία και θεωρούσα ότι η μητέρα μου έδινε δικαιώματα για αρνητικά σχόλια. Πήγαινα τότε στην τρίτη Λυκείου και είχα καθηγητή στα θρησκευτικά έναν άνθρωπο πολύ φανατικό θρησκευόμενο. Προσπαθούσα λοιπόν εμμέσως (χωρίς να αναφέρω κάτι για την μητέρα μου) να του αποσπάσω πληροφορίες και να μάθω την γνώμη του για την εκκλησία της πεντηκοστής. Και άρχισε μια επικοινωνία με αυτόν τον άνθρωπο ο οποίος μου έδωσε και κάτι βιβλιαράκια να διαβάσω. Πράγματι τα διάβασα και ταυτόχρονα έκανα πόλεμο στην μητέρα μου κάνοντας τη ζωή της δύσκολη. Σε κάποια στιγμή όμως, όπως ήμασταν οι δύο μας και συζητούσαμε έγινε κάτι το οποίο με συγκλόνισε. Πάει η μητέρα μου και φέρνει την Αγία Γραφή (εγώ είχα αυτό το βιβλιαράκι που μου είχε δώσει ο καθηγητής) και μου λέει: “ σου μιλάω μέσα από την Αγία Γραφή που είναι θεόπνευστη και είναι ο λόγος του Θεού και εσύ προσπαθείς να αντικρούσεις αυτά που σου λέω με ανθρώπινα επιχειρήματα που είναι γραμμένα σε αυτό το βιβλιαράκι.” Αυτό πραγματικά με συγκλόνισε, δεν είχα κάτι να απαντήσω κι εκεί μπορώ να πω ότι παραιτήθηκα και της είπα: “κάνε ότι νομίζεις”. Εκείνο το διάστημα αποφάσισε και ο πατέρας μου να πάει στην εκκλησία. Έβλεπα και τις αδελφές μου να ακούνε τον λόγο του Θεού, να σπάει η καρδιά τους, να κλαίνε, κι εγώ απείχα τελείως από όλα αυτά. Και πολλές φορές η μητέρα μου έλεγε: “ενδεχομένως να πιστέψουνε όλοι στην οικογένεια αλλά ο γιός μου αν πιστέψει, θα πι-στέψει τελευταίος”. Μετά από λίγο όμως άρχισε ο Θεός να εργάζεται και την δική μου την καρδιά. Ενώ εκείνη την εποχή ήμουνα επικεντρωμένος και αφιερωμένος στον στόχο των πανελληνίων εξετάσεων συνέβη να με επισκεφτεί ένα βράδυ ο Κύριος στον ύπνο μου. Επειδή ήθελα να έχω ησυχία, είχα ένα δωμάτιο ξεχωριστό όπου πήγαινα και διάβαζα με τις ώρες και εκεί πέρναγα τον περισσότερο χρόνο μου. Κά-ποια στιγμή λοιπόν -στο όνειρό μου- όπως είμαι σε αυτόν τον χώρο, ξαφνικά σβήνει το φώς κι έπρεπε να βγω στον διάδρομο να σηκώσω τον γενικό διακόπτη. Βλέπω τότε ένα άπλετο φως να έχει γεμίσει όλο τον χώρο και αντίκρισα μπροστά μου τον Κύριο. Τον είδα από την πλάτη και πίσω, φορούσε έναν λευκό ποδήρη χιτώνα και δεν πατούσε κάτω, ήτανε στον αέρα. Έπεσα τότε με το πρόσωπο στο δάπεδο κι άρχισα να σέρνομαι και να Τον ακολουθώ.
Αυτό το είδες σε ενύπνιο;
Ναι, όχι σε όραση, σε ενύπνιο. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία που άρχισε να μαλακώνει και να αλλάζει την καρδιά μου. Η δεύτερη ήταν σε μια συμπροσευχή. Η μητέρα μου συχνά μου έλεγε να πάμε μαζί σε μια προσευχή που γινόταν εκεί στο χωριό, κι ένα βράδυ ενέδωσα. Πήγα, γονάτισα και τότε πλήρωσε το Πνεύμα του Θεού μια αδελφή μας που είχε το προφητικό χάρισμα και μου μίλησε ο Κύριος με το όνομα μου. Μου είπε ότι με αγαπάει, με βεβαίωσε για την αγάπη Του, κι αυτό με συγκλόνισε. Έτσι λίγο πριν δώσω πανελλήνιες εξετάσεις άρχισα να προσεύχομαι πλέον κι εγώ γιατί είχα καταλάβει ότι ο Χριστός είναι ζωντανός και αληθινός. Ότι ακούει αλλά και ότι απαντάει. Άρχισα να Του μιλάω λοιπόν και να Του ζητάω να αναλάβει τις εξετάσεις μου και τα αθλήματα που θα έπρεπε να δώσω.
Στην Γυμναστική Ακαδημία ήθελες να μπεις;
Όχι, έδινα για τις στρατιωτικές σχολές και συγκεκριμένα για την Αστυνομία. Και έπρεπε να δώσω και κάποια αθλήματα. Και θυμάμαι τώρα το πως τελικά ο Θεός ενήργησε. Σε ένα μάθημα ενώ απάντησα σωστά, ξαφνικά κάτι έπαθα («μπλάκ άουτ» το λένε κάποιοι) και έσβησα όλα όσα είχα γράψει. Στενοχωρήθηκα τότε πάρα πολύ, όμως τελικά κατάλαβα εκ του αποτελέσματος ότι όλα τα επέτρεψε ο Κύριος για να μπορέσω να περάσω με την βαθμολογία που έγραψα και που ήταν ακριβώς αυτή που χρειαζόμουνα για να μπω στην σχολή της Αστυνομίας στην Κομοτηνή. Αυτό ήταν το σχέδιο του Θεού για την ζωή μου. Βέβαια δεν είχα ξαναφύγει ποτέ τόσο μακριά από το σπίτι μου και αυτό ήταν ένα πρόβλημα και για μένα και για τους δικούς μου. Παρουσιάστηκα στην σχολή και η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα πάρα πολύ σε εκείνο το διάστημα και πέρασα από διάφορες καταστάσεις ψυχολογικές μέχρι να μπορέσω να προσαρμοστώ.
Ήταν οικοτροφείο, μένατε μέσα;
Μέναμε μέσα, είχαμε την βασική εκπαίδευση που ήταν σαράντα μέρες και μετά μπορούσαμε να δεχτούμε επισκέψεις από τους γονείς μας. Βέβαια οι δικοί μου ήταν πολύ μακριά, δεν μπορούσαν να έρθουνε και αυτό δημιούργησε ψυχολογικά ένα βάρος σε εμένα. Αλλά στην πορεία άλλαξαν τα πράγματα και όταν με βρήκαν τα Χριστούγεννα μέσα στην σχολή είχα εξοικειωθεί τόσο πολύ, είχα κάνει τόσους φίλους, ώστε προτίμησα στις διακοπές να πάω σε ένα φίλο στην Αθήνα και μόνο για λίγες μέρες στην Κέρκυρα Σε αυτό το χρονικό διάστημα η μητέρα μου με είχε προμηθεύσει με μια Αγία Γραφή για να με συντροφεύει, περιττό όμως να σου πω ότι δεν την άνοιξα ποτέ. Και έχοντας ξεχάσει κάθε πνευματική εμπειρία που είχα ζήσει, άρχισα να εντρυφώ στα πράγματα του κόσμου και της αμαρτίας. Στην Κομοτηνή υπήρχαν πολλές πανεπιστημιακές σχολές, πολλοί φοιτητές, ζωή τελείως ελεύθερη και όλα αυτά με τράβηξαν και με έκαναν να ξεχάσω όλα αυτά που είχα ακούσει. Όχι όμως και να ξεχάσω τον Θεό. Γιατί πάντα υπήρχε μέσα μου ένας πόθος να συναντήσω τον Κύριο και να ζήσω μαζί Του. Ήξερα τον δρόμο αλλά αισθανόμουνα τον εαυτό μου πολύ αδύνατο για να ακολουθήσω. Έπρεπε να αφήσω την αμαρτία, έπρεπε να αφήσω πολλά πράγματα και έβλεπα ότι δεν είχα την δύναμη γιατί με τραβούσαν και τα ήθελα.
Προσευχόσουν καμιά φορά στον Κύριο, ζήταγες βοήθεια στις δυσκολίες;
Δεν πήρα ποτέ την στάση της προσευχής να γονατίσω, αλλά επικαλούμουν τον Κύριο, υπήρχαν πολλές στιγμές που Τον χρειάστηκα. Και μέσα σε διάφορες άσχημες εμπειρίες (για τις οποίες εγώ είχα δώσει δικαίωμα με τα λάθη μου) πάντα θυμόμουν αυτό που μου είχε πει η μητέρα μου, να επικαλούμαι το αίμα του Χριστού. Μέσα στη σχολή γνώρισα και την γυναίκα μου την Λίτσα η οποία είναι κι εκείνη σήμερα αστυνομικός. Ξεκινήσαμε να λέμε τα προβλήματα μας ο ένας στον άλλο και γρήγορα αποκτήσαμε πολύ οικειότητα και μια ωραία σχέση φιλίας. Είχε κι εκείνη τις αναζητήσεις της τις πνευματικές και πολλές φορές κάναμε μαζί σχετικές συζητήσεις. Αλλά καταλάβαινα ότι ήμουν πολύ “λίγος” πνευματικά, ότι δεν ήμουν ένα σκεύος καθαρό για να δώσω μαρτυρία για τον Χριστό. Μόνο απ’έξω - απ’έξω της έλεγα κάποια πράγματα θεωρώντας ότι δεν είμαι άξιος. Κάποια στιγμή βέβαια αυτή η σχέση φιλίας εξελίχθηκε σε κάτι άλλο, έγινε μια πολύ στενή σχέση και το καλοκαίρι του 2000 της πρότεινα να κάνουμε μαζί την πρακτική μας εκπαίδευση στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας και να την φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Αποδέχτηκε την πρόσκληση, ήρθε εδώ, γνώρισε τους δικούς μου και η μητέρα μου άρχισε αμέσως να της ομολογεί τον Κύριο. Και η αλήθεια είναι ότι η γυναίκα μου δεχότανε αυτά που άκουγε, της έκαναν μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση και θέλησε να πάει και στην εκκλησία.
Εσύ τι στάση κρατούσες;
Εγώ τα παρατηρούσα όλα αυτά από κάποια απόσταση και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε αυτό που συνέβαινε. Χωρίς όμως και να συμμετέχω με κάποιο τρόπο, απλώς το άφηνα να εξελιχθεί όπως ήταν, από μόνο του. Πήγε πράγματι η Λίτσα στην εκκλησία, της άρεσε πάρα πολύ και μετά κάναμε μαζί κάποιες επισκέψεις. Πηγαίναμε ας πούμε να παρακο-λουθήσουμε ένα γάμο, να επισκεφτούμε κάποιες συναθροίσεις και σιγά-σιγά αρχίσαμε να έχουμε μια συναναστροφή με τους άλλους νέους εδώ στην Κέρκυρα. Ένα βράδυ μετά το κήρυγμα αποφασίσαμε να καθίσουμε και στην προσευχή. Πέρασαν πέντε-δέκα λεπτά και εκείνο το βράδυ επισκέφτηκε ο Κύριος την γυναίκα μου με πολλή δύναμη και την βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Και επειδή δεν ήξερε καν τι της συνέβαινε, ήρθε ένας αδελφός πρε-σβύτερος και άρχισε να της εξηγεί μέσα από την Αγία Γραφή τι ακριβώς είναι η βάπτιση του Αγίου Πνεύματος. Εγώ που ήμουν ακριβώς δίπλα της, βλέποντας όλα αυτά, άρχισα ν’ ανησυχώ κι άρχισα να αισθάνομαι ότι πλέον τη χάνω, φεύγει από μένα και θα ακολουθήσει τον Χριστό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά (κι εκείνο ήταν που με συγκλόνισε) εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι εμένα δεν με αγαπά-ει ο Κύριος. “Σε μένα που γνωρίζω την αλήθεια τόσα χρόνια γιατί δεν έρχεσαι;” έλεγα μέσα μου. Κι ήταν τόσο έντονο αυτό που ένοιωθα που άρχισα να κλαίω, να συντρίβεται η καρδιά μου και να δημιουργείται μπροστά μου μια λίμνη από δάκρυα. Ήρθε πάλι ο ίδιος πρεσβύτερος δίπλα μου και απευθυνόμενος και σε μένα και στην Λίτσα μας λέει: “τώρα θα κάνουμε μια συμφωνία, όπως λέει και ο λόγος του Θεού. Θα ζητήσουμε από τον Κύριο όπως βάπτισε την Λίτσα με Πνεύμα Άγιο να βαπτίσει και τον Βένο με Πνεύμα Άγιο.” Μόλις το είπαμε και συμφωνήσαμε ήρθε ο Κύριος και βάπτισε και εμένα με Πνεύμα Άγιο. Φύγαμε εκείνο το βράδυ δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Κύριο για τα μεγαλεία που έκανε στην ζωή μας. Κι επειδή είχαμε ένα μηχανάκι τότε και μετακινούμασταν, θυμάμαι ότι επιστρέφαμε πάνω στο μηχανάκι από την πόλη της Κέρκυρας στο χωριό και γλωσσολαλούσαμε και δοξάζαμε τον Θεό σε όλη την διαδρομή. Ήμασταν πραγματικά “ως ονειρευόμενοι”, δεν μπορούσαμε να το συλλάβουμε αυτό που είχε γίνει.
Βαπτιστήκατε μετά μαζί στο νερό;
Κανονικά την επόμενη Κυριακή θα έπρεπε να βαπτιστούμε στο νερό, όμως εγώ καθυστέρησα. Όχι η Λίτσα. Εκείνη ήταν πιο σίγουρη και πιο βέβαιη γιατί είχε την απλότητα της πίστεως. Εμένα με δυσκόλεψε το ότι είχα γνώση για κάποια πράγματα. Ήξερα ότι πλέον θα έπρεπε να είμαι καθαρός, να κρατάω το σκεύος μου σε αγιασμό και τιμή, να ευαρεστώ τον Κύριο με το περπάτημα μου και όλα αυτά τα έβλεπα μπροστά μου ένα μεγάλο βουνό. Θεωρού-σα ότι δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω και παρόλο που ο Κύριος με είχε επισκε-φτεί, σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορέσω να φανώ αντάξιος της προσκλήσεως που μου έκανε. Και τελικά δεν προχώρησα στο βάπτισμα εκείνη την Κυριακή. Αυτό που με βοήθησε όμως τότε, ήταν η κοινωνία που είχα με τους αδελφούς και πιο ειδικά η συναναστροφή με τους άλλους νέους που ήταν στην εκκλησία. Μέσα από διάφορες συζητήσεις που κάναμε και ακούγοντας και την εμπειρία άλλων αδελφών κατάλαβα ότι δεν είναι η δική μου δύναμη που θα με κρατήσει κοντά στον Θεό αλλά η δική Του χάρη. Εγώ θα έπρεπε να βάλω απλά την θέληση. Τότε “ξεκλείδωσα” μπορώ να πω μέσα μου και την μεθεπόμενη Κυριακή βαπτιστήκαμε μαζί με την Λίτσα στο νερό και παραδώσαμε τις ζωές μας στον Κύριο. Πλέον όμως δεν μπορούσαμε να είμαστε ένα ζευγάρι όπως τα ζευγάρια του κόσμου. Έπρεπε να πάρουμε την απόφαση να παντρευτούμε ή να χωρίσουμε. Πάλι δυσκολεύτηκα, αλλά πάλι -ευχαριστώ τον Θεό- μπόρεσα να διακρίνω καθαρά το θέλημα Του και τον Σεπτέμβριο του 2000 παντρευτήκαμε με την Λίτσα και έκτοτε πορευόμαστε μαζί. Μέσα σε αυτή την πορεία την πνευματική ο Κύριος μας χάρισε και 3 παιδιά και Τον ευχαριστούμε για όλα.
Η μητέρα σου φαντάζομαι θα είχε μείνει άναυδη με όλα αυτά που έγιναν. Ακούγοντας την μαρτυρία σου θυμήθηκα αυτό που αναφέρει μέσα στην Καινή Διαθήκη, ότι ο Θεός είναι δυνατός να κάνει περισσότερα από όσα ζητούμε ή νοούμε.
Πραγματικά αυτά τα κάνει μόνο ο Κύριος. Και πολλές φορές ο Κύριος πραγματικά μας ξεπερνάει. Η μητέρα μου είχε μείνει όντως άναυδη γιατί όλα αυτά που έγιναν στην ζωή μου έγιναν τόσο γρήγορα που ακόμα κι εκείνη που πίστευε στον Χριστό δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την ταχύτητα των εξελίξεων. Και το λέω αυτό γιατί όταν πήραμε τις απο-φάσεις μας, να ακολουθήσουμε τον Θεό, να ακολουθήσουμε το θέλημα Του και να παντρευτούμε, η μητέρα μου κάπου τρόμαξε κι ανησύχησε. Γιατί ήμασταν και οι δύο πολύ νέοι, είκοσι χρονών και φοβήθηκε ότι θα γίνει κάποιο λάθος πάρα πολύ σοβαρό. Και φαντάσου πόσο μάλλον από την άλλη πλευρά οι γονείς της γυναίκας μου. Οι οποίοι είδαν ξαφνικά την κόρη τους τελείως αλλαγμένη σε εμφάνιση και συμπεριφορά και να τους λέει: “παντρεύομαι, ελάτε στο γάμο μου.” Φαντάσου πόσο δύσκολο ήταν για αυτούς τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχτούν όλο αυτό που συνέβαινε. Και πάνω σε αυτό θέλω να ευχαριστήσω τον Θεό γιατί έκανε μεγάλη χάρη μέσα σε δύσκολες καταστάσεις. Ήτανε όμως τόσο ζωντανή η επίσκεψη του Θεού μέσα στην ζωή μας που δεν μας άφηνε περιθώρια ούτε να αμφισβητήσουμε, ούτε να διαπραγματευθούμε το οτιδήποτε. Πήραμε μια σταθερή και σοβαρή απόφαση και ο Κύριος το είδε αυτό, το ευόδωσε και το ευλόγησε.
Στον γάμο ήρθανε;
Παραδόξως ήρθανε. Και με το πέρασμα του χρόνου ο Κύριος έχει κάνει χάρη και έχουν αποδεχτεί πλέον αυτό που είμαστε και τον τρόπο που ζούμε και αγωνιζόμαστε. Έκτοτε μείναμε στο νησί της Κέρκυρας, εδώ μας έθεσε ο Θεός. Είχαμε και πάνω σε αυτό μια απορία, για το που θα πρέπει να μείνουμε και να δουλέψουμε αλλά τελικά μείναμε εδώ και μέσα στην εκκλησία Του προσπαθούμε να εργαζόμαστε κι εμείς για τον Κύριο.
Τώρα είσαι πρεσβύτερος;
Πρεσβύτερος είμαι, ναι.
Ποιά είναι τα νέα από την εκκλησία εκεί;
Αυτό το διάστημα έχουμε μπει σε ένα πρόγραμμα προσευχής και νηστείας γιατί έχουμε καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για εμάς για να μπορέσουμε να επιτύχουμε οφέλη πνευματικά. Βλέπουμε και το τελευταίο καιρό διάφορα προβλήματα μέσα στην εκκλησία, πολλές ασθένειες να υπάρχουν και θέλουμε να αντιδράσουμε σε όλα αυτά, να έχουμε έντονα τα αντανακλαστικά μας, τα αισθητήρια μας. Όπως η πρώτη αποστολική εκκλησία που έκανε ακατάπαυστη προσευχή για τον απ. Πέτρο, έτσι κι εμάς τα σπλάχνα μας να κινηθούν για τους αδελφούς μας, για όλα τα μέλη τα οποία πάσχουν. Ο Κύριος να τα επισκεφτεί, να τα ενδυναμώσει, να τα θεραπεύσει και να επιστρέψει και όλα τα απομακρυ-σμένα μας αδέλφια για να μπορέσουμε να χαρούμε και να είμαστε ως ονειρεύομενοι πραγματικά.