Δημήτρης Αγγελάκης
“Εις εμέ δε, μη γένοιτο να καυχώμαι ειμή εις τον σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διά του οποίου ο κόσμος εσταυρώθη ως προς εμέ και εγώ ως προς τον κόσμον.” Πρός Γαλάτες: σ΄14.

“Εις εμέ δε, μη γένοιτο να καυχώμαι ειμή εις τον σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διά του οποίου ο κόσμος εσταυρώθη ως προς εμέ και εγώ ως προς τον κόσμον.” Πρός Γαλάτες: σ΄14.
Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Δημήτρης Αγγελάκης.
Αδελφέ Δημήτρη, πιστεύω πως ο Κύριος ήθελε να κάνεις αυτό το μήνα την ομολογία σου. Ακριβώς τη στιγμή που σήκωσε το τηλέφωνο ο αδελφός για να σε πάρει και να σου το προτείνει, τον πήρες πρώτος εσύ.
Αδελφέ μου, τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή μας. Η Αγία Γραφή μάς λέει ότι ο Θεός μάς έχει προγνωρίσει από τη κοιλιά της μητέρας μας ακόμα. Ο Ιησούς Χριστός ζει, μεσιτεύει καθημερινά για εμάς και περιμένει να ανοίξουμε σε Αυτόν την καρδιά μας, να Τον πλησιάσουμε ταπεινά και να Του μιλήσουμε με απλότητα. Όπως μιλάμε τώρα οι δυο μας. Και ο Κύριος ακούει, και όταν Τον καλέσουμε έρχεται σε εμάς και μας φανερώνεται με πάρα πολλούς τρόπους.
Αμήν. Θα μας πεις λοιπόν τώρα, πως φανερώθηκε και στη δική σου ζωή.
Βεβαίως, με την χάρη του Θεού. Λέγομαι λοιπόν Δημήτρης Αγγελάκης γεννήθηκα το 1967 και κατάγομαι από ένα προάστιο του Ηρακλείου Κρήτης, την Φορτέτζα. Προέρχομαι, όπως και οι περισσότεροι στην Ελλάδα, από μια οικογένεια χριστιανική Ορθόδοξη, δεν είχα όμως σαν παιδί κάποια προσωπική επικοινωνία με τον Κύριο. Γιατί δεν γνώριζα τότε ακόμα τον Κύριο. Θυμάμαι ότι έπρεπε να πάμε στο Κατηχητικό, μετά τη λειτουργία, οπωσδήποτε κάθε Κυριακή. Ήταν υποχρεωτικό. Δεν θυμάμαι όμως κάτι όσον αφορά το Κατηχητικό, δεν μου έχει μείνει κάτι ιδιαίτερο. Πέρασαν έτσι στη ζωή μου ορισμένα χρόνια και κάποια στιγμή, δημιουργήθηκε μέσα μου μια έντονη αγάπη για τη μουσική.
Υπήρχε κάποιος με αυτή την ασχολία στο οικογενειακό σου περιβάλλον;
Όχι. Απλώς ακούγανε οι δικοί μου μουσική και μπορεί να τραγουδούσανε κιόλας καμιά φορά. Μου λέει τότε ο πατέρας μου: “Αφού σου αρέσει η μουσική, θα σου πάρω μια κρητική λύρα για να μάθεις να παίζεις.” Δεν ήθελα όμως με τίποτε λύρα και μου πήρε τελικά ένα μπουζούκι. Αυτό το μπουζούκι αδελφέ, έγινε πραγματικά ο “θεός” μου. Με το μπουζούκι στα χέρια κοιμόμουνα, με το μπουζούκι στα χέρια ξυπνούσα. Και δεν ήξερα τι θα πει παιχνίδι, γιατί όλη μέρα, “ντράγκα-ντρούγκα” γρατζούναγα τις χορδές. Μια μέρα θυμάμαι, είχε έρθει κόσμος στο σπίτι μας για επίσκεψη κι εγώ έπαιζα πάλι στο δωμάτιο μου το μπουζούκι. Μου έλεγε ο πατέρας μου : “Σταμάτα δεν μας αφήνεις να μιλήσουμε... σταμάτα θέλουμε να μιλήσουμε...” δεν σταματούσα εγώ, ώσπου μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και μου σπάει το μπουζούκι. Εκείνη την ώρα, σαν να έσπασε η καρδιά μου στα δύο, τόσο πολύ στενοχωρήθηκα. Ήταν κι ένας άνθρωπος πάρα πολύ αυστηρός ο πατέρας μου.
Ήταν όμως και άνθρωπος της εκκλησίας; Γιατί είπες ότι σας πήγαινε στο κατηχητικό.
Μπορεί να πηγαίναμε Κυριακές στην εκκλησία, αλλά γνωρίζουμε πως πάει ο περισσότερος κόσμος στην εκκλησία. Ανάβει ένα κεράκι, φιλάει μια εικόνα και νομίζει ότι αρκεί αυτό για να σωθεί η ψυχή του. Ο Κύριος βέβαια θα μας κρίνει όλους, εγώ δεν είμαι άξιος να κρίνω κανέναν. Σε ηλικία 12 χρονών τελειώνω το Δημοτικό και με ρωτάει τότε ο πατέρας μου: “Θα συνεχίσεις στα γράμματα;” Το Γυμνάσιο δεν ήταν ακόμα υποχρεωτικό. Και του λέω: “Όχι, θέλω να μάθω μια τέχνη”. Με παίρνει λοιπόν και με πάει σε ένα φίλο του υδραυλικό και του λέει: “Τον βλέπεις αυτόν; Θα μου φέρεις πίσω μόνο τα κόκκαλα”. Του έδωσε -ας πούμε- το ελεύθερο να μου φερθεί αυστηρά κι αυτός. Και ήταν πραγματικά αυστηρός ο μάστορας. Τέλος πάντων, πιάνω δουλειά εκεί και με τα πρώτα μου χρήματα αγοράζω πάλι ένα μπουζούκι. Χίλιες εκατό δραχμές έδωσα, το θυμάμαι ακόμα. Πήγα μετά στον στρατό κι όταν απολύθηκα, ξεκίνησα να παίζω, δειλά-δειλά, σε κάτι καφενεδάκια.
Ήσουν αυτοδίδακτος ;
Ναι, μέχρι εκείνο το σημείο αυτοδίδακτος. Μου είπαν όμως τότε για έναν πολύ καλό δάσκαλο στην Αλικαρνασσό, πήγα, τον βρήκα και ξεκίνησα να κάνω μαζί του μαθήματα. Αυτός ο άνθρωπος, ο αδελφός ο Αντρέας, ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για τον Κύριο. Πήγαινε σε μια εκκλησία εδώ στο Ηράκλειο και μου ομολόγησε πως τον είχε ελευθερώσει ο Κύριος από την αμαρτία κι από τις ουσίες τις ναρκωτικές. Μία, δυο φορές την εβδομάδα που είχαμε μάθημα, θα μου μιλούσε πάντα για τον Χριστό. Εγώ, άκουγα μεν, αλλά πιο πολύ με ενδιέφερε να μάθω να παίζω καλά μπουζούκι. Είχα κρατήσει όμως μέσα μου ότι υπάρχει ο Ιησούς Χριστός, ότι είναι ζωντανός. Περνώντας ο καιρός, άρχισα να μπαίνω μέσα στο χώρο της νύχτας όλο και περισσότερο και να δουλεύω στα μεγαλύτερα μαγαζιά του Ηρακλείου. Και είχα αποκτήσει ένα πολύ καλό όνομα σαν μουσικός, συνεργαζόμενος με μεγάλες φίρμες της εποχής, που κατέβαιναν από την Αθήνα για να δουλέψουν στη Κρήτη.
Πως επηρεάστηκε η ζωή σου μέσα σε αυτό το περιβάλλον;
Επηρεάστηκε αρνητικά σίγουρα. Γιατί σιγά-σιγά έχανα την επαφή της μέρας και χωνόμουνα όλο και πιο βαθιά στο “σκοτάδι”, χωρίς να το παίρνω είδηση τότε. Άρχιζα κι έπινα καταρχάς. Για να παίξω καλά το μπουζούκι, έπρεπε να πιω μόνος μου ένα μπουκάλι ουίσκι κάθε βράδυ, χώρια τα κεράσματα από τις παρέες. Κάπνιζα κιόλας και πάρα πολύ, αλλά ευχαριστώ τον Θεό, γιατί δεν έμπλεξα ποτέ με ναρκωτικά. Μια φορά μόνο, ένας φίλος στο Ρέθυμνο μού έδωσε και κάπνισα ένα τσιγάρο με χασίς και με το που πήρα τρείς ρουφηξιές έχασα όλο τον κόσμο γύρω μου. Ζαλιζόμουνα, ήθελα να κάνω εμετό και μετά που συνήλθα ήθελα να τον δείρω για αυτό που μου έδωσε. Πιστεύω ότι έτσι με φύλαξε ο Κύριος από αυτό το πράγμα. Το 1992 -παρέλειψα να πω- παντρεύτηκα τη σύζυγο μου την Μαρία που είναι για μένα πραγματικά ένα δώρο Θεού. Γνωριστήκαμε το 1989, μείναμε δύο χρόνια αρραβωνιασμένοι και μετά παντρευτήκαμε, όταν ήταν οχτώ μηνών έγκυος, στο γιό μου.
Την γνώρισες στη νύχτα;
Όχι, εκτός νύχτας ήταν η γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε λοιπόν, συνέχιζα όμως πάντα εγώ τη δουλειά στα κέντρα, με πολλά λεφτά, πολλές παρέες και το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο κάθε μέρα. Δέκα και δεκαπέντε άτομα, συνάδελφοι μουσικοί, τραγουδιστές, τραγουδίστριες, τρώγαμε και πίναμε. Εγώ νόμιζα τότε ότι με αγαπούσανε για αυτό που είμαι, αλλά όπως αποδείχτηκε, με αγαπούσανε μόνο για αυτά που είχα και τους πρόσφερα. Τελικά αδελφέ μου, μόνο ο Κύριος είναι αγαθός και μόνο Αυτός αγαπάει με ειλικρίνεια τον άνθρωπο, χωρίς να του ζητάει τίποτε. Προχωρούσα λοιπόν έτσι, προχωρούσα στην αμαρτία κι άρχισαν μετά και οι γυναίκες, άρχισα να απατάω την Μαρία. Όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα πάντα ένα φόβο Θεού και θυμόμουνα τα λόγια που μου είχε πει ο αδελφός ο Αντρέας. Και καμιά φορά τον έπαιρνα κιόλας τον αδελφό τηλέφωνο και μιλούσαμε με τις ώρες, ειδικά όταν βρισκόμουνα σε δύσκολες καταστάσεις. Ερχόταν τότε μια ειρήνη και μια αγαλλίαση μέσα μου, αλλά συνέχιζα το επόμενο βράδυ τα ίδια πράγματα και χειρότερα.
Στο σπίτι δεν είχες πρόβλημα με τη ζωή που έκανες;
Είχα σοβαρό πρόβλημα. Γιατί ξεκίνησαν μετά οι γκρίνιες, οι τσακωμοί (καθώς γυρνούσα στο σπίτι επτά και οχτώ το πρωί από την αμαρτία) και ήταν κατανοητό και η γυναίκα μου είχε πάνω σε αυτό, χίλια δίκια. Είχαμε ψιλοχωρίσει κιόλας μερικές φορές, δέκα μέρες, ένα μήνα, αλλά ύστερα τα ξαναβρίσκαμε, ώσπου το 2007 χωρίζω οριστικά και παίρνω διαζύγιο. Ενώ έχουμε πλέον και δύο παιδιά, καθώς είχε γεννηθεί εντωμεταξύ και η κόρη μου. Και η αιτία που χώρισα ήταν μια άλλη γυναίκα, την οποία την ερωτεύτηκα. Και έζησα μαζί με αυτή τη γυναίκα δέκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 2017. Το 2010 -αν θυμάμαι καλά- καθώς μέναμε σε ένα σπίτι έξω από το Ηράκλειο, δίπλα ακριβώς, μεσοτοιχία, έμενε ένας αδελφός μας, ο αδελφός Νίκος. Έβλεπα εγώ να έρχονται αδέλφια να τον επισκεφτούν, ψέλνανε ύμνους όλοι μαζί και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Άρχισε μετά να μου μιλάει ο αδελφός για τον Κύριο, μου είχε χαρίσει και μια Καινή Διαθήκη και είχα πάει και σπίτι του δύο-τρείς φορές και είχα ακούσει εκεί τον Λόγο του Θεού. Όμως είχα μεγάλη αντίδραση από τη γυναίκα που ήμουν τότε μαζί, η οποία δεν ήθελε τους αδελφούς με τίποτε. Τους έβριζε, τους βλαστημούσε και μου έλεγε να μην ξαναπάω σε αυτούς.
Με τον αδελφό Αντρέα που μιλούσες στο τηλέφωνο, το συζήτησες αυτό;
Δεν το θυμάμαι να σου πω την αλήθεια. Θυμάμαι όμως ότι κάποια στιγμή μού είχε πει: “Ζήτησε κάτι από τον Κύριο και θα δεις ότι θα το κάνει. Ζήτησε Τον και θα δεις ότι είναι αληθινός”. Μια μέρα λοιπόν είχα πάρει τα σκυλιά μου (γιατί έκανα και τον κυνηγό) και είχα ανέβει σε ένα βουνό που λέγεται Γιούχτας και που είναι εδώ κοντά στο Ηράκλειο. Εκεί πάνω έχει και μια ορθόδοξη εκκλησία που λέγεται “Αφέντης Χριστός”. Άνοιξα λοιπόν την πόρτα της εκκλησίας κι εκεί έκανα για πρώτη φορά στη ζωή μου προσευχή στον Κύριο. Και ήρθε σε τέτοια κατάνυξη η καρδιά μου, που άρχισα κι έκλαιγα, κι έκλαιγα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Θυμήθηκα τότε τα λόγια του αδελφού Αντρέα (που μου είχε πει “Ζήτησε κάτι από τον Κύριο”) και λέω “Κύριε, αν είσαι ζωντανός και υπάρχεις, θέλω να μου δείξεις ένα σημάδι”. Κι επειδή ο Κύριος είναι ζωντανός (και μας ακούει κι αυτή τη στιγμή αδελφέ μου) εκείνη την ώρα γίνεται μια έκρηξη κι ανάψανε όλα τα φώτα, μέσα κι έξω από την εκκλησία. Αυτή ήταν η πρώτη έλευση του Χριστού στη ζωή μου, που μου έδειξε ότι υπάρχει.
Πως αντέδρασες;
Από τον φόβο μου έφυγα τρέχοντας κι έφθασα στο σπίτι μέσα σε πέντε λεπτά. Το αμάξι πρέπει να είχε σηκωθεί ένα μέτρο πάνω από τη γη με την ταχύτητα που πήγαινα. Ένιωσα φόβο, όμως και χαρά συνάμα και μια πίστη μέσα μου ότι ο Θεός υπάρχει. Εντωμεταξύ μου έλεγε ο Νίκος, ο γείτονας μου, να πάω μια μέρα στην εκκλησία που πήγαινε, την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής, όμως είχα ένα δισταγμό μέσα μου, δεν ήξερα τι θα συναντήσω εκεί. Μου το είπε όμως κάμποσες φορές και το αποφάσισα μια μέρα και πήγαμε στην εκκλησία εδώ, του Ηρακλείου. Το κήρυγμα εκείνη τη μέρα ήταν μέσα από την παραβολή του ασώτου υιού και καταλάβαινα ότι ο Λόγος του Θεού απευθυνότανε σε μένα. Και όταν τέλειωσε η συνάθροιση, καθώς βγήκα από τη πόρτα έκανα μια προσευχή και είπα: “Σε ευχαριστώ Κύριε μου, γιατί τόσα χρόνια ήμουνα τυφλός και σήμερα βρήκα το φως μου”. Γύρισα μετά σπίτι και ήταν λες κι έφυγα από τον παράδεισο (την εκκλησία) και πήγα στη κόλαση. Άρχισε αμέσως ο πόλεμος: “Γιατί πήγες στην εκκλησία; Τι σου κάνανε; Τι σου είπανε;...”. Οπότε πήγα μόνο άλλες δύο-τρείς φορές και δεν ξαναπήγα, γιατί υπήρχε μεγάλη αντίδραση.
Με τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου είχες τότε επαφή;
Όχι, δεν είχα ιδιαίτερη επαφή και μπορώ να σου πω, ότι κάπου τους είχα ξεχάσει. Όμως μετά από αυτές τις πρώτες εμπειρίες που είχα με τον Θεό και με την εκκλησία, κάτι άλλαξε μέσα μου. Κι άρχισα να αναζητώ τη θαλπωρή της οικογένειάς μου, τα παιδιά μου, τον καλό λόγο της γυναίκας μου. Και όπως ο άσωτος γιός θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα και είπε “Θα γυρίσω πίσω”, έτσι κι εμένα μου έβαζε ο Θεός στην καρδιά να γυρίσω πίσω. Το 2017 λοιπόν χωρίζω με αυτή τη γυναίκα, στις 17 Μαρτίου (αξέχαστη η μέρα που με ελευθέρωσε ο Κύριος) και πήγα σπίτι της μητέρας μου όπου έμεινα άλλα τρία χρόνια. Συνολικά πέρασα 13 χρόνια μακριά από την οικογένεια μου. Ώσπου σε κάποια στιγμή υπήρξε με τον γιό μου ένα σοβαρό πρόβλημα κι άρχισα τότε να έχω επικοινωνία και με τη μαμά του γιατί έπρεπε να είμαστε παρόντες και οι δύο γονείς. Έτσι άρχισα να μιλάω πάλι με τη Μαρία, ήρθαμε πιο κοντά και την έβλεπα ότι ήτανε κι εκείνη πιο ήπια απέναντι μου. Δεν σου είπα, ότι εκείνη την εποχή διάβαζα την Καινή Διαθήκη κάθε μέρα, επικαλούμουν τον Κύριο και Του ζητούσα να με οδηγεί και να κατευθύνει τα βήματα μου. Κι ένα απόγευμα, καθώς μιλούσαμε με τον Αντρέα στο τηλέφωνο για τα πράγματα του Θεού, αισθάνομαι ξαφνικά ότι παίρνω μια φωτιά μέσα μου. Ένιωσα ότι καίγομαι, από τα πόδια στην αρχή, μέχρι που ανέβηκε η φωτιά σε όλο μου το σώμα, κάηκε η καρδιά μου (αξέχαστα) κάηκαν τα σωθικά μου και βγήκε η φωτιά από το κεφάλι, μέσα από τα μαλλιά μου. Δεν ήξερα τότε τι είναι αυτή η φωτιά, μετά κατάλαβα ότι ήταν η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή ήταν η αναγέννηση μου κι από εκείνη τη μέρα ήμουν ένας άλλος Δημήτρης. Φύγανε οι συνήθειες οι κακές, άλλαξε η καρδιά μου κι από εκεί που ήμουν ένας σκληρός άνθρωπος (που αν μου έλεγε κάποιος μια κουβέντα, εγώ θα του έλεγα δέκα παραπάνω, κι αν μου έλεγε κάποιος μια προσβολή, μπορεί και να τον σκότωνα ακόμα) ξαφνικά άρχισα να αγαπάω όλο τον κόσμο. Όποιον κι αν συναντούσα του έλεγα “Ο Χριστός σε αγαπάει. Κι επειδή ο Χριστός ήρθε στη ζωή μου και με αναγέννησε, τώρα κι εγώ σε αγαπάω”.
Δούλευες ακόμα στη νύχτα;
Ναι, ακόμα. Ένα βράδυ όμως, καθώς έπαιζα μπουζούκι σε ένα κέντρο, έκλεισα τα μάτια, έκανα μια προσευχή και είπα “Κύριε, ελευθέρωσε με από αυτή τη δουλειά, βγάλε με από τη νύχτα”. Αυτό το κέντρο (αν και το λέγανε αλλιώς) εγώ το είχα ονομάσει: “Σόδομα και Γόμορρα.” Γιατί όλη η πορνεία, όλη η αμαρτία και όλες οι ναρκωτικές ουσίες του Ηρακλείου ήταν μαζεμένες εκεί μέσα. Το 2020 ένιωσα μια έντονη ανάγκη να πάω στην εκκλησία. Πήγα μια-δυο φορές στην εκκλησία που πήγαινε ο αδελφός Αντρέας, δεν αναπαύθηκα όμως, και ξεκίνησα να πηγαίνω πάλι στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Κι εκεί, πήρα την απόφαση και βαπτίστηκα στο νερό, θάβοντας τον παλιό άνθρωπο. Γιατί πλέον -όπως λέει και ο απόστολος Παύλος- για τον κόσμο είχα πεθάνει και ο κόσμος είχε πεθάνει για μένα. Αρχίσαμε τότε να βγαίνουμε κάποιες φορές έξω με την Μαρία και να της μιλάω για τον Λόγο του Θεού. Εγώ είμαι πλέον πολύ σοβαρός, πολύ αλλαγμένος και η Μαρία δεν το πιστεύει αυτό που βλέπει. Της είπα ότι θέλω να ξανασμίξουμε, είχε εκείνη κάποιους ενδοιασμούς, όμως ο Κύριος τα έφερε όλα πολύ ωραία και πήραμε την απόφαση να ζήσουμε πάλι μαζί. Ο γιός μου έμενε τότε αλλού, η κόρη μου ήταν λίγο διστακτική τις πρώτες μέρες, όταν είδε όμως τον πατέρα της να γυρνάει νωρίς από τη δουλειά στο σπίτι, να διαβάζει κάθε μέρα τον Λόγο του Θεού και η μόνη του έξοδος να είναι η εκκλησία, άλλαξε στάση τελείως. Ξέχασα να σου πω, ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή μου, με έβγαλε από τα μπουζούκια και δουλεύω πλέον στην οικοδομή, στα υδραυλικά. Όπου παίρνω ένα πολύ καλό μεροκάματο και ο Κύριος με έχει ευλογήσει πάρα πολύ.
Την τέχνη που είχες μάθει μικρός;
Ναι, ακριβώς. Και είπα τότε στη γυναίκα μου “Μαρία, τώρα που ξανασμίξαμε, πρέπει να κάνουμε το θέλημα του Θεού και να παντρευτούμε”. Γιατί είχαμε πάρει διαζύγιο. Και πράγματι, ορίσαμε ημερομηνία γάμου και παντρευτήκαμε. Ήρθανε τότε διάφοροι και μου είπανε, “Μα τι κάνεις; Την ίδια γυναίκα παντρεύεσαι;” Λέω “Ναι, την ίδια γυναίκα. Γιατί την αγαπάω, μου την χάρισε ο Κύριος και θέλει να είμαστε μαζί. Ούς ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω, λέει το Ευαγγέλιο”. Κι αυτό που ζω πλέον μαζί με τη Μαρία αδελφέ μου, είναι κάτι απερίγραπτο. Μόνο από τον Θεό γίνεται. Είμαστε τόσο ερωτευμένοι κι έχουμε τόση πολλή αγάπη μεταξύ μας, που δεν είχαμε ούτε όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι.
Δόξα στον Θεό. Ο “επιδιορθωτής των χαλασμάτων” όπως λέει η Αγία Γραφή, στον προφήτη Ησαΐα.
Αμήν. Και πολλές εμπειρίες έχω καθημερινά με τον Κύριο στη ζωή μου. Και στη δουλειά μου και στην υγεία μου πάρα πολλές φορές με έχει προφυλάξει και αυτό που θέλω πλέον είναι να μιλάω σε όλους τους ανθρώπους για τον Χριστό. Τώρα, πρόσφατα, πήγα σε ένα νέο εργοδότη και μου λέει η γυναίκα μου “Δημήτρη, μην αρχίσεις πάλι και μιλάς για τον Θεό συνέχεια και σε παρεξηγήσουνε και έχεις πρόβλημα στη δουλειά σου”. Και της λέω “Μαρία λογικά μιλάς, όμως για να σου πω την αλήθεια, δεν μπορώ να μην μιλάω για τον Χριστό.” Και την περασμένη εβδομάδα, όπως ήμουν στην προσευχή, στην εκκλησία, γέμισα με την παρουσία του Θεού κι άρχισα κι έκραζα στον Κύριο με κλάματα κι έλεγα “Κύριε, δεν μπορώ να σταματήσω να μιλάω για Εσένα, δεν μπορώ να κλείσω το στόμα μου, θέλω να μιλάω σε όλους για Εσένα”. Και την ίδια στιγμή. μια φωνή μού έλεγε μέσα μου “Μίλα γα Μένα, μίλα για Μένα”, Προσευχόμαστε τώρα ο Κύριος να σώσει όλη την οικογένεια μας, κι εμάς να μας κρατήσει κοντά Του μέχρι τέλους, να μας κρατήσει μέσα στην τεθλιμμένη οδό. Ξέρουμε ότι θα περάσουμε δοκιμασίες και δυσκολίες αλλά έχουμε μαζί μας τον Λυτρωτή της ψυχής μας και δεν φοβόμαστε τίποτε. Ο εχθρός μπορεί να μας κάνει καθημερινά επιθέσεις αλλά εμείς έχουμε ασπίδα μας τον Λόγο του Θεού και είμαστε πάντα, κάτω από την σκέπη του Κυρίου.