Παναγιώτης Γιαννιώτης και Ιωάννα Μαρούση.
“Ιδού ίσταμαι εις την θύραν και κρούω, εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν θέλω εισέλθη προς αυτόν και θέλω δειπνήση μετ΄αυτού και αυτός μετ΄εμού.” Αποκάλυψις γ΄ 20.
“Ιδού ίσταμαι εις την θύραν και κρούω, εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν θέλω εισέλθη προς αυτόν και θέλω δειπνήση μετ΄αυτού και αυτός μετ΄εμού.” Αποκάλυψις γ΄ 20.
Η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι θαυμαστή και είναι τέλεια. Ο Ιησούς Χριστός όχι μόνο προσκαλεί κοντά Του κάθε έναν άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά πηγαίνει ο ίδιος σε κάθε έναν ξεχωριστά και του χτυπάει την πόρτα. Και με απέραντη υπομονή, με απέραντο σεβασμό, με απέραντη αγάπη, περιμένει να ακούσεις την φωνή του και να Του ανοίξεις. Δεν πρόκειται ποτέ να παραβιάσει την θέληση σου.
Αυτό το μήνα θα μας δώσουν την δική τους μαρτυρία για τον Χριστό, ο αδελφός μας Παναγιώτης Γιαννιώτης και η σύζυγος του Ιωάννα Μαρούση.
Αδελφέ Παναγιώτη ας ξεκινήσουμε με εσένα.
Αμήν. Ονομάζομαι Γιαννιώτης Παναγιώτης του Γερασίμου και της Μαρίας. Γεννήθηκα το 1963 στο Πειραιά αλλά κατάγομαι από ένα μικρό νησάκι κάτω από την Λευκάδα που λέγεται Κάλαμος. Όλοι οι κάτοικοι εκεί είναι ναυτικοί, έτσι και ο πατέρας μου ήταν ναυτικός. Δούλευε από πολύ μικρός στο καΐκι του παππού μου και γι’ αυτό είχε γίνει πολύ καλός και πολύ μεθοδικός στην δουλειά του αλλά όμως χάλασε μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του. Είχε γίνει πολύ βίαιος και οργίλος και δυστυχώς αυτή την συμπεριφορά την είχε και μέσα στην οικογένεια.
Εσένα πως σε είχε επηρεάσει αυτό;
Αρνητικά οπωσδήποτε. Ενώ γενικά ήμουν καλός μαθητής, στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου που έπρεπε να διαβάσω για να περάσω στο Πανεπιστήμιο εγώ δεν είχα καμία διάθεση για διάβασμα. Έδωσα όμως εξετάσεις και πέρασα σε μια σχολή ασυρματιστών και όταν τη τελείωσα ταξίδεψα με ένα καράβι για να πάρω την άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος. Γνωρίστηκα τότε μέσα στο πλοίο με έναν άνθρωπο ο οποίος κάπνιζε χασίς. Έκανα χρήση μαζί του αλλά αυτή η πρώτη μου εμπειρία ήταν τόσο άσχημη που δεν θέλησα να ξαναδοκιμάσω. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί πιστεύω ότι Εκείνος με φύλαξε. Με επηρέασε όμως άσχημα αυτό το γεγονός και γενικά επειδή μέχρι τότε στην ζωή μου είχα εκζητήσει την αμαρτία, η αμαρτία με γέμιζε με θλίψη και απογοήτευση. Χωρίς να γνωρίζω τι μου συμβαίνει. Ήμουνα άθεος, ήμουν κομμουνιστής, όταν όμως έγινε η εισβολή των σοβιετικών στη Πολωνία πέρασα στο χώρο των αναρχικών. Άρχισα να διαβάζω βιβλία αυτής της ιδεολογίας, να πηγαίνω σε διαδηλώσεις και να συμμετέχω σε συγκρούσεις με την αστυνομία.
Στο επάγγελμα του ναυτικού δεν συνέχισες;
Όχι, μόνο αυτό το ταξίδι έκανα. Η ειδικότητα του ασυρματιστή σταμάτησε κιόλας στα καράβια γιατί βγήκαν άλλα συστήματα επικοινωνίας πιο εξελιγμένα, αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος που δεν συνέχισα. Για να δουλέψεις σε καράβι χρειάζεσαι κάποια συγκρότηση, κάποια ψυχική δύναμη, που δεν την είχα εκείνη την περίοδο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά που πίστευα κι έκανα δεν οδηγούν πουθενά, ξέκοψα, κλείστηκα στον εαυτό μου κι άρχισα να ασχολούμαι πολύ με την μουσική, να ακούω πολύ μουσική. Και επειδή συνήθως δεν είχα χρήματα, αντί να αγοράζω δίσκους, τους έκλεβα. Και όσους δεν μου αρέσανε τους πούλαγα και αγόραζα άλλους. Αυτό γινότανε σε καθημερινή βάση. Ήτανε μια μεγάλη ανοησία που έκανα (και τότε το καταλάβαινα) αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω γιατί η μουσική είχε γίνει για μένα πάθος πραγματικά. Αυτό μου δημιούργησε πέρα από τα προβλήματα που είχα ήδη μέσα μου (άγχος, θλίψη) κι ένα μεγάλο βάρος αμαρτίας. Βαρύ σαν μολύβι. Δεν ήξερα τότε τι είναι, αλλά μου άλλαζε πραγματικά μέσα μου το κέντρο βάρους, μου διέλυε κάθε ισορροπία. Ένα βράδυ είδα ένα πραγματικά πολύ άσχημο όνειρο. Ήμουν μαζί με τον εχθρό της ψυχής, τον διάβολο και συμμετείχα μαζί του σε αυτά που έκανε. Κάποιου είδους τελετουργίες. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες αλλά το συναίσθημα που ένοιωσα ήταν τόσο άσχημο και φριχτό που ξέφευγε από τα ανθρώπινα όρια. Και αυτό το συναίσθημα δεν έφευγε αν και είχαν περάσει ώρες από τότε που είδα το όνειρο. Ζήτησα τότε βοήθεια από μια φίλη που γνώριζα ότι έχει κάποια σχέση με τον Θεό. Είχε κι εκείνη μαζί με τον άντρα της το ίδιο πάθος σαν κι εμένα και αγοράζανε συνέχεια και πουλούσανε δίσκους. Έτσι τους έβλεπα σχεδόν καθημερινά. Ήξερα ότι πίστευαν (με ένα δικό τους τρόπο) και ότι πήγαιναν σε μια εκκλησία Αντβεντιστών.
Σου είχαν μιλήσει για τον Χριστό;
Μου είχαν μιλήσει παλιότερα και δεν είχα δώσει καμία σημασία. Όμως τότε σκέφτηκα ότι ίσως με κάποιο τρόπο μπορούνε να με βοηθήσουνε γιατί ένοιωθα πραγματικά πολύ άσχημα. Και μου πρότεινε λοιπόν αυτή η κοπέλα να διαβάσουμε κάτι από την Αγία Γραφή. Συγκεκριμένα από το βιβλίο των Ψαλμών, τον ψαλμό κζ΄: «Ο Κύριος είναι φως μου και σωτηρία μου τίνα θέλω φοβηθεί; ο Κύριος είναι δύναμις της ζωής μου από τίνος θέλω δειλιάσει;...» Αμέσως αυτό το πράγμα που ένοιωθα έφυγε. Την ίδια στιγμή. Ήταν απίστευτο. Και τότε για πρώτη φορά σκέφθηκα: «μήπως τελικά υπάρχει Θεός;»
Για πρώτη φορά στην ζωή σου;
Ναι, να φανταστείς δεν ήξερα καν τι είναι η Καινή Διαθήκη. Μου χαρίσανε μια Καινή Διαθήκη εκείνα τα παιδιά κι έψαχνα να βρω μέσα τους Ψαλμούς! Το ξέχασα αυτό το γεγονός γρήγορα, όμως από εκείνη την ημέρα άρχισε η ζωή μου να αλλάζει. Σταμάτησα να κλέβω δίσκους και λίγο αργότερα έπιασα μια βραδινή δουλειά σε ένα περίπτερο. Εκεί όλη τη νύχτα άκουγα μουσική στο ραδιόφωνο και κάποια στιγμή όπως έψαχνα στις συχνότητες πέφτω πάνω στο ραδιοφωνικό σταθμό «Χριστιανισμός». Και ακούω μια φωνή να λέει: «...ο Χριστός πέθανε για σένα γιατί θέλει να ζήσεις αιώνια μαζί Του. Πίστεψε στον Χριστό, δέξου τον Χριστό...». Ήταν η φωνή του αδελφού Νικολακόπουλου. Δεν το θεώρησα άξιο προσοχής αυτό που άκουσα και άλλαξα κατευθείαν συχνότητα. Πέρασαν κάποιες ώρες και ήρθε ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε έξω από το περίπτερο. Με το ραδιόφωνο ανοιχτό τέρμα, στη διαπασών. Άκουγα μια φοβερή βαβούρα, άκουγα κάποιον να μιλάει και μου έκανε τρομερή εντύπωση γιατί δεν μου είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Περνάγανε συχνά αυτοκίνητα που είχαν δυνατά το ραδιόφωνο αλλά πάντα θα ακούγανε κάποιο είδος μουσικής, όχι μια ομιλία. Το αυτοκίνητο έμεινε εκεί κανένα δεκάλεπτο και αφού συνήθισε το αυτί μου την ένταση συνειδητοποιώ ότι η φωνή που ακούω είναι η ίδια με την φωνή που άκουσα πιο πριν και που μιλούσε για τον Χριστό. Η φωνή του αδελφού Νικολακόπουλου. Κι εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι κάποιος μου στέλνει ένα μήνυμα: «Είσαι κουφός (πνευματικά), δεν ακούς και γι’ αυτό ο Θεός σού φωνάζει μέσα από αυτόν τον άνθρωπο που μιλάει στο ραδιόφωνο για να Τον ακούσεις». Τότε δεν ήξερα τον λόγο του Θεού και δεν ήξερα το εδάφιο που λέει: «Ιδού ίσταμαι εις την θύρα και κρούω...» αλλά αυτό ακριβώς ένοιωσα. Ότι κάποιος είναι έξω από την πόρτα μου, την χτυπάει, μου φωνάζει κι εγώ είμαι κουφός και δεν του ανοίγω. Αυτή την φορά δεν είπα: «μήπως τελικά υπάρχει Θεός;» αλλά είπα: «κοίτα να δεις που υπάρχει Θεός και μιλάει μέσα από αυτό το ραδιοφωνικό σταθμό.» Από τότε άρχισα να ακούω συνέχεια. Και άρχισα να γνωρίζω την διδασκαλία του Χριστού, τα αρχικά στοιχεία πρώτα. Ότι ο Χριστός πέθανε για εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους και μας εξαγόρασε με το άγιο αίμα Του. Ότι ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί, να βαπτιστεί στο νερό και μετά στο Πνεύμα το Άγιο. Όλα αυτά τα δεχόμουνα χωρίς να αμφιβάλω καθόλου, σαν να τα ήξερα ήδη από χρόνια. Ξεκίνησα να διαβάζω και την Καινή Διαθήκη και έβλεπα ότι όσα άκουγα συμφωνούσαν απόλυτα με αυτά που έγραφε μέσα. Αλλά καθυστέρησα να πάω στην εκκλησία, ίσως επειδή είχα ακόμα ένα δικό μου τρόπο σκέψης ιδιαίτερο.
Πόσος καιρός πέρασε μέχρι να πας;
Δύο χρόνια περίπου. Τελικά ένα απόγευμα πήγα στην ελευθέρα αποστολική εκκλησία πεντηκοστής στην Αθήνα αλλά ήμουν πολύ δειλός ώστε να δώσω όλη μου την ζωή στον Χριστό και να Τον ακολουθήσω με όλη μου την καρδιά. «Έξω είναι οι δειλοί» όμως έλεγε το ευαγγέλιο, το διάβαζα κι αυτό κι έλεγα μέσα μου: «πρέπει να προχωρήσεις». Μια μέρα γονάτισα και προσευχήθηκα με όλη μου την καρδιά. Του είπα ότι είμαι πολύ αδύνατος κι έχω ανάγκη να με βοηθήσει και ο Κύριος ήρθε και μου έδειξε την δύναμη Του μέσα στην ψυχή μου. Μου έδωσε μια απέραντη ειρήνη, μια ειρήνη που δεν ήταν δικιά μου αλλά ήταν από τον Κύριο. Και θυμήθηκα τα λόγια του ευαγγελίου που είχα διαβάσει: «την ειρήνη την δική μου σας δίνω». Κάθε τι που διάβαζα τότε στο ευαγγέλιο επαληθευόταν μετά στην ζωή μου με γεγονότα. Πήγαινα ήδη στην εκκλησία αραιά, μετά άρχισα να πηγαίνω συχνότερα και πήγα και σε ένα συνέδριο νεολαίας στη Θεσσαλονίκη.
Στο νερό είχες βαπτιστεί;
Όχι ακόμα. Μετά που πήγα σε εκείνο το συνέδριο το αποφάσισα και βαπτίστηκα στην εκκλησία του Αιγάλεω το 1998. Μετά από λίγο έγινε μια μεγάλη αναζωπύρωση, βαπτίστηκαν πολλές ψυχές με Πνεύμα Άγιο και βαπτίστηκα κι εγώ σε μια προσευχή στην εκκλησία του Μενιδίου. Και σε αυτό το σημείο εκπληρώθηκε το ευαγγέλιο μέσα στη ζωή μου. Συνέχισα με τον Κύριο και στην πορεία γνώρισα την Ιωάννα μέσα στην εκκλησία. Αμέσως ένοιωσα αγάπη για εκείνη, ο Κύριος μας ένωσε και μας έχει χαρίσει ως τώρα τέσσερα παιδιά. Αργότερα έγινα διάκονος στην εκκλησία του Αιγάλεω και το 2007 ήρθε ένα σοβαρό πρόβλημα στην ζωή μας. Αρρώστησε η κόρη μου η Μαριλλένα με μια σοβαρή ασθένεια που λέγεται θρομβοπενική πορφύρα. Είχε γεμίσει όλο της το σώμα με μικρά αιματώματα, είχαν μειωθεί στο ελάχιστο τα αιμοπετάλιά της και όλο αυτό μπορούσε να αποβεί πολύ επικίνδυνο για την ζωή της. Κάλεσα τότε τον ποιμένα της εκκλησίας που πήγαινα, τον αδελφό τον Νίκο Τζίκα να προσευχηθεί για το παιδί και να το αλείψει με έλαιο όπως λέει ο λόγος του Θεού. Ήρθε μαζί με έναν αδελφό πρεσβύτερο, τον Μάκη Καλατζή, προσευχήθηκαν πάνω από το παιδί κι εκείνη την ώρα πήρα μέσα μου μια βεβαιότητα ότι το παιδί θα θεραπευτεί. Πραγματικά την επόμενη μέρα κιόλας έγινε καλά. Δόξα στον Κύριο. Τον τελευταίο καιρό έχω καταλάβει ότι αυτό που αξίζει δεν είναι τόσο η γνώση που αποκτάς σχετικά με τον λόγο του Θεού αλλά είναι οι εμπειρίες που ζεις μαζί με τον Χριστό. Οι οποίες σου αυξάνουν την πίστη, μένουν αναλλοίωτες μέσα σου και δεν μπορεί κανείς να σου βάλει αμφιβολία. Και αυτό που επίσης αξίζει είναι επιστρέφοντας διαρκώς στον σταυρό του Γολγοθά να γνωρίζεις μόνο τον Χριστό «και τούτον εσταυρωμένο». Αυτό μετράει τελικά και μόνο έτσι μπορείς να προχωρήσεις μέχρι το τέλος.
Αμήν. Να περάσουμε όμως και στην μαρτυρία της Ιωάννας.
Εγώ γεννήθηκα το 1976. Σε μια αστική, πολύ ευκατάστατη οικογένεια και μεγάλωσα μπορώ να πω μέχρι μια ηλικία μέσα στη χλιδή. Ζούσαμε μια πολύ άνετη ζωή, ότι θέλαμε το είχαμε αλλά δεν υπήρχε και πραγματική ευτυχία μέσα στο σπίτι μας. Δεν υπήρχε η ζεστασιά όπως την βιώνω εγώ τώρα στην δική μου οικογένεια (παρόλο που εμείς δεν έχουμε οικονομική άνεση) και δεν υπήρχε μεταξύ μας πραγματική επικοινωνία. Και όταν τέλειωσε η χλιδή τότε ήρθε αυτό που λένε: «μαύρη πίκρα».
Πως τελείωσε;
Κάποια στιγμή υπήρξε διαφωνία στην επιχείρηση που είχε ο πατέρας μου με τα αδέλφια του, γίνανε κάποιοι λάθος χειρισμοί και ήλθε η καταστροφή. Πριν από αυτό όμως είχε συμβεί ο χωρισμός των γονιών μου. Σαν παιδί θυμάμαι μια μέρα που χτύπησε το τηλέφωνο μέσα σε αυτό το πολύ ωραίο σπίτι που ζούσαμε στο Ψυχικό. Μιλούσε ο πατέρας μου στο τηλέφωνο, η μητέρα μου το είχε σηκώσει και άκουγε από ένα άλλο δωμάτιο (ήτανε ντούμπλεξ η γραμμή) και έτσι κατάλαβε ότι την απατούσε. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Έκανε μετά προσπάθειες ο πατέρας μου να επανορθώσει και να κρατήσει την οικογένεια μας ενωμένη αλλά δεν τα κατάφερε.
Σε τι ηλικία ήσουν τότε;
Ήμουνα εννιά χρονών. Την ίδια εποχή βρεθήκαμε (μαζί με την μητέρα μου και την αδελφή μου) στο γάμο ενός ξαδέλφου μου που έγινε στην ελευθέρα αποστολική εκκλησία πεντηκοστής. Τον γάμο τον έκανε ο αδελφός ο Λεωνίδας Φέγγος και παρόλο που ήμουν τόσο μικρή με άγγιξαν πάρα πολύ τα λόγια που άκουσα εκείνη την ημέρα. Ο αδελφός τα έλεγε πολύ απλά, εξηγούσε πως πρέπει να είναι η χριστιανική οικογένεια σύμφωνα με το λόγο του Θεού κι όλα αυτά με συγκίνησαν σε μεγάλο βαθμό. Ακριβώς γιατί ζούσα στην δική μου οικογένεια κάτι τελείως αντίθετο. Και μπήκε τότε μέσα στην καρδιά μου πως: «όταν μεγαλώσω και παντρευτώ, εδώ θέλω να παντρευτώ. Και έτσι θέλω να είναι ο γάμος μου». Στα επόμενα χρόνια πίστεψαν και άλλοι συγγενείς, θείες, θείοι, ξαδέλφια και κάποια στιγμή πίστεψε και η μητέρα μου αλλά και η αδελφή μου που σπούδαζε τότε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα αρκετά συχνά και την έβλεπα και με έπαιρνε πάντα μαζί της στην εκκλησία εκεί. Μπαίνοντας στην εφηβεία η καρδιά μου αναζήτησε πιο πολύ τον κόσμο, όμως ουσιαστικά δεν ευχαριστιόμουν τίποτε. Υπήρχε ο Χριστός από την μια, ο κόσμος από την άλλη κι εγώ βρισκόμουνα στη μέση και δεν απολάμβανα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είχα καταλάβει ακόμα ότι έπρεπε να ζητήσω τον Χριστό και να έρθει Εκείνος να με ελευθερώσει και να με αναγεννήσει. Πίστευα ότι υπάρχουν οι άνθρωποι του Θεού που είναι τυχεροί και κάνουν μια αγία ζωή και υπάρχω κι εγώ που δεν μπορώ να κάνω αυτή την ζωή και είμαι καταδικασμένη.
Η αδελφή σου ήταν στη Θεσσαλονίκη ακόμη;
Όχι είχε γυρίσει, είχε παντρευτεί και είχε κάνει οικογένεια με τρία παιδιά. Πριν γεννήσει το τρίτο παιδί αναγεννήθηκα εγώ το 1999. Εκείνη την εποχή έμενα μαζί με τον πατέρα μου στην Κυψέλη κι αυτό πιστεύω ότι ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού. Γιατί έμενε πολύ κοντά η θεία μου η Εύα που ήταν πιστή και όποτε συναντιόμασταν μου έλεγε για τα πράγματα του Θεού. Μου τα υπενθύμιζε μάλλον. Με προσκαλούσε πάντα να πάω στην εκκλησία αλλά το απόφευγα μέχρι που μια μέρα με βρήκε μέσα στο τρόλεϊ και επέμενε τόσο που με έπεισε. Ήταν Τρίτη και έκανε μάθημα ο αδελφός ο Λούης Φέγγος από την Αποκάλυψη. Εν τω μεταξύ είχα συνηθίσει όποτε πήγαινα στην εκκλησία να ακούω ευαγγελιστικά μηνύματα: «Ο Θεός σε αγαπάει, σε περιμένει, θα σε ευλογήσει, θα τα αναλάβει όλα...». Εκείνη την ημέρα όμως άκουσα άλλα μηνύματα. Άκουσα για την οργή του Θεού που κάποια στιγμή θα έρθει στους ασεβείς και αμαρτωλούς ανθρώπους, για την ημέρα της Κρίσης που θα σταθούνε όλοι μπροστά στον Θεό για να κριθούνε και όταν τελείωσε το κήρυγμα ένοιωσα πολύ παράξενα. Ένοιωσα ότι τέλειωσε για μένα η μακροθυμία του Θεού. Πήγα μπροστά στο ευχέλαιο κλαίγοντας, έκανα μια προσευχή καθώς γονάτισα και είπα: «Κύριε δεν μπορώ να κάνω το θέλημα σου στην ζωή μου. Αν εσύ όμως μπορείς να ενεργήσεις μέσα μου ώστε να κάνω το θέλημα σου, ενήργησε». Δηλαδή ουσιαστικά ζήτησα από τον Θεό να με αναγεννήσει χωρίς να το καταλαβαίνω. Πράγματι όταν σηκώθηκα από τα γόνατα ένοιωθα ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος κι ένοιωθα την αγάπη του Θεού (που νόμιζα ότι είχε σταματήσει για μένα) πολύ έντονη επάνω μου. Από εκείνο το βράδυ άλλαξαν όλα στη ζωή μου. Το ντύσιμο μου, οι παρέες μου, τα πάντα. Ήθελα να προσεύχομαι, να διαβάζω το λόγο του Θεού και να είμαι με τους αδελφούς συνέχεια.
Κάπνιζες πριν αναγεννηθείς;
Κάπνιζα ναι. Ο Κύριος με ελευθέρωσε και από το τσιγάρο και βαπτίστηκα στο νερό στην εκκλησία του Αιγάλεω. Μετά από κάποιους μήνες έλαβα και το Πνεύμα το Άγιο και πολύ γρήγορα μετά από δύο χρόνια ο Κύριος μας ένωσε με τον Παναγιώτη και παντρευτήκαμε. Η χριστιανική μου ζωή και η οικογενειακή μου ζωή δεν μπορώ να πω ότι ήταν «στρωμένη με ροδοπέταλα» και ότι ήταν όλα τέλεια και ιδανικά. Πολλά προβλήματα υπήρξανε. Δεν έφθασα όμως ποτέ σε αδιέξοδο γιατί σε κάθε πρόβλημα ερχόταν ο Κύριος και έκανε κάτι θαυμαστό μέσα στην ζωή μου. Στον κόσμο, ίσως επειδή μεγάλωσα με μεγάλη οικονομική άνεση, είχα αποκτήσει έναν αλαζονικό χαρακτήρα. Αλλά οι θλίψεις και οι δοκιμασίες που ήρθαν στη ζωή μου όσο είμαι με τον Χριστό με βοήθησαν να διαμορφώσω έναν άλλο χαρακτήρα κι αυτό το εκτιμώ πιο πολύ από όλα. Και πιστεύω ότι μόνο ο Χριστός μας δίνει αυτή την ελπίδα. Ακόμα και αν περνάς ένα πρόβλημα να ησυχάζεις γιατί ξέρεις ότι κάτι καλό θα βγάλει ο Κύριος από αυτό. Κάτι καλό για τον χαρακτήρα σου και για την ψυχή σου. Αυτό είναι το ωραιότερο που ζω μαζί με τον Χριστό.