Δημήτρης Παρλάντζας
«Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, κατά πάντα ευχαριστείτε, διότι τούτο είναι το θέλημα του Θεού προς εσάς εν Χριστώ Ιησού.» Α ́ Θεσσαλονικείς 16,17,18
«Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, κατά πάντα ευχαριστείτε, διότι τούτο είναι το θέλημα του Θεού προς εσάς εν Χριστώ Ιησού.» Α ́ Θεσσαλονικείς 16,17,18
Μπορεί ένας άνθρωπος να είναι χαρούμενος ενώ είναι ανάπηρος από ανίατη ασθένεια και ζει χωρισμένος από την γυναίκα του και τα παιδιά του; Μόνο αν είναι χριστιανός.
Ο αδελφός μας Δημήτρης Παρλάντζας από την Ελασσόνα είναι χριστιανός και θα μας δώσει αυτό τον μήνα την μαρτυρία του.
Αδελφέ Δημήτρη να ξεκινήσουμε από τα δυσάρεστα. Από τι πάσχεις ακριβώς;
Σκλήρυνση κατά πλάκας.
Πόσα χρόνια;
Πρέπει να ήμουν 30 χρονών όταν το έπαθα. Δεν θυμάμαι ακριβώς και ίσως είναι καλό αυτό τελικά.
Τώρα πόσον χρονών είσαι; Πες μας λίγα λόγια για την ζωή σου.
Γεννήθηκα το 1968 και μεγάλωσα εδώ στην Ελασσόνα. Αφού έβγαλα το Γυμνάσιο και πήγα και μια χρονιά στο Λύκειο είπαν οι δικοί μου: «αφού δεν παίρνει τα γράμματα ας φύγει κι ας πάει να μάθει καμία τέχνη.» Πράγματι πήγα στην Αθήνα στην σχολή Δέλτα για μηχανικός αεροσκαφών και μετά πήγα στην Σιβιτανίδειο για μηχανικός αυτοκινήτων. Έμεινα αρκετά χρόνια στην Αθήνα, μέχρι το 1989 περίπου, που απολύθηκα από φαντάρος στον Ασπρόπυργο.
Στον Ασπρόπυργο; Λοκατζής ήσουν;
Στα αλεξίπτωτα, λοκατζής ναι. Στην Αθήνα είχα μπλέξει κιόλας στη νύχτα. Στην Καλλιθέα που έμενα είχα κάτι φιλαράκια που είχανε καφετέριες, φεύγανε, τις αφήνανε σε μένα και τις δούλευα εγώ. Τη ζωή της πόλης όμως δεν την άντεχα με τίποτα και μόλις τέλειωσα τον στρατό γύρισα εδώ στην Ελασσόνα. Κι εδώ όμως έκανα άσωτη ζωή πολύ. Το εικοσιτετράωρο δεν μου έφτανε και κοιμόμουνα πολύ λίγο. Μπορεί να κοιμόμουνα μόνο δύο ώρες το βράδυ και τον υπόλοιπο ύπνο να τον «έκλεβα». Εκεί που καθόμουνα δηλαδή να με έπαιρνε λίγο ο ύπνος και να σηκωνόμουνα μετά.
Στην Ελασσόνα τι επάγγελμα έκανες;
Ήμουνα κτηνοτρόφος. Δούλευα μαζί με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου και όταν παντρεύτηκα ξεκίνησα και δούλευα μόνος μου. Παντρεύτηκα στα 26 μου μια πολύ καλή κοπέλα πραγματικά. Κι αυτό το καταλαβαίνεις τώρα κι από τα παιδιά μου που είναι πολύ καλά και σεβαστικά. Στη Γ’ Λυκείου πάει η κόρη μου και στην Α’ Λυκείου ο γιός μου. Μετά τον γάμο όμως συνέχισα την ίδια ζωή. Μόλις τέλειωνα από την δουλειά έκανα ένα μπάνιο, έφευγα κατευθείαν και γύρναγα το πρωί. Αφού απορώ τώρα πως με άντεχε η γυναίκα μου. Εξακολούθησα έτσι μέχρι που άκουσα πρώτη φορά τον ραδιοφωνικό σταθμό «Χριστιανισμός.»
Πως έγινε Δημήτρη;
Ήμουν στη δουλειά και είχα βάλει ν’ ακούσω το ραδιόφωνο. Εντωμεταξύ στο ράδιο δεν μου άρεσαν καθόλου οι διαφημίσεις. Άκουγα έναν σταθμό, μόλις έβαζε διαφημίσεις τον άλλαζα, μόλις έβαζε κι ο άλλος διαφημίσεις τον άλλαζα, μέχρι που πέφτω πάνω στον ραδιοφωνικό σταθμό «Χριστιανισμός» και στην εκπομπή του αδελφού Λούη Φέγγου: «Ούς ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω.» Μια εκπομπή για τον γάμο. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα λόγια που άκουσα κι από τότε άκουγα συνέχεια το σταθμό αυτό. Ύμνους, κηρύγματα, ομολογίες. Πολλές φορές πήγαινα στην δουλειά, είχε κανένα θέμα καλό το ράδιο, το δυνάμωνα, έκανα δουλειές κι άκουγα από το αμάξι. Και μετά ξεχνιόμουνα με την δουλειά και πήγαινα να βάλω μπρός το αμάξι και δεν έπαιρνε μπρός.
Μέχρι τότε είχες ακούσει κάτι για τον Χριστό, για το ευαγγέλιο;
Όχι δεν είχα ακούσει. Δεν έδινα κιόλας και σημασία σε τέτοια πράγματα ούτε και υπολόγιζα και τίποτε. Όχι ότι ήθελα το κακό κανενός ανθρώπου αλλά κοίταγα εγώ πως πέρναγα κι από εκεί και πέρα δεν μ’ ενδιέφερε τίποτε. Περήφανος ήμουνα και αλαζόνας. Είχα θυμάμαι και κάτι μπότες «σέντρα», μυτερές, καουμπόικες, (γύρναγαν και σαν τσαρούχια μπροστά) κι όπως περπατούσα νόμιζα ότι κουνιότανε όλη η γη. Τα θυμάμαι όλα αυτά τώρα και ντρέπομαι.
Πως κατάλαβες ότι έχεις το πρόβλημα;
Το πρώτο σύμπτωμα ήταν στο δεξί μάτι. Πήγα στον οφθαλμίατρο, έκανα μετά κάποιες μαγνητικές τομογραφίες στην Αθήνα, στο Αιγινήτειο και φάνηκε τι συμβαίνει. Βέβαια είχε δείξει κάποια σημεία η αρρώστεια αλλά προχώραγε πολύ αργά. Κάθε χρόνο χειροτέρευα αλλά με αργό ρυθμό. Μέχρι που έπρεπε να έχω γκλίτσα μαζί μου όπου πήγαινα για να μπορώ να περπατήσω. Εκεί είδα όμως την χάρη του Θεού. Όλοι οι κτηνοτρόφοι έχουν κάποια βοήθεια, κανείς δεν μπορεί μόνος του. Εγώ είχα το πρόβλημα και μπορούσα μόνος μου γιατί έβλεπα τις ευλογίες του Κυρίου.
Θυμάσαι κάποιες εμπειρίες;
Πολλές ιστορίες μπορώ να πω. Μια φορά όπως έβοσκα τα γίδια, είχαν μπει σε κάτι χωράφια μέσα και θα έκαναν ζημιά. Τα φωνάζω, τ’ αγριεύω αλλά φοβηθήκανε αυτά μετά και τρέχανε. Λέω, θα κόψω δρόμο και θα τους βγω από μπροστά. Ήταν όμως πολύ από- τομο το μέρος, υπήρχε γκρεμός, τα πόδια μου ήταν αδύναμα από την αρρώστια και δεν μπορούσα να πάω από εκεί. Πάω να γυρίσω εκεί που ήμουνα, δεν το «έλεγαν» τα πόδια μου ούτε από εκεί. Παίρνω τηλέ- φωνο τον αδελφό μου να έρθει να με βοηθήσει αλλά δεν είχε σήμα εκεί το κινητό. Λέω: «τώρα την πατήσαμε». Προσευχήθηκα και είπα: «Κύριε βοήθησε με» αλλά δεν πρόλαβα να το πω όλο. Με το που είπα: «βοήθ…», με βοήθησε. Πως; Όπως ήμουν στην άκρη του γκρεμού γλιστράω, πέφτω και βρίσκομαι όρθιος μπροστά από τα γίδια. Κοιτάζω πίσω και δεν είχαν κάνει ούτε ζημιά ούτε τίποτε.
Δεν χτύπησες όπως έπεσες;
Όχι τίποτε. Με το τηλέφωνο στο χέρι έγιναν όλα. Μια άλλη φορά έτρεχαν τα γίδια κι εγώ από πίσω έλεγα: «Κύριε βοήθησε με, πως θα τα φτάσω;» Εκείνη την ώρα πέ- ρασε χαμηλά ένα αεροπλάνο, τρόμαξαν τα γίδια όλα και γύρισαν πίσω. Ο Κύριος το έκανε. Κι άλλα πολλά μπορώ να πω. Μετά χειροτέρεψα όμως και δεν μπορούσα να δουλέψω. Περπάταγα μόνο με το «πι», μετά δεν μπορούσα καθόλου να περπατήσω και μετά μπήκα στο καροτσάκι. Ότι παθαίνει όμως ο άνθρωπος δίκαια το παθαίνει. Εγώ πιστεύω τουλάχιστον για τον εαυτό μου ότι πολύ δίκαια έγιναν όλα και ότι είναι πολύ δίκαιος ο Θεός. Πιστεύω ότι έχω μεγάλο μέρος ευθύνης γιατί για χρόνια κοιμόμουνα πεταχτά λίγο την ημέρα και τις νύχτες ζούσα όχι καλά.
Όταν άρχισες ν ́ακούς τον σταθμό άλλαξε η ζωή σου; Σταμάτησες τις ασωτείες που είπες πρίν;
Όχι αμέσως, συνέχισα για ένα διάστημα. Εγώ βαπτίστηκα στο νερό το 2006. Τότε σταμάτησα και το τσιγάρο, το τελευταίο που είχε μείνει από την παλιά μου ζωή. Κάπνιζα 2,5 με 3 πακέτα την ημέρα. Δεν αγόραζα πακέτο στο περίπτερο, αγόραζα κούτα. Ένα βράδυ όπως καθόμουνα στο μπαλκόνι, άκουγα το σταθμό και κάπνιζα, κατέβηκε ο αδελφός μου που μένει από πάνω και μου λέει: «Τάκη, καλά είναι αυτά που ακούς αλλά αυτό που κρατάς στα χέρια σου το θέλει ο Θεός;» Του λέω: «Όχι δεν το θέλει.» Το σβήνω και κάνω μια προσευχή από μέσα μου: «Θεέ μου, κάνε να μην το ξαναβάλω ποτέ στο στόμα μου.» Πραγματικά έτσι έγινε, αυτό ήταν το τελευταίο μου τσιγάρο.
Που βαπτίστηκες;
Εδώ στο σπίτι μου. Ήμουνα με έναν αδελφό και του λέω: «Θέλω να βαπτιστώ, πως θα γίνει;» Μου λέει: «Νερό μόνο να υπάρχει (αρκετό να σε σκεπάζει ολόκληρο) και γίνεται.» Του λέω: «Υπάρχει εδώ στο σπίτι μου μπανιέρα μεγάλη.» Παρασκευή μου το είπε, Τετάρτη βαπτίστηκα. Είχανε έρθει καμιά δεκαριά αδέλφια και πρεσβύτεροι από γειτονικές εκκλησίες. Με Πνεύμα Άγιο δεν έχω βαπτιστεί ακόμα και θα ήθελα να προσευχηθούν γι’ αυτό όλοι οι αδελφοί.
Στην εκκλησία πηγαίνεις;
Υπάρχει κατ’ οίκον συνάθροιση εδώ στην Ελασσόνα αλλά η κατάσταση μου αυτή την στιγμή δεν μου επιτρέπει να πηγαίνω. Όμως είμαι με τον ραδιοφωνικό σταθμό ανοιχτό όλη την ημέρα. (Στα FM 106,2 ακούγεται εδώ στην περιοχή, Ράδιο Οιχαλία λέγεται). Εκεί είναι όλη η χαρά μου, στο να ακούω τον Λόγο του Θεού. Και παίρνω τηλέφωνο συνέχεια αδελφούς και μιλάμε. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που λέει ο Λόγος του Θεού: «Όπου είναι δύο ή τρείς συνηγμένοι στο όνομα μου είμαι κι Εγώ ανάμεσα τους.» Πιστεύω ότι και με το τηλέφωνο ακόμα που γινόμαστε δύο, ο Χριστός είναι ανάμεσα.
Η γυναίκα σου όταν πίστεψες πως το πήρε;
Είχαμε πολλές ιστορίες. Μία θεία της που είναι καλόγρια της είπε: «Έγινε πεντηκοστιανός; Παράτα τον.» Πήγα στο μοναστήρι την βρήκα, της μίλησα μέσα από το ευαγγέλιο και δεν είχε να μου πεί τίποτε. Με έστειλε σε άλλους που ήξεραν πιό πολλά αλλά κι αυτοί δεν είχαν να μου πούνε τίποτε. Δυστυχώς η γυναίκα μου πίστεψε κάποια στιγμή (όπως το πίστεψαν κι άλλοι αυτό) ότι θα πεθάνω γρήγορα και θεώρησε ίσως ότι ήταν καλύτερο και για τα παιδιά να φύγει. Ο Κύριος με κρατάει όμως ζωντανό και πιστεύω ότι θα με κρατήσει πολύ ακόμα.
Πιστεύεις ότι θα γυρίσει κάποια στιγμή;
Τον πρώτο καιρό που έφυγε, κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα πίστευα ότι ήταν εκείνη. Και τώρα το πιστεύω. Πιστεύω ότι μια μέρα θα ξαναέρθει γιατί ξέρει ότι την αγαπάω.
Τώρα ζεις μόνος σου;
Η μητέρα μου με βοηθάει τώρα και ο Κύριος να της δίνει δύναμη και να την σώσει και εκείνη. Δυστυχώς έχω ανάγκη βοήθεια και για τα πιο βασικά πράγματα. Θυμάμαι αδελφέ τότε στον στρατό είχαμε κάνει την πορεία την «ογδοντάρα». Περπατάγαμε δηλαδή όλο το βράδυ ογδόντα χιλιόμετρα και το πρωί θα τελειώναμε. Εγώ όπως ήμουνα μαθημένος από τα βουνά ανέβαινα σαν κατσίκι στα βράχια, στραμπούλιξα όμως το πόδι κι έβγαλα όλη την πορεία με στραμπουλιγένο πόδι. Και ο διοικητής είπε τότε: «Ήτανε να πάρετε άδεια αλλά τώρα δεν θα πάρετε. Γιατί τι κάνατε; Δεν κάνατε τίποτε. Ο Παρλάντζας έβγαλε την πορεία με στραμπουλιγμένο πόδι. Τίποτε δεν κάνατε.» Τα θυμάμαι τώρα και λέω πως γίνονταν αυτά τα πράγματα; Να είσαι φορτωμένος το μπέργκιν (το σακίδιο) μέσα στην βροχή και να περπατάς για ώρες;
Τώρα εκπαιδεύεσαι πνευματικά.
Πραγματικά με εκπαιδεύει ο Κύριος πολύ στην υπομονή. Και κερδίζονται πολλά με την υπομονή. Το βλέπω αυτό. Είχε έρθει πριν λίγες μέρες ένας άνθρωπος και μου έλεγε τα βάσανα του, τις στενοχώριες του κι όπως τον άκουγα έκλαιγα. Είχε δίκιο αλλά η λύση δεν ήταν από τον δρόμο που πήγαινε, που σκεφτότανε. Του έλεγα: «Κάνε υπομονή, δεν ξέρουν οι άνθρ ποι. Συγχώρεσε τους, αγάπησε τους, δείξε την αγάπη σου να μαλακώσουν οι ψυχές τους κι όλα θα πάνε καλά μετά.» Και πραγματικά το έκανε και είδε καλό. Εδώ που κάθομαι στην καρέκλα έρχονται κάθε μέρα άνθρωποι και μιλάμε και μου λένε προβλήματα, δυσκολίες που περνάνε και προσπαθώ να τους συμβουλεύσω μέσα από τον Λόγο Του Θεού. Ειδικά τώρα, αυτό τον καιρό. Κι αυτός ο καιρός τελικά είναι καλός, πολύ καλός.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί όπως λένε και οι άνθρωποι: «Ο χορτάτος δεν τον σκέφτεται τον πεινασμένο.» Και ο κόσμος τόσα χρόνια σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του, δεν σκεφτότανε τον άλλον. Θέλανε να έχουνε λεφτά, ν’ απολαμβάνουνε τα πάντα και δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο μετά. Κι όπου έβλεπαν δυσκολία σηκώνονταν και έφευγαν και πήγαιναν αλλού. Από την υπερηφάνεια. Και η υπερηφάνεια δυσκολεύει πολύ την ζωή του ανθρώπου. Κι εγώ όμως έτσι ήμουν κάποτε.
Πως είναι τώρα η ζωή σου;
Ευχαριστώ τον Θεό για όλα. Νοιώθω σαν «την χήρα με το ροΐ» που γράφει μέσα στην Αγία Γραφή. Δεν άδειαζε ποτέ το λάδι από το ροΐ και δεν τέ- λειωνε ποτέ το αλεύρι από το πιθάρι. Το ζώ αυτό το πράγμα και βλέπω τον Κύριο να καλύπτει τις ανάγκες μου όλες. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα σχέδιο Θεού και ότι όλα θα γίνουν όπως θέλει Εκείνος. Και βλέπω ότι ο Θεός συνέχεια με βοηθάει και μου δίνει λύσεις που εγώ δεν φαντάζομαι. Ενώ σκέφτομαι ότι θα γίνει έτσι αυτό ή αλλιώς, έρχεται ο Κύριος και το κάνει πολύ καλύτερα. Όπως τώρα με την ομολογία. Αλλιώς το σκεφτόμουνα να γίνει και ήρθε ο αδελφός ο Λουκάς και μου πρότεινε να την κάνω στην εφημερίδα.
Είδε ο Κύριος ότι ήθελες να Τον ομολογήσεις κι απάντησε.
Ναι αδελφέ, απάντησε. Ήταν έντονη η επιθυμία μου. Ήθελα το καλό που απολαμβάνω από τον Κύριο να το δούν οι άνθρωποι όλοι. Βρήκα τον Χριστό, βρήκα το γιατρικό που φέρνει δύναμη, που φέρνει ελπίδα, που φέρνει χαρά και θέλω να το μάθουν και να το πάρουν κι άλλοι. Αυτό θέλω.