Γιάννης Παπασταματίου
“Τις ως Κύριος ο Θεός ημών; ο κατοικών εν υψηλοίς·Ο συγκαταβαίνων διά να επιβλέπη τα εν τω ουρανώ και τα εν τη γή·ο εγείρων από του χώματος τον πτωχόν και από της κοπρίας ανυψών τον πένητα,διά να καθίση αυτόν μετά των αρχόντων, μετά των αρχόντων του λαού αυτού.” Ψαλμός ριγ 5-8
“Τις ως Κύριος ο Θεός ημών; ο κατοικών εν υψηλοίς·Ο συγκαταβαίνων διά να επιβλέπη τα εν τω ουρανώ και τα εν τη γή·ο εγείρων από του χώματος τον πτωχόν και από της κοπρίας ανυψών τον πένητα,διά να καθίση αυτόν μετά των αρχόντων, μετά των αρχόντων του λαού αυτού.” Ψαλμός ριγ 5-8
Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Γιάννης Παπασταματίου από το Ηράκλειο Κρήτης.
Αδελφέ Γιάννη, ζεις τώρα στο Ηράκλειο, αλλά νομίζω είσαι από τον Πειραιά;
Σωστά, μεγάλωσα στον Πειραιά. Η ταυτότητα μου όμως λέει: “Γεννηθείς εις Νέα Σμύρνη.” Εκεί έχω γεννηθεί κι εκεί είδα πρώτη φορά το χέρι του Θεού στη ζωή μου. Πρέπει να ήμουνα δύο-τριών χρονών και καθώς έπαιζα ένα πρωί στη κεντρική πλατεία, με κάτι βατραχάκια που είχε τότε εκεί, έπεσα μέσα στο συντριβάνι κι άρχισα να πνίγομαι. Δεν υπήρχε κάποιος δίπλα να με βοηθήσει, ήρθε όμως από το πουθενά ένας ταξιτζής, με έβγαλε από το νερό και μετά μπήκε πάλι μέσα στο ταξί κι έφυγε. Τώρα καταλαβαίνω, πως όταν ο Θεός έχει σχέδιο για να σώσει έναν άνθρωπο, θα τον διαφυλάξει με κάθε τρόπο. Στη συνέχεια πήγαμε στον Πειραιά -μιας και ο πατέρας μου ήταν ναυτικός- όπου άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο. Δυστυχώς όμως, πάντοτε πήγαινα κι έμπλεκα με τα λάθος άτομα. Αντί να κάνω παρέα με αυτούς που έκαναν οι πολλοί, έκανα παρέα με αυτούς που τους αποφεύγανε όλοι. Και όπως λέει και ο κόσμος: “Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.” Άρχισα λοιπόν από πολύ νωρίς να πηγαίνω στα γήπεδα, να ακούω ροκ μουσική και να συχνάζω σε ένα ανάλογο μαγαζί, τη “Ντράγκον,” το οποίο βρισκόταν τότε στη γέφυρα, όπως πήγαινες στα Καμίνια. Το πρώτο ναρκωτικό που δοκίμασα ήταν η βενζίνη. Που την εισπνέαμε. Μετά άρχισαν διάφορες άλλες ουσίες, χασίς, χάπια, σιρόπια, τριπάκια... Κι ενώ τα έκανα όλα αυτά, μου άρεσε να πηγαίνω και στην εκκλησία την ορθόδοξη. Να σκουπίσω, να καθαρίσω μέσα στο ιερό...
Παπαδάκι ήσουνα όπως λέμε;
Ναι, πήγαινα στον Άγιο Σπυρίδωνα στο λιμάνι. Δεν βρήκα όμως κάτι ουσιαστικό, δεν βρήκα κάποιον να μου πει για το Ευαγγέλιο, να με συμβουλέψει για τη ζωή μου. Το 1981 έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα κι εκεί πάλι με διαφύλαξε ο Θεός. Μέναμε τότε σε ένα παλιό σπίτι, νεοκλασικό κι όπως κοιμόμουνα, πέσανε και με πλακώσανε οι σοβάδες από τους τοίχους. Ευτυχώς ήρθε ο πατέρας μου, με τράβηξε έξω και γλύτωσα. Φύγαμε τότε από τον Πειραιά και ήρθαμε να μείνουμε στην Αμφιάλη, όπου κι εκεί άρχισα εγώ παράξενες παρέες. Πήγαινα σε ένα μαγαζί με ροκ μουσική, στη “Βικτόρια”, και τις Κυριακές πηγαίναμε με τα παιδιά από την θύρα 7, σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, στον “Άρη”. Μια άλλη περίπτωση που με διαφύλαξε ο Θεός ήταν στη τραγωδία της θύρας 7, όπου ήμουνα μέσα εκείνη την ημέρα. Και δέκα λεπτά πριν τελειώσει το παιχνίδι, μου λέει ένας φίλος: “Γιάννη πάμε να φύγουμε, γιατί θα γίνει χαμός τώρα από τους πανηγυρισμούς”. Φύγαμε λοιπόν κι έτσι με γλύτωσε πάλι ο Θεός, στο “παρά πέντε” που λέμε. Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπου πάντα κάτι γινότανε και την γλύτωνα.
Το καταλάβαινες; απέδιδες στον Θεό αυτές τις ενέργειες ;
Όχι, γιατί όταν γλύτωνα τότε από κάτι, μου έλεγε η μάνα μου: “Εσύ δεν παθαίνεις τίποτε γιατί είσαι Σαββατογεννημένος.” Επειδή έχω γεννηθεί Σάββατο. Και είχα μείνει σε αυτό, ότι εγώ έχω κάποια ιδιαίτερη τύχη. Σε κάποια στιγμή ξέκοψα από τα στέκια που πήγαινα και με πήρε τότε κοντά του ένας θείος μου, ο οποίος είχε τέσσερα μαγαζιά της νύχτας. Άρχισα να μαθαίνω λοιπόν αυτή τη “δουλειά” και να κάνω διάφορα άσχημα πράγματα τα οποία δεν θέλω να τα αναφέρω καθόλου. Όταν μου λένε να κάνω την ομολογία μου, σκέφτομαι τι να διαβάσω μέσα από τον Λόγο του Θεού, τι με εκφράζει, και καταλήγω στον Ψαλμό 113: “Ο ανυψών από της κοπρίας τον πένητα...” Πραγματικά εκεί είχα φθάσει σαν άνθρωπος και για αυτό με έπιανε πολλές φορές μια μελαγχολία, αποσυρόμουνα από τους πολλούς και μέχρι τα 22 μου χρόνια, είχα κάνει τρείς απόπειρες αυτοκτονίας. Και κυκλοφορούσε τότε στο χώρο μας αυτή η αντίληψη. Το να πεθάνεις, για να ησυχάσεις από όλα και να πεθάνεις με έναν “αντρίκειο θάνατο”. Να ρίξεις, ας πούμε, ένα μπιτόνι βενζίνη επάνω σου και να καείς. Βέβαια ήταν κάτι, εκατό τοις εκατό από τον Διάβολο, για να σε πάρει μαζί του στην απώλεια.
Να καίγεσαι αιώνια μετά.
Ακριβώς. Κανείς δεν ησύχασε έτσι. Και να φτάσουμε τώρα στο πως πίστεψα. Πρώτος μου μίλησε για τον Χριστό, ένας αδελφός από τον Πειραιά, ο Παναγιώτης, που τον γνώριζα από τις κόντρες που πηγαίναμε με τα μηχανάκια. Τον πέτυχα λοιπόν ένα βράδυ στο Πασαλιμάνι να μοιράζει εφημερίδες “Χριστιανισμός”, μιλήσαμε λίγο, μου έδωσε και μια εφημερίδα, αλλά δεν την διάβασα, την πέταξα. Μετά, βρήκα αδελφούς από τη Νίκαια να έχουν βγει έξω για ευαγγελισμό, αλλά πάλι δεν έδωσα σημασία. Ο Θεός πιστεύω έψαχνε να με βρει με κάποιο τρόπο, αλλά εγώ Τον απέφευγα. Ώσπου τελικά, μου μίλησε για τον Χριστό ένας γνωστός μου, ο Μενέλαος. Τον οποίο (επειδή καυχιόταν ότι είναι πολύ γυμνασμένος κι εμένα με εξουθενούσε) τον αντιπαθούσα. Κι όπως τον βρίσκω λοιπόν ένα βράδυ στην πλατεία Λαού, και τον πλησιάζω με άσχημες διαθέσεις, αρχίζει να μου μιλάει για τον Χριστό. Είχε γνωρίσει στη θητεία του στη Λήμνο κάποιους αδελφούς, τον είχανε ευαγγελίσει και είχε αναγεννηθεί και είχε λάβει Πνεύμα Άγιο πριν ακόμα πάει στην εκκλησία. Και μου λέει: “Γιάννη, δεν ξέρω πολλά να σου πω, όμως ο Χριστός είναι ζωντανός και ότι Του ζητήσεις θα στο δώσει.” Κι όπως έφυγα λοιπόν από την πλατεία και πήγαινα στο σπίτι, είπα: “Θεέ μου, αν υπάρχεις όπως λέει αυτός ο άνθρωπος, βοήθησε με σήμερα να κοιμηθώ.” Και πράγματι, εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα, μετά από πολύ καιρό.
Εννοείς ότι κοιμόσουνα μόνο μέρα;
Κοιμόμουνα κάθε μέρα στις 10 το πρωί. Αν θα κοιμόμουνα κιόλας, γιατί μου είχε τύχει και μια εβδομάδα ολόκληρη να μην έχω κοιμηθεί καθόλου. Ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Κοιμήθηκα λοιπόν και το πρωί που ξύπνησα, άκουγα δύο φωνές μέσα στο μυαλό μου. Η μία έλεγε: “Ποιός Θεός; Θυμήσου τι συνδυασμό από ναρκωτικά ήπιες χθες και ακολούθα την ίδια συνταγή για να κοιμάσαι κάθε βράδυ.” Η άλλη φωνή όμως μου έλεγε: “Γιατί αμφιβάλεις; Εγώ έκανα αυτό που μου ζήτησες.” Τέλος πάντων, βάζω μετά κι άλλο σημείο. Λέω: “Αν Είσαι ζωντανός, θέλω να μου κόψεις το τσιγάρο.” Γιατί κάπνιζα τέσσερα πακέτα την ημέρα και δεν μπορούσα να το κόψω με τίποτε. Πηγαίνοντας λοιπόν την άλλη μέρα στην εκκλησία, πάω να ανάψω ένα τσιγάρο μέσα στο ταξί και μου μύριζε πολύ άσχημα. Πάω να ανάψω δεύτερο, το ίδιο. Λέω: “Χαλασμένα τσιγάρα αγόρασα.” Παίρνω από τον ταξιτζή ένα τσιγάρο, βρωμούσε κι αυτό. Τότε θυμήθηκα τη προσευχή που είχα κάνει και συγκλονίστηκα.
Πως αποφάσισες να πας στην εκκλησία;
Μου είχε πει ο Μενέλαος ότι θα πήγαινε την επόμενη μέρα στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στη Νίκαια, και το πρωί που ξύπνησα, αποφάσισα να πάω μαζί του. Ξέχασα να σου πω, ότι κατά καιρούς με έπιανε ένα σύνδρομο πνευματικής αναζήτησης και είχα πάει σε διάφορες εκκλησίες. Είχα πάει στην Ευαγγελική Εκκλησία, είχα πάει στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, είχα πάει στα παιδιά του Μω (μια αίρεση που διδάσκει τους ανθρώπους να πορνεύουνε) είχα πάει στους Κρίσνα... Δεν είχα νιώσει όμως πουθενά, όπως ένιωσα στην εκκλησία εκείνη την ημέρα. Και μόλις μπήκα μέσα, γύρισα κατευθείαν για να φύγω.
Για ποιό λόγο;
Γιατί ένιωσα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Γιατί κατάλαβα αμέσως ότι οι άνθρωποι εκεί μέσα είναι άγιοι. Με έπεισε όμως ο Μενέλαος να μείνω, έστω για λίγο, και πράγματι, κάθισα σε ένα θρανίο, κάθισαν μετά άλλοι δίπλα μου και ύστερα ντρεπόμουνα να σηκωθώ και να βγω έξω. Στο τέλος της συνάθροισης ήρθαν όλοι οι αδελφοί, με χαιρέτησαν, με αγκάλιασαν και γενικά μου φέρθηκαν με πάρα πολλή αγάπη. Αυτό μπορούσα να καταλάβω εκείνη την στιγμή, αυτά που άκουσα στο κήρυγμα δεν μπορούσα να τα καταλάβω. Γύρισε μετά ο Μενέλαος πίσω στη Λήμνο -γιατί ήτανε με άδεια από τον στρατό- και συνέχισα να πηγαίνω στην εκκλησία μόνος μου. Και την επόμενη Τετάρτη, γονάτισα σε μια άκρη κι έλεγα από μέσα μου: “Ξέρεις Θεέ μου ότι είμαι ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Αν υπάρχεις και είσαι εδώ, Εσύ πάρε με από το χέρι, να περπατήσουμε μαζί...” Και γίνεται τότε μια προφητεία από την άλλη μεριά της αίθουσας, που ο Κύριος μού απάντησε ακριβώς σε αυτά που έλεγα: “Εγώ κρατάω το χέρι σου, μη φοβάσαι, Εγώ θα σε ευλογήσω...” Ήτανε τόσο έντονο αυτό που ζούσα, που είχα μπει κάτω από το θρανίο. Αυτή η εμπειρία ήταν καταλυτική για μένα και η αλλαγή μου στη συνέχεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Άλλαξε η εμφάνιση μου καταρχάς κι άρχισα να ντύνομαι σαν άνθρωπος κανονικός, γιατί πριν ντυνόμουν σαν άνθρωπος της νύχτας.
Τσιγάρα, ναρκωτικά, φύγανε όλα;
Φύγανε όλα. Και δεν είχα καταλάβει και πως έγινε, ήταν σαν να ζούσα μέσα σε ένα όνειρο. Βαπτίστηκα στο νερό στις 2 Ιουλίου του 1988 και μετά θυμάμαι, άκουσα σε ένα κήρυγμα αυτό που είπε ο απόστολος Παύλος στον δεσμοφύλακα στους Φιλίππους: “Πίστεψε στον Ιησού Χριστό και θα σωθείς εσύ και ο οίκος σου.” Ένιωσα ότι είναι και για μένα αυτά τα λόγια κι άρχισα να μιλάω για τον Χριστό στην αδελφή μου. Η οποία ήταν τότε τραγουδίστρια στα μπουζούκια και μέσα στη νύχτα είχε κάνει σχέση με έναν άνθρωπο παντρεμένο, με παιδιά. Της είπα ότι αυτό που κάνει είναι αμαρτία, της το έδειξα μέσα από τον Λόγο του Θεού και θυμάμαι ότι το δέχτηκε αμέσως, χωρίς αντιλογία. Μου λέει: “Τώρα τι θα κάνουμε;” Της λέω: “Θα κάνουμε νηστεία και προσευχή και ο Κύριος θα σε ελευθερώσει.” Πράγματι έτσι έγινε και βρήκε τη δύναμη και ζήτησε από αυτόν τον άνθρωπο να χωρίσουνε. Ξεκίνησε μετά να έρχεται στην εκκλησία, αναγεννήθηκε, βαπτίστηκε στο νερό και πολύ γρήγορα βαπτίστηκε με Πνεύμα Άγιο κι έλαβε και το χάρισμα της προφητείας. Εγώ άργησα λίγο, έκανα δύο χρόνια και τελικά το έλαβα την ημέρα των γενεθλίων μου, επτά Μαΐου, όταν το ζήτησα σαν δώρο από τον Κύριο. Μετά πίστεψε ο πατέρας μου, μετά πίστεψε και η μητέρα μου, βαπτίστηκαν στο νερό, βαπτίστηκαν στο Πνεύμα το Άγιο και τώρα έχουν αναχωρήσει πλέον και είναι μαζί με τον Κύριο. Και αυτό που τους έλκυσε στον Χριστό ήταν η μεγάλη αλλαγή που είδανε στη ζωή μας. Όταν μας είδαν να βγαίνουμε μέσα από τη νύχτα και να κάνουμε οικογένειες. Πρώτη παντρεύτηκε η αδελφή μου, με τον Μενέλαο...
Τον αδελφό που σου μίλησε για τον Χριστό;
Ναι, σωστά. Μετά ζητούσα κι εγώ από τον Κύριο αποκατάσταση και θυμήθηκα τότε -ο Θεός πιστεύω το έκανε- μια κοπέλα που είχα γνωρίσει στον κόσμο, την σημερινή γυναίκα μου την Αναστασία. Η οποία ήταν μια κοπέλα διαφορετική από τις άλλες, με αγαπούσε πραγματικά, όμως εγώ της είχα φερθεί με τον χειρότερο τρόπο. Έψαξα λοιπόν να την βρω, δεν την βρήκα πουθενά (γιατί ήταν στη Κρήτη) κι έλεγα: “Θεέ μου, αν είναι το θέλημα Σου ας με πάρει τηλέφωνο.” Και μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο και παίρνω μέσα μου την πληροφορία ότι είναι εκείνη. Το σηκώνω λοιπόν και δεν λέω: “Εμπρός” αλλά λέω: “Σούλα;” Τρόμαξε εκείνη, αιφνιδιάστηκε και το έκλεισε. Ρώτησε όμως μετά για μένα, της είπανε ότι άλλαξα, ότι έγινα χριστιανός και δεν το πίστευε με τίποτε. Έλεγε: “Ο Γιάννης χριστιανός; Αποκλείεται, σας δουλεύει όλους.” Μέχρι που θέλησε να με συναντήσει. Όταν με είδε αδελφέ, δεν με αναγνώρισε. Γιατί είχα αλλάξει πάρα πολύ εμφανισιακά, αλλά και σαν χαρακτήρας ήμουν πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Νέο κτίσμα πραγματικά. Ήρθε μετά και η Αναστασία στην εκκλησία, αναγεννήθηκε, βαπτίστηκε στο νερό, βαπτίστηκε με Πνεύμα Άγιο και μέσα σε τέσσερεις μήνες παντρευτήκαμε. Και το 1992 μας χάρισε ο Κύριος το πρώτο μας παιδί. Αν κι εγώ πίστευα ότι δεν θα αποκτήσω ποτέ παιδιά, λόγω των ουσιών που είχα πάρει, ο Θεός όμως έκανε χάρη και μας χάρισε τρία παιδιά.
Πότε πήγατε στο Ηράκλειο;
Μας πήγε ο Κύριος στη Κρήτη το 1993, με θαυμαστό τρόπο. Μας οδήγησε με προφητείες, με ενύπνια, αλλά εγώ είχα βάλει ένα τελευταίο σημείο στον Θεό και είχα πει: “Κύριε, αν είναι αυτό το θέλημα Σου, θέλω να συμφωνήσουν μαζί, ο αδελφός Λούης και ο αδελφός Νκολακόπουλος, να πάω στη Κρήτη.” Τότε ήμουν διάκονος στην Νίκαια κι ένα μεσημέρι όπως περνούσα με το μηχανάκι απέξω από την εκκλησία βλέπω ότι είναι ανοιχτά. Γινόταν εκτάκτως μια κηδεία. Σταμάτησα, βοήθησα μαζί με έναν άλλο διάκονο να ετοιμάσουμε την αίθουσα και πάω μετά μέσα στο γραφείο, που ήταν ο αδελφός ο Λούης με τον αδελφό Νκολακόπουλο να δω μήπως θέλουνε κάτι. Και λέει ξαφνικά ο αδελφός Νκολακόπουλος: “Λούη εσύ τι λες, να πάει ο Γιάννης στη Κρήτη;” Και λέει ο αδελφός ο Λούης: “Να πάει και ο Θεός θα είναι μαζί του.” “Αμήν” λέει ο αδελφός Νικολακόπουλος. Κι έτσι εκπληρώθηκε κι αυτό το τελευταίο σημείο που είχα βάλει. Δόξα στον Θεό. Κι από τότε είμαστε εδώ στο Ηράκλειο. Περάσαμε πολλά βέβαια αλλά ποτέ δεν σταμάτησε ο Κύριος να είναι μαζί μας και να μας βοηθάει σε κάθε δυσκολία. Η τελευταία μεγάλη δυσκολία, ήταν όταν αρρώστησα με κορωνοϊό όπου έμεινα στο νοσοκομείο 40 μέρες σε ακινησία, με οξυγόνο. Δύο φορές έφτασα πολύ κοντά να πεθάνω, αλλά ευχαριστώ τον Θεό γιατί προσευχόντουσαν για μένα πολλά αδέλφια, σε όλη την Ελλάδα και ο Κύριος έκανε χάρη κι έζησα.
Τι σου άφησε αυτή η εμπειρία;
Μου άφησε πως δεν γίνεται τίποτε στη ζωή μας αν δεν το θέλει ο Θεός. Εκείνος είναι η Αρχή και το Τέλος, το Α και το Ω, Εκείνος κρατάει τα κλειδιά του Άδη και του Θανάτου. Όλα είναι στην εξουσία Του κι αν ζούμε αυτή τη στιγμή, είναι γιατί το θέλει ο Θεός να ζούμε. Και ο δικός μου σκοπός πλέον, σε αυτό τον κόσμο, είναι να ζω για τη δόξα του Θεού και για να Τον ομολογώ. Πιστεύω δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο πάνω σε αυτή τη γη από το να ομολογήσεις τον Χριστό και να σωθεί μια ψυχή. Κι εξίσου μεγάλο, το να υπηρετήσεις τους ανθρώπους με αγάπη. Με έργα και όχι με λόγια μόνο. Να μην ξεχνάμε αδελφέ μου ποτέ, από που βγήκαμε. Από “της κοπρίας” πραγματικά -όπως λέει ο ψαλμωδός- μας έβγαλε ο Κύριος, μας έβαλε μέσα στον λαό Του και μας τίμησε πραγματικά. Κι αυτό δεν το έκανε γιατί το αξίζαμε ή επειδή τώρα το αξίζουμε. Εγώ προσωπικά αισθάνομαι ότι δεν έχω να επιδείξω κάτι για να δικαιωθώ μπροστά στον άμωμο και άγιο Θεό. Η αξία μου όλη είναι ο Χριστός κι αν φύγει από τη ζωή μου ο Χριστός, θα καταλήξω πάλι στην “κοπρία” όπως προαναφέραμε στο ψαλμό 131