Skip to main content
play button christianity Ακούστε  |  48kbps  |  96kbps  |
on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Προκόπης Δημουλής

«Διότι συ είσαι η ελπίς μου Κύριε Θεέ, το θάρρος μου εκ νεότητός μου. Επί σε επεστηρίχθην εκ της κοιλίας, συ είσαι σκέπη μου εκ των σπλάγχνων της μητρός μου· εις σε θέλει είσθαι πάντοτε ο ύμνος μου.» Ψαλμός οα΄ 5, 6.

 |  Ομολογίες

«Διότι συ είσαι η ελπίς μου Κύριε Θεέ, το θάρρος μου εκ νεότητός μου. Επί σε επεστηρίχθην εκ της κοιλίας, συ είσαι σκέπη μου εκ των σπλάγχνων της μητρός μου· εις σε θέλει είσθαι πάντοτε ο ύμνος μου.» Ψαλμός οα΄ 5, 6.

Αυτό το μήνα θα γνωρίσουμε την μαρτυρία του αδελφού μας Προκόπη Δημουλή. 


Αδελφέ Προκόπη από ότι ξέρω η δική σου ομολογία ξεκινάει πριν ακόμα γεννηθείς. 


Ναι πράγματι και είναι αυτό που λέει ο λόγος του Θεού: «Πριν σε μορφώσω εν τη κοιλία σε εγνώρισα». Η μητέρα μου είχε ήδη 5 παιδιά και όταν κατάλαβε ότι ήταν έγκυος σε μένα δεν ήθελε να με κρατήσει. Επειδή είχε πολλές δουλειές, πολλές υποχρεώσεις θέλησε να με «ρίξει» που λένε. Να προκαλέσει αποβολή. Το είπε στην αδελφή της και εκείνη της πρότεινε κάποια γιατροσόφια, κάποια δηλητήρια. Κι άρχισε η μητέρα μου τις προσπάθειες. Πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι κάνουμε διάφορες ενέργειες στην ζωή μας χωρίς να υπολογίζουμε ποιό είναι το θέλημα του Θεού. Δεν ήξερε ότι ο Θεός προγνωρίζει τον άνθρωπο εκ κοιλίας της μητρός του ακόμα. Ο Κύριος με κρατούσε στη ζωή και μετά από τέσσερις μήνες δεν είχα πάθει τίποτε. Τελευταία προσπάθεια που έκανε ήταν που έβαλε την αδελφή μου (εννιά χρονών τότε) να χοροπηδάει πάνω στην πλάτη της. Αλλά κι εκεί αποτυχία είχε. Αφού λοιπόν είδε και αποείδε και δεν γινότανε τίποτε είπε: «θα τον κρατήσω τον «τούρκο» και ότι γίνει». Και έτσι λοιπόν γεννήθηκα εγώ. Και τεσσεράμισι κιλά μάλιστα. Όλα αυτά τα δηλητήρια μάλλον με έτρεφαν παρά με έβλαπταν.


Πότε γεννήθηκες; 


Το 1950. Σε ένα χωριό της Κέρκυρας τον Άγιο Νικόλαο. Εκεί μεγάλωσα χωρίς να στερηθώ τίποτε κι ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό. 


Είχε ναυτικούς το χωριό και το έλεγαν έτσι;


Ναι είχε ναυτικούς, όλα τα παιδιά φεύγανε και ταξιδεύανε και κάποια στιγμή σε ηλικία 14 χρονών υπέγραψε ο πατέρας μου κι έβγαλα κι εγώ ναυτικό φυλλάδιο για να ταξιδέψω. Άκουγα από φίλους που είχανε μπαρκάρει καλά λόγια (ότι βγάζουν πολλά χρήματα ας πούμε) και το αποφάσισα κι εγώ. Το πρώτο μου καράβι ήταν 45 χρονών πλοίο. Πάταγες στην λαμαρίνα κι έμπαινε το πόδι σου μέσα. Σάπιο τελείως. Έκανε ταξίδια βόρεια, προς τη Σκανδιναβία και σε ένα ταξίδι στη Σουηδία πέσαμε σε θάλασσα, σε φουρτούνα με 10 μποφόρ. Το καράβι στην αρχή έριξε άγκυρα για να αγκυροβολήσει και είχε μείνει η άγκυρα κάτω, μας κόπηκε. Σπάει και η προπέλα και είχε μείνει τελείως ακυβέρνητο. Στο έλεος του Θεού. Κάποια στιγμή κοιτάξαμε από το παράθυρο και ήμασταν 50 μέτρα απόσταση από τα βράχια. Ευτυχώς γύρισε ο αέρας και μας ξανάβαλε πάλι μέσα. Τελικά αφού ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα ήρθε ένα ρυμουλκό για να μας πάει στο λιμάνι. Με τα χίλια ζόρια, με τα μαύρα βάσανα που λένε, καταφέραμε και του δώσαμε ένα σύρμα 6 ιντσών, σπρίντ λέγεται, για να το πάρει το ρυμουλκό και να δέσει. Κι όπως πάει να ξεκινήσει σπάει το σύρμα και περνάει μέσα από τα πόδια μου σαν το φίδι. Έτσι και με έπαιρνε θα με έβγαζε από μια τρύπα που βγαίνουν οι κάβοι -όκιο το λένε οι ναυτικοί και θα με έκανε κιμά στην κυριολεξία. Αλλά ο Θεός ήταν πάντοτε μαζί μου. «Εκ κοιλίας μητρός.» Ήρθε τελικά ένα άλλο ρυμουλκό, φτάσαμε στο λιμάνι και μετά μας πήγανε σε άλλο καράβι της ίδιας εταιρείας στη Γερμανία. Το οποίο πήγαινε Λατινική Αμερική. Αργεντινή, Βραζιλία και σε αυτά τα μέρη. Εκεί έκατσα δυόμιση χρόνια περίπου. 

Δεν σε αποθάρρυνε το ναυάγιο αυτό; 


Όχι ίσα-ίσα τότε μου άρεσε πολύ η περιπέτεια, οι θάλασσες, οι φουρτούνες. Και έψαχνα πάντα καράβια που πήγαιναν έξω, σε μακρινά ταξίδια. Αφού πέρασαν τα χρόνια ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος. Υπηρέτησα στο Ναυτικό 27 μήνες και αφού έκατσα για λίγο στο σπίτι μου στην Κέρκυρα, άρχισα πάλι να κοιτάω για κάποιο καράβι για να μπαρκάρω. Έρχομαι λοιπόν στον Πειραιά και βρίσκομαι απέναντι από την Αγία Τριάδα την εκκλησία. Εν τω μεταξύ αυτά που μου αρέσανε πριν πάω φαντάρος, τα μεγάλα ταξίδια, οι περιπέτειες, τώρα δεν τα ήθελα καθόλου. Ήθελα ένα καράβι να κάνει δρομολόγιο Ευρώπη-Ελλάδα. Αυτό είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Κι όπως ήμουνα απέναντι στην Αγία Τριάδα είπα: «Θεέ μου βρες μου ένα καράβι να κάνει δρομολόγια Ευρώπη Ελλάδα. Αγία μου Τριάδα κάνε μου αυτή την χάρη.» 
Προσευχόσουν γενικά στην ζωή σου; 
Όχι εκείνη τη στιγμή μόνο προσευχήθηκα. Κι αφού έκανα το σταυρό μου πήγα στην Ακτή Μιαούλη που ήταν όλες οι ναυτιλιακές εταιρείες. Ήταν ένα μαγαζί «το Ναυτάκι» με ναυτικά ρούχα και ακριβώς δίπλα ήτανε μια στοά με ένα ναυτιλιακό γραφείο. Και βλέπω εκεί μια ταμπέλα που έλεγε: «Ζητείται πλήρωμα για ταξίδια Ευρώπη-Ελλάδα.» Μόλις το είδα μπήκα γρήγορα να προλάβω πριν πάει κανένας άλλος. Έδωσα το φυλλάδιο μου και το ότι είχα συνεχόμενα μπάρκα με πολλούς μήνες ταξίδια μέτραγε πολύ τότε για τις εταιρείες. Και αμέσως μου λένε: «περνάτε από γιατρούς και αύριο έρχεστε στο καράβι.» Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Νόμιζα ότι πετούσα. Πράγματι την άλλη μέρα το πρωί ήμουν στο καράβι και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω να βρω το μάγειρα. 


Γιατί αυτό; 


Δεν ξέρω. Πρώτη φορά το έκανα αυτό σε καράβι που μπαρκάριζα. Ούτε να πάω στον καπετάνιο να δώσω το φυλλάδιο ούτε τίποτε. Το πρώτο που έκανα ήταν να πάω στην κουζίνα. Ρώτησα και μου λένε: «ο μάγειρας δεν είναι εδώ, είναι στο νοσοκομείο.» Μόλις μου το είπαν αυτό, όλη η χαρά που ένοιωθα μετατράπηκε σε θλίψη. Στενοχώρια και απογοήτευση που δεν μπορείς να φανταστείς. Αφού παραμίλαγα μόνος μου κι έλεγα: «Τι έπαθα ξαφνικά; Τι με νοιάζει εμένα για τον μάγειρα;» Το καράβι θα πήγαινε Κρήτη, Θεσσαλονίκη και μετά Ευρώπη. Φθάνουμε Κρήτη και όπως δέναμε στο λιμάνι λέει ο γραμματικός (ο υποπλοίαρχος): «ο μάγειρας δεν θα μπει εδώ, θα μπει στη Θεσσαλονίκη.» Πιο πολύ θλίψη εγώ. Πάμε στη Θεσσαλονίκη και λέει πάλι ο γραμματικός: «να ο μάγειρας, αυτός με την βαλίτσα.» Αυτό ήτανε. Μου έφυγε όλη η στενοχώρια έτσι ξαφνικά όπως είχε έρθει. Έγινα άλλος άνθρωπος. Ξεκίνησε το καράβι από Θεσσαλονίκη, ταξιδεύαμε για Ισπανία και αυτό που ήθελα εγώ ήταν να έρθω σε επαφή με το μάγειρα και να τον γνωρίσω, χωρίς όμως να ξέρω το λόγο. Και δεν ήξερα και πως, με ποιόν τρόπο, γιατί ντρεπόμουνα κιόλας. Εντωμεταξύ κάναμε πολύ παρέα με το τρίτο μηχανικό και πήγαινα στην καμπίνα του, ακούγαμε μουσική και πίναμε και κανένα ουισκάκι. Και η καμπίνα του ήταν ακριβώς δίπλα με του μάγειρα. Ένα βράδυ όπως εμείς τα πίναμε, ακούω από δίπλα: «Αλληλούια Κύριε, δόξα Κύριε...» Μόλις το άκουσα αυτό αναστατώθηκα. Λέω στον μηχανικό: «Αντώνη άκουσες τίποτε;», «Ναι» μου λέει, «είναι ο μάγειρας. Πιστεύει στο Ευαγγέλιο και προσεύχεται.» Από εκείνη την ώρα αυτό που άκουσα -αυτή η δοξολογία μου είχε κάνει τόση εντύπωση που δεν μπορούσα να το βγάλω από το μυαλό μου. 


Σου άρεσε; 


Ναι μου άρεσε πολύ. Το άλλο βράδυ ξανά το ίδιο. Το άλλο ξανά. Μέχρι που ένα βράδυ αφού προσευχήθηκε ο μάγειρας, άνοιξε την πόρτα και στο ραδιόφωνο έβαλε ειδήσεις. Στα ελληνικά. Εκεί βρήκα εγώ αφορμή και πήγα δίπλα υποτίθεται να ακούσω τις ειδήσεις. Εντωμεταξύ εκείνη την εποχή αν με ρώταγες ποιός είναι πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν ήξερα. Δεν είχα ιδέα από πολιτικά. Έτσι γνωριστήκαμε για πρώτη φορά με το μάγειρα, τον αδελφό Δημήτρη Δαβίτη. Αφού συστηθήκαμε και είπαμε διάφορα, μου λέει: «Προκόπη πιστεύεις στο Ευαγγέλιο;» Του λέω: «δεν το έχω διαβάσει ποτέ.» Και μου πρότεινε να μου διαβάσει κάτι μέσα από τον λόγο του Θεού. Από εκείνη την ημέρα και μετά, το λιγότερο που θα καθόμασταν μαζί στο δωμάτιο του να μελετάμε και να συζητάμε μέσα από την Καινή Διαθήκη ήταν επτά ώρες. Χωρίς υπερβολή. Να φανταστείς είχα βάρδια 4-8 το πρωί και ερχόταν αυτός που θα αντικαθιστούσα και με έβρισκε στην καμπίνα του μάγειρα. 


Άλλαξε η ζωή σου καθώς ήρθες σε επαφή με τον λόγο του Θεού; 


Ναι σταδιακά άλλαξε η ζωή μου τελείως. Τσιγάρα, ποτά, αμαρτία, γυναίκες στα λιμάνια, τέρμα όλα. Εκείνες ακριβώς τις μέρες μου λέει ένα πρωί ο λοστρόμος: «Προκόπη θα βγεις σήμερα στην πλώρη για να βάψεις το καράβι.» Πράγματι με κατεβάσανε με σχοινιά κι όπως έβαφα αμέριμνος ξαφνικά ακούω μια φωνή: «Τέκνο μου αγαπητό άκουγε αυτά που σου λέει ο δούλος μου ο Δημήτρης.» Μόλις το άκουσα αυτό μου πέσανε οι μπογιές, μου πέσανε τα πινέλα, μου πέσανε τα ρολά, μέσα στη θάλασσα όλα. Ανατρίχιασα κι έψαχνα δίπλα μου να βρω ποιός μου μίλησε αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν άνθρωπος εκεί, γιατί ήμουνα στην κυριολεξία κρεμασμένος πάνω από την θάλασσα. Αυτή ήταν η πρώτη μου πνευματική εμπειρία αλλά και σε προσευχές που κάναμε ένοιωθα την παρουσία του Θεού έντονα και αρκετές φορές με είχε επισκιάσει το Πνεύμα το Άγιο. Πήγαμε μετά και στην εκκλησία και η ελευθέρα αποστολική εκκλησία πεντηκοστής ήτανε τότε στην οδό Ευπόλιδος. Ένα βράδυ ένοιωσα πολύ έντονα την ανάγκη να βαπτιστώ στο νερό και με βάπτισε θυμάμαι επειγόντως ο αδελφός ο Λούης Φέγγος χειμωνιάτικα, με κρύο νερό, γιατί την άλλη μέρα ταξίδευα. Ήτανε Φλεβάρης του 1973. Περάσανε έτσι τα χρόνια πολύ ευλογημένα με τον αδελφό Δημήτρη και φροντίζαμε πάντα να είμαστε στο ίδιο καράβι. Κάποια στιγμή σε ένα ταξίδι που ήμασταν του λέω: «Θέλω να παντρευτώ. Ξέρεις να μου συστήσεις κάποια καλή κοπέλα μέσα από την εκκλησία;» Μου λέει: «Όλες οι κοπέλες στην εκκλησία καλές είναι αλλά δεν μπορείς να βασιστείς σε ποια θα σου συστήσω εγώ. Προσευχήσου στο Θεό να σου φανερώσει ποιά είναι η πιο κατάλληλη για εσένα.» 


Σε καθοδηγούσε σωστά ο αδελφός. 


Ναι. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας αλλά με αγαπούσε και σαν σαρκικός μου πατέρας και με συμβούλευε πάντα. Εκείνη την ώρα όμως δεν το δέχτηκα καλά αυτό που μου είπε, μου φάνηκε λίγο υπερβολικό. Το βράδυ πάντως που πήγα στο δωμάτιο μου όπως ξάπλωσα είπα: «Θεέ μου αν έχεις κάποια κοπέλα για μένα μέσα από την εκκλησία θέλω να μου τη δείξεις στο όνειρο μου.» Αυτό είπα μόνο και κοιμήθηκα. Ήμασταν στην Ισπανία τότε με το καράβι, στην Βαρκελώνη. Βλέπω λοιπόν στο όνειρο μου μια κοπέλα με ένα κόκκινο ταγιέρ, ένα γκρι πουκάμισο και μαλλί σγουρό και να την κρατάει ένας άντρας αγκαζέ και να περπατάνε σε μια πολύ μεγάλη πλατεία που υπάρχει στη Βαρκελώνη. Ήταν ο αδελφός της ο Γιάννης, μετά που τους γνώρισα τον θυμήθηκα. Το άλλο βράδυ ξαναπροσευχήθηκα. Και λέω: «Κύριε, την κοπέλα που μου έδειξες δεν την γνωρίζω. Θέλω μια που να την γνωρίζω.» Βλέπω πάλι το ίδιο όνειρο. Την ίδια κοπέλα με το ίδιο ντύσιμο και με τον ίδιο άντρα να προχωράνε στην πλατεία. Ήμουν κι εγώ ανόητος όμως. Από την στιγμή που ζητούσα από τον Θεό να μου δείξει μια κοπέλα μέσα από την εκκλησία τι περίμενα να μου δείξει; Καμία από το χωριό μου; Με απλότητα είχα ζητήσει από τον Θεό, με απλότητα ο Θεός μου είχε απαντήσει και μετά μπερδευόμουνα εγώ με τις σκέψεις μου. Όταν ήρθε το καράβι στον Πειραιά, πήγαμε την Κυριακή στην εκκλησία που είχε αλλάξει τότε διεύθυνση και από την οδό Ευπόλιδος είχε πάει στην οδό Σωκράτους. Κι όπως καθόμουνα βλέπω ξαφνικά αυτή την κοπέλα που είχα δει στο όνειρο μου να μπαίνει από την είσοδο και να πηγαίνει προς το Διακονείο. Την γυναίκα μου την Στέλλα. 


Με τα ίδια ρούχα;


 Τα ίδια ρούχα, το πουκάμισο, το ταγιέρ όλα ίδια. Έμεινα άγαλμα. Μου λέει ο αδελφός ο Δημήτρης: «Τι έπαθες;» αλλά εκείνη την ώρα δεν του είπα τίποτε. Του το είπα όταν ήμασταν πάλι στο καράβι και ταξιδεύαμε. Από τότε ξεκίνησε μια διαδικασία. Εκείνος το είπε στην γυναίκα του, εκείνη το είπε στην οικογένεια της Στέλλας αλλά το πρόβλημα ήταν η δουλειά μου. Έλεγε ο πεθερός μου: «Και δέκα κόρες να είχα, σε ναυτικό δεν θα έδινα ούτε μια». Πόσο μάλλον που η Στέλλα ήταν μοναχοκόρη. Τελικά μετά από μερικούς μήνες αποφάσισα να τη ζητήσω αλλά δεν πήγα εγώ. Έστειλα τον αδελφό το Δημήτρη κι εγώ ήμουνα στην Κέρκυρα και περίμενα τα νέα από το τηλέφωνο. Τηλέφωνα βέβαια στα σπίτια στο χωριό δεν υπήρχαν τότε, κοινοτικό ήταν το τηλέφωνο και είχα στηθεί έξω από το κοινοτικό γραφείο και περίμενα. Με πήρε και μου λέει: «Έλα στην Αθήνα γρήγορα, είπαν όλοι το αμήν.» Έτσι ήρθα, αρραβωνιάσαμε και αφού ταξίδεψα 16 μήνες ακόμα, παντρευτήκαμε 2 Ιουλίου του 1978. Ο Κύριος μας ευλόγησε κατά πάντα και μπορώ να πω ότι παντρεύτηκα στην κυριολεξία τη γυναίκα των ονείρων μου! 


Μετά σταμάτησες από τα καράβια;


 Ναι από τότε δεν ξαναταξίδεψα αλλά δούλεψα στην οικοδομή με τον πεθερό μου και τον κουνιάδο μου. Το 1980 ο Κύριος με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο σε μια προσευχή σε ένα σπίτι στο Γαλάτσι και μετά από λίγο έγινα διάκονος στην εκκλησία της Αθήνας. Μόλις είχαμε έρθει στην οδό Σοφοκλέους. Από τότε είμαι εδώ σταθερός και αμετακίνητος. Ο Κύριος μας χάρισε τρία παιδιά, μια νύφη, τρία εγγονάκια και μπορώ να πω ότι μας έχει ευλογήσει ο Θεός από όλες τις πλευρές. Πνευματικά, υλικά, οικογενειακά και στην προσευχή μου λέω πάντα: «Σε ευχαριστώ Κύριε για όλα όσα μου έχεις χαρίσει. Σε υπερευχαριστώ.» Τώρα που είμαι συνταξιούχος πάω το καλοκαίρι και κάθομαι στο χωριό μου δύο, δυόμιση μήνες. Πιάνω καμιά φορά κουβέντα με τους συγχωριανούς και μου λένε: «Σε συζητάμε στο χωριό ότι είσαι διαφορετικός άνθρωπος. Χαρούμενος, γελαστός και εσύ και όλη σου η οικογένεια. Τι είναι αυτό που σε κάνει και ξεχωρίζεις;» Και αυτό που τους λέω είναι ότι: «Αυτό που βλέπετε σε μένα μπορείτε και εσείς πολύ απλά να το αποκτήσετε. Ελάτε στο Χριστό, πιστέψτε στο Χριστό και ο Κύριος θα κάνει τη διαφορά μέσα στη ζωή σας.» Νοιώθω ευγνωμοσύνη προς τον Θεό γιατί ήταν μαζί μου πριν ακόμα έρθω στον κόσμο -από την κοιλιά της μάνας μου ήταν μαζί μου σε όλη μου τη ζωή και πιστεύω ότι θα είναι μαζί μου κι όταν θα φύγω από αυτόν τον κόσμο και θα ζω μαζί Του στην αιώνια βασιλεία Του.