Ισίδωρος Κάργατζης
«Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και Αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον,και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν.» Προς Εβραίους β΄14-15.

«Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και Αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον,και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν.» Προς Εβραίους β΄14-15.
Αυτό το μήνα, θα μας δώσει τη μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Ισίδωρος Κάργατζης.
Αδελφέ Ισίδωρε, είσαι ο τρίτος στη σειρά από το Ηράκλειο που κάνεις την ομολογία σου στην εφημερίδα, οπότε θα μας πεις στο τέλος και τα νέα της εκκλησίας εκεί.
Ωραία, αμήν. Να ξεκινήσω λοιπόν λέγοντας ότι γεννήθηκα το 1974 στο Ηράκλειο αλλά μένω σε μια παραθαλλάσια κωμόπολη, ανατολικά του Ηρακλείου, που λέγεται Κοκκίνη Χάνι. Εκεί μεγάλωσα, και μεγάλωσα κι εγώ όπως μεγαλώνει κάθε παιδί μέσα στον κόσμο. Πηγαίναμε στην Ορθόδοξη εκκλησία, Χριστούγεννα και Πάσχα και κάναμε κι εμείς τα πατροπαράδοτα όπως και οι περισσότεροι στην Ελλάδα. Ιδιαίτερες εμπειρίες με τον Θεό -όσο ήμουν μικρός- δεν είχα, αλλά από ηλικίας 16-17 χρονών άρχισε μέσα μου μια πνευματική αναζήτηση. Γιατί έβλεπα διάφορους ανθρώπους στο οικογενειακό και στο κοινωνικό μου περιβάλλον να πεθαίνουνε και είχαν δημιουργηθεί μέσα μου κάποια μεγάλα ερωτηματικά. Αναρωτιόμουν αν όντως υπάρχει ο Θεός, αν όντως αναστήθηκε ο Χριστός, αν υπάρχει μετά θάνατο ζωή, αν υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος... Αλλά δεν είχε βρεθεί τότε κάποιος, να μου απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
Και να πούμε, ότι όλα αυτά είναι απολύτως λογικά ερωτήματα που θα πρέπει να τα έχει ο κάθε άνθρωπος.
Ναι, κι όλα αυτά απαντήθηκαν τελικά, μόνο όταν γνώρισα τον Κύριο στα τριάντα μου χρόνια. Μεγάλωσα στο κόσμο λοιπόν κι από πολύ μικρός δούλευα. Από δώδεκα χρονών με είχε βάλει ο πατέρας μου σε κάποιες ταβέρνες, εδώ στη πόλη μας, για να βγάζω κι εγώ το χαρτζιλίκι μου. Τα καλοκαίρια γινότανε κυρίως αυτό, που είχα διακοπές από το σχολείο. Μετά δούλεψα σε ένα μαγαζί με ταπετσαρίες αυτοκινήτων κι εκεί ήρθε κάποια στιγμή ένας πελάτης για να φτιάξει τη σέλα στο μηχανάκι του. Στη συνέχεια είπε ότι θέλει να το πουλήσει κι έπεισα εγώ τότε τον πατέρα μου και μου το πήρε. Από εκεί και πέρα, ξεκίνησα να μπαίνω περισσότερο μέσα στον κόσμο. Παρέες πολλές, βόλτες, ξενύχτια... Πούλησα μετά αυτό το μηχανάκι, πήρα ένα μεγαλύτερο κι ασχολιόμουν μαζί του συνέχεια. Όπως έκαναν κι όλοι οι φίλοι μου, με τα δικά τους μηχανάκια. Τα “πειράζαμε” όπως λέμε, τα φτιάχναμε δηλαδή μόνοι μας για να είναι περισσότερα κυβικά, να τα κάνουμε πιο γρήγορα, να κάνουμε κόντρες αναμεταξύ μας… Ευχαριστώ τον Θεό που με φύλαξε τότε και δεν έπαθα κάποιο ατύχημα, γιατί είδα πολλά παιδιά γύρω μου να τραυματίζονται σε ατυχήματα και να σκοτώνονται ακόμα. Μέχρι που έρχεται η στιγμή και στα 21 μου χρόνια ξεκινάω να δουλεύω με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε ταξί εδώ στη περιοχή κι επειδή κι εγώ δεν ήμουνα καλός μαθητής -με το ζόρι τέλειωσα το Γυμνάσιο- μόλις μπόρεσα κι έβγαλα την σχετική άδεια, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί. Μετά δεν είχα πολύ χρόνο για τις παρέες, γιατί τα καλοκαίρια ειδικά δούλευα πολλές ώρες, ως και 16 ώρες την ημέρα. Και κάποια στιγμή θυμάμαι, έκανα μια σκέψη με το φτωχό μου το μυαλό και είπα: “Θα δουλέψω ως τα 65 μου χρόνια, θα βγάλω μετά τη σύνταξη μου και τότε -που θα είμαι ήρεμος κι αμέριμνος- θα ψάξω να βρω αν υπάρχει Θεός. Και επιτέλους, όλα τα ερωτηματικά που έχω μέσα μου θα απαντηθούνε.”
Αυτό το έχουν πει πολλοί, χωρίς όμως κανένας από αυτούς να έχει κάνει συμβόλαιο με τον Θεό ότι θα γεράσει κιόλας.
Πράγματι. Αυτό το κατάλαβα εκ των υστέρων. Ήξερα κι εγώ βέβαια ότι κάποια στιγμή θα φύγω από αυτό τον κόσμο -άνθρωπος είμαι, δεν θα μείνω εδώ αιώνια- και εξαιτίας αυτού, με πιάνανε πολλές φορές και κάποιες κρίσεις πανικού, οι λεγόμενες. Όταν σκεφτόμουν ότι θα πεθάνω, δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτόν τον φόβο που ένιωθα με τίποτε και πήγαινα τότε κάπου μόνος μου, προσπαθώντας να διώξω με κάθε τρόπο, αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου. Μπορεί να κρατούσε αυτό πέντε λεπτά, μπορεί να κρατούσε δέκα λεπτά, σε κάποια στιγμή έφευγε και συνέχιζα μετά τη ζωή μου.
Έκανες τότε, κάποια μικρή έστω προσευχή;
Όχι, γιατί τότε δεν γνώριζα κι έκανα απλώς τα πατροπαράδοτα: “Να πας στην εκκλησία, να ανάψεις το κερί σου, να φιλήσεις την εικόνα...” Αυτά που μας είχε μάθει η μητέρα μας και η γιαγιά μας. Δεν μου είχε μιλήσει ακόμα κανείς για τον Θεό, να μου πει ότι είναι ζωντανός, ότι αν Τον επικαλεστείς θα έρθει στη ζωή σου. Πρώτη φορά τα άκουσα όλα αυτά από την πεθερά μου το 2003. Η οποία είχε πιστέψει λίγο καιρό πιο μπροστά και πήγαινε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής, στην Νέα Ιωνία.
Η γυναίκα σου ήταν από την Αθήνα;
Ναι, αλλά την γνώρισα στη Κρήτη γιατί εργαζότανε εδώ ο πεθερός μου. Απομακρυνθήκαμε σε κάποια φάση, μετά όμως ξανασμίξαμε και παντρευτήκαμε τελικά το 2003. Μας μιλούσε λοιπόν συνέχεια για τον Χριστό η πεθερά μου, μας έλεγε ότι υπάρχει, ότι είναι ζωντανός και κάποια στιγμή -ακούγοντας αυτά τα λόγια- πήγα στο δωμάτιο μου κι εκεί γονάτισα και επικαλέστηκα για πρώτη φορά τον Κύριο. Με ειλικρίνεια, και μέσα από την καρδιά μου Του είπα: “Αν είσαι ζωντανός, αν είσαι αναστημένος, θέλω να έλθεις να με επισκεφτείς”, και τότε ήταν και η πρώτη εξομολόγηση που έκανα στη ζωή μου. Είπα στον Θεό ό,τι αμαρτίες είχα κάνει, ό,τι λάθη είχα κάνει, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ και ξαφνικά ένιωσα μια δύναμη σαν ηλεκτρικό ρεύμα, η οποία ήρθε πάνω μου, μέσα στο σώμα μου και με διαπέρασε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς και η αλήθεια είναι, ότι δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε όλο αυτό, θυμάμαι όμως, πως όταν έφυγε αυτή η Παρουσία από το σώμα μου και βγήκα από το δωμάτιο, ένιωθα ότι δεν πατούσα κάτω, νόμιζα ότι περπατούσα στον αέρα. Γιατί με είχε καθαρίσει ο Θεός, είχε πάρει όλες μου τις αμαρτίες, και όλα αυτά τα ερωτήματα, που είχα από 17 ετών, είχανε απαντηθεί μέσα μου αυτόματα. Και γνώριζα πλέον πολύ καλά, ότι ο Χριστός είναι αναστημένος, ότι ο Θεός είναι ζωντανός, ότι υπάρχει η Κόλαση και ο Παράδεισος, ότι όλα αυτά είναι πραγματικά και αληθινά.
Αυτή ήταν η αναγέννηση σου;
Η αναγέννηση μου, ναι. Θυμάμαι τότε έπαιζε στο Ηράκλειο ο ραδιοφωνικός σταθμός “Χριστιανισμός” και ότι -μα ότι- άκουγα από εκεί, είχε ανοίξει ο Θεός την καρδιά μου και τα δεχόμουνα όλα. Να φανταστείς, όταν δούλευα στο ταξί και δεν είχα πελάτη μέσα, έκλαιγα, ακούγοντας τον Λόγο του Θεού. Μετά σιγά-σιγά αναζητούσα να πάω σε κάποια εκκλησία και ως τότε πέρα από την Ορθόδοξη εκκλησία δεν γνώριζα ότι υπάρχουν άλλες εκκλησίες. Μαζί με τη πεθερά μου λοιπόν ψάξαμε (μάλλον εκείνη έψαξε και μας βρήκε) την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής του Ηρακλείου. Πήγαμε μαζί με τη σύζυγο μου και όταν μπήκαμε μέσα στην αίθουσα δεν με πείραξε τίποτε από όσα είδα και που ήταν για μένα πρωτόγνωρα. Δεν με πείραξε που δεν υπήρχαν εικόνες (αλλά υπήρχαν εδάφια από την Αγία Γραφή στους τοίχους) που υπήρχε ο άμβωνας, που υπήρχαν θρανία, όλα αυτά τα δέχτηκα με απλότητα και χωρίς κανένα πρόβλημα. Γονάτισα κιόλας, όπως ήταν γονατισμένοι εκείνη την ώρα όλοι οι αδελφοί και ξεκίνησα να μαθαίνω σιγά-σιγά κι εγώ να προσεύχομαι. Και καθώς έβλεπα τα αδέλφια, που σήκωναν τα χέρια τους και μιλούσανε στον Θεό, προσπαθούσα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Θυμάμαι όμως ότι έλεγαν τον Θεό: “Πατέρα”, ενώ εγώ όσες φορές προσπάθησα να πω αυτή τη λέξη, δεν μου έβγαινε από το στόμα με τίποτε. Μέχρι την ημέρα που πήραμε την απόφαση με τη σύζυγο μου και βαπτιστήκαμε στο νερό.
Είχατε μια κοινή πνευματική πορεία;
Ναι, πήραμε μαζί την απόφαση να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Θυμάμαι πως εκείνη την εποχή συνήθιζα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, να προσεύχομαι. Πήγαινα στο σαλόνι του σπιτιού, γονάτιζα στον καναπέ και προσευχόμουνα. Εκείνο το βράδυ λοιπόν (της ημέρας που βαπτίστηκα) ήταν η πρώτη φορά που άνοιξε ο Θεός το στόμα μου και τον αποκάλεσα: “Πατέρα”. Ήταν η πρώτη λέξη που βγήκε από το στόμα μου μόλις γονάτισα. Ένα εδάφιο που είναι σημαντικό μέσα στη μνήμη μου και είναι μέρος της ομολογίας μου, είναι στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, στο πρώτο κεφάλαιο και δώδεκα εδάφιο που λέει: «Όσοι εδέχθησαν Αυτόν εις αυτούς έδωκε εξουσία να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το Όνομα Αυτού». Όταν κατάλαβα αυτό το εδάφιο, συνειδητοποίησα ότι ο Θεός με έχει κάνει παιδί Του. Βέβαια, αφού είχε γίνει η αναγέννηση μου, είχα καταλάβει μεν κάποια πράγματα αλλά δεν τα είχα καταλάβει όλα πολύ καλά. Και συνέχιζα, για ένα διάστημα, να πηγαίνω με τις παρέες του κόσμου, όπως έκανα παλιά. Κι ένα απόγευμα που είχαμε πάει σε μια καφετέρια με κάποιους φίλους, ξαφνικά γυρίζω το κεφάλι μου και σαρώνω με το βλέμμα μου όλη την καφετέρια, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Και ακούω μέσα μου μια φωνή να μου λέει: “Εσύ, είσαι ένα κομμάτι ενός πάζλ που δεν ανήκεις εδώ.”
Ανήκεις πλέον σε άλλο πάζλ.
Ναι, ανήκω πλέον στον Χριστό και στην εκκλησία Του, δεν ανήκω στον κόσμο. Κάπως έτσι το έλαβα και κατάλαβα τότε ότι πρέπει να αφήσω τον κόσμο τελείως. Μια άλλη φορά, ήταν η σύζυγος μου μαζί στο ταξί και με πήρε εκείνη την ώρα ένας συνάδελφος τηλέφωνο. Κι όπως μιλούσαμε μεταξύ μας στα κινητά, αρχίσαμε και λέγαμε τις γνωστές άσχημες λέξεις που λένε οι περισσότεροι στην Ελλάδα. Και μόλις έκλεισα το τηλέφωνο μού λέει η σύζυγος μου: “Μα πολύ δεν βρίζεις;” Τότε συνειδητοποίησα ότι έχω πρόβλημα, έκανα μια προσευχή και είπα: “Θεέ μου, αυτό που κάνω δεν μου αρέσει και ξέρω ότι δεν αρέσει ούτε σε Εσένα. Και θέλω Θεέ μου να μου το αφαιρέσεις.” Το ξέχασα μετά, δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασαν και ένα πρωί στη δουλειά, καθώς νευρίασα και πήγα να βρίσω, κόλλησε το στόμα μου και δεν μπόρεσα να ξεστομίσω τη λέξη που ετοιμαζόμουν να πω. Κατάλαβα τότε ότι ο Θεός με είχε ελευθερώσει. Ευχαριστούμε πολύ τον Κύριο γιατί μας χάρισε και δύο παιδιά, την Ελένη και τον Άγγελο. Η Ελένη είναι τώρα 19 χρονών και ο Άγγελος 16,5. Μεγαλώσανε μέσα στην εκκλησία και η Ελένη βαπτίστηκε στο νερό πριν από ενάμιση μήνα περίπου. Ο Άγγελος πήρε Πνεύμα Άγιο τον περασμένο καλοκαίρι στην κατασκήνωση στην Αθήνα και μόλις γύρισε, πήρε την απόφαση και βαπτίστηκε κι αυτός στο νερό.
Εσύ πώς βαπτίστηκες με Πνεύμα Άγιο;
Εγώ καθυστέρησα, έκανα περίπου 14 χρόνια. Μπαίνανε όλο διαλογισμοί μέσα στο μυαλό μου: “Δεν είσαι έτοιμος ακόμα, άστο για αργότερα, η δουλειά σου δεν στο επιτρέπει...” μέχρι που ο Θεός με ταρακούνησε, μιλώντας μου με ένα εδάφιο και δίνοντας μου να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι για τη πορεία μου. Και μπήκα τότε σε μια διαδικασία, που δεν ζητούσα τίποτε άλλο από τον Θεό, παρά μόνο το Πνεύμα το Άγιο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ένα βράδυ, πηγαίναμε στην συνάθροιση με τον αδελφό τον Τάσο, τον ποιμένα της εκκλησίας, με το αμάξι του. Και όταν του είπα ότι προσεύχομαι να λάβω το Πνεύμα το Άγιο, μου είπε μια κουβέντα μόνο: “Το διψάς;” Δεν του απάντησα, αλλά μετά πάλι του το ξαναείπα: “Αδελφέ προσεύχομαι να λάβω το Πνεύμα το Άγιο.” Και μου λέει πάλι: “Το διψάς;” Τότε κατάλαβα ότι πρέπει να το ζητήσω με όλη μου τη καρδιά, να το διψάσω πραγματικά. Μια εβδομάδα πριν βαπτιστώ είχα μια επισκίαση και όταν προσευχόμουν κολλούσε το στόμα μου σε κάποιες συλλαβές από τις λέξεις που έλεγα. Στην εκκλησία, την ώρα της προσευχής ένας πρεσβύτερος με άκουσε, κι όταν τελείωσε η συνάθροιση μού λέει: “Μη φύγεις, κάτσε να προσευχηθούμε ακόμα λίγο”. Εκείνο το βράδυ βαπτίστηκα με Πνεύμα Άγιο και θυμάμαι πως ήτανε τόσο μεγάλη η δύναμη που πήρα, που δεν μπορούσα να σηκωθώ από τα γόνατα. Να πω και κάτι ακόμα που μου χάρισε ο Κύριος. Ένα βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ, πήρα ασυναίσθητα ένα μπλοκάκι κι ένα στυλό (που υπήρχαν χωρίς λόγο δίπλα στο κρεβάτι μου) και ξεκίνησα να γράφω μαντινάδες για τον Θεό. Έγραφα για τη Σταύρωση, για το Πνεύμα το Άγιο, για την εκκλησία του Χριστού και σε κάθε μαντινάδα που έγραφα, βουρκώνανε τα μάτια μου. Έγραφα ασταμάτητα, μέχρι που ξημέρωσε. Και θυμάμαι, ότι αν και δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το βράδυ, την άλλη μέρα ένιωθα πολύ ξεκούραστος.
Θα μας πεις στο τέλος κάποια καλή μαντινάδα.
Αμήν. Να πω πρώτα όμως, άλλη μια έκβαση του Θεού. Από το 2005 περίπου, προσευχόμουνα να πουλήσω το ταξί και να κάνω κάτι άλλο. Γιατί είχε πάρει ο πατέρας μου σύνταξη, το δούλευα πλέον μόνος μου και με κούραζε πολύ. Για τρία χρόνια δεν ευόδωσε ο Θεός (ίσως κι εγώ να ήμουν αναποφάσιστος ακόμα) το 2008 όμως, το πουλάω το ταξί τελικά σε πολύ καλή τιμή. Είχα βάλει σαν σημείο στον Θεό ένα συγκεκριμένο ποσό και πράγματι, κάποιος μου το έδωσε. Κι αμέσως μετά, το 2009, ξεκινάει στην Ελλάδα η οικονομική κρίση. Και θυμάμαι, όλοι οι συνάδελφοι μού έλεγαν: “Κάτι ήξερες εσύ, κάποιος σου μίλησε και πούλησες το ταξί”. Βέβαια κανείς δεν μου είχε μιλήσει, ο Θεός με οδήγησε. Μετά δεν έβρισκα με τι να ασχοληθώ, προσευχόμουνα όμως και μια μέρα, όπως παρκάρω έξω από ένα κατάστημα για να αγοράσω κάτι, έρχεται ακριβώς δίπλα και παρκάρει ένας συνάδελφος. Και μου λέει: “Ψάχνω έναν οδηγό, θέλεις να έρθεις;” Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν η απάντηση από τον Θεό κι από τότε δουλεύω πάλι ταξί, αλλά σαν οδηγός πλέον. Τα καλοκαίρια μόνο (γιατί η δουλειά μας είναι κυρίως εποχιακή) και τον χειμώνα μπαίνω στο Ταμείο ανεργίας και ψάχνω και κάτι άλλο να κάνω.
Σου ανοίγεται δρόμος στο ταξί να ομολογείς τον Χριστό;
Ναι, και αυτή είναι πάντα η προσευχή μου. Λέω στον Κύριο: “Άνοιξε δρόμο Θεέ μου να ομολογήσω το όνομα Σου σήμερα σε κάποιον άνθρωπο.” Και βλέπω ότι ο Θεός το κάνει. Βάζω κι ακούω κηρύγματα, ακούνε και οι πελάτες και έτσι πιάνουμε κουβέντα πολλές φορές για τα πράγματα του Θεού. Αλλά πιστεύω ότι και με τη σωστή συμπεριφορά μας και με τον καλό τρόπο μας μπορούμε να ομολογούμε τον Κύριο.
Αυτή είναι πολλές φορές η καλύτερη ομολογία. Πες μας αν θέλεις και τα νέα από την εκκλησία του Ηρακλείου.
Δόξα στον Θεό, είναι καλά τα νέα από την εκκλησία. Εγώ βοηθάω στο έργο του Κυριακού σχολείου, μαζί και με άλλα αδέλφια και τον αδελφό τον Παύλο που είναι πρεσβύτερος και προΐσταται. Έχουμε καμιά δεκαριά παιδιά τα οποία διδάσκουμε με διάφορους τρόπους τον Λόγο του Θεού και προσπαθούμε να τα νουθετήσουμε σωστά. Κάθε Πέμπτη γίνεται και ένα ωραίο ευαγγελιστικό έργο στην πλατεία, στα Λιοντάρια, όπου στήνεται ένας μικρός πάγκος, μοιράζονται φυλλάδια, εφημερίδες και Καινές Διαθήκες. Έρχονται ψυχές στην εκκλησία, άλλοι μένουν, άλλοι φεύγουν, όμως εμείς προσπαθούμε όσο μπορούμε, να μεταδώσουμε στους ανθρώπους το μήνυμα του Ευαγγελίου. Μια φορά θυμάμαι είχε έρθει κάποιος και μας λέει: “Εσείς λέτε αυτά που λέτε, στην θρησκεία λένε άλλα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά λένε άλλα, εγώ τι πρέπει να πιστέψω;” Και θυμάμαι του είπα: “Πήγαινε στο δωμάτιο σου, γονάτισε, προσευχήσου και ο Θεός θα σου δείξει την αλήθεια και θα σε οδηγήσει. Μην εμπιστευτείς κανέναν άνθρωπο.”
Αμήν. Αυτό είναι τελικά το μήνυμα μας κι αυτό ακριβώς έγινε -όπως μας είπες πριν- και στη δική σου ζωή. Να κλείσουμε με μια μαντινάδα; Σύντομη όμως, γιατί δεν έχουμε πολύ χώρο.
Να πούμε λοιπόν μια, για τους δύσκολους καιρούς που ζούμε :
Χίλιοι θα πέφτουν απ’ τη μια
μυριάδες απ’ την άλλη
μα εσένα όμως ο Χριστός
θα σ’ έχει στην αγκάλη.
Και άλλη μια, γιατί σύντομα έρχεται ο Κύριος:
Μια μέρα θα’ ρθει ο Χριστός
και θα μας πει, ελάτε
να φύγουμε στον Ουρανό
εσείς που μ’ αγαπάτε.-