Skip to main content
play button christianity Ακούστε  |  48kbps  |  96kbps  |
on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Παπατριανταφύλλου Ιωάννης

«Έλθετε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών. Διότι ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίον μου ελαφρόν.»

 |  Ομολογίες

«Έλθετε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών. Διότι ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίον μου ελαφρόν.»

Κατά Ματθαίον ια:28-30

Αυτό το μήνα ο αδελφός μας Γιάννης Παπατριανταφύλλου θα μας δώσει την μαρτυρία του για το πώς ο Ιησούς Χριστός ήρθε στην ζωή του, πήρε το βάρος της αμαρτίας μέσα από την ψυχή του και τον έκανε έναν μαθητή Του.

Αδελφέ Γιάννη γεννήθηκες στην Αθήνα;

Ναι στην Ηλιούπολη. Το 1980, τον Μάρτιο. Εδώ έχω ζήσει και όλα μου τα χρόνια. Αν εξαιρέσεις τα χρόνια του στρατού, τρία χρόνια που ήμουν στην Ρόδο κι ένα χρόνο στην Γερμανία.

Από τα παιδικά σου χρόνια τι θυμάσαι;

Οι γονείς μου είχαν ένα περίπτερο στην πλατεία Ανεξαρτησίας. Όταν ήμουν δέκα χρονών ανοίξανε κι ένα μαγαζί με ρούχα κι εμείς (εγώ και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου) μεγαλώναμε με τον παππού μου περισσότερο. Έναν πολύ ηθικό άνθρωπο, τον οποίο έβλεπα πάντα να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Βέβαια αυτό μετά το κατάλαβα, τότε απλά τον έβλεπα να διαβάζει ένα βιβλίο. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε και στην εκκλησία, στην Αγία Μαρίνα με την μητέρα μου. Το είχε σαν προτεραιότητα να το κάνει κάθε Κυριακή, που ήταν και η μόνη μέρα που είχε ελεύθερη. Από τα παιδικά μου χρόνια γενικά έχω πολύ καλές αναμνήσεις. Και από τους γονείς μου αλλά και γενικότερα όπως ήταν τότε γύρω μου τα πράγματα.

Στο περίπτερο δούλευες καθόλου;

Από δέκα χρονών. Έκανα βάρδια κάθε μεσημέρι για να ξεκουράζεται λίγο ο πατέρας μου. Όταν ήμουν δέκα χρονών μου είχε δείξει ο Θεός και ένα ενύπνιο. Ήμουνα σε ένα αυτοκίνητο μαζί με όλη την οικογένεια μου και καθόμουν στην θέση του οδηγού. Το αμάξι ήταν άσπρο, δεν το οδηγούσα εγώ, (απλά καθόμουνα στην θέση του οδηγού) κι ανέβαινε την Λεωφόρο Δημοκρατίας εδώ στην Ηλιούπολη. Σε αυτή την λεωφόρο βρίσκεται τώρα η εκκλησία που πηγαίνω, η ελευθέρα αποστολική εκκλησία της πεντηκοστής. Μου είχε κάνει πολύ εντύπωση και το έλεγα τότε σε όλους χωρίς όμως να μπορώ να το εξηγήσω. Τώρα όμως καταλαβαίνω ότι ο Κύριος μάς είχε προγνωρίσει. (Χριστιανική Μαρτυρία, Γιάννης Παπατριανταφύλλου)

Πίστευες στον Θεό σαν παιδί;

Πίστευα. Και με ενοχλούσαν πολύ όλα αυτά που έβλεπα γύρω μου, η αδικία, η κακία, η  αμαρτία. Ένοιωθα ότι δεν ανήκω σε αυτό τον κόσμο, ότι είμαι κάτι διαφορετικό. Με ενοχλούσε από πολύ μικρή ηλικία και η ματαιότητα αυτού του κόσμου. Έλεγα: «Αυτό είναι όλο; Να ζήσει ο άνθρωπος εβδομήντα, ογδόντα χρόνια και μετά τέλος;» Μέχρι που σε κάποια στιγμή, όταν ήμουν έντεκα χρονών περίπου, έκανα κι εγώ την επανάσταση μου. Άνοιξε τότε εκεί στην πλατεία μια καφετέρια κι άρχισα να πηγαίνω. Άρχισα μετά το τσιγάρο, τα πρώτα μεθύσια, οι πρώτες έξοδοι σε κλαμπ και μαγαζιά νυχτερινά. Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών σταμάτησα το σχολείο. Έπιασα δουλειά στην αρχή στο ξυλουργείο μιας θείας μου και σε ηλικία 16 χρονών πήγα σε μια σχολή μαγειρικής που έγινε αργότερα και το επάγγελμα μου. Μετά από έξι μήνες όμως έμπλεξα με μια κοπέλα και τα παράτησα. Έδινα μόνο εξετάσεις και επειδή πλήρωναν οι γονείς μου, με περνάγανε. Εκείνη η ηλικία από τα δεκαέξι ως τα δεκαεννέα ήταν από τις χειρότερες και πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής μου. Μπορεί επιφανειακά να πέρναγα καλά, εσωτερικά όμως ήμουνα πολύ δυστυχισμένος. Και μπορεί να μην έμπλεξα με ναρκωτικά αλλά ήμουνα δεμένος με διάφορα άλλα πάθη, παρασυρμένος από τις παρέες και από το ρεύμα του κόσμου. (Χριστιανική Μαρτυρία, Γιάννης Παπατριανταφύλλου)

Με τον Θεό δεν είχες δείξει ακόμα κάποιο ενδιαφέρον;

Απλά είχα μέσα μου κάποιες αναζητήσεις. Είχα έναν φίλο τότε που κάναμε πολύ παρέα και πηγαίναμε στην καφετέρια, καθόμασταν και συζητούσαμε για το ποιο είναι το νόημα της ζωής. Όμως δύο παιδιά δεκαέξι χρονών τι να γνωρίζουνε και τι να πει ο ένας στον άλλο; Και τελικά καταλήγαμε ότι το νόημα είναι να έχουμε λεφτά, να έχουμε πολλές φιλενάδες και να βγαίνουμε έξω να διασκεδάζουμε. Όταν τελείωσα την σχολή πήγα φαντάρος εθελοντής στο Μηχανικό. Εκεί επειδή ήμουνα σχετικά μικρός (ήμουνα και καλοπερασάκιας) ζορίστηκα πάρα πολύ. Και σιγά-σιγά με τον καιρό άρχισα να εκζητάω κάπως τον Θεό. Είχα πάρει τηλέφωνο θυμάμαι την μητέρα μου και της είπα: «προσευχήσου για μένα γιατί περνάω δύσκολα.» Από εκείνη την μέρα κάτι έγινε. Είχα έναν λοχία που με ταλαιπωρούσε, έφυγε με αναρρωτική άδεια και από τότε δεν τον ξαναείδα. Φύγανε όλοι οι παλιοί, ήρθε ένα άλλο παιδί μάγειρας (στον στρατό ήμουνα μάγειρας) και με βοήθαγε πολύ. Γενικά αλλάξανε όλα προς το καλύτερο. (Χριστιανική Μαρτυρία, Γιάννης Παπατριανταφύλλου)

Συνειδητοποίησες τότε τι έγινε;

Τότε όχι. Πάντα έλεγα ότι είναι η δικιά μου η ικανότητα ή ότι επειδή είμαι καλός άνθρωπος αξίζω ότι καλό μου συμβαίνει. Συνέχιζε όμως η ζωή μου στην αμαρτία κανονικά. Είχα τις σχέσεις μου, το τσιγάρο, τα ποτά, τις διασκεδάσεις. Δεκαεννέα χρονών απολύθηκα και μετά από δέκα μέρες έπιασα δουλειά σαν μάγειρας σε ένα εστιατόριο πολυτελείας, στο «Αυγό του κόκορα». Έκατσα εκεί μια σεζόν, μετά δούλεψα σε κάποια άλλα μαγαζιά και μετά έπιασα δουλειά σε ένα ρεμπετάδικο, το «Ποντίκι». Σε αυτό το μαγαζί άκουσα πρώτη φορά για τον Κύριο. Εκεί δούλευε μια αδελφή μας, μια χριστιανή γυναίκα από την Βουλγαρία. Έκανε την λάντζα και έφτιαχνε τις σαλάτες. Εγώ ήμουνα στον κόσμο μου. Έπινα κάθε βράδυ ένα μπουκάλι κρασί, κάπνιζα τρία πακέτα τσιγάρα, έβαζα δυνατή ρυθμική μουσική για να με βάζει σε ρυθμούς. Γιατί σε αυτή την δουλειά πρέπει να είσαι πολύ γρήγορος και να τα κάνεις όλα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Επειδή όμως ήταν η πρώτη δουλειά που ανέλαβα σαν πρώτος μάγειρας, από το άγχος και από την πίεση να πάει καλά το μαγαζί άρχισα σιγά-σιγά να αλλάζω σαν άνθρωπος. Απέκτησα νεύρα, άρχισα να φωνάζω, να μιλάω άσχημα. (Χριστιανική Μαρτυρία, Γιάννης Παπατριανταφύλλου)

Σεφ ήσουνα δηλαδή στην ουσία;

Σεφ, ναι. Είχα δύο βοηθούς και τους σερβιτόρους που έπρεπε να τους κάνω κουμάντο και να τους βάλω όλους σε τάξη. Και για να γίνει σωστά η δουλειά έπρεπε να φωνάξω, να πιέσω και η «μπάλα» πήρε και αυτή την αδελφή. Της μίλαγα πάρα πολύ άσχημα αλλά μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που συμπεριφερότανε. Όλοι οι άλλοι αντιδρούσανε, πεισμώνανε, ειρωνευόντουσαν. Η αδελφή όμως όταν τελείωνε η δουλειά ερχότανε και με ρώταγε πως περνάω, για την ζωή μου, για την οικογένεια μου. Έδειχνε ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον. Και αφού γνωριστήκαμε λίγο περισσότερο, προσπαθούσε (με τα σπαστά ελληνικά που μιλούσε) να μου πει για το Ευαγγέλιο. Για τον Χριστό, για την θυσία Του, για την αναγέννηση που δίνει στον άνθρωπο. Μου έλεγε να πάω στην εκκλησία να ακούσω ένα κήρυγμα…

Σε ποια εκκλησία πήγαινε;

Πήγαινε σε κάποια ευαγγελική εκκλησία, δεν ξέρω σε ποιά ακριβώς. Δεν πήγα ποτέ, αλλά έδειξα κάποιο ενδιαφέρον και την ρώταγα για το τι πιστεύει, πως είναι η εκκλησία που πάει. Μου είχε κάνει πραγματικά πολύ εντύπωση η συμπεριφορά της. Το να πας σε έναν άνθρωπο ο οποίος σε βρίζει από την ώρα που θα πατήσεις το πόδι σου στην δουλειά μέχρι την ώρα που θα φύγεις και να του μιλήσεις με χαμόγελο, με αγάπη, είναι πολύ δύσκολο. Και είναι πιστεύω το σημείο που θέλουμε να φτάσουμε όλοι σαν χριστιανοί. Τέλος πάντων κάποια στιγμή κοίταξα την ταυτότητα μου που έγραφε «χριστιανός ορθόδοξος» (τότε το έγραφε ακόμα το θρήσκευμα η ταυτότητα) κι έκανα μέσα μου μια σκέψη: «Τι σημαίνει τελικά να είσαι χριστιανός ορθόδοξος;» Και πως με φώτισε ο Θεός και σκέφτηκα να αγοράσω ένα Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη. Πράγματι, πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο (πριν πάω στην δουλειά) πήρα μια Καινή Διαθήκη και μόλις έφτασα στο μαγαζί και άνοιξα να την διαβάσω, έρχεται ένας ξάδελφος μου να με δει, ο οποίος είναι φανατικός άθεος. Δεν είχε ξανάρθει ποτέ, ούτε ξαναήρθε μετά από εκείνη την ημέρα. Άρχισε να λέει διάφορα αλλά αντέδρασα και χωρίς να έχω επίγνωση, υπερασπίστηκα το Ευαγγέλιο και την πίστη. Από τότε προσπαθούσα να διαβάζω κάθε βράδυ αλλά δεν τα κατάφερνα. Ή θα με έπαιρνε ο ύπνος ή θα με έπαιρνε κάποιος τηλέφωνο ή κάτι άλλο θα γινότανε. Μόλις όμως έκλεισε το μαγαζί για το καλοκαίρι πήρα απόφαση να πάω μόνος στο χωριό μου και να διαβάσω το Ευαγγέλιο χωρίς να μου αποσπάσει κανείς και τίποτε την προσοχή. Ήθελα να δω τι θέλει και τι ζητάει ο Θεός από εμένα. Τελικά όμως ήρθανε κι εκεί στο χωριό να με δούνε κάποιοι φίλοι και δεν πρόλαβα να την διαβάσω όλη την Καινή Διαθήκη.

Μέχρι που είχες φθάσει;

Πρέπει να είχα διαβάσει τα τέσσερα ευαγγέλια, ή μάλλον ήμουνα στο τέταρτο, στο Κατά Ιωάννη. Τότε με παίρνει τηλέφωνο ένας ξάδελφος μου και μου λέει: «Γιάννη υπάρχει μια δουλειά να πας, σε ένα εστιατόριο στην Ρόδο.» Εκεί πλέον δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν είχα παρέες, δεν είχα φίλους και για αυτό τον σκοπό πήγα κιόλας. Για να βάλω σε προτεραιότητα την δουλειά μου, το Ευαγγέλιο και μετά αν έμενε χρόνος οτιδήποτε άλλο. Κάποια στιγμή ψάχνοντας να βρω στο ραδιόφωνο έναν ορθόδοξο σταθμό που άκουγα στην Αθήνα, έπεσα πάνω σε κάτι χριστιανικούς ύμνους. Δεν μου άρεσε η μελωδία αλλά επειδή τα λόγια έλεγαν για τον Χριστό δεν άλλαξα την συχνότητα. Ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός «Χριστιανισμός». Από τότε όποτε μου δινόταν η ευκαιρία έβγαινα λίγο από το μαγαζί και πήγαινα στο αυτοκίνητο να ακούσω τις εκπομπές εκείνου του σταθμού. Άκουγα τις ομολογίες των αδελφών, τα κηρύγματα, τις συζητήσεις μέσα από τον Λόγο του Θεού και έβρισκα πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που λέγανε. Γιατί μέχρι τότε νόμιζα ότι κάποια πράγματα τα ζω μόνο εγώ, ακούγοντας όμως και άλλους ανθρώπους να λένε τις εμπειρίες τους κατάλαβα ότι δεν είμαι μόνος μου. Άκουγα το πως ελευθερώνει ο Χριστός από διάφορα πάθη, πως αλλάζει την ζωή του ανθρώπου και μου άρεσαν πολύ όλα αυτά. Τα ήθελα και για τον εαυτό μου. Ώσπου ένα βράδυ ακούω έναν ομιλητή να λέει: «κι εσύ που μας ακούς, πάρε ένα μαξιλαράκι, γονάτισε και ζήτησε από τον Χριστό να έρθει στην ζωή σου.» Γονάτισα και ήρθε κατευθείαν η παρουσία του Θεού.

Στο σπίτι ήσουν;

Σε ένα σπίτι που μου είχαν παραχωρήσει τα αφεντικά από την δουλειά. Η ώρα ήταν αργά το βράδυ, ήρθε η παρουσία του Θεού και γέμισε όλο το δωμάτιο. Άρχισα να κλαίω και να έρχονται στο μυαλό μου διάφορα γεγονότα από την ζωή μου, διάφορες αμαρτίες που είχα κάνει. «Συγχώρεσε με και γι’ αυτό Κύριε» του έλεγα. Πραγματικά δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που ζούσα. Βρήκα ανάπαυση μέσα μου εκείνη την ώρα για πρώτη φορά στην ζωή μου. Γιατί πάντα είχα μέσα μου το βάρος της αμαρτίας και δεν έβρισκα ανάπαυση πουθενά σε αυτό τον κόσμο. Από την επόμενη μέρα πήρα τηλέφωνο και βρήκα την διεύθυνση της ελευθέρας αποστολικής εκκλησίας πεντηκοστής στην Ρόδο. Πήγα την πρώτη Κυριακή αλλά έκατσα πολύ λίγο γιατί έπρεπε να φύγω για την δουλειά. Την επόμενη Κυριακή πήγα πολύ πρωί, 8 ή ώρα. Πάλι καλά, ήταν εκεί ο ποιμένας. Είχε πάει από νωρίς για να διαβάσει και να προσευχηθεί. Καθίσαμε, μιλήσαμε και μου λέει: «είσαι έτοιμος να βαπτιστείς στο νερό.» Είχε αλλάξει πλέον η ζωή μου, δεν κάπνιζα, δεν έπινα, μου τα είχε πάρει όλα αυτά ο Κύριος ακούγοντας τον Λόγο του. Ντρεπόμουνα λίγο, αλλά με την χάρη του Θεού έκανα το θέλημα Του και βαπτίστηκα εν ύδατι εκείνη την Κυριακή.

Πότε ήτανε;

Ήτανε Σεπτέμβριος του 2002. Είχα ακούσει όμως κάποιες ομολογίες που έλεγαν οι αδελφοί πως όταν βαπτίστηκαν ένοιωσαν πολύ όμορφα, πολύ διαφορετικά αλλά σε μένα δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ήρθαν τότε διάφοροι διαλογισμοί μέσα μου και σκέφθηκα μήπως πήρα λάθος απόφαση, μήπως δεν έπρεπε να βαπτιστώ. Φεύγοντας όμως, με το που μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα να πάω στην δουλειά ήρθε μια παρουσία Θεού λες και κατέβηκε κάτω ο ουρανός. Ήρθε πολύ ειρήνη, πολύ χαρά μέσα στην καρδιά μου κι αισθανόμουνα πολύ έντονα το εδάφιο που λέει: «χαρά μεγάλη γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό μετανοούντα.» Είχα μια αφεντικίνα στην δουλειά πολύ ιδιότροπη και σχεδόν κάθε μέρα τσακωνόμασταν. Εκείνη την μέρα συγκρατήθηκα για να μην την φιλήσω. Τέτοια αγάπη ένοιωθα και για αυτήν αλλά και για όλο τον κόσμο. Ένα πρόβλημα είχα μόνο. Έπρεπε να κάτσω στην δουλειά άλλον ένα μήνα (η συμφωνία ήταν μέχρι τέλος Οκτώβρη και ήταν Σεπτέμβρης) και εγώ ήθελα να πηγαίνω στην εκκλησία. Προσευχόμουνα στον Κύριο: «Κύριε σε παρακαλώ, θέλω να είμαι με τα αδέλφια μου», προσευχόντουσαν και τα αδέλφια στην εκκλησία και έρχεται κάποια στιγμή το αφεντικό με ένα πολύ σοβαρό ύφος και μου λέει: «Γιάννη πρέπει να σου πω κάτι. Δυστυχώς δεν θα συνεχίσει η συνεργασία μας, θα σταματήσει εδώ.» Χαρά εγώ, παραλίγο να τον αγκαλιάσω. Ευχαριστώ τον Θεό για όλα τα αδέλφια στη Ρόδο γιατί με περιέθαλψαν με πολύ αγάπη. Με φιλοξένησε στην αρχή σπίτι του ένας αδελφός και ταυτόχρονα έψαχνα να βρω μια δουλειά και προσευχόμουνα στον Κύριο. (Χριστιανική Μαρτυρία, Γιάννης Παπατριανταφύλλου)

Ήθελες να μείνεις εκεί, δεν ήθελες να έρθεις στην Αθήνα;

Θεωρούσα ότι εκεί έπρεπε να μείνω αφού εκεί με αναγέννησε ο Κύριος. Προσευχόμουνα βέβαια στον Θεό να με οδηγήσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκεί ήταν για μένα μια καλή ευκαιρία. Από το πρωί μέχρι το βράδυ προσευχόμουνα, άκουγα κασέτες με κηρύγματα και διάβαζα τον Λόγο του Θεού. Με προτρέπανε οι αδελφοί να ζητήσω και το Πνεύμα το Άγιο και όπου και αν ήμουν, ότι και να έκανα, ζητούσα από τον Θεό να με βαπτίσει. Πολλές φορές με έπαιρνε ο ύπνος στα γόνατα γιατί ήθελα να μιμηθώ τον Ιακώβ όταν μετονομάστηκε από τον Θεό, Ισραήλ. «Κύριε δεν θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις» του έλεγα κι εγώ. Ένα πρωινό που ο αδελφός που με φιλοξενούσε είχε πάει στην δουλειά, έρχεται ο Κύριος στην προσευχή και μου δίνει ξένες γλώσσες. Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, ότι Του ζήταγα.

Χωρίς να πάρεις δύναμη;

Δεν ένοιωσα διαφορετικά γιατί έτσι κι αλλιώς έπαιρνα πάντα δύναμη όταν προσευχόμουν και με επισκίαζε το Πνεύμα του Θεού. Πήρα τηλέφωνο έναν αδελφό πρεσβύτερο και ήρθε και γονατίσαμε μαζί. Εκείνη την ώρα ήρθε πάνω μου μια μεγάλη δύναμη αλλά σκέφθηκα να πάμε καλύτερα στην εκκλησία μήπως αρχίσω και φωνάζω και αναστατώσω τους γείτονες. Πράγματι μόλις πήγαμε στην εκκλησία ήρθε πάλι αυτή η δύναμη και άρχισα να δοξάζω τον Θεό και να μιλάω ξένες γλώσσες. Τότε μου έφυγε κάθε αμφιβολία. Στην Ρόδο έκατσα τρία χρόνια τελικά. Βρήκα πρωινή δουλειά σαν μάγειρας και συγκατοικούσα μαζί με έναν πολύ καλό αδελφό, τον Γιάννη τον Ζέκα.

Αλβανός είναι ο αδελφός;

Ναι. Και η γυναίκα μου Αλβανίδα είναι. Προσευχόμουν αρκετό καιρό για μια σύζυγο. Όχι τα πρώτα χρόνια αλλά όσο περνούσε ο καιρός ήθελα κι εγώ να βρω την σύντροφο της ζωής μου. Ώσπου μετά από οχτώ χρόνια ήρθε στην εκκλησία στην Ηλιούπολη η γυναίκα μου η Ροτζένσα. Προσευχόμουν για εκείνη και ο Κύριος μου έδειξε με διάφορους τρόπους ότι ήταν αυτή που του ζήτησα. Μας έβαλε αγάπη στην καρδιά, στον έναν για τον άλλο, παντρευτήκαμε, και ο Κύριος μας χάρισε κι ένα ευλογημένο κοριτσάκι την Μελίνα. Ευχαριστούμε τον Θεό γιατί ο γιατρός μάς είχε πει ότι το παιδί θα γεννηθεί με σύνδρομο down. Ήταν σχεδόν βέβαιος. Στενοχωρηθήκαμε τότε πάρα πολύ, προσευχηθήκαμε στον Κύριο και δόξα στον Θεό το παιδί γεννήθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα.

Αυτό το όνειρο που είδες μικρός με την οικογένεια σου εκπληρώθηκε;

Δεν έχουν πιστέψει ακόμα αλλά προσεύχομαι γι’ αυτό. Δεν ήταν τυχαίο πιστεύω αυτό που είδα τότε. Ένα λευκό αμάξι, εγώ στην θέση του οδηγού, γιατί είμαι ο πρώτος που πίστεψα, αλλά να μην έχω τα χέρια μου στο τιμόνι. Ο Χριστός ήταν ο οδηγός. Και να πηγαίνουμε στην λεωφόρο Δημοκρατίας. Έχουν έρθει κάποιες φορές οι δικοί μου στην εκκλησία της Ηλιούπολης και είχαν έρθει και στην χειροτονία που έγινε πριν από λίγες μέρες.

Εσύ χειροτονήθηκες;

Εγώ και άλλοι δύο αδελφοί χειροτονηθήκαμε διάκονοι και ένας αδελφός μας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη ευθύνη κι αυτή, και πρέπει να είμαστε σοβαροί όσον αφορά τα πράγματα του Θεού. Να πάρουμε τα πνευματικά σοβαρά, να δίνουμε καλή μαρτυρία και πάνω από όλα να μας κρατήσει ο Θεός πιστούς μέχρι τέλους. Να μείνουμε ταπεινοί στα πόδια του Χριστού γιατί «ο υπομείνας έως τέλους θέλει σωθεί.»